Ο ιδρυτής της ερευνητικής πλατφόρμας Bellingcat μιλάει στο iMEdD για τους αλγόριθμους και τη δημοκρατία τον 21ο αιώνα, τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών και τη χρηματοδότηση της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Κεντρική εικόνα: Ευγενική παραχώρηση του Έλιοτ Χίγκινς
Mετάφραση: Ανατολή Σταυρουλοπούλου
Τον κατηγορούν διαρκώς ότι ανήκει στη CIA, ενώ η Μόσχα τον θεωρεί δάκτυλο των δυτικών υπηρεσιών. Όλα ξεκίνησαν το 2010, όταν ξεκίνησε να ψάχνει στο Διαδίκτυο για τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης. Χωρίς να έχει κάποια προγενέστερη σχέση με τη δημοσιογραφία και προερχόμενος από τον χώρο της διοίκησης επιχειρήσεων, δημιούργησε το δικό του blog. Εκεί, χρησιμοποιώντας υλικό που έβρισκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημοσίευε έρευνες για θέματα τα οποία συχνά παραγνωρίζονταν από τους επαγγελματίες δημοσιογράφους που κάλυπταν τα γεγονότα.
Ο Έλιοτ Χίγκινς (Eliot Higgins) πρωτοπόρησε στην έρευνα με χρήση ανοιχτών πηγών (open-source investigation), δηλαδή δημόσια διαθέσιμων πληροφοριών που μπορεί ο καθένας να βρει στο Διαδίκτυο. Το 2014, ίδρυσε την ερευνητική πλατφόρμα Bellingcat, μια κολλεκτίβα «ψηφιακών ντετέκιβ» που έχουν ασχοληθεί με θέματα όπως η κατάρριψη της πτήσης MH17, η χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και οι υποθέσεις δηλητηρίασης των Σκριπάλ και του Αλεξέι Ναβάλνι με τον, ρωσικής έμπνευσης, νευροτοξικό παράγοντα Νόβιτσοκ.
Ο Χίγκινς πιστεύει ότι η δουλειά που κάνουν συμβάλλει στην άσκηση πίεσης στους θεσμούς και στον «εκδημοκρατισμό» της πληροφορίας. Ανησυχεί ιδιαίτερα για το μέλλον της ερευνητικής δημοσιογραφίας και θεωρεί πως ο κόσμος βρίσκεται σε μια σκοτεινή περίοδο. «Στο παρελθόν έχουμε δεχτεί επιθέσεις κυρίως από τρεις χώρες: τη Συρία του Άσαντ, τη Ρωσία του Πούτιν και την Ουγγαρία του Όρμπαν. Τώρα προστίθεται και η Αμερική του Τραμπ», είπε στο iMEdD.
Στο παρελθόν, έχετε περιγράψει το Bellingcat ως μια «υπηρεσία πληροφοριών για τον λαό». Τι εννοείται με αυτήν την περιγραφή;
Η πρόσβαση που έχουμε σήμερα σε πληροφορίες που έρχονται απευθείας από το πεδίο είναι απίστευτη, σε σχέση με το υλικό που μπορούσαμε να δούμε ως απλοί πολίτες πριν από 20-25 χρόνια. Τότε, για να έχεις εικόνα από το πεδίο, έπρεπε να βρίσκεσαι εκεί –ως δημοσιογράφος ή ως πράκτορας κάποιας υπηρεσίας πληροφοριών. Τώρα, έχεις ανθρώπους που καταγράφουν διάφορα γεγονότα και τα ανεβάζουν στο Διαδίκτυο. Το ίδιο ισχύει και με τις δορυφορικές εικόνες: πριν από 40 χρόνια δεν φανταζόταν κανείς ότι θα μπορούσε να έχει πρόσβαση. Σήμερα, ο καθένας έχει πρόσβαση σε δορυφορικές εικόνες […]. Αυτή η δυνατότητα συλλογής «πληροφοριακού υλικού» έχει εκδημοκρατιστεί με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Τα πληροφοριακά συστήματα στα οποία στηρίχθηκαν οι δημοκρατίες μας έχουν αλλάξει ριζικά τα τελευταία 20 χρόνια. Το μοντέλο του 20ού αιώνα ήταν απόλυτα ιεραρχικό, θεσμικό, ελεγχόμενο και προστατευόμενο από θεματοφύλακες. Τώρα, έχουμε πρόσβαση σε πολύ περισσότερες πληροφορίες, κυρίως μέσω δικτύων άμεσης επικοινωνίας μεταξύ πολλαπλών χρηστών, γεγονός που αλλάζει τον τρόπο που μπορεί κανείς να αλληλεπιδρά με αυτές και να τις διανέμει. Νομίζω ότι το Bellingcat και η έρευνα με ανοιχτά δεδομένα προέκυψαν με οργανικό τρόπο από αυτές τις αλλαγές και εγώ βρέθηκα απλώς στο σωστό μέρος, τη σωστή στιγμή, κάνοντας το σωστό πράγμα.
Τα πληροφοριακά συστήματα στα οποία στηρίχθηκαν οι δημοκρατίες μας έχουν αλλάξει ριζικά τα τελευταία 20 χρόνια. Tο Bellingcat και η έρευνα με ανοιχτά δεδομένα προέκυψαν με οργανικό τρόπο από αυτές τις αλλαγές.
Έλιοτ Χίγκινς, Ιδρυτής και Creative Director, Bellingcat
O Τζελάνι Κομπ για την ελευθερία του λόγου, τον Τύπο και το ρεπορτάζ του Λευκού Οίκου

Ο Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, συγγραφέας και επί μακρόν συνεργάτης του περιοδικού New Yorker, μιλά στο iMEdD για την ακαδημαϊκή ελευθερία στις ΗΠΑ, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Τύπος σήμερα, τη λεγόμενη «κάλυψη του Τραμπ» και το δημόσιο συμφέρον ως διαχρονική αποστολή της δημοσιογραφίας.
Πώς συνδέεται αυτό το είδος έρευνας με την παραδοσιακή δημοσιογραφία πεδίου ή με το ρεπορτάζ που βασίζεται σε κλειστές πηγές; Μπορεί να υπάρξει η open–source έρευνα χωρίς την παραδοσιακή δημοσιογραφία;
Ανάλογα με το θέμα, ο βαθμός διεξαγωγής των δύο αυτών ειδών ρεπορτάζ μπορεί να διαφέρει. Ένα από τα πράγματα που ενίσχυσαν την open-source έρευνα ήταν ότι συχνά οι δημοσιογράφοι δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν το πεδίο. Επομένως, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Σήμερα, όμως, κάνουμε έρευνες όπου οι δημοσιογράφοι μπορούν να βρεθούν στο πεδίο. Δεν τίθεται λοιπόν θέμα ανταγωνισμού μεταξύ των δύο μεθόδων. Το ζητούμενο είναι να δούμε πώς μπορούν να συνδυαστούν. Για παράδειγμα, στην έρευνα για την κατάρριψη του MH17, όταν ξεκινήσαμε να δημοσιεύουμε τη διαδρομή του εκτοξευτήρα πυραύλου, δημοσιογράφοι που βρίσκονταν στο πεδίο επισκέφθηκαν τις τοποθεσίες και μπόρεσαν να μιλήσουν με κατοίκους. Οι μαρτυρίες τους όχι μόνο επιβεβαίωσαν όσα λέγαμε, αλλά προσέφεραν επιπλέον λεπτομέρειες που δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε στις εικόνες που είχαμε από τις ανοιχτές πηγές. Αυτό μας βοήθησε να κατανοήσουμε καλύτερα τι συνέβαινε. Η δυνατότητα συνδυασμού της παραδοσιακής δημοσιογραφίας με την open-source έρευνα είναι κάτι θετικό. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
Έχετε πει παλαιότερα ότι η έρευνα με ανοιχτές πηγές είναι προϊόν διάφορων σημαντικών τεχνολογικών εξελίξεων των τελευταίων 20 χρόνων. Σήμερα, όμως, η ιδέα ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα εκδημοκρατίσουν την πληροφόρηση φαίνεται να έχει αντικατασταθεί από την λεγόμενη «ολιγαρχία των πλατφορμών». Συμφωνείτε με αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι βάζω τα δυνατά μου να καταλάβω γιατί υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που πιστεύουν σε πράγματα τα οποία ξέρουμε, ή τουλάχιστον νομίζουμε, ότι δεν ισχύουν. Οι αλγόριθμοι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτό. Το πρόβλημα με τους αλγόριθμους είναι ότι έχουν σχεδιαστεί για να κρατούν την προσοχή του κόσμου στραμμένη στις πλατφόρμες και το περιεχόμενο που συνήθως τραβάει την προσοχή είναι συναισθηματικά φορτισμένο. Το θέμα είναι ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για ψεύτικο περιεχόμενο. Ακόμα κι αν είναι αληθινό, όμως, αυτό είναι δευτερεύον – το βασικό είναι να τραβάει την προσοχή. Έτσι, καταλήγουμε σε περιεχόμενο που ενισχύει τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και επισπεύδει τη συναισθηματική εμπλοκή του κοινού που σκρολάρει. Αυτό φυσικά διαμορφώνει και τη συμπεριφορά των δημιουργών περιεχομένου για αυτές τις ιστοσελίδες. Διότι, εάν θέλεις να έχεις επιτυχία στο Ίντερνετ, πρέπει να ξέρεις να φτιάχνεις περιεχόμενο που τραβάει την προσοχή και δημιουργεί συναισθηματική φόρτιση. Δεν είναι απαραίτητο να είναι αληθινό. Αυτό, με τη σειρά του, έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται πολλαπλές πραγματικότητες, πολλαπλές «φούσκες» […].
Το μοντέλο δημοκρατίας που έχω στο μυαλό μου έχει στον πυρήνα του την επαλήθευση, τη διαβούλευση και τη λογοδοσία, ως βασικές λειτουργίες της. Χωρίς αυτές, η δημοκρατία αρχίζει να ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό ή την κατάρρευση.
Έλιοτ Χίγκινς, Ιδρυτής και Creative Director, Bellingcat
Το μοντέλο δημοκρατίας που έχω στο μυαλό μου έχει στον πυρήνα του την επαλήθευση, τη διαβούλευση και τη λογοδοσία, ως βασικές λειτουργίες της. Χωρίς αυτές, η δημοκρατία αρχίζει να ολισθαίνει προς τον αυταρχισμό ή την κατάρρευση. Και αυτές οι τρεις λειτουργίες, μέχρι πρόσφατα, γίνονταν κυρίως από τους θεσμούς. Στον 20ό αιώνα, οι εφημερίδες είχαν τη διαδικασία επαλήθευσης, γι’ αυτό και θεωρούσαμε ότι όσα διαβάζαμε ήταν αληθή. Προφανώς, αυτό δεν λειτουργούσε άψογα σε όλες τις χώρες και υπάρχει πρόβλημα μέχρι και σήμερα. Ως κοινό, όμως, είχαμε εμπιστοσύνη στους θεσμούς για την ενημέρωσή μας […] Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι η επαλήθευση δεν γίνεται πλέον αποκλειστικά από αυτούς τους θεσμούς. Τώρα γίνεται από εμάς, γιατί είμαστε ταυτόχρονα οι αποδέκτες και οι διακινητές της πληροφορίας. Έτσι, όταν σκρολάρεις στο feed σου και κάνεις retweet κάτι, μπορεί να μην επαληθεύεις την πληροφορία, αλλά τη διανέμεις. Η λειτουργία της επαλήθευσης, που είναι ουσιώδης για μια υγιή δημοκρατία, καταρρέει. Όσον αφορά τη δημόσια διαβούλευση, αυτή γινόταν, επίσης, από τα κοινοβούλια και άλλους θεσμούς. Φυσικά ο κόσμος συζητούσε και ψήφιζε, αλλά η ουσιαστική διαβούλευση λάμβανε χώρα μέσα σε αυτούς τους θεσμούς. Τώρα, αυτό συμβαίνει σε δημόσιους διαδικτυακούς χώρους, όπου δεν υπάρχει πραγματικός χρόνος για συζήτηση, γιατί τρέχουμε ήδη στο επόμενο θέμα. Αυτός είναι, εν μέρει, και ο λόγος που ο Τραμπ είχε τόσο μεγάλη επιτυχία. «Έσκαγε» το ένα θέμα μετά το άλλο και δεν προλάβαινες να εστιάσεις πουθενά. Με το παλιό σύστημα, είχες την πρωινή εφημερίδα, παρακολουθούσες το βραδινό δελτίο ειδήσεων, γινόταν συζήτηση στο κοινοβούλιο… Τα θέματα συζητούνταν και υποβάλλονταν σε διαβούλευση.
Είμαστε ταυτόχρονα οι αποδέκτες και οι διακινητές της πληροφορίας. Έτσι, όταν σκρολάρεις στο feed σου και κάνεις retweet κάτι, μπορεί να μην επαληθεύεις την πληροφορία, αλλά τη διανέμεις. Η λειτουργία της επαλήθευσης, που είναι ουσιώδης για μια υγιή δημοκρατία, καταρρέει.
Έλιοτ Χίγκινς, Ιδρυτής και Creative Director, Bellingcat
Τώρα όλα αυτά έχουν καταρρεύσει. Η λογοδοσία βασίζεται στην επαλήθευση και τη διαβούλευση. Χωρίς αυτά, δεν μπορεί πραγματικά να υπάρξει μια υγιής δημοκρατία. Οπότε, όσοι θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες, μπορούν να το κάνουν. Ο Τραμπ είναι το τέλειο παράδειγμα. Δεν καλείται ποτέ να λογοδοτήσει, γιατί ήδη έχουμε προχωρήσει στο επόμενο θέμα και ποτέ δεν είμαστε σίγουροι τι συμβαίνει. Για μένα, όλα αυτά καταλήγουν στο ότι οι δημοκρατίες τείνουν να παίρνουν αυτόματα μια πιο αυταρχική μορφή, όπως βλέπουμε σήμερα στις ΗΠΑ […]. Επομένως, ναι, οι αλγόριθμοι και τα social media είναι πρόβλημα, αλλά το θέμα δεν είναι απλώς να λέμε «οι αλγόριθμοι είναι κακοί». Πρέπει να αντιληφθούμε ότι έχει καταρρεύσει το μοντέλο της κοινής κατανόησης του κόσμου γύρω μας. Δεν υπάρχει πια ένα κοινό «ψευδοπεριβάλλον». Ο καθένας μας ζει στο δικό του, το οποίο αποτελείται από ανθρώπους που συμφωνούν μαζί του. Αυτή η διάσπαση μάς κάνει εύκολα να θεωρούμε ανόητους, ηλίθιους ή προδότες όσους βρίσκονται εκτός αυτού του περιβάλλοντος. Έτσι, τα βάζουμε ο ένας με τον άλλο.

Photography για το King’s College. Ευγενική παραχώρηση: Έλιοτ Χίγκινς.
Μπορείτε να μας περιγράψετε συνοπτικά πώς εργαστήκατε στην έρευνα για τη δηλητηρίαση του Αλεξέι Ναβάλνι;
Χρησιμοποιήσαμε τεχνικές ανοιχτών πηγών, αλλά στην πραγματικότητα η έρευνα ήταν μέρος μιας σειράς υποθέσεων που είχαν ξεκινήσει με τη δηλητηρίαση των Σκριπάλ στο Σάλσμπερι. Τότε ήταν που ο συνάδελφός μου, Χρίστο Γκρόζεφ (Christo Grozev), είχε για πρώτη φορά την ιδέα να χρησιμοποιήσει το Probiv, τη ρωσική μαύρη αγορά δεδομένων, για να αγοράσει δεδομένα. Ο Χρίστο αγόρασε τα στοιχεία έκδοσης των διαβατηρίων των δύο υπόπτων της υπόθεσης Σκριπάλ, χρησιμοποιώντας τους αριθμούς διαβατηρίου που είχε βρει σε αρχεία πτήσεων προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι αριθμοί είχαν διαφορά μόνο λίγων ψηφίων μεταξύ τους, κάτι που ήταν ύποπτο.
Δεν πιστεύαμε ότι θα ήταν τόσο εύκολο· δεν περιμέναμε να δούμε ένα έγγραφο που να γράφει «Μυστικές Υπηρεσίες» με το τηλέφωνο του ρωσικού Υπουργείου Άμυνας. Κι όμως, αυτό ακριβώς συνέβη. Μείναμε άφωνοι από το πόσο κραυγαλέο ήταν. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας βάσεις δεδομένων που είχαν διαρρεύσει, κρατικές βάσεις δεδομένων για διευθύνσεις κατοικίας, στοιχεία ιδιοκτησίας οχημάτων και ένα σωρό άλλα σύνολα δεδομένων, καταφέραμε να ανασυνθέσουμε την πλαστή ταυτότητά τους και να εντοπίσουμε το μοτίβο που χρησιμοποιούσαν και στα πραγματικά τους στοιχεία, πράγμα που αποκάλυψε ότι ήταν στελέχη της GRU (σ.σ.: η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών της Ρωσίας). Αυτό μας οδήγησε και σε τηλεφωνικά αρχεία. Ανάμεσά τους υπήρχε και ένας Ρώσος επιστήμονας που είχε δεχθεί αλλεπάλληλες κλήσεις πριν από τη δηλητηρίαση και πριν από άλλες επιθέσεις στις οποίες εμπλέκονταν τα ίδια άτομα. Όταν, λοιπόν, δηλητηριάστηκε ο Ναβάλνι, ο Χρίστο αγόρασε τα τηλεφωνικά αρχεία του συγκεκριμένου επιστήμονα, τα οποία, παραδόξως, δεν ήταν απόρρητα. Μπορούσες απλά να τα αγοράσεις από το Probiv. Για άλλη μια φορά, λίγο πριν από τη δηλητηρίαση, είχε δεχτεί πολλά τηλεφωνήματα από στελέχη της FSB (σ.σ.: Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας της Ρωσίας). Επίσης, πρέπει να πω ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, ήταν εύκολο να μάθουμε ότι τα άτομα με τα οποία συνομιλούσε ήταν πράκτορες της FSB, γιατί στη Ρωσία υπάρχουν εφαρμογές τηλεφωνικού καταλόγου στις οποίες, αν βάλεις έναν αριθμό, σου εμφανίζει το όνομα που έχει καταχωρηθεί και οι χρήστες ανεβάζουν τα στοιχεία αυτά σε έναν κοινόχρηστο server. Οπότε, εάν γνωρίσεις κάποιον της FSB και τον αποθηκεύσεις στο κινητό σου ως «Ιγκόρ FSB» για παράδειγμα, μετά μπορείς να αναζητήσεις τον αριθμό και να τον βρεις με όλες τις παραλλαγές του ονόματος. Έτσι, καταλάβαμε αμέσως ότι μιλούσε με στελέχη της FSB. Επίσης, στα τηλεφωνικά τους αρχεία υπήρχαν και όλα τα σχετικά μεταδεδομένα για το πού βρίσκονταν και πού ταξίδευαν.
Σήμερα, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε μια τέτοια έρευνα, τόσο μακριά από την έρευνα ανοιχτών πηγών. Ωστόσο, έφερε στο φως μια τεράστια υπόθεση – όχι μόνο για τον Ναβάλνι και τους Σκριπάλ, αλλά για πολλές ακόμη περιπτώσεις δηλητηρίασης, όπως του Βλαντιμίρ Καρα-Μούρζα (Vladimir Kara-Murza) ή του ποιητή Ντμίτρι Μπίκοφ (Dmitry Bykov). Επίσης, υπήρχαν και άλλες φιγούρες της ρωσικής αντιπολίτευσης που είχαν στοχοποιηθεί από αντίστοιχες ομάδες δηλητηρίασης της FSB και της GRU, όταν δρούσαν στο εξωτερικό. Ήταν σαφές, λοιπόν, ότι δεν επρόκειτο για μεμονωμένα περιστατικά· ήταν μια οργανωμένη κρατική εκστρατεία δηλητηριάσεων, με τη χρήση νευροτοξικών παραγόντων που η Ρωσία παρήγαγε παράνομα, παραβιάζοντας διεθνείς συνθήκες.
Tο θέμα δεν είναι απλώς να λέμε «οι αλγόριθμοι είναι κακοί». Πρέπει να αντιληφθούμε ότι έχει καταρρεύσει το μοντέλο της κοινής κατανόησης του κόσμου γύρω μας. Δεν υπάρχει πια ένα κοινό «ψευδοπεριβάλλον». Ο καθένας μας ζει στο δικό του, το οποίο αποτελείται από ανθρώπους που συμφωνούν μαζί του.
Έλιοτ Χίγκινς, Ιδρυτής και Creative Director, Bellingcat
Διάβασα στο Foreign Policy ότι πρώην στελέχη της CIA λένε πως εκτιμούν ιδιαίτερα τη δουλειά του Bellingcat, γιατί τους επιτρέπει να παρουσιάζουν τα ευρήματά σας σε Ρώσους διπλωμάτες ως τεκμηριωμένα γεγονότα, χωρίς να εκθέτουν τις δικές τους πηγές. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτό;
Το έχω ακούσει πολλές φορές αυτό. Κατά κάποιον τρόπο, είναι και καλό και κακό. Πίστεψέ με, είναι κάτι που χρησιμοποιείται συχνά ως επιχείρημα ότι το Bellingcat είναι η CIA. Σαν να είναι η απόδειξη που όλοι έψαχναν. Αυτό είναι ενοχλητικό. Από την άλλη, το γεγονός ότι υψηλόβαθμα στελέχη αναγνωρίζουν την αξιοπιστία του περιεχομένου, δείχνει πόσο αξιόπιστες είναι οι πληροφορίες. Αλλά δεν δημοσιεύουμε κάτι με τη σκέψη ότι θα χρησιμοποιηθεί από τη CIA ή θα αξιοποιηθεί από συγκεκριμένους ανθρώπους. Είναι απλώς μια πληροφορία που ισχύει και υπάρχει εκεί έξω. Ξέρω ανθρώπους που έχουν δουλέψει στον ΟΗΕ ή σε άλλους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, που λένε ότι «το καλό με τη δουλειά σας είναι ότι μπορούμε να πούμε σε κάποιον “ξέρουμε ότι λες ψέματα – ορίστε και η ανάλυση που το αποδεικνύει. Δεν είναι μόνο ο λόγος σου εναντίον του δικού μου. Είναι ο λόγος σου εναντίον της πραγματικότητας”». Αυτό έχει βοηθήσει πολύ κόσμο. […]
Γράφουμε για ένα πολύ ευρύ φάσμα θεμάτων. Αυτήν την περίοδο γράφουμε για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, γιατί συμβαίνουν πολύ άσχημα πράγματα εκεί. Συχνά μας κατηγορούν ότι ασχολούμαστε μόνο με τη Ρωσία, πράγμα που είναι ενοχλητικό, διότι δεν ισχύει. Αλλά για μένα δεν έχει σημασία μόνο τι δημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα· έχει σημασία να δείχνουμε ότι αυτό είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε. Και εσείς μπορείτε να το κάνετε. Διδάσκω σε κόσμο πώς να κάνει αυτή τη δουλειά μόνος του.
Στα δημοσιογραφικά συνέδρια γίνεται πολύς λόγος για τη χρηματοδότηση. Έχω ακούσει να την αποκαλούν “ο ελέφαντας στο δωμάτιο”. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πολλά ερευνητικά μέσα χρηματοδοτούνται, είτε ανοιχτά είτε κρυφά, από δυτικές κυβερνήσεις ή ακόμη και από τη CIA και άλλες μυστικές υπηρεσίες. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Αυτό είναι κάτι για το οποίο μας κατηγορούν συχνά, επειδή παλαιότερα χρηματοδοτούμασταν από το Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία (National Endowment for Democracy). Και υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που πιστεύει ότι πίσω από αυτό βρίσκεται η CIA με άλλο όνομα. Άρα, με αυτή τη λογική, το Bellingcat δουλεύει για τη CIA, πράγμα εντελώς παράλογο. Χρησιμοποιήσαμε τα χρήματα από το Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία για την εκπαίδευση δημοσιογράφων σε open-source έρευνες, τίποτα παραπάνω.
Και, επίσης, νομίζω ότι πολλοί απλώς ψάχνουν αφορμές για να αγνοήσουν στοιχεία και πληροφορίες. Βολεύει να λες «καλά, όλοι αυτοί δουλεύουν για τη CIA», γιατί έτσι δεν χρειάζεται ούτε να σκεφτείς ούτε να ασχοληθείς σοβαρά με τα δεδομένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι μυστικές υπηρεσίες, ξέρετε, δεν πληρώνουν ίσως κάποιους δημοσιογράφους ή δεν τους επηρεάζουν με κάποιον τρόπο. Αλλά στο Bellingcat έχουμε κάνει ό,τι περνάει από το χέρι μας για να κρατήσουμε τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία μας και να είμαστε διαφανείς […]

H βιωσιμότητα στην ερευνητική δημοσιογραφία είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ειδικά σε ένα μιντιακό περιβάλλον που βασίζεται στο τι τραβάει το ενδιαφέρον του κοινού.
Έλιοτ Χίγκινς, Ιδρυτής και Creative Director, Bellingcat
Νομίζω πως το ζήτημα της χρηματοδότησης είναι περίπλοκο. Φαντάζομαι, έχετε ακούσει για τις περικοπές των ΗΠΑ στη χρηματοδότηση ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στη δημοσιογραφία. Για πολλές δημοσιογραφικές ΜΚΟ αυτό ήταν πραγματικά καταστροφικό, γιατί βασίζονταν σε αυτά τα χρήματα. Από την άλλη, βέβαια, το γεγονός ότι η βιωσιμότητά τους εξαρτάται απόλυτα από αυτή τη χρηματοδότηση είναι προβληματικό. Δεν εννοώ ότι έπρεπε να είχαν φροντίσει να είναι βιώσιμες, γιατί η βιωσιμότητα στην ερευνητική δημοσιογραφία είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ειδικά σε ένα μιντιακό περιβάλλον που βασίζεται στο τι τραβάει το ενδιαφέρον του κοινού. Και η ερευνητική δημοσιογραφία σπάνια έχει τέτοια απήχηση. Αυτό μας δυσκολεύει πολύ. Πώς θα καταφέρουμε να προσελκύσουμε το κοινό σε αυτό το νέο τοπίο; Και το να βγάλεις χρήματα ως οργανισμός ερευνητικής δημοσιογραφίας μέσω της διαφήμισης είναι, πιστεύω, σχεδόν αδύνατο.
Καταλήγεις, λοιπόν, να βασίζεσαι στην κοινότητα των χρηματοδοτών. Και υπάρχουν διάφορα είδη χρηματοδοτών. Εμείς παίρνουμε χρήματα από εθνικές λοταρίες που χρηματοδοτούν κοινωφελείς οργανισμούς ή από οικογενειακά ιδρύματα. Δεν δεχόμαστε πλέον χρήματα από κυβερνήσεις ή από οργανισμούς που χρηματοδοτούνται πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό από κυβερνήσεις. Κάνουμε crowdfunding, συγκεντρώνουμε δικούς μας πόρους μέσω σεμιναρίων, και είμαστε τυχεροί με την έννοια ότι το Bellingcat βασίζεται σε πολλαπλές πηγές χρηματοδότησης. Άλλες ΜΚΟ, όμως, ειδικά στον Παγκόσμιο Νότο, έχουν πολύ λιγότερες επιλογές, γι’ αυτό και εξαρτώνται πολύ περισσότερο από οργανισμούς όπως η USAID (σ.σ.: United States Agency for International Development –Οργανισμός για τη Διεθνή Ανάπτυξη των ΗΠΑ), που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση. Και έτσι γίνονται έρμαιο όσων θέλουν να απαξιώσουν τη δουλειά τους. Τους λένε, για παράδειγμα, «κάνετε ό,τι σας λέει η αμερικανική κυβέρνηση». Ταυτόχρονα, όμως, θα έλεγα ότι υπάρχει μια λεπτή γραμμή: Από τη μία, γίνεσαι έρμαιο τέτοιων επιθέσεων, όταν παίρνεις αυτά τα χρήματα, αλλά, από την άλλη, σου επιτρέπεται να κάνεις δημοσιογραφία με ουσιαστικό αντίκτυπο. […]
