Ειδηση

«Βρίσκοντας τον δρόμο μας στην εποχή της αμφιβολίας»: Δημοσιογράφοι συζητούν για την επιβίωση, την εμπιστοσύνη και το μέλλον της αποστολής τους

Το εναρκτήριο πάνελ του Διεθνούς Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD επικεντρώθηκε σε ένα επάγγελμα που ισορροπεί αβέβαια ανάμεσα σε απειλές και ευκαιρίες, στην τεχνολογία και στις ανθρώπινες αξίες, στον σκεπτικισμό και στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.

Φωτογραφίες: Άλεξ Γρυμάνης, Χρήστος Καραγιωργάκης / iMEdD

Το εναρκτήριο πάνελ του φετινού Διεθνούς Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD, με τίτλο «Βρίσκοντας τον Δρόμο Μας στην Εποχή της Αμφιβολίας», συγκέντρωσε κορυφαίες φωνές της δημοσιογραφίας για να διερευνήσει το εξελισσόμενο τοπίο του επαγγέλματος εν μέσω της τεχνολογικής αναταραχής, της τάσης για αποφυγή των ειδήσεων, της παραπληροφόρησης, της μειωμένης εμπιστοσύνης, της άλωσης των μέσων ενημέρωσης, και των αυξανόμενων απειλών κατά της ελευθερίας του Τύπου και των δημοσιογράφων παγκοσμίως.

Η συντονίστρια Άννα Κύνθια Μπουσδούκου, Συνιδρύτρια και Διευθύνουσα Σύμβουλος του iMEdD και Εκτελεστική Διευθύντρια της πρωτοβουλίας «ΙΣΝ Διάλογοι», τόνισε τον επείγοντα χαρακτήρα της συζήτησης, η οποία αναπτύχθηκε γύρω από αυτά τα καίρια ζητήματα. Τόνισε ότι ο κεντρικός ρόλος των δημοσιογράφων παραμένει «να υπηρετούν το κοινό» και «να ελέγχουν την εξουσία», προτού προσκαλέσει τους συμμετέχοντες στο πάνελ να αξιολογήσουν την τρέχουσα κατάσταση της δημοσιογραφίας. Λίγα λεπτά νωρίτερα, στην εναρκτήρια ομιλία της, είχε θέσει ένα ακόμη πιο επείγον ερώτημα: «Μας ακούει κανείς ή μιλάμε στον εαυτό μας;», διερωτώμενη εάν η αποφυγή των ειδήσεων είναι εδώ για να μείνει.

Το εναρκτήριο πάνελ του φετινού Διεθνούς Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD. Aπό αριστερά, η Άννα Κύνθια Μπουσδούκου, ο Τσάρλι Μπέκετ, ο Τζελάνι Κομπ, η Μαρία Τερέσα Ροντέρος, ο Τζάστιν Άρενσταϊν και η Σαντρίν Ριγκό.

Η κατάσταση της δημοσιογραφίας σήμερα

Η Σαντρίν Ριγκό (Sandrine Rigaud), Διευθύντρια Προγραμμάτων του Παγκόσμιου Δικτύου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (GIJN), άνοιξε τη συζήτηση με μια νότα συγκρατημένης αισιοδοξίας. Αναφερόμενη στην έρευνα που οδήγησε στην καταδίκη του πρώην προέδρου Νικολά Σαρκοζί, μια ιστορική υπόθεση στη Γαλλία, υπογράμμισε τη διαρκή σημασία της ερευνητικής δημοσιογραφίας: «Η δουλειά μας έχει αντίκτυπο. Παραμένουμε σημαντικοί», δήλωσε η Ριγκό. Ωστόσο, αναγνώρισε τις υπαρξιακές πιέσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος: αυταρχικά καθεστώτα που φιμώνουν τους δημοσιογράφους, δισεκατομμυριούχοι που αντιμετωπίζουν τους δημοσιογράφους ως μια ενόχληση την οποία μπορούν να παρακάμψουν και κατάρρευση των παραδοσιακών επιχειρηματικών μοντέλων.

Ο Τζάστιν Άρενσταϊν (Justin Arenstein), Ιδρυτής και Επικεφαλής Στρατηγικός Σύμβουλος του Code for Africa (CfA), και Συν-διευθύνων Σύμβουλος του ICFJ+, τόνισε την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν πολλές αίθουσες σύνταξης σχετικά με το κοινό τους. «Οι αρχισυνταξίες και οι έμπειροι δημοσιογράφοι αναρωτιούνται πλέον ποιο είναι το κοινό τους: Για ποιον γράφουμε —ποιος είναι το βασικό κοινό; Ένας αλγόριθμος, ένα bot τεχνητής νοημοσύνης (…) ή οι άνθρωποι;» είπε. Υπογράμμισε ότι η δημοσιογραφία πρέπει να εξελιχθεί από την αφήγηση ιστοριών στην κατανόηση των γεγονότων, ώστε να βοηθήσει το κοινό να πλοηγηθεί σε σύνθετα οικοσυστήματα πληροφοριών, και όχι απλώς να καταναλώνει περιεχόμενο.

Ο Τζάστιν Άρενσταϊν, Ιδρυτής και Επικεφαλής Στρατηγικός Σύμβουλος του CfA και Συν-διευθύνων Σύμβουλος του ICFJ+.

Οι αρχισυνταξίες και οι έμπειροι δημοσιογράφοι αναρωτιούνται πλέον ποιο είναι το κοινό τους: Για ποιον γράφουμε —για έναν αλγόριθμο, ένα bot τεχνητής νοημοσύνης ή για τους ανθρώπους;

Τζάστιν Άρενσταϊν, Ιδρυτής και Επικεφαλής Στρατηγικός Σύμβουλος του CfA και Συν-διευθύνων Σύμβουλος του ICFJ+.

Η Μαρία Τερέσα Ροντέρος (Maria Teresa Ronderos), Διευθύντρια του Λατινοαμερικανικού Κέντρου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (CLIP), χαρακτήρισε την τρέχουσα κατάσταση του κλάδου ως «υπό μετασχηματισμό»: «Πολλά μέσα ενημέρωσης φοβούνται και επιχειρούν ένα κυνήγι μαγισσών. Επιτίθενται σε όλους όσοι δεν είναι δημοσιογράφοι». Τόνισε ότι η συνεργασία και η συμμετοχή του κοινού αποτελούν βασικές στρατηγικές, επισημαίνοντας τη δυνατότητα του κοινού να συνεισφέρει με τις γνώσεις του στις διαδικασίες έρευνας.

Ο Τζελάνι Κομπ (Jelani Cobb), Κοσμήτορας και Καθηγητής δημοσιογραφίας, κατέχων την έδρα Χένρι Ρ. Λους στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia, παρουσίασε μια διπλή προοπτική: «Είναι η καλύτερη εποχή, είναι η χειρότερη εποχή (…) Μπορούμε να ασκήσουμε τη δημοσιογραφία με τρόπους που θα άφηναν άναυδους τους δημοσιογράφους παλαιότερων γενεών. Μπορούμε να διεξάγουμε έρευνες που θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσουν οι παλαιότεροι δημοσιογράφοι». Τόνισε τη διαρκή κοινωνική αναγκαιότητα της δημοσιογραφίας, παρά τη μείωση της εμπιστοσύνης του κοινού και τον αυξανόμενο κίνδυνο για τους δημοσιογράφους.

Ο Τσάρλι Μπέκετ (Charlie Beckett), καθηγητής στο London School of Economics and Political Science (LSE), υπογράμμισε τις παράδοξες ευκαιρίες της λεγόμενης εποχής της αμφιβολίας: «Εάν ζούσατε σε μια εποχή της βεβαιότητας, θα βαριόσασταν πολύ (…) Η δυνατότητα να ασκεί κανείς τη δημοσιογραφία σε ατομικό επίπεδο δεν ήταν ποτέ πιο εκπληκτική». Ο Μπέκετ σημείωσε την αυξανόμενη σημασία της τεχνητής νοημοσύνης, προτρέποντας τους δημοσιογράφους να επικεντρωθούν στις ανθρώπινες αξίες, στη συνδεσιμότητα και στην εμπλοκή της κοινότητας, αντί να φοβούνται τις τεχνολογικές ανακατατάξεις.

Αριστερά, ο Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας και Καθηγητής δημοσιογραφίας, κατέχων την έδρα Χένρι Ρ. Λους στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia. Δεξιά, η Μαρία Τερέσα Ροντέρος, Διευθύντια του CLIP.

Μπορούμε να ασκήσουμε τη δημοσιογραφία με τρόπους που θα άφηναν άναυδους τους δημοσιογράφους παλαιότερων γενεών. Μπορούμε να διεξάγουμε έρευνες που θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιήσουν οι παλαιότεροι δημοσιογράφοι.

Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας και Καθηγητής δημοσιογραφίας, κατέχων την έδρα Χένρι Ρ. Λους στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia

Η προσέλκυση του κοινού σε ένα κατακερματισμένο τοπίο των μέσων ενημέρωσης

Επικαλούμενη τη γνωστή φράση «it takes two to tango» («το τανγκό χορεύεται από δύο»), η Μπουσδούκου έθεσε τη συμμετοχή του κοινού στο επίκεντρο της συζήτησης, υπενθυμίζοντας ότι η δημοσιογραφία δεν υπάρχει για να είναι αποκομμένη από την κοινωνία. Αντίθετα, ένας από τους στόχους της δημοσιογραφίας είναι να κάνει τους ανθρώπους να ενδιαφερθούν. Κατόπιν, η συζήτηση στράφηκε στο θέμα της συμμετοχής του κοινού και στη σχέση των ανθρώπων με τις ειδήσεις. Η Ροντέρος περιέγραψε πειραματικά μοντέλα που εμπλέκουν το κοινό στην παραγωγή ειδήσεων, παρομοιάζοντάς τα με την επαλήθευση πηγών σε μεγάλη κλίμακα: «Το κοινό γνωρίζει περισσότερα από εμάς για πολλά θέματα και θέλουμε να συνεργαστεί μαζί μας».

Ο Άρενσταϊν τόνισε ότι η κατανάλωση ειδήσεων φιλτράρεται όλο και περισσότερο μέσω της κοινωνικής επιβεβαίωσης και των δικτύων των ομοτίμων μας, παρά μέσω της παραδοσιακής αναγνώρισης των brand. «Ο κόσμος δεν έρχεται στα μέσα ενημέρωσης μέσω της αναγνώρισης ενός εμπορικού σήματος. Έρχεται μέσω της επιβεβαίωσης αυτού που πιστεύουν οι άλλοι στον κύκλο εμπιστοσύνης ή στην ομάδα του (…) Το θέμα είναι εάν κάτι ισχύει πραγματικά στον κόσμο στον οποίο ζουν», είπε. Ο Κομπ προειδοποίησε για τους κινδύνους των «θαλάμων αντήχησης» (echo chambers), αντιπαραθέτοντας την υποχρέωση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος να μεταδίδει δύσκολες αλήθειες με το παρακοινωνικό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης που δεν έχει τέτοια υποχρέωση (και, αντ’ αυτού, μπορεί να ενισχύει προϋπάρχουσες προκαταλήψεις).

H Σαντρίν Ριγκό, Διευθύντρια Προγραμμάτων στο GIJN

Η Σαντρίν Ριγκό μίλησε, επίσης, για τους κινδύνους που διατρέχουν οι δημοσιογράφοι κατά τη διαδικασία αναζήτησης των θεμάτων τους. «Όταν ένας δημοσιογράφος δολοφονείται, συνήθως είναι επειδή ασχολούνταν με μια μεγάλη υπόθεση δημόσιου ενδιαφέροντος», είπε, επισημαίνοντας τα δίκτυα συνεργατικής δημοσιογραφίας που προστατεύουν τους δημοσιογράφους και ενισχύουν τον αντίκτυπό τους.

Όταν ένας δημοσιογράφος δολοφονείται, συνήθως είναι επειδή ασχολούνταν με μια μεγάλη υπόθεση δημόσιου ενδιαφέροντος.

Σαντρίν Ριγκό, Διευθύντρια Προγραμμάτων στο GIJN

Επαναπροσδιορισμός της εμπιστοσύνης και της κατανάλωσης ειδήσεων

Προετοιμάζοντας το έδαφος για τη συζήτηση σχετικά με την εμπιστοσύνη, η συντονίστρια Άννα Κύνθια Μπουσδούκου ρώτησε εάν η μεγαλύτερη πρόκληση έγκειται στην «εμπιστοσύνη ή στην προσοχή». Με αυτόν τον τρόπο, υπογράμμισε τις διπλές πιέσεις και τον αγώνα για την προσέλκυση του κοινού εν μέσω αέναων διαδικτυακών περισπασμών. Η ερώτησή της πυροδότησε μια ζωντανή συζήτηση και οι ομιλητές ήταν ομόφωνοι στην κριτική τους απέναντι στο παραδοσιακό αφήγημα σχετικά με τη μείωση της εμπιστοσύνης στα μέσα ενημέρωσης. Ο Μπέκετ υποστήριξε: «Γιατί κατηγορούμε τον εαυτό μας; Επειδή υπάρχουν έρευνες που λένε ότι το κοινό δεν εμπιστεύεται πλήρως τη δημοσιογραφία στο σύνολό της (…) Συμφωνώ με τη Μαρία Ρέσα, η οποία λέει ότι αυτό είναι στην πραγματικότητα ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται από αυταρχικά καθεστώτα για να υπονομεύσουν τα όσα κάνουν οι καλοί δημοσιογράφοι».

Ο Κομπ επεσήμανε ότι το κοινό είναι εγγενώς επιφυλακτικό: «Οι δημοσιογράφοι είναι από τους πιο καχύποπτους ανθρώπους στον κόσμο. Η επαγγελματική μας αξία είναι ότι δεν εμπιστευόμαστε κανέναν. Δεν πρέπει. Το να είμαστε επιφυλακτικοί είναι προαπαιτούμενο. Επομένως, δεν μπορούμε να θυμώνουμε εάν ο κόσμος χρησιμοποιεί τα δικά μας επαγγελματικά πρωτόκολλα εναντίον μας.Το δικό μου επιχείρημα είναι ότι δεν χρειάζεται να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη του κοινού. Απλά πρέπει το κοινό να είναι τόσο επιφυλακτικό απέναντι σε όλες τις άλλες πηγές πληροφοριών όσο είναι και απέναντί μας». Ο στόχος, υποστήριξε, είναι η διαφάνεια και η επεξήγηση —να δείξουμε στο κοινό όχι μόνο τι μεταδίδουν οι δημοσιογράφοι, αλλά και πώς και γιατί.

Οι δημοσιογράφοι είναι από τους πιο καχύποπτους ανθρώπους στον κόσμο. Το να είμαστε επιφυλακτικοί είναι προαπαιτούμενο. Επομένως, δεν μπορούμε να θυμώνουμε εάν ο κόσμος χρησιμοποιεί τα δικά μας επαγγελματικά πρωτόκολλα εναντίον μας.

Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας και Καθηγητής δημοσιογραφίας, κατέχων την έδρα Χένρι Ρ. Λους στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia

Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον: Συμμετοχή του κοινού, συνεργασία και τεχνολογία

Καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης, η συμμετοχή και η συνεργασία –τόσο μεταξύ των δημοσιογράφων όσο και με το κοινό– αναδείχθηκαν ως επαναλαμβανόμενο θέμα. Οι Ριγκό, Άρενσταϊν και Ροντέρος τόνισαν τη δύναμη των δικτύων για την προώθηση της διεθνούς ερευνητικής δημοσιογραφίας.

Η συζήτηση ολοκληρώθηκε με το αναπόφευκτο ερώτημα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη. Η Ριγκό ανέφερε ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι ξεκινούν πλέον την ενδελεχή έρευνά τους, χρησιμοποιώντας την τεχνητή νοημοσύνη αντί για το Google. «Σε πέντε λεπτά, μπορούν να έχουν τα αποτελέσματα μιας έρευνας δύο εβδομάδων. Ένα πράγμα που η τεχνητή νοημοσύνη δεν θα μπορέσει, όμως, ποτέ να κάνει είναι να βγει έξω, να συναντήσει ανθρώπους και να κάνει απλά ρεπορτάζ στο πεδίο» είπε. «Κατά κάποιον τρόπο, το να βρισκόμαστε εκεί έξω, στο πεδίο, μας οδηγεί πίσω στις ρίζες της δουλειάς μας».

Tσάρλι Μπέκετ, Καθηγητής στο LSE

Ο Άρενσταϊν σημείωσε ότι μελλοντικά θα υπάρξουν «κινούμενα chatbot», αλλά περιέγραψε την τεχνητή νοημοσύνη ως μια ουδέτερη τεχνολογία –«το θέμα είναι τι κάνουμε με αυτήν (…) πώς την αξιοποιούμε τόσο από άποψη δημιουργικότητας όσο και ευθύνης» είπε. «Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα πολύ επιφυλακτικά και να αποφασίσουμε τι πρέπει να γίνει, ώστε να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη που κάναμε με τις μηχανές αναζήτησης και τα κοινωνικά δίκτυα, απέναντι στα οποία μείναμε αδρανείς ή απορροφηθήκαμε από τις πολύ μεγάλες πλατφόρμες που θέλουν να βγάλουν χρήματα από εμάς».

Ανησυχώ πολύ περισσότερο για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης σε θέματα άμυνας, εγκληματικότητας ή ασφάλειας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην ιατρική παρά για το γεγονός ότι μερικοί δημοσιογράφοι αρχίζουν να χρησιμοποιούν το ChatGPT.

Τσάρλι Μπέκετ, Καθηγητής στο LSE

Ο Μπέκετ συμφώνησε, αλλά προειδοποίησε, επίσης, ότι ανησυχεί «πολύ περισσότερο για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης σε θέματα άμυνας, εγκληματικότητας ή ασφάλειας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε τομείς όπως η ιατρική (…) Ανησυχώ πολύ περισσότερο για τη δύναμη των μεγάλων εταιρειών όπως η Palantir παρά για το γεγονός ότι μερικοί δημοσιογράφοι αρχίζουν να χρησιμοποιούν το ChatGPT. Και γι’ αυτό όλοι όσοι αυτοαποκαλούνται δημοσιογράφοι ή συνεργάζονται με δημοσιογράφους θα πρέπει να μάθουν πολύ περισσότερα για την τεχνητή νοημοσύνη, διότι πρόκειται να αποτελέσει τμήμα του κόσμου τον οποίο υποτίθεται ότι πρέπει να ερευνήσετε».



Παρακολουθήστε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ

Creative Commons license logo