Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύθηκε από τo The Conversation με άδεια Creative Commons. Διαβάστε το αρχικό άρθρο.
Η ισραηλινή κυβέρνηση ασκεί πιέσεις στην αριστερή εφημερίδα Haaretz να συνταχθεί υπέρ της κυβέρνησης σχετικά με τη διεξαγωγή του πολέμου στη Γάζα.
Ο Υπουργός Επικοινωνιών, Shlomo Karhi, πρότεινε την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην εφημερίδα κατηγορώντας τη για «ψεύδη, ηττοπαθή προπαγάνδα» και «σαμποτάζ του Ισραήλ εν καιρώ πολέμου». Η πρόταση στοχεύει στην ανάκληση των κρατικών συνδρομών στην εφημερίδα και στην «απαγόρευση της δημοσίευσης επίσημων ανακοινώσεων».
Σε απάντηση, η Ένωση Ισραηλινών Δημοσιογράφων χαρακτήρισε την κίνηση «λαϊκίστικη πρόταση χωρίς καμία λογική σκοπιμότητα». Η Haaretz, η οποία είναι μια ανεξάρτητη καθημερινή εφημερίδα, εκδίδεται από το 1919 και έχει γίνει συχνά στόχος δεξιών κυβερνήσεων.
Στις 20 Οκτωβρίου η κυβέρνηση θέσπισε έκτακτες ρυθμίσεις, οι οποίες της επιτρέπουν να κλείνει προσωρινά ξένα μέσα ενημέρωσης που θεωρούνται επιζήμια για τη χώρα. Η νομοθεσία αυτή επιτρέπει το κλείσιμο και τη διακοπή του σήματος οποιουδήποτε μέσου ενημέρωσης για 30 ημέρες τη φορά.
Η Haaretz έγραψε στις 15 Οκτωβρίου ότι ένα προηγούμενο σχέδιο νόμου με τίτλο: «Περιορισμός της Ενίσχυσης του Εχθρού μέσω της Επικοινωνίας» περιελάμβανε μεθοδεύσεις για σαρωτικούς περιορισμούς στα εγχώρια και στα ξένα μέσα ενημέρωσης. Τελικά, κάτι τέτοιο δεν συμπεριλήφθηκε στον νέο νόμο.
Μέσα στις προθέσεις του Karhi με αυτήν τη νομοθεσία ήταν επίσης το κλείσιμο του τηλεοπτικού σταθμού Al Jazeera του Κατάρ. Ωστόσο, το υπουργικό συμβούλιο απέρριψε τη συγκεκριμένη πρόταση λόγω του ρόλου του Κατάρ στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για τους ομήρους και τους κρατούμενους. Στις 13 Νοεμβρίου, οι Times του Ισραήλ ανέφεραν ότι η ίδια νομοθεσία χρησιμοποιήθηκε για να εμποδιστούν οι εκπομπές του λιβανέζικου καναλιού Al-Mayadeen TV εντός του Ισραήλ και των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών για «λόγους ασφαλείας».
Ο Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, Yoav Gallant, κατηγόρησε το δίκτυο ως «φερέφωνο της Χεζμπολάχ» και τους δημοσιογράφους του ότι «υποστηρίζουν την τρομοκρατία παριστάνοντας τους δημοσιογράφους».
Μία εβδομάδα αργότερα, στις 21 Νοεμβρίου, δύο δημοσιογράφοι του σταθμού σκοτώθηκαν σε ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στον νότιο Λίβανο. Η ανταποκρίτρια Farah Omar και ο εικονολήπτης Rabih al-Maamari κάλυπταν ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στη Χεζμπολάχ και στο Ισραήλ στο Ταΐρ Χάρφα, ενάμιση χιλιόμετρο από τα ισραηλινά σύνορα, όταν χτυπήθηκαν.
Στην ιστοσελίδα της, η Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων (CPJ), αν και χαρακτήρισε το Al-Mayadeen «προσκείμενο στη Χεζμπολάχ», ζήτησε «ανεξάρτητη έρευνα για τη δολοφονία των δημοσιογράφων». Τόνισε ότι «οι δημοσιογράφοι είναι πολίτες που επιτελούν σημαντικό έργο σε περιόδους κρίσης και δεν πρέπει να στοχοποιούνται από τις αντιμαχόμενες πλευρές».
Το CPJ αναφέρει ότι 57 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης έχουν σκοτωθεί από την έναρξη της σύγκρουσης. Σε αυτούς περιλαμβάνονται 50 Παλαιστίνιοι, τέσσερις Ισραηλινοί και τρεις Λιβανέζοι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης. Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα τοποθετούν το Ισραήλ στο νούμερο 97 στην κατάταξη της Ελευθερίας του Τύπου σε 180 χώρες, πάνω από την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και κάτω από την Αλβανία. Σημειώνεται:
Υπό τη στρατιωτική λογοκρισία του Ισραήλ, η αναφορά σε διάφορα θέματα ασφαλείας απαιτεί προηγούμενη έγκριση από τις αρχές. Εκτός από την πιθανότητα αστικών αγωγών για δυσφήμιση, οι δημοσιογράφοι μπορούν επίσης να διωχθούν ποινικά για δυσφήμιση και «προσβολή δημόσιου λειτουργού». Νόμος για την ελευθερία της πληροφόρησης υπάρχει, αλλά μερικές φορές είναι δύσκολο να εφαρμοστεί.
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων και τηλεόραση: πολλές διαδρομές παραπληροφόρησης στο Λίβανο
Είτε πρόκειται για το WhatsApp, το Facebook, το Χ (πρώην Twitter), το Instagram, το TikTok ή ιστοσελίδες ειδήσεων, ο κόσμος στο Λίβανο καταναλώνει ολοένα και περισσότερο τις πληροφορίες στο διαδίκτυο.
Περιοριστικά μέτρα που θέσπισαν οι Βρετανοί
Τα περιοριστικά μέτρα για τον Τύπο εισήχθησαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο των «Αμυντικών (Έκτακτων) Ρυθμίσεων» που θέσπισαν οι Βρετανοί κατά τη διάρκεια της εντολής της Παλαιστίνης και καταργήθηκαν όταν εκείνοι αποχώρησαν το 1948. Ωστόσο, μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, οι περισσότερες από τις εκτεταμένες κανονιστικές ρυθμίσεις ενσωματώθηκαν στην ισραηλινή νομοθεσία.
Σύμφωνα με την ισραηλινή οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα B’Tselem, τέτοια νομοθεσία, κληρονομιά της εποχής της εντολής, που αφορά την κατεδάφιση σπιτιών, την κράτηση ατόμων και την απαγόρευση κυκλοφορίας χρησιμοποιείται συνεχώς στα κατεχόμενα εδάφη.
Σύμφωνα με τους Times του Ισραήλ, όσον αφορά την εγχώρια λογοκρισία, «κάθε άρθρο τόσο στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης όσο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» που αναφέρεται στην ασφάλεια και στις μυστικές υπηρεσίες πρέπει να αποστέλλεται στον επικεφαλής λογοκριτή, ταξίαρχο Kobi Mandelblit, για έγκριση πριν από τη δημοσίευσή του. Αυτό είναι απολύτως σύμφωνο με τις διατάξεις των Αμυντικών (Εκτάκτων) Ρυθμίσεων του 1945.
Οι Times ανέφεραν ότι η αρθρογραφία της Haaretz ήταν «σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτική της πολεμικής επιχείρησης, αν και ιδιαίτερα επικριτική απέναντι στην κυβέρνηση που τη διεξάγει».
Στο πλαίσιο της επίθεσης κατά της εφημερίδας, ο Shlomo Karhi έγραψε μια επιστολή προς τον γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου, Yossi Fuchs, όπου παρέθετε ορισμένα αποσπάσματα, τα οποία στην πραγματικότητα ήταν άρθρα γνώμης και όχι απευθείας ειδησεογραφικά ρεπορτάζ.
Ένα από αυτά ήταν γραμμένο από τον Gideon Levy στις 9 Οκτωβρίου, με τίτλο: «Το Ισραήλ δεν Μπορεί να Φυλακίζει Δύο Εκατομμύρια Κατοίκους στη Γάζα Χωρίς να Πληρώσει ένα Σκληρό Τίμημα». Στο άρθρο ο Levy εκτιμά: «Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η ισραηλινή αλαζονεία· η πεποίθηση ότι ποτέ δεν θα πληρώσουμε το τίμημα και δεν θα τιμωρηθούμε γι’ αυτό. Θα συνεχίζουμε ανενόχλητοι».
Επίσης ως απόδειξη της «ηττοπαθούς και ψευδούς προπαγάνδας» της Haaretz αναφέρθηκε η Amira Hass, από μια άλλη στήλη. Ο Karhi παρέθεσε απόσπασμα από ένα άρθρο της στις 10 Οκτωβρίου: «Μέσα σε λίγες ημέρες οι Ισραηλινοί βίωσαν αυτό που οι Παλαιστίνιοι βίωναν ως ρουτίνα επί δεκαετίες και εξακολουθούν να βιώνουν· στρατιωτικές εισβολές, θάνατο, σκληρότητα, σκοτωμένα παιδιά, πτώματα στοιβαγμένα στον δρόμο».
Σε απάντηση στις επιθέσεις του Karhi κατά της εφημερίδας, ο εκδότης της Haaretz, Amos Schocken, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι προσπαθεί «να καταπνίξει την ελευθερία του Τύπου στο Ισραήλ». Σε ανάρτησή του στο X (πρώην Twitter) έγραψε: «Όταν η κυβέρνηση Νετανιάχου θέλει να μας κλείσει, έχει έρθει η ώρα να διαβάσετε τη Haaretz».
Κείμενο: Colleen Murrell, Καθηγήτρια Δημοσιογραφίας, Dublin City University