Σε μια ελεύθερη συζήτηση που διοργανώθηκε από την Pew-Knight Initiative για το φετινό Διεθνές Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD, τέσσερις δημοσιογράφοι συζητούν πώς εξελίσσεται η μετάθεση της επιρροής από τους παραδοσιακούς θεματοφύλακες των μέσων ενημέρωσης στο ευρύ κοινό.
Μετάφραση: Εβίτα Λύκου
Φωτογραφίες: Άλεξ Γρυμάνης, Χρήστος Καραγιωργάκης
«Βρίσκοντας τον δρόμο μας στην εποχή της αμφιβολίας»: Δημοσιογράφοι συζητούν για την επιβίωση, την εμπιστοσύνη και το μέλλον της αποστολής τους
Το εναρκτήριο πάνελ του Διεθνούς Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD επικεντρώθηκε σε ένα επάγγελμα που ισορροπεί αβέβαια ανάμεσα σε απειλές και ευκαιρίες, στην τεχνολογία και στις ανθρώπινες αξίες, στον σκεπτικισμό και στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.
Κάθε χρόνο, όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να ενημερώνονται μέσω μη παραδοσιακών ειδησεογραφικών πηγών. Και καθώς οι πηγές γίνονται ολοένα και πιο διάσπαρτες, το ίδιο συμβαίνει και με το περιεχόμενο. Το ερώτημα πώς οι άνθρωποι ενημερώνονται, τι θεωρούν ως είδηση και σε ποιον απευθύνονται για να την αντλήσουν ήταν το επίκεντρο τόσο μιας νέας μελέτης που δημοσιεύθηκε από το Pew Research Center στις 25 Σεπτεμβρίου όσο και της συζήτησης με θέμα «Σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον πληροφόρησης, τι είναι “είδηση” και ποιος το αποφασίζει;» στο φετινό Διεθνές Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD.
Για να ξεκινήσει η συζήτηση, η επικεφαλής ερευνήτρια του Pew Center, Κίρστεν Έντι (Kirsten Eddy), παρουσίασε τα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι μισοί Αμερικανοί χρήστες των TikTok, Facebook και X ενημερώνονται τακτικά από αυτές τις πλατφόρμες, ενώ λίγο λιγότεροι από τους μισούς Αμερικανούς δηλώνουν ότι οι ειδήσεις τους προέρχονται από άτομα που θεωρούν δημοσιογράφους. Το 37% των ατόμων ηλικίας 18 έως 29 ετών ενημερώνεται από influencer των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Την ίδια στιγμή, πάνω από το 80% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η ειλικρίνεια, η ευφυΐα και η αυθεντικότητα ήταν οι αξίες που αναζητούσαν στις ειδησεογραφικές πηγές τους.
Για τους παραδοσιακούς οργανισμούς μέσων ενημέρωσης, αυτές οι τάσεις έχουν προκαλέσει τόσο ανησυχία όσο και «αυτομαστίγωση», όπως το έθεσε ο Μαξ Τάνι (Max Tani) του Semafor κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι οι δημοσιογράφοι είναι συχνά πολύ αυστηροί με τον εαυτό τους. «Το γεγονός είναι ότι πλέον πρέπει να ανταγωνιστούμε άτομα που μπορούν να παρακολουθούν Netflix στο κινητό τους», δήλωσε ο συμπαρουσιαστής του podcast Mixed Signals. Ο Τάνι αναγνωρίζει ότι η αλλαγή στις συνήθειες και στην κατανάλωση των ειδήσεων είχε οικονομικές όσο και επιδραστικές επιπτώσεις. Ωστόσο, είδε, επίσης, σε αυτήν μια ευκαιρία για τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. «Οι άνθρωποι εξακολουθούν να έχουν, προφανώς, μια τεράστια λαχτάρα για ειδήσεις και πληροφορίες. Απλά είναι πρόθυμοι να τις λαμβάνουν με διαφορετικούς τρόπους».
Για την ακρίβεια, όταν ρωτήθηκαν, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων απάντησε ότι θεωρούν ως ειδήσεις την ενημέρωση για τις εκλογές, τον πόλεμο στη Γάζα, τα τροχαία ατυχήματα και τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα των μελών της κοινότητας —περιεχόμενο παρόμοιο με αυτό που μπορεί να περιλαμβάνει οποιοδήποτε δελτίο ειδήσεων ή εφημερίδα.
Τότε γιατί το κοινό μειώνεται κατακόρυφα; Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση ανέφεραν δύο λόγους.
Για την Gen Z, μέσα ενημέρωσης = μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Η Μιτάλι Μούκερτζι (Mitali Mukherjee), διευθύντρια του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε ότι για το νεανικό κοινό, ακόμη και η λέξη «media» έχει διαφορετική σημασία.
«Για εμάς, ο όρος “media” συνήθως σήμαινε τα καθιερωμένα μέσα ενημέρωσης και τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, αλλά νομίζω ότι, όταν απευθυνόμαστε σε νεανικό κοινό, εάν χρησιμοποιήσουμε τον όρο “media”, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτούν είναι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και έπειτα τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης», δήλωσε η Μούκερτζι.
Αυτό που έχει αλλάξει, είπε, είναι o δίαυλος πρόσβασης, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με τις ειδήσεις, δεν είναι ότι η επιθυμία για πληροφόρηση έχει μειωθεί.
«Όλο και περισσότερο, το κοινό που ερευνούμε, και αυτό συμβαίνει σε σχεδόν 50 χώρες, δηλώνει ότι δεν συνηθίζει να επισκέπτεται απευθείας ιστότοπους ειδήσεων. Πέφτουν πάνω [στην είδηση] στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από εκεί κάνουν κλικ για να τη διερευνήσουν περαιτέρω».
Ο όρος “media” συνήθως σήμαινε τα καθιερωμένα μέσα ενημέρωσης και τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, αλλά, όταν απευθυνόμαστε σε νεανικό κοινό, εάν χρησιμοποιήσουμε τον όρο “media”, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτούν είναι οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Μιτάλι Μούκερτζι, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας
Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επίσης, το κοινό μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση στην πηγή –απευθείας στον λογαριασμό ενός αθλητή ή πολιτικού– και να βλέπει τι δημοσιεύουν αυτοί οι άνθρωποι.
«Τώρα έχουν αυτήν την πρόσβαση που πιστεύουν ότι είναι απολύτως άμεση, δηλαδή: να πάω στο προφίλ τους, να πάω στο κανάλι τους στο YouTube, να ακούσω τι έχουν να πουν στο Instagram, και αυτό δημιουργεί μια άμεση σύνδεση», είπε η Μούκερτζι.
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση για τους δημοσιογράφους, δήλωσε ο Τάνι, οι οποίοι πρέπει πλέον να ανταγωνίζονται τους «ειδησεογραφικούς» influencer (news influencer), οι οποίοι δεν ακολουθούν τα ειδησεογραφικά πρότυπα μιας αίθουσας σύνταξης.
«Εγώ μπορεί να απολυθώ αν πω κάτι λάθος. Ένας news influencer συχνά λέει “ουπς” ή δεν χρειάζεται να πει τίποτα και μπορεί απλά να συνεχίσει τη ζωή του», είπε. «Ενδέχεται να μην τηρούν την ίδια δεοντολογία όσον αφορά τη διαφήμιση ή άλλα παρόμοια θέματα. Ωστόσο, επίσης, έχουμε δει ότι το κοινό ενδιαφέρεται να συνδεθεί με πρόσωπα».
Εγώ μπορεί να απολυθώ εάν πω κάτι λάθος. Ένας news influencer συχνά λέει “ουπς” ή δεν χρειάζεται να πει τίποτα και μπορεί απλά να συνεχίσει τη ζωή του
Μαξ Τάνι, Media Editor & Συμπαρουσιαστής του podcast Mixed Signals
Η ανάγκη για «βαθιά περιέργεια»
Πριν από χρόνια, αυτά τα πρόσωπα ήταν οι παρουσιαστές των τηλεοπτικών ειδήσεων που το κοινό παρακολουθούσε την ίδια ώρα και στα ίδια συγκεκριμένα κανάλια. Τώρα, το ερώτημα που απασχολεί τους δημοσιογράφους είναι γιατί το κοινό προτιμά και μάλιστα εμπιστεύεται περισσότερο τις εναλλακτικές πηγές ειδήσεων παρά τους ίδιους.
«Επικρατεί η αντίληψη ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί αποσιωπούν την αλήθεια ή ψεύδονται σκόπιμα», δήλωσε η Τζόι Μάγιερ (Joy Mayer), εκτελεστική διευθύντρια του μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού οργανισμού Trusting News. «Πρέπει να είμαστε πολύ περίεργοι για το πώς οι άνθρωποι αποφασίζουν τι είναι ειλικρινές και τι τους εμποδίζει να θεωρήσουν εμένα ειλικρινή».
Η Μάγιερ είπε ότι οι οργανισμοί μέσων ενημέρωσης πρέπει να αναρωτιούνται συνεχώς εάν αυτό που προσφέρουν είναι χρήσιμο και προσβάσιμο στο κοινό που έχουν και όχι σε αυτό που θα ήθελαν να έχουν.
«Για να εκτιμηθεί η έρευνα ή η δημοσιογραφία που κάνετε, οι άνθρωποι πρέπει να εμπιστεύονται το έργο σας. Πρέπει να εμπιστεύονται τη διαδικασία με την οποία συγκεντρώσατε τις πληροφορίες. Πώς τα ξέρεις αυτά που ξέρεις; Πώς ελέγχεις τα γεγονότα; Τι είναι αυτό που θα ήθελες να γνωρίζει το κοινό σχετικά με τις πληροφορίες σου;»
Ο Νικ Ντoς (Nic Dawes), Διευθυντής Σύνταξης του The City, ενός ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού οργανισμού που απευθύνεται στους κατοίκους της Νέας Υόρκης, δήλωσε ότι ο οργανισμός του ακολουθεί τη διπλή προσέγγιση της ερευνητικής δημοσιογραφίας και της δημοσιογραφίας εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, με στόχο να προσφέρει στους Νεοϋορκέζους τις πληροφορίες που χρειάζονται, δημιουργώντας πιο άμεσες μορφές αλληλεπίδρασης.
«Το να συναντάς τους ανθρώπους εκεί όπου βρίσκονται δεν είναι μόνο να εμφανίζεσαι στη ροή των κοινωνικών τους δικτύων ή στο παράθυρο αναζήτησης. Δεν είναι το να υπάρχεις μόνο σε μεγάλες πλατφόρμες που ελέγχονται από τεχνολογικούς κολοσσούς. Είναι επίσης το να εμφανιστείς σε ένα κοινοτικό κέντρο, σε ένα πάρκο ή σε μια εκδήλωση. Είναι το να είσαι διαθέσιμος να απαντάς σε ερωτήσεις», δήλωσε.
Το να συναντάς τους ανθρώπους εκεί όπου βρίσκονται δεν είναι μόνο να εμφανίζεσαι στη ροή των κοινωνικών τους δικτύων ή στο παράθυρο αναζήτησης […] Είναι, επίσης, το να εμφανιστείς σε ένα κοινοτικό κέντρο, σε ένα πάρκο ή σε μια εκδήλωση.
Νικ Ντος, Διευθυντής Σύνταξης του The City
Με αυτόν τον τρόπο, λέει ο Ντος, οι άνθρωποι μπορούν να συνδέσουν τη δημοσιογραφική κάλυψη του The City για θέματα λογοδοσίας με τη δημοσιογραφία εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.
«Η θεωρία της υπόθεσης που έχουμε είναι ότι αν εμφανιστούμε με τρόπο που βοηθά ενεργά –και αυτό θα μπορούσε να είναι “πώς να κάνω τον σπιτονοικοκύρη να ανάψει τη θέρμανση στο διαμέρισμά μου;” Ή “πού πρέπει να πάω να ψηφίσω;”– τότε, όταν παρουσιάζουμε ένα ερευνητικό ρεπορτάζ που, για παράδειγμα, εξετάζει πώς συγκέντρωσε χρήματα ο δήμαρχός μας Έρικ Άνταμς (Eric Adams) και τελικά οδηγεί σε έρευνα του FBI, η δομή της σχέσης μας είναι διαφορετική και ο κόσμος θα μπορεί να έχει διαφορετική άποψη για εμάς και τη σχέση μας μαζί του» είπε ο Ντος.
Αυτό συνέβη πράγματι το καλοκαίρι, όταν ένας πρώην βοηθός του δημάρχου Άνταμς έδωσε 300 δολάρια σε μια σακούλα πατατάκια σε έναν δημοσιογράφο της εφημερίδας The City κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκδήλωσης, σε μια προφανή απόπειρα δωροδοκίας. Το θέμα έγινε είδηση σε όλο τον κόσμο.
Ο Ντος δήλωσε ότι η αυστηρή διερεύνηση των γεγονότων, η ηθική προσέγγιση του δικαιώματος απάντησης και η προθυμία για άμεση επικοινωνία με τις κοινότητες είναι τα βασικά στοιχεία που δημιουργούν μια σχέση με το κοινό.
Οι «newsfluencers» δεν είναι ο εχθρός
Ένας πρωτοποριακός τρόπος με τον οποίο το The City κατάφερε να προσελκύσει μεγαλύτερο κοινό και να ανοίξει πιθανώς έναν καινοτόμο δρόμο προς μεγαλύτερη διάδοση και απήχηση ήταν η συνεργασία με τοπικούς ειδησεογραφικούς influencer. Ο Ντoς είπε ότι αυτό συνέβη σχεδόν κατά λάθος.
«Τον Απρίλιο, δημοσιεύσαμε ένα εντελώς κοινότoπο άρθρο σχετικά με κάποιες αλλαγές στους κανόνες, το οποίο αναδημοσίευσαν δύο χρήστες του TikTok με τους οποίους δεν είχαμε καμία επαφή. Αυτό το άρθρο είχε περίπου 250.000 μοναδικές προβολές σε ένα απόγευμα. Αλλά το συναρπαστικό της υπόθεσης είναι ότι δεν επρόκειτο απλώς για περαστική επισκεψιμότητα. Χίλια άτομα έκαναν εγγραφή στο newsletter μας μέσα σε εκείνο το απόγευμα», είπε ο Ντος. Και το σημαντικό ήταν ότι τόσο οι δημιουργοί όσο και το The City έφτασαν σε ένα κοινό πολύ μεγαλύτερο από το συνηθισμένο. Έκτοτε, το The City έχει πειραματιστεί περισσότερο με συνεργασίες με influencer στον τομέα των ειδήσεων και δηλώνει ότι ιδανικά θα ήθελε να αναπτύξει ενεργά ένα πρόγραμμα που θα προάγει αυτές τις σχέσεις, προκειμένου να προσεγγίσει το κοινό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που έχει εγκαταλείψει τους ιστότοπους ειδήσεων.
Η Μούκερτζι αναφέρθηκε σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid19, τα αποτελέσματα της οποίας έδειξαν ότι οι νέοι δεν παρακολουθούσαν τις ειδήσεις, επειδή αυτές επηρέαζαν την ψυχική τους υγεία και επειδή δεν θεωρούσαν ότι οι εμπειρίες της ζωής τους απεικονίζονταν με ακρίβεια.
«Οι άνθρωποι χρειάζονται τη δυνατότητα αυτενέργειας», τόνισε η Μούκερτζι. «Όταν στρέφονται στις ειδήσεις, δεν θέλουν να ξέρουν πόσο άσχημα είναι τα πράγματα, επειδή είναι άσχημα. Και, ξέρετε, αν κάναμε μια ψηφοφορία με ανάταση της χειρός, νομίζω ότι όλοι μας έχουμε μια συνήθεια να αποφεύγουμε τις ειδήσεις. Ναι, υπάρχουν μέρες που δεν διαβάζουμε τις ειδήσεις. Υπάρχουν ορισμένα θέματα που μας καταβάλλουν πραγματικά, επειδή μας αναστατώνουν. Επομένως, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να προσφέρουμε στους ανθρώπους περισσότερη δυνατότητα για αυτενέργεια και αξία».
Παρακολουθήστε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ