«Όσο μπορώ να μεταφέρω τις φωνές των ανθρώπων στη Γάζα, θα το κάνω – είτε βρίσκομαι εκεί, είτε στο εξωτερικό», λέει η Παλαιστίνια δημοσιογράφος Νάγχαμ Μοχάνα.
Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά από το The Reuters Institute for the Study of Journalism στις 27/8/2025 και αναδημοσιεύεται από το iMEdD με την άδειά του. Οποιαδήποτε άδεια αναδημοσίευσης υπόκειται στον αρχικό εκδότη. Διαβάστε το αρχικό άρθρο εδώ.
Μετάφραση: Ανατολή Σταυρουλοπούλου
Αεροσκάφη της Ισπανικής Πολεμικής Αεροπορίας (SASF) ρίχνουν ανθρωπιστική βοήθεια στη βόρεια Λωρίδα της Γάζας, όπως φαίνεται από την ισραηλινή πλευρά των συνόρων, στο νότιο Ισραήλ, στις 27 Μαρτίου 2024. EPA/ABIR SULTAN
Όσο η ισραηλινή τηλεόραση «σιωπά» για τη Γάζα, άλλα μέσα της χώρας αποκαλύπτουν παρακολουθήσεις, ωμότητες και εγκλήματα πολέμου
Δημοσιογράφοι από τα Haaretz, +972 Magazine και Hamakom Hachi Ham Bagehenom του Ισραήλ εξηγούν πώς καλύπτουν τη σύγκρουση για ένα κοινό που στρέφει αλλού το βλέμμα.
Οι ξένοι ανταποκριτές, για δεκαετίες, λειτουργούσαν ως «δεύτερα μάτια» στο πεδίο, βοηθώντας τους εγχώριους δημοσιογράφους να καλύψουν τις συγκρούσεις ανά τον κόσμο. Στη Γάζα, όμως, αυτό έχει πάψει να ισχύει από τον Οκτώβριο του 2023.
Ήταν ο μήνας που ξεκίνησε η ισραηλινή επίθεση ως απάντηση στις πολύνεκρες επιθέσεις της Χαμάς και άλλων ένοπλων οργανώσεων. Ύστερα από περισσότερους από 20 μήνες, σχεδόν 200 Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι έχουν σκοτωθεί σε ισραηλινούς βομβαρδισμούς, αρκετοί έχουν αναγκαστεί να φύγουν, ενώ οι διεθνείς ρεπόρτερ εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση στη Λωρίδα.
Καθώς η παγκόσμια προσοχή στρέφεται στον λιμό που μαστίζει τη Γάζα, οι δημοσιογράφοι που μπορούν να μεταδώσουν εικόνα από το πεδίο είναι λιγότεροι από ποτέ.
Όσοι έχουν απομείνει στο πεδίο είναι δημοσιογράφοι από τη Γάζα, οι οποίοι επιτελούν το δημοσιογραφικό τους καθήκον και ταυτόχρονα προσπαθούν να επιβιώσουν, καθώς δίνουν μάχη με την πείνα, τον εκτοπισμό και τον κίνδυνο να γίνουν στόχος του ισραηλινού στρατού. Στις αρχές Αυγούστου έξι δημοσιογράφοι του Al Jazeera σκοτώθηκαν σε στοχευμένη επίθεση στη σκηνή τους. Την Τρίτη πέντε ακόμα έχασαν τη ζωή τους σε «διπλό χτύπημα», σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Γάζας.
Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, οι δημοσιογράφοι εκτός της Λωρίδας της Γάζας προσπαθούν να ενισχύσουν το έργο των συναδέλφων τους που βρίσκονται εκεί με διάφορες μεθόδους κάλυψης, ώστε να μεταφέρουν στον κόσμο την εικόνα από αυτό το αποκομμένο σημείο του πλανήτη.
Κάποιοι από αυτούς είναι δημοσιογράφοι από τη Γάζα που κατάφεραν να διαφύγουν από τη Λωρίδα και συνεχίζουν τη δουλειά τους από το εξωτερικό, αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις επαφές τους. Άλλοι, ειδικεύονται στις ανοιχτές πηγές, αναλύοντας βίντεο, φωτογραφίες και αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα για να διαπιστώσουν αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Υπάρχουν και διεθνείς δημοσιογράφοι που παλεύουν να κάνουν ρεπορτάζ με την ελάχιστη πρόσβαση που τους επιτρέπεται, συμμετέχοντας σε αεροπορικές ρίψεις ανθρωπιστικής βοήθειας, σε μια προσπάθεια να δουν τη Γάζα από ψηλά.
Μίλησα με τέσσερις δημοσιογράφους που καλύπτουν τη Γάζα από απόσταση για το πώς δουλεύουν και ποιους περιορισμούς αντιμετωπίζουν. Όλοι στάθηκαν στο θάρρος των συναδέλφων τους από τη Γάζα, οι οποίοι ρισκάρουν καθημερινά τη ζωή τους για να μεταδώσουν τις ειδήσεις. Όλοι, επίσης, εξέφρασαν έντονη ανησυχία για την ασφάλειά τους και τάχθηκαν υπέρ του αιτήματος να επιτραπεί η είσοδος διεθνών δημοσιογράφων στη Λωρίδα, ώστε να μπορούν να καλύπτουν τα γεγονότα από το πεδίο.
Παλαιστινιακές φωνές μέσα και έξω από τη Γάζα
Από την αρχή του πολέμου πολλοί δημοσιογράφοι έχουν εγκαταλείψει τη Λωρίδα της Γάζας, φοβούμενοι για τη ζωή τους και τις οικογένειές τους. Κάποιοι κατάφεραν να φύγουν με τη βοήθεια των Μέσων στα οποία εργάζονται, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν αδρά ώστε να διαφύγουν μέσω των συνόρων με την Αίγυπτο. Αυτό το πέρασμα έχει επανειλημμένα υπάρξει στόχος του Ισραήλ και βρίσκεται υπό τον έλεγχό του από το 2024, με εξαίρεση ένα σύντομο διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου της φετινής χρονιάς, στο πλαίσιο προσωρινής συμφωνίας εκεχειρίας.
Όσοι έφυγαν συνέχισαν, σε πολλές περιπτώσεις, να καλύπτουν τα γεγονότα στη Γάζα, βασιζόμενοι σε έμπιστες επαφές και συναδέλφους για τον εντοπισμό και την επαλήθευση των ιστοριών που δημοσιεύουν.
Η 23χρονη Παλαιστίνια δημοσιογράφος Πλέστια Αλάκαντ (Plestia Alaqad), η οποία απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καλύπτοντας τις πρώτες εβδομάδες των συγκρούσεων, εγκατέλειψε τη Γάζα τον Νοέμβριο του 2023.
Έκτοτε, η Αλάκαντ καλύπτει τη σύγκρουση μέσα από το Instagram, εστιάζοντας στις ανθρωπιστικές συνθήκες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της Λωρίδας. Παράλληλα, αρθρογραφεί για διεθνή μέσα ως ελεύθερη συνεργάτιδα, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, βασισμένο στο ημερολόγιό της.
Η Αλάκαντ πιστεύει ότι κάθε δημοσιογράφος έχει καθήκον να αφηγηθεί την ιστορία της Γάζας. Κρατάει επαφή με όσους παραμένουν στη Λωρίδα και, μέσα από συνεντεύξεις, φροντίζει να ακουστεί η φωνή τους.
Στην πιο πρόσφατη δουλειά της η Αλάκαντ επικεντρώνεται στον λιμό. Για παράδειγμα, στις αρχές αυτού του μήνα δημοσίευσε συνέντευξη με ένα εννιάχρονο κορίτσι που ζει στη Γάζα, στην εφημερίδα The National των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
«Διάλεξα να μιλήσω με ένα παιδί για να δείξω στον κόσμο πόσο συγκροτημένο λόγο έχουν τα παιδιά μας και πόσο πληγωμένα είναι, και ότι καταλαβαίνουν όρους πολύ πέρα από την ηλικία τους. Κανένα εννιάχρονο παιδί – ή οποιοσδήποτε άνθρωπος – δεν θα έπρεπε να ξέρει τι σημαίνει γενοκτονία ή τετρακόπτερο», είπε η ίδια. [Τα «τετρακόπτερα» (quadcopters) είναι μη επανδρωμένα αεροσκάφη που χρησιμοποιεί ο ισραηλινός στρατός στη Γάζα.]
Παραμένει σε επαφή με συναδέλφους της στη Γάζα και συνεργάζεται μαζί τους για την επαλήθευση των ιστοριών της. Το να είσαι δημοσιογράφος στη Λωρίδα είναι εξαιρετικά δύσκολο, σημειώνει. «Καλύπτεις τον λιμό ενώ πεινάς και εσύ ο ίδιος. Αφηγείσαι τις ιστορίες οικογενειών που έχασαν αγαπημένα πρόσωπα, ενώ θρηνείς τα δικά σου. Δίνεις μάχη για να επιβιώσεις κάθε μέρα ως κάτοικος της Γάζας, ενώ ταυτόχρονα δουλεύεις ως δημοσιογράφος για να δείξεις στον κόσμο τι συμβαίνει και να διασφαλίσεις ότι ο κόσμος θα δει την αλήθεια».
Η Νάγχαμ Μοχάννα (Nagham Mohanna) είναι ανεξάρτητη δημοσιογράφος, πρώην κάτοικος της Γάζας και απόφοιτη του προγράμματος Υποτροφιών για Δημοσιογράφους του Reuters Institute. Εγκατέλειψε τη Γάζα τον Δεκέμβριο του 2023, ωστόσο συνεχίζει να γράφει για τον πόλεμο σε εφημερίδες όπως η The National. Όπως και η Αλάκαντ, βασίζεται σε συναδέλφους και έμπιστες πηγές, που απέκτησε την περίοδο που βρισκόταν στη Γάζα και συνεργάζεται μαζί τους για την επαλήθευση των ρεπορτάζ της.
Όπως είχε δηλώσει και η Αλάκαντ, η Μοχάννα είπε ότι δεν σκοπεύει να σταματήσει να αφηγείται την ιστορία της Γάζας. «Όσο μπορώ να μεταφέρω τις φωνές των ανθρώπων στη Γάζα, θα το κάνω – είτε βρίσκομαι εκεί είτε στο εξωτερικό», είπε. «Θέλω να μιλήσω για κάθε κάτοικο της Γάζας, μέσα και έξω από τη Λωρίδα, γιατί, ακόμα και αυτοί που έχουν φύγει, εξακολουθούν να υποφέρουν. Κανείς ποτέ δεν θέλει να εκδιωχθεί από το σπίτι του».
Για δημοσιογράφους όπως η Αλάκαντ και η Μοχάννα, το καθήκον συνδυάζεται με τον πόνο και την ενοχή του επιζήσαντα, κάτι που κάνει ακόμα πιο προσωπική υπόθεση την ήδη δύσκολη αποστολή τους.
«Είμαι από τη Γάζα, είμαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Οι ιστορίες τους είναι και δική μου ιστορία και ο πόνος τους είναι και δικός μου» είπε η Αλάκαντ, που προσπαθεί να μεταφέρει τον προσωπικό της πόνο μέσα από τα ρεπορτάζ της, νιώθοντας ότι δεν έχει την πολυτέλεια να σταματήσει.
«Έχω βαριά κατάθλιψη», λέει η Μοχάννα, η οποία υποφέρει παράλληλα από αϋπνίες και σκεφτόταν να πάρει φάρμακα. «Προσπαθώ να φαίνομαι δυνατή μπροστά στα παιδιά μου, αλλά μέσα μου δεν μπορώ να σταματήσω να ανησυχώ και να κλαίω. Οι συγγενείς μου είναι ακόμα εγκλωβισμένοι στη Γάζα – οι γονείς μου, τα αδέλφια μου και οι οικογένειές τους. Δεν μπορώ να σταματήσω να τους σκέφτομαι».
«Όσοι φύγαμε από τη Γάζα δεν είμαστε καλά» εξηγεί. «Οι ψυχές μας είναι ακόμα εκεί – στους δρόμους και στις καφετέριες που έχουν ήδη καταστραφεί. Η σκέψη της επιστροφής στη Γάζα με συνοδεύει κάθε μέρα και, μόλις μπορέσω, θα επιστρέψω».
Έχω βαριά κατάθλιψη. Οι συγγενείς μου είναι ακόμα εγκλωβισμένοι στη Γάζα. Δεν μπορώ να σταματήσω να τους σκέφτομαι.Οι ψυχές μας είναι ακόμα εκεί. Η σκέψη της επιστροφής στη Γάζα με συνοδεύει κάθε μέρα και, μόλις μπορέσω, θα επιστρέψω.
Νάγχαμ Μοχάννα, δημοσιογράφος από την Γάζα
Τόσο η Αλάκαντ, όσο και η Μοχάννα θέλουν η διεθνής κάλυψη της Γάζας να δώσει φωνή στους ανθρώπους που ζουν εκεί και να καταγράψει με θάρρος τις παραβιάσεις, όπως τον λιμό και τα εγκλήματα πολέμου.
«Θέλω να μιλούν για την Παλαιστίνη και τους Παλαιστίνιους χωρίς να τους υποκαθιστούν, δίνοντάς τους χώρο και φωνή», είπε η Αλάκαντ, η οποία θα ήθελε οι διεθνείς δημοσιογράφοι να ζητούν καθοδήγηση από Παλαιστίνιους συναδέλφους όταν καλύπτουν τη Γάζα, να αποφεύγουν τα στερεότυπα και τις υπεραπλουστεύσεις και να σέβονται την αξιοπρέπεια των Παλαιστινίων.
«Η πολιτισμική ευαισθησία και η διάθεση να ακούς κάνουν την κάλυψη πιο ακριβή και αποτελεσματική. Όταν γίνεται σωστά, αυτός ο τύπος δημοσιογραφίας βοηθά τον κόσμο να καταλάβει καλύτερα την κατάσταση», πρόσθεσε.
Χρησιμοποιώντας τεχνικές OSINT για την κάλυψη της Γάζας
Σε έναν πόλεμο όπου τα κοινωνικά δίκτυα κατακλύζονται από αντικρουόμενα αφηγήματα και οι διεθνείς δημοσιογράφοι δεν επιτρέπεται να καλύψουν τα γεγονότα από κοντά, ορισμένοι επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στη διασταύρωση πληροφοριών που βρίσκουν στο διαδίκτυο.
Οι τεχνικές διερεύνησης πληροφοριών από ανοιχτές πηγές, γνωστές ως OSINT, είναι μέθοδοι που χρησιμοποιούν οι ερευνητές δημοσιογράφοι και βασίζονται σε δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες για την επιβεβαίωση ισχυρισμών. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από πηγές όπως τα κοινωνικά δίκτυα, οι δορυφορικές εικόνες ή αιτήματα πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα. Από την αρχή της σύγκρουσης αυτές οι τεχνικές χρησιμοποιούνται για την κάλυψη του πολέμου στη Γάζα από εξειδικευμένα μέσα όπως το Bellingcat, αλλά και παραδοσιακούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς όπως η Washington Post, οι οποίοι αναλύουν ανοιχτά δεδομένα για να τεκμηριώσουν τη σύγκρουση.
Πρόσφατη έρευνα του Guardian για τις δολοφονίες Παλαιστινίων σε σημεία διανομής βοήθειας στη Γάζα συνδύασε μεθόδους OSINT με πιο παραδοσιακές δημοσιογραφικές πηγές, όπως καταθέσεις μαρτύρων. Η συγγραφέας της έρευνας, Μανίσα Γκανγκούλι (Manisha Ganguly), περιγράφει το ρεπορτάζ ως αποτέλεσμα μιας «προσέγγισης που αξιοποιεί όλες τις πηγές».
Η Γκανγκούλι είναι κάτοχος διδακτορικού από το Πανεπιστήμιο του Westminster, με θέμα τις πληροφορίες από ανοιχτές πηγές και τον αντίκτυπό τους στην ερευνητική δημοσιογραφία γενικότερα. Σήμερα επιβλέπει την εφαρμογή μεθόδων οπτικής εγκληματολογίας (visual forensics) στον Guardian.
Στην έρευνα αυτή ξεκίνησε εξετάζοντας βίντεο που είχαν δημοσιεύσει Παλαιστίνιοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνοντας τις προσπάθειές τους να συλλέξουν τρόφιμα από τα αμφιλεγόμενα σημεία διανομής του Ανθρωπιστικού Ιδρύματος για τη Γάζα (GHF), ενώ μίλησε με ειδικό όπλων για να ταυτοποιήσει τους ήχους από πολυβόλα που ακουγόντουσαν στα πλάνα.
Στη συνέχεια, επικοινώνησε με γιατρούς στη Γάζα και άλλες ιατρικές πηγές, οι οποίοι της περιέγραψαν τα τραύματα που είδαν και παρέδωσαν στοιχεία εισαγωγών στα νοσοκομεία και φωτογραφίες από σφαίρες που αφαιρέθηκαν από ασθενείς, οι οποίες μπορούν να ταυτοποιηθούν μέσω σύγκρισης με τα πυρομαχικά του ισραηλινού στρατού.
Ο συνδυασμός αυτών των μεθόδων επέτρεψε στη Γκανγκούλι να επιβεβαιώσει τα στοιχεία που βρήκε στο διαδίκτυο με πηγές εντός της Γάζας.
«Ξεκίνησα αυτόν τον τύπο έρευνας ανοιχτών πηγών πριν από σχεδόν μια δεκαετία, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στη Συρία. Τότε η πρόσβαση στο πεδίο ήταν δύσκολη λόγω του καθεστώτος Άσαντ και του ISIS. Σήμερα έχουμε μια κατάσταση όπου η πρόσβαση στο πεδίο είναι απόλυτα μπλοκαρισμένη από το Ισραήλ», λέει η Γκανγκούλι. «Αν δεν χρησιμοποιείς οπτικά στοιχεία για να επαληθεύσεις τα γεγονότα στο πεδίο, χάνεις κρίσιμες πληροφορίες και αναγκάζεσαι να μεταφέρεις αντικρουόμενες επίσημες δηλώσεις, χωρίς να μπορείς να καθορίσεις τι είναι αλήθεια».
Η Γκανγκούλι δημιούργησε ένα δίκτυο επαφών στη Γάζα μέσα στους 21 μήνες που κάλυπτε τη σύγκρουση από απόσταση. Έτσι, κατάφερε να συγκεντρώσει επιπλέον στοιχεία, όπως μαρτυρίες γιατρών και διαστάσεις σφαιρών.
Παρότι η συνεργασία με τοπικούς δημοσιογράφους αποτελεί καθιερωμένη πρακτική στην κάλυψη συγκρούσεων στο εξωτερικό, η αδυναμία δημοσιογράφων όπως η Γκανγκούλι να φτάσουν στη Γάζα καθιστά την πρόσβαση σε ανθρώπους που βρίσκονται εκεί ακόμη πιο σημαντική.
«Το Ισραήλ εξακολουθεί να εμποδίζει την πρόσβαση ξένων δημοσιογράφων, γι’ αυτό αναγκάζομαι να βασίζομαι σε οπτικά στοιχεία που αναρτούν πολίτες ή Ισραηλινοί στρατιώτες, σε δορυφορικές εικόνες και σε εξ αποστάσεως συνεργασίες με δημοσιογράφους στη Γάζα, των οποίων η ζωή διαρκώς απειλείται», λέει η Γκανγκούλι.
Κοιτάζοντας από ψηλά
Οι ρίψεις ανθρωπιστικής βοήθειας, οι οποίες ξεκίνησαν εκ νέου στα τέλη του προηγούμενου μήνα ως προσπάθεια μετριασμού της ολοένα και επιδεινούμενης ανθρωπιστικής κρίσης που συντελείται, αποτελούν ένα αμφιλεγόμενο μέτρο. Έχουν χαρακτηριστεί ως κίνηση εντυπωσιασμού, λόγω των πολύ μικρών ποσοτήτων τροφίμων που μπορούν να παραδώσουν σε σχέση με τα φορτηγά που ακολουθούν χερσαίες διαδρομές. Ταυτόχρονα, εγκυμονούν κινδύνους, όπως φάνηκε σε περιπτώσεις όπου τα πακέτα καταπλάκωσαν ανθρώπους, σκοτώνοντάς τους κάποιες φορές.
Παρόλα αυτά, η ανθρωπιστική βοήθεια από αέρος είναι και ένας τρόπος να πλησιάσουν δημοσιογράφοι στη Γάζα και να δουν τι συμβαίνει στο έδαφος, έστω και από ψηλά.
Τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου ορισμένοι διεθνείς δημοσιογράφοι κατάφεραν να εισέλθουν στη Γάζα συνοδεύοντας τον ισραηλινό στρατό. Για να γίνει αυτό έπρεπε να αποδεχτούν περιορισμούς, όπως τι μπορούσαν να κινηματογραφήσουν και με ποιους μπορούσαν να μιλήσουν. Η πρακτική αυτή φαίνεται να σταμάτησε όταν εντάθηκε η σύγκρουση.
Στις πρώτες πτήσεις ανθρωπιστικής βοήθειας που επιτράπηκε να επιβιβαστούν δημοσιογράφοι, στα τέλη Ιουλίου, το Ισραήλ τους ενημέρωσε ότι δεν ήθελε να τραβούν πλάνα έξω από τα παράθυρα του αεροσκάφους.
Δημοσιογράφοι όπως ο Τζέρεμι Μπόουεν (Jeremy Bowen) του BBC μπορούσαν μόνο να περιγράψουν όσα έβλεπαν, καθώς πετούσαν πάνω από τη Γάζα.
Τις επόμενες ημέρες ο περιορισμός αυτός χαλάρωσε και οι δημοσιογράφοι άρχισαν να δημοσιεύουν αεροφωτογραφίες και βίντεο της Γάζας για διάφορα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Μία από τις δημοσιογράφους ήταν η Κλοντίλ Γκουζάρ (Clothilde Goujard), ανεξάρτητη δημοσιογράφος με έδρα την Ιορδανία. Η Γκουζάρ μοιράστηκε την εμπειρία της από μια πτήση ανθρωπιστικής βοήθειας από την Ιορδανία για την καναδική γαλλόφωνη εφημερίδα Le Devoir. Περιέγραψε τη θέα του Τελ Αβίβ και της Μεσογείου, και κατόπιν της Γάζας, όπου «η αντίθεση με το κατεστραμμένο τοπίο ήταν σοκαριστική». Το ρεπορτάζ της συνοδεύεται από φωτογραφίες που τράβηξε μέσα στο αεροσκάφος και πλάνα από καμένα ερείπια, πλαισιωμένα από τα παράθυρα του αεροπλάνου.
Η Γκουζάρ φωτογράφιζε και κινηματογραφούσε χωρίς περιορισμούς, με εξαίρεση περιπτώσεις όπου συνέτρεχαν λόγοι ασφαλείας. Της είπαν, για παράδειγμα, να μην πλησιάζει πολύ τα πακέτα για να μην σκοντάψει και πέσει από την ανοιχτή πόρτα του αεροσκάφους.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η Γκουζάρ συνόδευε ανθρωπιστική αποστολή από την Ιορδανία. Τον Ιανουάριο είχε δημοσιεύσει ρεπορτάζ για τη γαλλική εφημερίδα Le Monde, περιγράφοντας πτήση με ελικόπτερο μέσα στη Γάζα στο πλαίσιο αποστολής βοήθειας. Η εμπειρία εκείνη ήταν πολύ διαφορετική, είπε: το ελικόπτερο κατευθυνόταν σε ένα μικρό, προκαθορισμένο ελικοδρόμιο μέσα στη Γάζα. Παρά το γεγονός ότι είχαν προσγειωθεί εντός της περιοχής, η ίδια και η ομάδα ανθρωπιστικής βοήθειας περιορίστηκαν σε έναν μικρό χώρο, περιτριγυρισμένοι από ισραηλινά στρατιωτικά τζιπ, ενώ έπρεπε να ξεφορτώσουν τα πακέτα και να αποχωρήσουν μέσα σε λίγα μόλις λεπτά.
«Δεν είχαμε καμία επαφή, ούτε οπτική ούτε λεκτική, με κανέναν στη Γάζα, ούτε Παλαιστίνιους ούτε εργαζόμενους σε διεθνείς οργανισμούς ανθρωπιστικής βοήθειας», είπε.
Η τελευταία της εμπειρία με ρίψεις βοήθειας ήταν πολύ διαφορετική. Αν και το αεροσκάφος δεν προσγειώθηκε μέσα στη Γάζα, πέταξε πάνω από το μεγαλύτερο μέρος της Λωρίδας, δίνοντας στη Γκουζάρ μια εικόνα για την έκταση της καταστροφής.
«Άλλο το να ξέρεις κάτι και άλλο να το βλέπεις», είπε. «Με αυτή την έννοια, είναι σοκαριστικό και δυσβάσταχτο να βλέπεις [την καταστροφή] από ψηλά, γιατί γίνεται ακόμα πιο πραγματική».
Το αεροπλάνο πετούσε σε ύψος περίπου 2.000 ποδιών (600 μέτρων) πάνω από τη Γάζα. Η Γκουζάρ μπορούσε να διακρίνει τις σκηνές που είχαν στηθεί, αλλά όχι ανθρώπους. Είπε πως ένιωθε αποκομμένη από αυτά που έβλεπε, λες και πετούσε «μέσα σε μια φούσκα». Παρακολούθησε για λίγα λεπτά τη ρίψη βοήθειας, φωτογραφίζοντας και καταγράφοντας τις σκηνές, και έπειτα επέστρεψε στο Αμμάν, που απέχει μισή ώρα αεροπορικώς.
Οι δυνατότητες κάλυψης της Γάζας από διεθνείς δημοσιογράφους είναι τόσο περιορισμένες, που ακόμη και τα ρεπορτάζ της Γκουζάρ, που τη έφεραν πιο κοντά στο σημείο από τους περισσότερους, είχαν σε μεγάλο βαθμό συμβολικό χαρακτήρα.
«Το να πεις ότι κάλυψες τη Γάζα με αυτόν τον τρόπο, στην ουσία δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από το ότι βρέθηκες στις συγκεκριμένες γεωγραφικές συντεταγμένες. Απλώς πατήσαμε στο έδαφος, τίποτα παραπάνω» είπε η Γκουζάρ αναφερόμενη στην πτήση με το ελικόπτερο τον Ιανουάριο.
Μπορούν να βοηθήσουν οι ξένοι δημοσιογράφοι;
Την ίδια ώρα, όλο και περισσότερες φωνές από μέσα ενημέρωσης, οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου αλλά και ξένες κυβερνήσεις ζητούν να επιτραπεί η είσοδος διεθνών δημοσιογράφων στη Γάζα. Ωστόσο, δεν λείπουν και οι επικρίσεις για τον τρόπο που τίθεται αυτό το αίτημα. Κάποιοι θεωρούν ότι τα διεθνή μέσα ενδιαφέρονται κυρίως να στείλουν τους δικούς τους ανταποκριτές, χωρίς να επιμένουν το ίδιο για την προστασία και την ανάδειξη των Παλαιστινίων συναδέλφων τους.
«Ένα από τα μεγάλα προβλήματα με την αντίληψη ότι οι Δυτικοί δημοσιογράφοι είναι οι απόλυτοι μεσολαβητές της αμερόληπτης ενημέρωσης, είναι ότι υποτιμά τον επαγγελματισμό και το θάρρος εκατοντάδων Παλαιστίνιων δημοσιογράφων, πολλοί από τους οποίους έχουν χάσει τη ζωή τους καλύπτοντας την ισραηλινή επίθεση στη Γάζα», έγραψε ο καθηγητής δημοσιογραφίας Μοχάμαντ Μπαζί (Mohamad Bazzi) σε πρόσφατο άρθρο του στον Guardian.
Ακόμα κι αν επιτρεπόταν η είσοδος διεθνών δημοσιογράφων, θα συνέχιζαν να συνεργάζονται με ντόπιους συναδέλφους ως «φίξερ» και μεταφραστές, πρόσθεσε.
Προς το παρόν, οι περισσότεροι ξένοι ανταποκριτές αναγκάζονται να δουλεύουν από την Ιερουσαλήμ, χωρίς καμία πρόσβαση στη Λωρίδα.
Στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην εξαντλητική και επικίνδυνη δουλειά των Παλαιστίνιων δημοσιογράφων, υπογράμμισε η Γκουζάρ. «Δεν ξέρω τι θα έκαναν τα μέσα χωρίς αυτούς [τους Παλαιστίνιους δημοσιογράφους στη Γάζα], μερικοί εκ των οποίων πεθαίνουν από την πείνα τη στιγμή που μιλάμε, στοχοποιούνται και δολοφονούνται», είπε.
Αν τους δινόταν μεγαλύτερη πρόσβαση, οι ξένοι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να σηκώσουν κι αυτοί ένα μέρος του φορτίου της δουλειάς στο πεδίο.
«Πρέπει να καταλάβουν ότι το Ισραήλ τούς εμποδίζει να μπουν στη Γάζα γιατί δεν θέλει να δει ο κόσμος τι έχει κάνει στην όμορφη πόλη μου», είπε η Μοχάνα. «Οι ξένοι δημοσιογράφοι μπορούν να δώσουν μια ανάσα στους Παλαιστίνιους συναδέλφους και να συνεχίσουν την αποστολή, δείχνοντας σε όλο τον κόσμο τι πραγματικά συμβαίνει».