Η γλώσσα στο Διαδίκτυο μεταλλάσσεται διαρκώς, καθώς οι χρήστες αναζητούν τρόπους να παρακάμψουν την αυτοματοποιημένη εποπτεία περιεχομένου, πλάθοντας νέες λέξεις όπως «seggs» και «unalive». Ξεκίνησε ως τέχνασμα των δημιουργών περιεχομένου, όμως πλέον φαίνεται πως έχει καθιερωθεί και στη δημοσιογραφία. Αυτή είναι η ιστορία του «algospeak»: τι ακριβώς είναι, ποιοι το χρησιμοποιούν, γιατί κρίθηκε αναγκαίο και τι τελικά ελλοχεύει; Για αυτά ακριβώς μιλήσαμε με την υπεύθυνη ανάπτυξης κοινού στην Deutsche Welle, Έρικα Μαρτσάνο και τον κοινωνιολόγο των μέσων δρ Ντάνιελ Κλουγκ.
Εικονογράφηση: Ευγένιος Καλοφωλιάς
Μετάφραση: Ανατολή Σταυρουλοπούλου
1 Steen κ.α. (2023), You Can (Not) Say What You Want: Using Algospeak to Contest and Evade Algorithmic Content Moderation on TikTok, Social Media + Society, Ιούλιος-Σεπτέμβριος, ανοιχτά διαθέσιμο εδώ.
Έχετε συναντήσει ποτέ περίεργα τυπογραφικά λάθη σκρολάροντας στο TikTok, όπως τη λέξη «seggs» αντί για «sex»; «Τι είναι αυτό;», θα αναρωτηθήκατε. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα παράδειγμα του λεγόμενου algospeak. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο iMEdD, ο δρ Ντάνιελ Κλουγκ (Daniel Klug), επίκουρος καθηγητής στο Ινστιτούτο Παραγωγής Πολυμέσων του Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημών Grisons, όρισε το algospeak ως «τη σκόπιμη παραποίηση της γραφής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάνοντας ορθογραφικά λάθη, συντμήσεις, αλλά και προσαρμογές λέξεων σε κείμενα ή λεζάντες βίντεο ».
Σύμφωνα με την έρευνά του [Steen κ.α. (2023)]1, το algospeak εντάσσεται σε μια ευρύτερη κατηγορία διαδικτυακής επικοινωνίας που είναι γνωστή ως «netspeak». Ανάμεσα στις πιο γνωστές υποκατηγορίες του βρίσκεται το «leetspeak», όπου τα γράμματα αντικαθίστανται από αριθμούς –μια πρακτική που χρησιμοποιείται ήδη από τη δεκαετία του 1980, για να δημιουργεί μια αίσθηση αποκλειστικότητας στις διαδικτυακές κοινότητες των gamers. Του λόγου το αληθές, η ίδια η λέξη «leet», είναι μια ανορθόγραφη εκδοχή της λέξης «elite» (ελίτ).
Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες μορφές διαδικτυακής γλώσσας, το algospeak χρησιμοποιείται ξεκάθαρα «με στόχο την παράκαμψη της εποπτείας περιεχομένου, καθώς ο αλγόριθμος φαίνεται να περιορίζει την προβολή θεμάτων που συνδέονται με συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά», τονίζει ο Ντάνιελ Κλουγκ.
Οι εποχές όπου το περιεχόμενο που δημιουργούσαν οι χρήστες ελεγχόταν από ανθρώπους πριν να δημοσιευθεί σε πλατφόρμες και ιστοσελίδες έχουν πια παρέλθει. Σήμερα, η εποπτεία περιεχομένου, την οποία αποκαλούμε, γενικώς και αορίστως, «αλγόριθμο» στην καθομιλουμένη, βασίζεται σε μια σειρά μηχανισμών που ελέγχουν το διαδικτυακό περιεχόμενο και το αφαιρούν, εφόσον παραβιάζει τους κανόνες μιας πλατφόρμας. Οι κανόνες αυτοί, που συνήθως ευθυγραμμίζονται με τη νομοθεσία της εκάστοτε χώρας, συχνά απαγορεύουν περιεχόμενο σεξουαλικού ή πορνογραφικού χαρακτήρα, βίαιη ή ωμή γλώσσα, κακοποιητική συμπεριφορά και χυδαίο λόγο, ακόμα και όταν οι σχετικοί όροι χρησιμοποιούνται σε εκπαιδευτικό ή επιστημονικό πλαίσιο.
Σε κάθε περίπτωση, ο «αλγόριθμος» μοιάζει με μαύρο κουτί. Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς πώς λειτουργεί –ίσως ούτε οι ίδιες οι πλατφόρμες. Εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι το algospeak, το οποίο, με συντμήσεις λέξεων, φωνητικές παραλλαγές, οπτικά σύμβολα, emoji και διάφορα άλλα τεχνάσματα, λειτουργεί ως ένας διαρκώς εξελισσόμενος, ευρηματικός τρόπος να «ξεγελάσεις» τον αλγόριθμο, ώστε να μην αποκρύψει μια ανάρτηση.
Το algospeak λειτουργεί ως ένας διαρκώς εξελισσόμενος, ευρηματικός τρόπος να «ξεγελάσεις» τον αλγόριθμο, ώστε να μην αποκρύψει μια ανάρτηση.

Εκδημοκρατισμός και έλεγχος της ελευθερίας του λόγου, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος
Από τη μία, «το algospeak εκδημοκρατίζει τη διαδικασία δημιουργίας νεολογισμών», σημειώνει η Έρικα Μαρτσάνο, υπεύθυνη ανάπτυξης κοινού στη Deutsche Welle (DW), σε συνέντευξή της στο iMEdD. Από την άλλη, αποτελεί άμεση απόρροια της καταπίεσης που ασκούν οι πλατφόρμες, από την οποία δεν μένουν ανεπηρέαστα ούτε τα μέσα ενημέρωσης.
Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι ο τεράστιος όγκος περιεχομένου που καλούνται να διαχειριστούν οι πλατφόρμες, με δισεκατομμύρια δημοσιεύσεις καθημερινά. Τα συστήματα εποπτείας τους είναι αδύνατον να ελέγξουν τα πάντα, με αποτέλεσμα οι πλατφόρμες συχνά να προτιμούν να περιορίζουν περιεχόμενο που περιλαμβάνει ευαίσθητες λέξεις-κλειδιά, και να εξετάζουν τυχόν ενστάσεις αργότερα, παρά να ρισκάρουν να δημοσιεύεται περιεχόμενο που ίσως χρειαστεί να αφαιρεθεί εκ των υστέρων. Τέτοιου είδους πρακτικές φαίνονται εύκολες, αλλά η Μαρτσάνο προβληματίζεται για την ηθική τους διάσταση: «πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν παύουν να είναι εμπορικές εταιρείες. Πρέπει να βγάλουν χρήματα», κάποιες φορές εις βάρος της ελευθερίας του λόγου.
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν παύουν να είναι εμπορικές εταιρείες. Πρέπει να βγάλουν χρήματα.
Έρικα Μαρτσάνο, υπεύθυνη ανάπτυξης κοινού στην DW.
Παρ’ όλα αυτά, η καταπίεση της ελευθερίας του λόγου δεν είναι ομοιογενής. Ο Ντάνιελ Κλουγκ εντόπισε στην έρευνά του κατηγορίες περιεχομένου που τείνουν να περιορίζονται περισσότερο, όπως η σεξουαλική αγωγή, η σεξουαλικότητα, η ψυχική υγεία ή ακόμα και φυλετικά ζητήματα.
«Οι χρήστες έρχονται συχνά αντιμέτωποι με αυθαιρεσίες», εξηγεί ο Κλουγκ. Κάποια βίντεο μπορεί να απαγορεύονται, ενώ η δημοσίευση άλλων, παρόμοιων –ή και ίδιων–μπορεί να επιτρέπεται. Με αυτό κατά νου, «οι χρήστες χρησιμοποιούν το algospeak ως μέθοδο δοκιμής και σφάλματος: Τι είναι αυτό που ενεργοποιεί τον αλγόριθμο; Η λεζάντα, η γλώσσα που ακούγεται στο ηχητικό ή η οπτική απεικόνιση;», προσθέτει.

Μπορεί να μη βλέπεις LGBTQ+ περιεχόμενο, αλλά τελικά να βλέπεις αντι-LGBTQ+ περιεχόμενο, συχνά με τα ίδια hashtags. Η διαφορά είναι στο μήνυμα.
Δρ. Ντάνιελ Κλουγκ
Η Μαρτσάνο αποδίδει αυτόν τον αυθαίρετο περιορισμό σε παράγοντες όπως η ηλικία του κοινού, τα πολιτισμικά ταμπού και η νομοθεσία της εκάστοτε χώρας. «Ορισμένες κυβερνήσεις ζητούν την αφαίρεση βίντεο που ανήκουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες, όπως για παράδειγμα, περιεχόμενο LGBTQ+. Σε άλλες χώρες, αντίθετα, οι πλατφόρμες έχουν πλήρη ελευθερία και μάλιστα αναλαμβάνουν οι ίδιες πρωτοβουλίες υπέρ του Pride», σημειώνει.
Αυτές οι ασυνέπειες, όμως, έχουν πραγματικό αντίκτυπο για τους χρήστες. Διαμορφώνουν το τι βλέπουντο Διαδίκτυο, αλλά και εξίσου σημαντικά το τι δεν βλέπουν.Έτσι, προκύπτουν ζητήματα ορατότητας και εκπροσώπησης για ορισμένες κοινότητες. «Μπορεί να μη βλέπεις LGBTQ+ περιεχόμενο, αλλά τελικά να βλέπεις αντι-LGBTQ+ περιεχόμενο, συχνά με τα ίδια hashtags. Η διαφορά είναι στο μήνυμα», εξηγεί ο Κλουγκ.
Με αυτόν τον τρόπο, το algospeak μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ενίσχυσης της ορατότητας μέσα σε μια κοινότητα, αλλά μόνο εφόσον οι χρήστες ξέρουν πώς να το χρησιμοποιούν, πώς να το εντοπίζουν και πώς να παρακάμπτουν άλλα είδη περιεχομένου που είτε προβάλλουν αντίθετες απόψεις είτε αποτελούν συγκαλυμμένη ρητορική μίσους». Ο αλγόριθμος δεν μπορεί να διακρίνει αν κάποιος είναι ομοφοβικός ή αν επιχειρεί να κατακρίνει τον αποκλεισμό των LGBTQ+ ατόμων· «ο αλγόριθμος από τεχνική άποψη είναι “ουδέτερος”, απλά του λείπει το πλαίσιο», καταλήγει ο Κλουγκ.
Ο Νικ Διακόπουλος για την τεχνητή νοημοσύνη και τη δημοσιογραφία μετά το «hype»

Ο Καθηγητής Νικ Διακόπουλος μιλά στο iMEdD για τον τρόπο με τον οποίο η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζει τα newsroom και το συγκριτικό πλεονέκτημα της δημοσιογραφίας στην παραγωγή περιεχομένου. Σχολιάζει τις ανταγωνιστικές πιέσεις που δέχονται τα media στον τομέα της διανομής και θεωρεί ακόμη υπαρκτή την ευκαιρία της εμπιστοσύνης στη δημοσιογραφία.
Πώς το algospeak καθορίζει το δημοσιογραφικό μήνυμα
«Το algospeak έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο που ασκείται η δημοσιογραφία στα social media», σημειώνει η Έρικα Μαρτσάνο. Παρόλο που τα μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να διαθέτουν δικές τους ιστοσελίδες και newsletters, όπου μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα, το δημοσιογραφικό μήνυμα πλέον διαμορφώνεται από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Ως υπεύθυνη ανάπτυξης κοινού στην DW, η Μαρτσάνο περιγράφει πώς το algospeak έχει μεταμορφώσει τη δουλειά της. «Χρειάστηκε να εκπαιδεύσω τους δημοσιογράφους στο algospeak –στον τρόπο που μιλούν, στον τρόπο που γράφουν τα κείμενά τους αλλά και στον τρόπο που κάνουν αναζητήσεις. Η ειδησεογραφία αντλείται όλο και περισσότερο από το Διαδίκτυο και, αν δεν ξέρεις πώς να ψάξεις συγκεκριμένα θέματα, δεν πρόκειται ποτέ να τα βρεις».
Η πρόκληση αυτή δεν περιορίζεται στη δημιουργία περιεχομένου, αλλά επεκτείνεται και στην εποπτεία του. Τα σχόλια επηρεάζονται έντονα από το algospeak, με τα φίλτρα συχνά να μην επαρκούν. Ένα σχόλιο που περιέχει τη λέξη «rape» (βιασμός) μπορεί να υποκινεί βία ή απλώς να αφηγείται την εμπειρία ενός ατόμου που επέζησε. Όταν, όμως, οι χρήστες γράφουν «grape» (σταφύλι), αντί για «rape», οι διαχειριστές της κοινότητας καλούνται να αναγνωρίσουν τον κωδικοποιημένο όρο και το πλαίσιό του. Η άνοδος του algospeak, υπογραμμίζει η Μαρτσάνο, «εκτείνεται από την εκπαίδευση των δημοσιογράφων, έως τον ρόλο των διαχειριστών της κοινότητας και επηρεάζει όλο το δημοσιογραφικό φάσμα».

Εύλογα, όμως, γεννάται και το ερώτημα ποια είναι η επίδραση του algospeak στο ίδιο το δημοσιογραφικό περιεχόμενο. Όταν, για παράδειγμα, ένα ρεπορτάζ για σεξουαλικά εγκλήματα ή δολοφονίες χρησιμοποιεί όρους όπως το «grape» που αναφέρθηκε προηγουμένως ή το «unalive» (ξε-ζωντανεύω) αντί για «σκοτώνω», μήπως έτσι υποβαθμίζεται η σοβαρότητα της είδησης; Η Μαρτσάνο τονίζει τη σημασία της διαφάνειας. «Είμαστε απολύτως ανοιχτοί στο να εξηγούμε γιατί καταφεύγουμε σε αυτό το τέχνασμα για να “περάσουν” τα βίντεό μας», λέει, ιδίως απέναντι σε ανθρώπους που δεν είναι βαθιά ενταγμένοι στη διαδικτυακή κουλτούρα ή εξοικειωμένοι με το algospeak.
Σε κάθε περίπτωση, τα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν την πολυτέλεια να απουσιάζουν από τα κοινωνικά δίκτυα. Σύμφωνα με την Έκθεση Ψηφιακής Ειδησεογραφίας 2025 του Ινστιτούτου Reuters, το 44% των νέων ηλικίας 18–24 ετών και το 38% των νέων μεταξύ 25–34 ετών βασίζονται στα social media και στις πλατφόρμες βίντεο για την ενημέρωσή τους.
«Χωρίς παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα, χάνουμε ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού που δεν παρακολουθεί τα παραδοσιακά μέσα. Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι πρέπει να παίξουμε με τους κανόνες των πλατφορμών, αν θέλουμε να προβληθεί το περιεχόμενό μας. Το ζητούμενο είναι να μάθουμε πώς λειτουργούν οι αλγόριθμοι και να προσαρμοστούμε, χωρίς να θυσιάζουμε τις αξίες μας», καταλήγει η Μαρτσάνο.
Χρειάστηκε να εκπαιδεύσω τους δημοσιογράφους στο algospeak –στον τρόπο που μιλούν, στον τρόπο που γράφουν τα κείμενά τους αλλά και στον τρόπο που κάνουν αναζητήσεις. Η ειδησεογραφία αντλείται όλο και περισσότερο από το Διαδίκτυο και, αν δεν ξέρεις πώς να ψάξεις συγκεκριμένα θέματα, δεν πρόκειται ποτέ να τα βρεις.
Έρικα Μαρτσάνο, υπεύθυνη ανάπτυξης κοινού στην DW
Έλιοτ Χίγκινς: Αλγόριθμοι, κατάσκοποι και στη μέση ο Τραμπ

Ο ιδρυτής της ερευνητικής πλατφόρμας Bellingcat μας μιλά για τους αλγόριθμους και τη δημοκρατία τον 21ο αιώνα, τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών και τη χρηματοδότηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας την εποχή του Τραμπ.
(Απο)συνδέοντας τις κοινότητες στο διαδίκτυο
Ο Κλουγκ εξηγεί ότι οι αλγόριθμοι «μαθαίνουν» και ότι οι χρήστες έχουν βρει τρόπους να τους «χακάρουν» όσο εξελίσσονται. Για παράδειγμα, μπορούμε να ξεγελάσουμε εύκολα τον κειμενικό έλεγχο αν αντικαταστήσουμε μια «απαγορευμένη» λέξη με το αντίστοιχο emoji. Όσον αφορά στη σάρωση ήχου, η χρήση της λέξης «eggplant» (μελιτζάνα) περνάει το μήνυμα στους γνώστες, οι οποίοι καταλαβαίνουν σχεδόν άμεσα ότι η συζήτηση δεν έχει να κάνει με… λαχανικά. Κάποιοι προχωρούν ακόμα παραπέρα, αναπαράγοντας οπτικά το σύμβολο της μελιτζάνας. «Είναι μια συνεχής αναπροσαρμογή και επαναδιαπραγμάτευση αυτής της πρακτικής», λέει ο Κλουγκ.
Ωστόσο, δεν πιστεύει στην πλήρη κατάργηση της εποπτείας περιεχομένου, κάτι που, πλατφόρμες όπως το X, συχνά παρουσιάζουν λανθασμένα ως ελευθερία του λόγου. «Θα ήταν καλό αν υπήρχε περισσότερη εποπτεία περιεχομένου με βάση το πλαίσιο. Το θέμα είναι ότι το πλαίσιο δεν είναι κάτι εμφανές. Είναι κοινωνικό κατασκεύασμα. Θα έλεγα ότι η εκπαίδευση του κοινού είναι το πιο σημαντικό», επισημαίνει.
Η έλλειψη κατανόησης του πλαισίου επεκτείνεται πέρα από την ίδια την εποπτεία, καθώς επηρεάζει και τον τρόπο που οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν με τη γλώσσα στο διαδίκτυο. Όταν οι χρήστες που κατανοούν τους κωδικοποιημένους όρους στο feed τους είναι λίγοι, οι συζητήσεις περιορίζονται σε μικρές, κλειστές ομάδες. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, το algospeak μπορεί να δημιουργήσει «θαλάμους αντήχησης» ή echo chambers, που καθιστούν τα κοινωνικά δίκτυα, παραδόξως, πιο κλειστά και διχαστικά.
Αυτός ο προβληματισμός έχει διατυπωθεί και από άλλους δημιουργούς, όπως τον Άνταμ Άλεκσιτς (Adam Aleksic), συγγραφέα του βιβλίου «Algospeak: How Social Media Is Transforming the Future of Language» (Algospeak: Πώς τα κοινωνικά δίκτυα μετασχηματίζουν το μέλλον της γλώσσας), ο οποίος επισημαίνει ότι «[το TikTok] οδηγεί σε μαζική παραγωγή ταμπελών για τη διαμόρφωση ταυτότητας, προκειμένου να βγάζει κέρδη από όλους μας… [Δημιουργεί] ένα echo chamber που επιβεβαιώνει την προσωπικότητά σου».
Θα ήταν καλό αν υπήρχε περισσότερη εποπτεία περιεχομένου με βάση το πλαίσιο. Το θέμα είναι ότι το πλαίσιο δεν είναι κάτι εμφανές. Είναι κοινωνικό κατασκεύασμα.
Δρ Ντάνιελ Κλουγκ, επίκουρος καθηγητής στο Ινστιτούτο Παραγωγής Πολυμέσων του Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημών Grisons
Για την Έρικα Μαρτσάνο, όμως, η εκπαίδευση του κοινού είναι αποτελεσματική μόνο αν και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι έχουν εκπαιδευτεί και είναι πρόθυμοι να αναδείξουν το ζήτημα. Μας θύμισε μια υπόθεση του 2019, όταν γερμανικά μέσα ανακάλυψαν ότι hashtags και λέξεις-κλειδιά για LGBTQ+ άτομα περιορίζονταν στο TikTok. Αν και η πλατφόρμα απέδωσε αρχικά το πρόβλημα σε τεχνικό λάθος, τελικά αναγνώρισε το ζήτημα και αναθεώρησε τους κανόνεςτης.
Δεν υπάρχει σαφής απάντηση για το τι επιφυλάσσει το μέλλον του algospeak. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι πρέπει να παραμένουμε ενήμεροι για τη χρήση και τα οφέλη του, αλλά και για το πώς αλλάζει τον τρόπο που επικοινωνούμε και κάνουμε δημοσιογραφία μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Το algospeak μπορεί να συνδέσει κοινότητες, αλλά μπορεί επίσης να τις απομονώσει, να τις διχάσει, ακόμα και να τις κάνει αόρατες.
Η Έρικα Μαρτσάνο και ο Ντάνιελ Κλουγκ συμμετείχαν στο πάνελ «Η “unalive” γλώσσα του Διαδικτύου: Πώς η σύγχρονη δημοσιογραφία αποκωδικοποιεί το “algospeak”», στο φετινό Διεθνές Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, μαζί με την Ίρις Πάσε (Iris Pase), Ιδρύτρια και Εκδότρια του Pillow Talk Scotland, και τον Ντέιβιντ Μας (David Maas), Ανώτερο Διευθυντή Σύνταξης του International Journalists’ Network.
Παρακολουθήστε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ.