Το 2025 ήταν μια χρονιά κατά την οποία η αμφιβολία έγινε ταυτόχρονα το πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάστηκαν οι δημοσιογράφοι –και το όπλο που στράφηκε εναντίον τους. Ψευδείς εικόνες διαδόθηκαν ταχύτερα από τα γεγονότα. Οι συντακτικές ομάδες λειτούργησαν στα όρια της εξάντλησης. Η τεχνητή νοημοσύνη αναδιαμόρφωσε αθόρυβα τη δημοσιογραφική πρακτική, ενώ η πολιτική πίεση, η διαδικτυακή και η σωματική κακοποίηση και οι δολοφονίες δημοσιογράφων δοκίμασαν τα ίδια τα όρια της ελευθερίας του Τύπου.
Σε αυτή τη συλλογή άρθρων, στελέχη σε επιτελικές θέσεις, ρεπόρτερ και καινοτόμοι των μέσων ενημέρωσης, από το δίκτυο του iMEdD, στοχάζονται για μια χρονιά που ανάγκασε τη δημοσιογραφία να αντιμετωπίσει τις ευαλωτότητές της, τις κόκκινες γραμμές της ηθικής της και την ευθύνη της να συνεχίσει, κόντρα σε όλα. Τα κείμενα αυτά ανιχνεύουν τι σημαίνει να αναζητάς την αλήθεια όταν η εμπιστοσύνη βρίσκεται υπό πολιορκία –και τι μένει ανοιχτό για τη δημοσιογραφία την επόμενη χρονιά.
Επιμέλεια & Μεταφράσεις: Κατερίνα Βουτσινά, Κέλλυ Κική
Κεντρική εικόνα: Ευγένιος Καλοφωλιάς

Το μέλλον της ελευθερίας του Τύπου εξαρτάται από τη ριζοσπαστική αλληλεγγύη
Μαρίνα Γουόκερ Γκεβάρα
Εκτελεστική Διευθύντρια, Pulitzer Center
Περίμενα να είχα δει τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης να συσπειρώνονται και να αντιστέκονται στην εκφοβιστική τακτική του Τραμπ ήδη από τα πρώτα χρόνια της πρώτης θητείας του. Ένιωθα απογοήτευση βλέποντας τους ανταποκριτές του Λευκού Οίκου να παραμένουν άπραγοι, ενώ ο πρόεδρος εξύβριζε έναν από τους συναδέλφους τους. Πιο πρόσφατα, οι διευθυντές των ειδησεογραφικών δικτύων CBS και ABC υπέκυψαν στις νομικές απειλές του προέδρου.
Ήταν όλα εκφοβισμός και επιχειρηματικές πρακτικές.
Γι’ αυτό ήταν για μένα τόσο αναζωογονητικό να βλέπω στις 15 Οκτωβρίου 2025 σχεδόν όλο το σώμα των ανταποκριτών στο Πεντάγωνο —ναι, και το Fox News και το συντηρητικό Newsmax— να παραδίδουν τις διαπιστεύσεις τους και να εγκαταλείπουν μαζί το ιστορικό κτίριο, αντί να συμφωνήσουν σε μια σειρά κανόνων λογοκρισίας, που θα καθιστούσαν το δημοσιογραφικό τους έργο άχρηστο.
Προβλέπω σε πολλές ακόμη πράξεις ριζοσπαστικής δημοσιογραφικής αλληλεγγύης το 2026, καθώς ο αυταρχισμός αμφισβητεί την ελευθερία του Τύπου ακόμη και σε περιοχές του πλανήτη, που κάποτε ήταν ασφαλείς για τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους. Από την πρώτη γραμμή ή την εξορία, οι δημοσιογράφοι σε ολόκληρο τον κόσμο θα στηρίζονται ο ένας στον άλλο, για να συνεχίσουν να θέτουν τα δύσκολα ερωτήματα. Θα εντείνουν τη συνεργασία τους και τον διαμοιρασμό δεδομένων. Δεν θα θέσουν σε κίνδυνο την ακεραιότητά τους από φόβο ή για να εξασφαλίσουν πρόσβαση. Οι ηγέτες αυταρχικών καθεστώτων θα διαπιστώσουν ότι είναι πολύ πιο δύσκολο, συχνά αδύνατο, να διαλύσουν και να αποδυναμώσουν ένα ενωμένο σώμα, παθιασμένα ανεξάρτητων δημοσιογράφων, με παγκόσμια, εξωστρεφή νοοτροπία, ριζοσπαστικά συνεργατικούς αναζητητές της αλήθειας.

Πώς η τεχνητή νοημοσύνη μετατρέπεται από μόδα σε μέσο βιωσιμότητας
Τσέπο Τσαμπαλάλα
Διευθυντής και Επικεφαλής Ομάδας, Journalism AI
Ένα από τα καθοριστικά γεγονότα για τις μικρούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς το 2025 δεν ήταν μια σημαντική καινοτομία αλλά μια παραίτηση. Η τεχνητή νοημοσύνη, κυρίως η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη (generative AI), έπαψε να είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα και έγινε μια αναπόφευκτη οικονομική αναγκαιότητα. Αυτή η σημαντική αλλαγή ήταν το πιο σημαντικό γεγονός που έχουμε δει. Οι μικροί εκδότες τοπικών μέσων ενημέρωσης απλώς δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να προσλάβουν το προσωπικό που χρειάζονταν. Οπότε, άρχισαν να αντιμετωπίζουν την τεχνητή νοημοσύνη ως έναν εξαιρετικά αποδοτικό, ψηφιακό ασκούμενο.
Τώρα γνωρίζουμε ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί πραγματικά να αναλάβει τις βαρετές εργασίες, όπως την περίληψη τεράστιου όγκου εγγράφων, την άμεση απομαγνητοφώνηση συνεντεύξεων και τη δημιουργία απλών γραφικών ή απλών διαφημιστικών κειμένων, βοηθώντας στην αύξηση των εσόδων και στη βιωσιμότητα. Ωστόσο, η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει αντικαταστήσει τους δημοσιογράφους. Απλώς, τους έχει απαλλάξει από τις «γραμματειακές δουλειές». Ο χρόνος που εξοικονομούν μπορεί επιτέλους να χρησιμοποιηθεί για την πραγματική δουλειά τους: να βρίσκουν τα αληθινά, σημαντικά ρεπορτάζ που καμία μηχανή δεν μπορεί να αναπαράξει.
Τώρα, κοιτάζοντας προς το 2026, η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι η ίδια η τεχνολογία, αλλά η «ψυχή» της τοπικής δημοσιογραφίας: η εμπιστοσύνη. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν λειτουργεί καλά, όταν πρόκειται για λεπτομέρειες που αφορούν την τοπική κοινωνία, δηλαδή εκείνες τις μικρές πληροφορίες που δίνουν νόημα σε ένα τοπικό ρεπορτάζ. Ο εύκολος δρόμος είναι να αφήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη να παράγει γενικά, χαμηλής ποιότητας άρθρα, διακινδυνεύοντας το μοναδικό πλεονέκτημα της δημοσιογραφίας, την τοπική αξιοπιστία. Ωστόσο, οι «έξυπνοι» δημοσιογραφικοί οργανισμοί θα αφιερώσουν τα χρήματα και τον χρόνο που εξοικονόμησαν σε κατάλληλη εκπαίδευση σχετικά με την ηθική της τεχνητής νοημοσύνης, διασφαλίζοντας ότι η μηχανή θα παραμένει βοηθός, χωρίς ποτέ να υπαγορεύει. Ο κίνδυνος είναι ότι τα μικρά μέσα ενημέρωσης, που προσπαθούν υπερβολικά να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα, θα βασιστούν σε μεγάλο βαθμό στα chatbots, χάνοντας έτσι την ακεραιότητά τους η οποία καθιστά τη δημοσιογραφία τους απαραίτητη.

Το μπλε γιλέκο με τη λέξη «Press» έχει γίνει στόχος
Ραουάν Ντάμεν
Γενική Διευθύντρια του Άραβες Δημοσιογράφοι για την Ερευνητική Δημοσιογραφία (ARIJ)
Καθώς το 2025 φτάνει στο τέλος του, ανασκαλεύουμε τα συντρίμμια ενός επαγγέλματος που έχει καταστραφεί από μια γενοκτονία. Στο ARIJ, δουλέψαμε είκοσι χρόνια για να χτίσουμε τα θεμέλια της ερευνητικής αλήθειας στον αραβικό κόσμο, αλλά τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει για τη συστηματική εξάλειψη των συναδέλφων μας στη Γάζα, στην Παλαιστίνη.
Όταν παρέλαβα το βραβείο IJ4EU Impact Award για το The Gaza Project, τον Σεπτέμβριο του 2025, δήλωσα ξεκάθαρα: αυτή η γενοκτονία είναι απαράδεκτη. Το να λέμε ότι οι δημοσιογράφοι «βρέθηκαν εν μέσω διασταυρούμενων πυρών» είναι ψέμα. Δεν έπεσαν τυχαία θύματα, ήταν στόχοι.
Ο στόχος αυτής της γενοκτονίας είναι η σιωπή. Σκοτώνοντας τους Παλαιστίνιους πίσω από τον φακό, οι Ισραηλινοί δράστες προσπαθούν να θάψουν τα αποδεικτικά στοιχεία των εγκλημάτων τους. Τώρα είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε σε μια πραγματικότητα όπου το μπλε γιλέκο με την λέξη «Press», που κάποτε ήταν σύμβολο προστασίας, έχει μετατραπεί σε στόχο. Έχουμε μάθει ότι η σωματική ασφάλεια του δημοσιογράφου είναι ο πυρήνας όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Χωρίς αυτή, το «δικαίωμα στην ενημέρωση» δεν υπάρχει. Το να επιτρέψουμε αυτές τις δολοφονίες να συνεχίζονται μέχρι σήμερα, τον Δεκέμβριο του 2025, χωρίς λογοδοσία, σημαίνει ότι προτιμάμε έναν κόσμο στο σκοτάδι.
Η αποστολή μας παραμένει η ίδια: πρέπει η δημοσιογραφική κάλυψη να συνεχιστεί και η διεθνής κοινότητα να διασφαλίσει ότι όσοι λένε την αλήθεια δεν χρειάζεται να πεθαίνουν για να την πουν.

Η πυρκαγιά στο Χονγκ Κονγκ που δεν συνέβη ποτέ: Μια υπενθύμιση του ρόλου της δημοσιογραφίας
Τσιου Λιου
Διευθυντής Βίντεο, South China Morning Post
Ζούμε σε μια εποχή όπου σχεδόν όλοι έχουν ένα smartphone με κάμερα και μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για να καταγράψουν βίντεο από γεγονότα σε πραγματικό χρόνο. Υπάρχουν εφαρμογές (apps) που διευκολύνουν την επεξεργασία του βίντεο και τα αποσπάσματα μπορούν να δημοσιευτούν στο Διαδίκτυο μέσα σε λίγα λεπτά.
Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο, τώρα περισσότερο από ποτέ, ο ρόλος των δημοσιογράφων είναι κρίσιμος, για να καθοριστεί τι είναι αλήθεια και τι όχι.
Πάρτε για παράδειγμα την πρόσφατη θανατηφόρα πυρκαγιά στο Τάι Πο του Χονγκ Κονγκ, που ξεκίνησε στις 26 Νοεμβρίου. Καθώς τα βίντεο από τις φλεγόμενες πολυκατοικίες κατέκλυζαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένα από αυτά ήταν εξαιρετικά δραματικό. Έδειχνε πυροσβέστες να εκτελούν επιχειρήσεις μέσα σε ένα φλεγόμενο κτίριο. Όπως ήταν αναμενόμενο, το βίντεο κοινοποιήθηκε και αναδημοσιεύτηκε πολλές φορές και συγκέντρωσε περισσότερες από 200.000 προβολές στο Facebook. Οι χρήστες δήλωσαν ότι πίστευαν πραγματικά ότι το βίντεο ήταν από την πυρκαγιά στο Χονγκ Κονγκ.
Μόνο που δεν ήταν έτσι.
Μια επαλήθευση των γεγονότων (fact-check) από δημοσιογράφους της South China Morning Post αποκάλυψε ότι το βίντεο προερχόταν στην πραγματικότητα από μια πυρκαγιά στη Χιλή το 2024.
Η τεχνολογία έχει διευκολύνει μέρος της δουλειάς μας. Ωστόσο, έχει επίσης δώσει τη δυνατότητα να διαδίδονται εύκολα πολλές ψευδείς πληροφορίες και να παρουσιάζονται ως γεγονότα.
Ο κόσμος χρειάζεται δημοσιογράφους που θα εργάζονται σκληρά για να επαληθεύουν τα γεγονότα, θα θέτουν δύσκολες ερωτήσεις, θα ξετυλίγουν το κουβάρι και θα παρουσιάζουν την αλήθεια.

Η υποχώρηση του #MeToo: Ο σιωπηλός πόλεμος κατά των γυναικών δημοσιογράφων
Νεκταρία Σταμούλη
Πρόεδρος της Ένωσης Ξένων Δημοσιογράφων στην Ελλάδα
Στις αρχές του 2017, ένας άνδρας έγινε ο –αναμφισβήτητα– πιο ισχυρός άνθρωπος στον πλανήτη. Ο ίδιος άνδρας, λίγους μήνες νωρίτερα, καταγράφηκε σε μικρόφωνο να καυχιέται για την ικανότητά του να αλλάζει τη γνώμη των απρόθυμων σεξουαλικών συντρόφων του, «αρπάζοντάς» τις από τα γεννητικά τους όργανα. Κατά τη διάρκεια του ίδιου χρόνου, ένα διαδικτυακό φαινόμενο εξέπληξε τον πλανήτη: το κίνημα #MeToo αποκάλυψε πολλές τραγικές και εξοργιστικές ιστορίες και έδωσε ελπίδα στις γυναίκες ότι ίσως τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν.
Δυστυχώς, όχι. Το μέσο αυτού του ελπιδοφόρου hashtag, το Twitter, νυν «X», έχει καταληφθεί από έναν φίλο του «αρχηγού της αρπαγής» (‘grabber-in-chief’) και είναι πλημμυρισμένο με μίσος, κυρίως εναντίον των γυναικών. Και καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο για δεύτερη θητεία, ο σεξισμός έχει αναζωπυρωθεί. Η ευαλωτότητα των γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, που προσπαθούν να ανακόψουν αυτήν «την πλημμύρα» με τη δουλειά τους και το προσωπικό τους παράδειγμα, δεν ήταν ποτέ πιο μεγάλη. Η διαδικτυακή παρενόχληση και οι εκστρατείες δυσφήμισης, που στοχεύουν στις δημοσιογράφους, αμφισβητούν την ικανότητά τους να εργάζονται ελεύθερα και με ασφάλεια, με αποτέλεσμα την αυτολογοκρισία και την απώλεια των αναγκαίων γυναικείων φωνών.
Στη συντηρητική Ελλάδα, η κατάσταση είναι πιο σοβαρή, καθώς το κίνημα #MeToo δεν σημείωσε ποτέ σημαντική πρόοδο. Η πολιτική και η δημοσιογραφική ελίτ δεν επηρεάστηκαν ποτέ πραγματικά και τώρα είναι εκείνη, η ίδια ελίτ που διεκδικεί με οργή το χαμένο έδαφος. Όπως μπορώ να επιβεβαιώσω προσωπικά, τα οργανωμένα trolls του Διαδικτύου αντιδρούν σε οτιδήποτε δεν συμφωνούν, χρησιμοποιώντας υπερβολικά σεξουαλική γλώσσα, σχολιάζοντας την εμφάνιση των γυναικών, τη σεξουαλική τους ζωή και υπονοώντας ότι χρησιμοποιούν το σεξ ως μέσο επαγγελματικής ανέλιξης.
Στις συναδέλφους μου δημοσιογράφους, που υποφέρουν από αυτήν την παρενόχληση, δεν μπορώ παρά να πω: Προσπαθήστε να τους αγνοήσετε! Ζήστε τη ζωή σας με πληρότητα, δώστε τους σημαντικούς αγώνες σας και αφήστε τους να παλεύουν στο κενό, να βουλιάζουν στη δική τους σαπίλα.

Burnout: Η σιωπηλή κρίση που υπονομεύει τη δημοσιογραφία
Τίμοθι Λαρτζ
Διευθυντής Προγραμμάτων Ανεξάρτητων Μέσων Ενημέρωσης, International Press Institute (IPI)
Τι θα γινόταν εάν η πιο επικίνδυνη απειλή που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές δημοσιογράφοι δεν ήταν μια εχθρική κυβέρνηση ή μια κακόβουλη αγωγή αλλά η ίδια η κούραση; Δουλεύοντας με εκατοντάδες δημοσιογράφους, που συνεργάστηκαν το 2025 σε ρεπορτάζ στο πλαίσιο του προγράμματος Investigative Journalism for Europe, εντυπωσιάστηκα –όπως πάντα– από το εξαιρετικό έργο που παρήγαγαν. Αλλά ένιωσα, επίσης, μια ατμόσφαιρα εξάντλησης η οποία διαπερνούσε την ερευνητική δημοσιογραφική κοινότητα. Όχι δραματικές καταρρεύσεις, αλλά κάτι πιο αργό και πιο διαδεδομένο: σημάδια φθοράς, μειωμένα αποθέματα ενέργειας, την εντύπωση ότι [οι δημοσιογράφοι] αντέχουν μόνο με τη δύναμη της θέλησης.
Οι συνθήκες θα εξαντλούσαν τον καθένα. Τα ερευνητικά ρεπορτάζ έχουν γίνει πιο περίπλοκα, τα δίκτυα πιο εκτεταμένα, οι εχθροί πιο εξελιγμένοι. Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν εκστρατείες δυσφήμισης και απειλές δικαστικών αγωγών. Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι προϋπολογισμοί των ειδησεογραφικών οργανισμών συρρικνώνονται και η χρηματοδότηση από δωρητές μειώνεται, μετατρέποντας ακόμη και τις πιο αφοσιωμένες ομάδες σε απρόθυμους διαχειριστές των ποικίλων περιορισμών.
Συχνά λέμε στους δημοσιογράφους να είναι ανθεκτικοί, λες και η ανθεκτικότητα από μόνη της μπορεί να αντισταθμίσει την αστάθεια ολόκληρου του οικοδομήματος. Αλλά η εξάντληση δεν είναι προσωπική αδυναμία. Είναι ένα προειδοποιητικό «καμπανάκι», που κρούει ένα ολόκληρο οικοσύστημα, το οποίο βρίσκεται σε κρίση. Μία από τις προκλήσεις για το 2026 είναι να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την ψυχική υγεία [των δημοσιογράφων] ως προσωπικό βάρος. Εάν πιστεύουμε ότι η ερευνητική δημοσιογραφία είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία της δημοκρατίας, τότε η διατήρηση των «φρουρών» της δημοκρατίας είναι πιο σημαντική από ποτέ. Εάν το αγνοήσουμε, το κάνουμε με δική μας ευθύνη.

Κάνοντας ρεπορτάζ για την υγεία πέρα από τα σύνορα και τις ειδήσεις
Άσραα Μουστούφα
Διευθύντρια σύνταξης του The Examination και JSK Fellow 2026 (Stanford University)
Η δημόσια υγεία επέστρεψε στις ειδήσεις το 2025, αλλά αυτή τη φορά, ορισμένες από τις πιο σοβαρές απειλές για την υγεία των πολιτών και του πλανήτη προήλθαν από εκείνους που είχαν ως καθήκον τους να την προστατεύουν.
Από τις πρώτες ημέρες της θητείας της, η κυβέρνηση Τραμπ ξεκίνησε ένα δραματικό σχέδιο, για να μειώσει τα δημόσιο κονδύλια για την υγεία, την έρευνα και τις υποδομές στον τομέα της υγείας, διαδίδοντας επικίνδυνες, ψευδείς πληροφορίες, με σκοπό να αλλάξει τις πολιτικές και τις υγειονομικές οδηγίες υπό το σύνθημα «Make America Healthy Again» (Κάντε την Αμερική και πάλι υγιή).
Αλλά οι ραγδαίες αυτές εξελίξεις δεν θα μπορούσαν να ειπωθούν ως ένα ζήτημα που αφορά μόνο την Αμερική. Επί δεκαετίες, οι ΗΠΑ έχουν ηγετικό ρόλο στον τομέα της υγείας παγκοσμίως, και οι αμερικανικές υγειονομικές οδηγίες έχουν διαμορφώσει, εδώ και καιρό, τις αποφάσεις για τη δημόσια υγεία σε όλο τον κόσμο.
Το The Examination, ο δημοσιογραφικός οργανισμός στον οποίο εργάζομαι, ερευνά τις παγκόσμιες απειλές για την υγεία και αναγνώρισε αμέσως την ανάγκη για τη συνέχιση της δημοσιογραφικής κάλυψης, ακόμη και μετά την εξαφάνιση της είδησης από τα πρωτοσέλιδα, προκειμένου να κατανοήσουμε το ανθρώπινο κόστος και τις παγκόσμιες επιπτώσεις. Η διερεύνηση των μακροπρόθεσμων συνεπειών [αυτών των αποφάσεων], η αποκάλυψη των κρυφών «παικτών» και το ρεπορτάζ για τα αναδυόμενα αντίμετρα για αυτή τη μαζική περικοπή των δαπανών τα επόμενα χρόνια, θα χρειαστεί την οπτική και την εξειδίκευση δημοσιογράφων από όλο τον κόσμο.
Το 2026, οι δημοσιογράφοι θα χρειαστούν περισσότερα μέσα για να συνεργαστούν εποικοδομητικά, ώστε να το πετύχουν. Όσον αφορά εμάς, το The Examination ίδρυσε την Alliance of Global Health Journalists (Συμμαχία Δημοσιογράφων για την Παγκόσμια Υγεία) – σε συνεργασία με το Global Health NOW και το Salud Con Lupa–, με σκοπό τη δημιουργία μιας διασυνοριακής κοινότητας δημοσιογράφων που εξειδικεύονται σε θέματα υγείας, η οποία θα είναι αφοσιωμένη στη λογοδοσία των ισχυρών και στην εξυπηρέτηση της ανάγκης των απλών ανθρώπων και των κοινοτήτων για πληροφορίες σχετικά με την υγεία.

Αναζητώντας τη δόξα, χάνοντας τους αναγνώστες: Το πρόβλημα των βραβείων στον δημοσιογραφικό κλάδο
Ντάνιελ Χάουντεν
Ιδρυτής και Διευθυντής του Lighthouse Reports
Εάν υπάρχει κάτι που οι δημοσιογράφοι, ως ατρόμητοι αφηγητές της αλήθειας διστάζουν να ερευνήσουν, αυτό είναι τα δημοσιογραφικά βραβεία. Μια ομάδα ανθρώπων που υπερηφανεύονται για το ότι αποκαλύπτουν την πραγματικότητα και θέτουν δύσκολα ερωτήματα, γίνονται πολύ γρήγορα μελοδραματικοί μπροστά σε μια υποψηφιότητα.
Ας είναι το 2026 μια χρονιά όπου θα αναλογιστούμε σε επίπεδο οικοσυστήματος σχετικά με την κουλτούρα των δημοσιογραφικών βραβείων. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε τι ανταμείβουν αυτά τα βραβεία; Ποια κίνητρα δημιουργούνται; Και πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν; Όποιος μπαίνει στους κύκλους των δημοσιογραφικών συνεδρίων χωρίς να είναι μέλος του κλάδου, συνειδητοποιεί γρήγορα ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι ένα θέμα που αφορά μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Στις ΗΠΑ, τα βραβεία Πούλιτζερ διαμορφώνουν ολόκληρο το ημερολόγιο των δημοσιογραφικών ερευνών και της παραγωγής ειδικών αφιερωμάτων, καθώς οι αίθουσες σύνταξης βελτιστοποιούν το χρονοδιάγραμμα των δημοσιεύσεων τους, ώστε τα μεγάλα ρεπορτάζ [να δημοσιευθούν] όσο το δυνατόν πιο κοντά στην προθεσμία υποβολής των βραβείων.
Ενώ η κύρια κρίση με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η δημοσιογραφία είναι η μάχη για την προσοχή του κοινού, τα κριτήρια των βραβείων παραμένουν σταθερά σε αναλλοίωτα πρότυπα και πλαίσια που αγνοούν αυτό το γεγονός. Η αλήθεια είναι ότι πάρα πολλοί δημοσιογράφοι και αρχισυνταξίες θεωρούν πιο σημαντική την αναγνώρισή τους από συναδέλφους τους από την αλληλεπίδρασή τους με το κοινό.
Μια αναδιάρθρωση των κατηγοριών που βραβεύονται, των κριτικών επιτροπών και των χρηματικών βραβείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αλλαγή νοοτροπίας σε ένα τοπίο μέσων ενημέρωσης, που μερικές φορές είναι αποκομμένο από την πραγματικότητα. (Να θυμηθώ να ξαναδώ το LinkedIn μου και να αφαιρέσω το «βραβευμένος» από την περιγραφή στο βιογραφικό μου.)

Το 2025 ήταν η χρονιά που η τεχνητή νοημοσύνη άρχισε να διαμορφώνει τον κόσμο της δημοσιογραφίας
Μαξ Τάνι
Αρχισυντάκτης για θέματα ΜΜΕ και Συμπαρουσιαστής του podcast «Mixed Signals» podcast
Ήταν η χρονιά που η εφημερίδα New York Times παρουσίασε νέα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης τα οποία, όπως ανακοίνωσε, θα έγραφαν κείμενα για τα κανάλια της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τίτλους SEO και κώδικα. Ήταν η χρονιά που η εφημερίδα Wall Street Journal χρησιμοποίησε τεχνητή νοημοσύνη για να δημιουργήσει περιλήψεις άρθρων γραμμένων από ανθρώπους, και το Business Insider παρουσίασε άρθρα, τα οποία είχαν συνταχθεί αυτόματα και επιμεληθεί από συντάκτες. Ακόμη και το New Yorker, το πρότυπο της αμερικανικής δημοσιογραφίας μεγάλης φόρμας, το οποίο εξακολουθεί να απασχολεί έναν «ολόκληρο στρατό» εξειδικευμένων δημοσιογράφων για την επαλήθευση των γεγονότων (fact-checkers), άρχισε να χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για τη μεταγραφή ήχου.
Αυτό σήμανε, επίσης, την αύξηση των κακόβουλων ψευδών ειδήσεων (slop fake news), που εξαπάτησαν και έφεραν σε δύσκολη θέση έγκριτους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Ορισμένοι οργανισμοί, επίσης, δημιούργησαν φέτος ακούσια οι ίδιοι ψευδείς ειδήσεις με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. Η εφημερίδα Washington Post απέτυχε στο λανσάρισμα των podcasts που δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης, παραβλέποντας τις εσωτερικές κριτικές, που εντόπισαν σημαντικά λάθη στα σενάρια (scripts), τα οποία είχαν γραφτεί με ΑΙ.
Αυτό είναι μόνο η αρχή. Το 2026 θα δούμε ακόμα μεγαλύτερη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στις αίθουσες σύνταξης, καθώς τα στελέχη που βρίσκονται σε επιτελικές θέσεις στα μέσα ενημέρωσης ελπίζουν να εξατομικεύσουν ακόμα περισσότερο το περιεχόμενο των ειδήσεων. Η αυξανόμενη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης θέτει δύο σημαντικά ερωτήματα για την επόμενη χρονιά: Θα είναι τα έσοδα που θα αποκομίσουν οι εταιρείες των μέσων ενημέρωσης από τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης αρκετά, ώστε να υποστηρίξουν την αποστολή τους, δηλαδή να παράγουν δημοσιογραφικό έργο με αντίκτυπο; Και, επιπλέον, θα είναι το περιεχόμενο που θα παράγεται με τεχνητή νοημοσύνη αρκετά καλό, ώστε να το καταναλώσουν οι αναγνώστες;

Πιο δυνατοί, μαζί
Εμίλια Ντίας-Στρακ
Εκτελεστική Διευθύντρια, Global Investigative Journalism Network
Με την υποχώρηση των δημοκρατιών, τους πολέμους και τις συγκρούσεις, τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την παραπληροφόρηση που ενισχύεται από την τεχνητή νοημοσύνη αλλά και τη διαφθορά που επηρεάζει άμεσα τη ζωή των πολιτών σε όλο τον κόσμο, η ανάγκη για ερευνητική δημοσιογραφία δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη. Αυτό το ίδιο πλαίσιο έφερε και μεγάλες προκλήσεις για τη δημοσιογραφική κοινότητα τη χρονιά που πέρασε: περιορισμός της ελευθερίας του Τύπου, αυξημένοι κίνδυνοι, επιθέσεις, εξορία, ζητήματα βιωσιμότητας.
Το 2025 ήταν αναμφίβολα μια δύσκολη χρονιά για τη δημοσιογραφία, αλλά ταυτόχρονα μια χρονιά συνεργασιών, ανθεκτικότητας και συλλογικής αναζήτησης απαντήσεων, με στόχο να συνεχίσουμε να υπηρετούμε τους πολίτες παγκοσμίως, ελέγχοντας την εξουσία και αποκαλύπτοντας ιστορίες δημοσίου συμφέροντος. Αυτό αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (Global Investigative Journalism Conference, GIJC)*, που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2025 στην Κουάλα Λουμπούρ. Περισσότεροι από 1.500 δημοσιογράφοι από 135 χώρες και περιοχές αντάλλαξαν γνώσεις, ερευνητικές μεθόδους, εργαλεία και εμπειρίες, ενισχύοντας την παγκόσμια κοινότητα της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Το 2026 θα είναι μια χρονιά εμβάθυνσης στη δύναμη των συνεργασιών, των δικτύων και της κοινότητας. Περισσότερη αλληλεγγύη και συνεργασίες σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα –όχι μόνο για τη διεξαγωγή ερευνών αλλά και για την αντιμετώπιση απειλών και αναγκών–θα βρίσκονται στο επίκεντρο. Με αυτόν τον τρόπο, η ερευνητική δημοσιογραφία θα συνδυάσει παραδοσιακές και νέες μεθόδους, για να αποκαλύπτει ιστορίες, να φτάνει στο κοινό, να διατηρεί την ανεξαρτησία της, να αναπτύσσει βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και να ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα.
* Σημείωση: Το GIJC συνδιοργανώθηκε από το Global Investigative Journalism Network και το Malaysiakini. Το iMEdD ήταν ένας από τους εταίρους του συνεδρίου.

Η αμφιβολία ως όπλο
Χαγκάι Ματάρ
Εκτελεστικός Διευθυντής του περιοδικού +972
To είδαμε να συμβαίνει με τη γενοκτονία στη Γάζα. Με την απαγόρευση της εισόδου των διεθνών μέσων ενημέρωσης στη Γάζα για πάνω από δύο χρόνια, ο κύριος στόχος του Ισραήλ δεν ήταν να εμποδίσει την πληροφόρηση από αυτήν την πολιορκημένη και βομβαρδισμένη λωρίδα γης. [Η απαγόρευση των διεθνών ΜΜΕ] συνδυάστηκε με τη δολοφονία περίπου 250 Παλαιστινίων δημοσιογράφων, τη δημιουργία ειδικής στρατιωτικής μονάδας με αποστολή της να χαρακτηρίζει τους δημοσιογράφους ως τρομοκράτες, και τις προπαγανδιστικές προσπάθειες που χρησιμοποιούν ρατσιστικά στερεότυπα, για να δυσφημίσουν ακόμη και όσους δεν εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Ο κύριος στόχος [του Ισραήλ] ήταν να χρησιμοποιήσει την αμφιβολία ως όπλο. Αυτό που χρειαζόταν η μηχανή των εγκλημάτων πολέμου, για να αποτρέψει την κριτική και τη λογοδοσία, ήταν να πάρουν αρκετοί άνθρωποι μια θέση ευτυχισμένου αγνωστικισμού, να υιοθετήσουν την υπόθεση ότι «απλώς δεν μπορείς να ξέρεις τι συμβαίνει στη Γάζα». Εάν περισσότεροι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να πιστέψουν τους Παλαιστίνιους δημοσιογράφους, χωρίς να βασίζουν την εμπιστοσύνη τους σε κάποιον «αμερόληπτο, επαγγελματία» ρεπόρτερ που έρχεται, ως αλεξιπτωτιστής, από κάποια δυτική χώρα, θα μπορούσαμε να είχαμε τερματίσει τον τρόμο πολύ νωρίτερα.
Ωστόσο, η μετατροπή της αμφιβολίας σε όπλο δεν είναι ένα πρόβλημα που αφορά αποκλειστικά τη γενοκτονία που διέπραξε πρόσφατα η χώρα μου. Είναι η αναδυόμενη πραγματικότητα του δημόσιου διαλόγου το 2026. Η τέλεια καταιγίδα της αυξανόμενης κατανάλωσης ειδήσεων μέσω ενός συνόλου από «ειδησεογραφικές φούσκες» και της διάδοσης όλο και πιο αληθοφανούς περιεχομένου που παράγεται από τεχνητή νοημοσύνη ανοίγει τον δρόμο για τους κατόχους της εξουσίας να χειραγωγούν την κοινή γνώμη, σπέρνοντας δυσπιστία σε όλα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ως γεγονός.
Αν και το επάγγελμά μας δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αμφιβολίες, αυτή τη στιγμή πρέπει να αναγνωρίσουμε πόσο εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εναντίον των πιο αδύναμων της κοινωνίας, εναντίον του ευρέος κοινού και εναντίον μας ως αληθινών αφηγητών. Το αποτέλεσμα αυτού το έχουμε μόλις δει όλοι στη Γάζα.

Το δόγμα της τεχνητής νοημοσύνης
Σωτήρης Σιδέρης
2026 Nieman Fellow (Harvard University), Δημοσιογράφος Δεδομένων (Reporters United, Center for Collaborative Investigative Journalism)
Το 2025, η γνώση δεν ορίζεται μόνο από την ακρίβεια, αλλά από τον τρόπο που παρουσιάζεται και γίνεται αποδεκτή. Σε αυτό το πλαίσιο, η τεχνητή νοημοσύνη δεν λειτουργεί ως ουδέτερη τεχνολογία αλλά ως υποδομή πίστης: υπόσχεται συνοχή και αξιοπιστία, εφαρμόζεται πριν να ελεγχθεί και μεταθέτει τη λογοδοσία στο μέλλον, καμουφλάροντας τη συμμόρφωση ως συναίνεση. Δεν μιλάμε πια για παθητικά chatbots, αλλά για agents που δρουν αυτόνομα και επηρεάζουν κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες.
Σε αυτό το τοπίο, η καινοτομία δεν γεννιέται στα newsroom, αλλά τα διαμορφώνει. Οι πλατφόρμες και τα μοντέλα αλλάζουν ταχύτερα απ’ όσο μπορούν να κατανοηθούν, δημιουργώντας ένα μόνιμο χάσμα ανάμεσα στην έρευνα και την πράξη. Η δημοσιογραφία απαντά με καθυστέρηση, συχνά χωρίς τους πόρους ή τη βούληση για ουσιαστικό έλεγχο.
Το 2026, δεν θα κριθούμε από το αν χρησιμοποιούμε την τεχνητή νοημοσύνη στο ρεπορτάζ, αλλά από το αν μπορούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε έρευνα χωρίς να εκχωρούμε τον σκεπτικισμό και την ηθική μας σε συστήματα που αποφασίζουν χωρίς λογοδοσία. Η επιτάχυνση των μοντέλων και η ενσωμάτωση αλγορίθμων σε κάθε πτυχή της ζωής καθιστούν κάθε επίκληση τεχνολογικής ουδετερότητας ανεπαρκή. Χωρίς τεκμηρίωση και ευθύνη, η δημοσιογραφία κινδυνεύει να αναπαράγει είτε την υπόσχεση της προόδου είτε τον φόβο της καταστροφής.
