Αυτό το άρθρο αναδημοσιεύεται από το The Conversation με άδεια Creative Commons. Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο.
Μετά από έναν μαζικό βομβαρδισμό του Λιβάνου, το Ισραήλ ξεκίνησε χερσαία εισβολή στον βόρειο γείτονά του. Στρατεύματα έχουν περάσει στο νότιο Λίβανο, με στόχο να απωθήσουν τη Χεζμπολάχ πέρα από τον ποταμό Λιτάνι, ο οποίος απέχει 29 χιλιόμετρα από τα ισραηλινά σύνορα. Ο επίσημος στόχος είναι η διευκόλυνση του επαναπατρισμού περίπου 60.000 εκτοπισμένων Ισραηλινών στο βόρειο Ισραήλ.
Με την πρόσφατη δολοφονία του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα και αρκετών διοικητών του το περασμένο Σαββατοκύριακο, το Ισραήλ έχει ήδη επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην οργάνωση.
Το γεγονός αυτό έχει ενισχύσει το προφίλ του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, παρά τις ευρείες εκκλήσεις για παραίτησή του από την πλειοψηφία των Ισραηλινών πολιτών.
Το Ισραήλ φαίνεται πως πλέον είναι έτοιμο να επεκτείνει το επιχειρησιακό του πλαίσιο από τη Γάζα στον Λίβανο, με στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου στη Μέση Ανατολή, βάσει των συμφερόντων του. Μήπως όμως έχει υπερεκτιμήσει τις δυνατότητές του;
Η αποδυναμωμένη Χεζμπολάχ ωθείται σε πόλεμο πλήρους κλίμακας με το Ισραήλ
Εδώ και σχεδόν έναν χρόνο, οι διασυνοριακές συγκρούσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ κλιμακώνονται διαρκώς, με τους παρατηρητές να προειδοποιούν ότι οι αυξανόμενες εντάσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σύντομα σε πόλεμο πλήρους κλίμακας στην περιοχή. Τις τελευταίες μέρες το καταστροφικό αυτό σενάριο φλερτάρει επικίνδυνα με την πραγματικότητα.
Ιστορικό αποτυχιών
Το Ισραήλ έχει ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση.
Το 1982 εισέβαλε στον Λίβανο φτάνοντας μέχρι τη Βηρυτό, σε μια προσπάθεια να διαλύσει την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Η επιχείρηση είχε στόχο να καταπνίξει την παλαιστινιακή αντίσταση κατά της κατοχής της Δυτικής Όχθης, της Γάζας και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ, η οποία συνεχιζόταν από τον ισραηλινοαραβικό πόλεμο του 1967.
Το 1982 ήταν επίσης η χρονιά που σχηματίστηκε η Χεζμπολάχ με τη βοήθεια της νεοσύστατης, τότε, ισλαμικής κυβέρνησης του Ιράν.
Με τις ευλογίες του Ισραήλ, πολιτοφυλακές των Χριστιανών Φαλαγγιτών του Λιβάνου πραγματοποίησαν σφαγές στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα στη Βηρυτό. Το Ισραήλ εξανάγκασε επίσης την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης να μεταφέρει την έδρα της από τη Βηρυτό στην Τυνησία.
Στη συνέχεια, το Ισραήλ δημιούργησε μια ζώνη ασφαλείας στα βόρεια των συνόρων του, ωστόσο συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τη Χεζμπολάχ. Καθώς οι ισραηλινές απώλειες αυξάνονταν, ο τότε πρωθυπουργός Εχούντ Μπάρακ προχώρησε σε μονομερή αποχώρηση το 2000.
Η κίνηση αυτή ενίσχυσε τη δημοτικότητα της Χεζμπολάχ και την ανέδειξε σε σημαντική πολιτική και παραστρατιωτική δύναμη εναντίον του Ισραήλ και των συμμάχων του.
Το 2006 το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο σε μια προσπάθεια να εξαλείψει τη Χεζμπολάχ, χωρίς ωστόσο να έχει επιτυχία. Μετά από 34 ημέρες αιματηρών συγκρούσεων και σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές, αποδέχτηκε το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός, με τη Χεζμπολάχ να αναδεικνύεται σε νικητήρια δύναμη.
Αδιάλλακτος πόλεμος
Αυτή τη φορά φαίνεται πως ο Νετανιάχου είναι σίγουρος για την επιτυχία. Έχει επίσης την υποστήριξη των εξτρεμιστών υπουργών του, ιδίως εκείνων της εθνικής ασφάλειας, των οικονομικών και της άμυνας. Η εσωτερική πολιτική του επιβίωση, άλλωστε, εξαρτάται από τη στήριξή τους.
Ταυτόχρονα, το Ισραήλ διαθέτει μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ από ποτέ, κάτι που απέδειξε στη Γάζα με την «απάντηση» στη δολοφονία περισσότερων από 1.000 Ισραηλινών από τη Χαμάς και την απαγωγή περίπου 240 Ισραηλινών και ξένων υπηκόων στις 7 Οκτωβρίου.
Κατά τις επιχειρήσεις «καμένης γης», οι Δυνάμεις Άμυνας του Ισραήλ ισοπέδωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Λωρίδα της Γάζας, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περισσότεροι από 40.000 άμαχοι, εκ των οποίων το 35% ήταν παιδιά, ενώ άλλα δύο εκατομμύρια βρίσκονται εκτοπισμένοι.
Στη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων, η κυβέρνηση Νετανιάχου αγνόησε συστηματικά τους κανόνες του πολέμου, το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για κατάπαυση του πυρός και την προειδοποίηση του Διεθνούς Δικαστηρίου κατά της διάπραξης γενοκτονιών.
Επιπλέον, αψήφησε επιδεικτικά τη διεθνή κατακραυγή για τις ισραηλινές ενέργειες.
Η προκλητική του αυτή στάση ενισχύθηκε από την ακλόνητη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών προς το Ισραήλ. Η Ουάσινγκτον πρόσφατα ενέκρινε ένα επιπλέον πακέτο βοήθειας ύψους 8,7 δισεκατομμυρίων για την υποστήριξη της εκστρατείας του Ισραήλ στον Λίβανο.
Επί της ουσίας, ο Νετανιάχου δεν έχει κανένα λόγο να λάβει υπόψη τις εκκλήσεις της Ουάσιγκτον για αυτοσυγκράτηση ή κατάπαυση του πυρός.
Καλύπτοντας τη Γάζα: αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της πρόσβασης
Όταν οι δημοσιογράφοι κάνουν ρεπορτάζ για εγκλήματα πολέμου σε επικίνδυνες και δυσπρόσιτες περιοχές, όπως η Γάζα, αντιμετωπίζουν τεράστιες προκλήσεις. Κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Δημοσιογραφικού Forum του iMEdD, η Manisha Ganguly του Guardian και η ανταποκρίτρια του Al Jazeera English στη Γάζα Youmna El Sayed συζητούν τις δυσκολίες της αποκάλυψης της αλήθειας σε εμπόλεμες ζώνες, είτε στο πεδίο είτε από μακριά. Τα αποσπάσματα για τα YoutubeShorts επιλέχθηκαν από τον φοιτητή δημοσιογραφίας του Ιονίου Πανεπιστημίου Δημήτρη Ρεμούνδο, στο πλαίσιο του Pop-Up Newsroom του Forum.
Θα είναι διαφορετικό το αποτέλεσμα αυτή τη φορά;
Η αυτοπεποίθηση του Νετανιάχου ενισχύεται περαιτέρω από το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ. Αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, το Ισραήλ φέρεται να διαθέτει σημαντικό αριθμό πυρηνικών όπλων που αποσκοπούν στην επιβολή ισχύος και την επίτευξη στρατιωτικής υπεροχής στην περιοχή.
Ο Νετανιάχου και οι σύμμαχοί του έχουν υποστηρίξει ότι η χρήση δυσανάλογης βίας είναι μια δικαιολογημένη πράξη αυτοάμυνας απέναντι στα τρομοκρατικά «πλοκάμια», όπως τα χαρακτηρίζει – Χαμάς, Ισλαμική Τζιχάντ και Χεζμπολάχ – του «ιρανικού χταποδιού». Με τις ΗΠΑ και αρκετούς από τους δυτικούς και περιφερειακούς αραβικούς συμμάχους του να υιοθετούν την άποψή του, το Ισραήλ θέτει και πάλι ως προτεραιότητα τον στόχο της διάλυσης της Χεζμπολάχ.
Η Χεζμπολάχ είναι σημαντικός παίκτης του «άξονα αντίστασης» του Ιράν κατά του Ισραήλ και των ΗΠΑ. Ο Νετανιάχου γνωρίζει ότι η καταστροφή της οργάνωσης συνεπάγεται τη διάλυση του εθνικού και περιφερειακού συστήματος ασφαλείας του Ιράν. Είναι έτοιμος να διακινδυνεύσει μια ανοιχτή σύγκρουση με το Ιράν, έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα λάβει πλήρη υποστήριξη από τις ΗΠΑ σε ένα τέτοιο σενάριο.
Η Τεχεράνη δεν αναμένεται να αποσύρει τη στήριξή της στη Χεζμπολάχ, ωστόσο έχει και άλλες προτεραιότητες στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της. Ο νεοεκλεγείς Ιρανός πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν ανέλαβε την εξουσία με την υπόσχεση να χαλαρώσει τους θεοκρατικούς πολιτικοκοινωνικούς περιορισμούς και να αναβαθμίσει τις συνθήκες διαβίωσης των Ιρανών.
Ο Πεζεσκιάν έχει επίσης δεσμευτεί να βελτιώσει τις περιφερειακές και διεθνείς σχέσεις του Ιράν και, σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζει την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με τη Δύση (ιδίως τις ΗΠΑ) σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ώστε να τερματιστούν οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ.
Ο Πεζεσκιάν φαίνεται να έχει την υποστήριξη του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη της χώρας Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος έχει αποδείξει ότι παίρνει νηφάλιες αποφάσεις, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, από την πλευρά του, δήλωσε ότι η Χεζμπολάχ είναι ικανή να αμυνθεί.
Προς το παρόν, η Τεχεράνη επιλέγει να αφήσει το Ισραήλ εγκλωβισμένο στον Λίβανο, όπως έχει κάνει και στο παρελθόν.
Η Χεζμπολάχ δεν είναι η Χαμάς: παρόλο που έχει υποστεί ζημιές, εξακολουθεί να είναι καλά εξοπλισμένη και να βρίσκεται σε στρατηγική θέση. Αυτό θα της επιτρέψει να συνεχίσει την αντίστασή της κατά της ισραηλινής κατοχής επ’ αόριστον, γεγονός που ενδεχομένως να οδηγήσει σε σημαντικές ανθρώπινες και υλικές απώλειες για το εβραϊκό κράτος, εμποδίζοντας παράλληλα την επιστροφή πολλών Ισραηλινών στις βόρειες περιοχές.
Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη δύο παραμέτρους.
Η πρώτη είναι ότι, μετά από μια ολέθρια εκστρατεία ενός έτους, το Ισραήλ εξακολουθεί να μην έχει καταφέρει να εξαλείψει πλήρως την αντίσταση της Χαμάς. Η χερσαία αντιπαράθεση με τη Χεζμπολάχ θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη και επικίνδυνη.
Η δεύτερη είναι ότι, όπως και ο Νετανιάχου, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους είχε επιχειρήσει να αναδιαμορφώσει το τοπίο στη Μέση Ανατολή σύμφωνα με τα αμερικανικά γεωπολιτικά συμφέροντα, πραγματοποιώντας εισβολή στο Αφγανιστάν και το Ιράκ με το πρόσχημα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της προώθησης της δημοκρατίας.
Ωστόσο οι ενέργειες της Αμερικής αποσταθεροποίησαν ακόμα περισσότερο την περιοχή.
Ιστορικά, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η χρήση ωμής βίας σπάνια αποτέλεσε βιώσιμο υποκατάστατο της διπλωματίας στη διαχείριση των παγκόσμιων κρίσεων.