Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύθηκε από το GIJN στις 11/09/2023 και αναδημοσιεύθηκε από το iMEdD κατόπιν άδειας. Η αναδημοσίευση του απαιτεί άδεια από τον εκδότη.
Σύμφωνα με το σύγχρονο διεθνές δίκαιο, ο όρος “έγκλημα πολέμου” αναφέρεται σε συγκεκριμένες, σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που συνεπάγονται ατομική ποινική ευθύνη.
Η φρίκη που προκαλεί ο πόλεμος μπορεί να κάνει κάποιον να πιστέψει ότι, στη διάρκεια μιας σύγκρουσης, οι νόμοι παύουν να ισχύουν, με αποτέλεσμα κάθε προσπάθεια ρύθμισης της βίας να φαντάζει άσκοπη.
Το γεγονός, όμως, ότι ορισμένες πράξεις μάς σοκάρουν περισσότερο από άλλες, αποδεικνύει την ύπαρξη της συλλογικής πεποίθησης ότι, σε έναν πόλεμο, πρέπει να υπάρχουν όρια. Η πεποίθηση, μάλιστα, αυτή, έχει τις ρίζες της βαθιά στους αιώνες, αν και ενδεχομένως να μην υπήρχε πάντα ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός αυτών των ορίων.
Οι σύγχρονοι πολεμικοί νόμοι θεμελιώθηκαν τον 19ο αιώνα, όταν τα κράτη του κόσμου υπέγραψαν από κοινού τις πρώτες διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των αμάχων, των ασθενών και των τραυματιών πολέμου. Ακολούθησαν πολλές διεθνείς συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης του 1949, οι οποίες αποτελούν τα πλέον παγκοσμίως αναγνωρισμένα πρωτόκολλα σχετικά με το δίκαιο του πολέμου. Τα τέσσερα αυτά έγγραφα συντάχθηκαν στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος ώθησε τα κράτη να συντάξουν γραπτώς κάποιους θεμελιώδεις κανόνες και έθιμα πολέμου και να δεσμευτούν ότι θα τα τηρήσουν.
Η έννοια του “εγκλήματος πολέμου” προέκυψε από αυτές τις συνθήκες ως όρος για την περιγραφή των πιο σοβαρών παραβιάσεων του πολεμικού δικαίου. Η δίωξη των εγκλημάτων πολέμου σε διεθνή δικαστήρια καθιερώθηκε με τη δίκη της Νυρεμβέργης και του Τόκιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και με τα διεθνή δικαστήρια για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα που συστάθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη τη δεκαετία του 1990.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος του πολεμικού δικαίου επεκτείνεται και πέρα από τη δικαστική αίθουσα, καθώς οι νόμοι που διέπουν τον πόλεμο έχουν σημασία για τους ανθρώπους που έχουν υποστεί βία και θέλουν να αναγνωριστούν ως θύματά της, ακόμη και αν δεν μπορούν να προσφύγουν σε κάποιο δικαστήριο. Έχουν επίσης σημασία για τους στρατιώτες που συμμετέχουν στις συγκρούσεις, οι οποίοι θέλουν να νιώθουν ότι πολεμούν για έναν δίκαιο σκοπό με δίκαιο τρόπο.
Το παρόν κεφάλαιο αποτελεί μια επισκόπηση των νόμων που διέπουν τις ένοπλες συγκρούσεις και διευκρινίζει παράλληλα ποιες ενέργειες θεωρούνται νόμιμες και ποιες όχι.
Σύμφωνα με το σύγχρονο διεθνές δίκαιο, ο όρος “έγκλημα πολέμου” αναφέρεται σε συγκεκριμένες, σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που συνεπάγονται ατομική ποινική ευθύνη. Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι παραβιάσεις του πολεμικού δικαίου δεν πληρούν πάντα τα κριτήρια ώστε να θεωρηθούν ως “εγκλήματα πολέμου” και, αντίστοιχα, οι απώλειες αμάχων στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων δεν συνιστούν απαραίτητα “έγκλημα πολέμου” ή ακόμα και παραβίαση. Επιπλέον, οι νόμοι που εφαρμόζονται και οι μηχανισμοί επιβολής τους (συμπεριλαμβανομένων των διεθνών δικαστηρίων) διαφέρουν ανάλογα με τις συνθήκες που έχει υπογράψει κάθε κράτος.
Παρόλο που ο όρος “έγκλημα πολέμου” έχει αποσυνδεθεί από το νομικό του πλαίσιο στην καθημερινή του χρήση, η ακριβής κατανόηση της νομικής του έννοιας και των ευρύτερων νόμων που ισχύουν σε έναν πόλεμο εξακολουθούν να έχουν μεγάλη σημασία, ώστε να εξασφαλιστεί η αξιόπιστη κάλυψη μιας σύγκρουσης, αλλά και να καταπολεμηθεί, ενδεχομένως, η ατιμωρησία για τα εγκλήματα πολέμου. Είναι επίσης σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι, σε έναν πόλεμο, ορισμένες πράξεις με σοβαρές συνέπειες, όπως η απώλεια της ανθρώπινης ζωής και οι σοβαροί τραυματισμοί αμάχων, δεν συνιστούν απαραίτητα εγκλήματα πολέμου. Η τεκμηρίωση αυτών των πράξεων, ακόμη και όταν δεν έχει σημειωθεί κάποια νομική παραβίαση, μπορεί να χρησιμεύσει ως εργαλείο για την απόδοση πολιτικών ευθυνών στα κράτη, με απώτερο στόχο την ελαχιστοποίηση της πρόκλησης βλαβών σε αμάχους στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων.
Το παρόν κεφάλαιο αποτελεί μια επισκόπηση των νόμων που διέπουν τις ένοπλες συγκρούσεις και διευκρινίζει παράλληλα ποιες ενέργειες θεωρούνται νόμιμες και ποιες όχι. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επισκόπηση δεν είναι πλήρης. Περαιτέρω πηγές μπορούν να βρεθούν σε μεταγενέστερα σημεία του οδηγού. Η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΕΣ) αποτελεί έγκυρη πηγή για την ερμηνεία των νόμων που εφαρμόζονται στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων και παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για δημοσιογράφους που τις καλύπτουν.
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως ένοπλες συγκρούσεις βάσει συγκεκριμένων νομικών κριτηρίων.
Ισχύοντες νόμοι
Γενικά, στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι νόμοι:
- Το Διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (επίσης γνωστό ως “δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων” και “δίκαιο του πολέμου”), το οποίο ρυθμίζει τις ενέργειες των κρατών και των μη κρατικών ένοπλων ομάδων που συμμετέχουν σε μια σύγκρουση. Ο συγκεκριμένος τομέας του διεθνούς δικαίου ασχολείται κυρίως με την ευθύνη του κράτους (ή την ευθύνη των ένοπλων ομάδων) και όχι με την ατομική ευθύνη.
- Το Διεθνές ποινικό δίκαιο, το οποίο περιλαμβάνει την ποινική δίωξη προσώπων που έχουν διαπράξει διεθνή εγκλήματα (γενοκτονίες, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου), ανεξάρτητα από το αν οι πράξεις αυτές έλαβαν χώρα στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων. Αν και σχετίζονται μεταξύ τους, το διεθνές ποινικό δίκαιο και το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο αποτελούν ξεχωριστούς τομείς του διεθνούς δικαίου.
- Το Διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο ρυθμίζει την υποχρέωση των κρατών (και σε ορισμένες περιπτώσεις μη κρατικών φορέων) έναντι των ατόμων που βρίσκονται εντός της επικράτειας ή/και της δικαιοδοσίας τους, αν και η εφαρμογή του ενδέχεται να διαφέρει στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων.
- Το εσωτερικό δίκαιο των κρατών.
- Άλλοι διεθνείς νόμοι και συμφωνίες που έχουν συναφθεί από το κράτος, αν και η εφαρμογή τους μπορεί να διαφέρει στη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων.
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως ένοπλες συγκρούσεις βάσει συγκεκριμένων νομικών κριτηρίων.
Ο τομέας του δικαίου που αφορά περισσότερο τις πολεμικές ενέργειες είναι το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, το οποίο τίθεται σε ισχύ αποκλειστικά σε περιόδους ένοπλων συγκρούσεων και ρυθμίζει κρίσιμα θέματα. Μεταξύ άλλων, προσδιορίζει τα άτομα που πρέπει να εξαιρούνται από τις στοχοποιήσεις, (βλ. την αρχή της διάκρισης παρακάτω) τα επιτρεπόμενα μέσα και τις μεθόδους για τη διεξαγωγή των εχθροπραξιών (συμπεριλαμβανομένων των απαγορευμένων όπλων), καθώς και τον τρόπο μεταχείρισης των ατόμων που πέφτουν στα χέρια των αντιμαχόμενων δυνάμεων – τόσο εκείνων που τελούν υπό κράτηση, όσο και αυτών που έχουν πάψει να συμμετέχουν στις εχθροπραξίες.
Τύποι ένοπλων συγκρούσεων
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται ως ένοπλες συγκρούσεις βάσει συγκεκριμένων νομικών κριτηρίων.
Υπάρχουν δύο διαφορετικοί τύποι ένοπλων συγκρούσεων:
- Διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (συχνά συντομογραφούμενες ως “IAC”) μεταξύ κρατών
- Μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (“NIAC”) μεταξύ μη κρατικών ένοπλων ομάδων και ενός κράτους ή μεταξύ δύο ή περισσότερων μη κρατικών ένοπλων ομάδων (μερικές φορές αναφέρονται ως εμφύλιοι πόλεμοι, ενδοκρατικές ή εσωτερικές συγκρούσεις).
Η διάκριση αυτή έχει σημασία, καθώς το σχετικό νομικό πλαίσιο διαφέρει ανά περίπτωση, αν και οι θεμελιώδεις αρχές παραμένουν οι ίδιες. Η διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών γίνεται με βάση τις εμπλεκόμενες οντότητες. Ορισμένες συγκρούσεις περιλαμβάνουν και τους δύο τύπους ένοπλων συγκρούσεων και απαιτείται διακριτή κατηγοριοποίηση. Οι περιπτώσεις ένοπλης κατοχής, κατά τις οποίες ένα κράτος καταλαμβάνει μέρος ή ολόκληρη την επικράτεια ενός άλλου κράτους, θεωρούνται διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις και υπάρχουν ειδικοί κανόνες που τις διέπουν, οι οποίοι ορίζονται σε συνθήκες και το εθιμικό δίκαιο. Η αναγνώριση μιας ένοπλης σύγκρουσης ως τέτοια – και η σχετική εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου – μπορεί να μην είναι πάντα ξεκάθαρη εξ αρχής (ιδίως για τις NIAC), αλλά υπάρχουν διάφοροι οργανισμοί που αξιολογούν ενεργά την πιθανή ύπαρξη συγκρούσεων σε παγκόσμια κλίμακα.
Ορολογία: Η διαφορά μεταξύ “ένοπλης σύγκρουσης” και “πολέμου”
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο εφαρμόζεται από την έναρξη οποιασδήποτε “ένοπλης σύρραξης”. Πρόκειται για έναν νομικό όρο που είναι ξεχωριστός, αλλά όχι απαραιτήτως ασύμβατος με άλλους πολιτικούς όρους, όπως ο “πόλεμος”. Το ξέσπασμα ενός “πολέμου” μπορεί να χρησιμοποιείται με την πολιτική έννοια (π.χ. “εμφύλιος πόλεμος”, “πόλεμος κατά των ναρκωτικών” ή “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”), αλλά μπορεί να περιλαμβάνει – ή και όχι – μια ένοπλη σύρραξη και, επηρεάζοντας έτσι την εφαρμογή του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Υπάρχουν καθιερωμένα νομικά κριτήρια για να καθοριστεί μια ένοπλη σύρραξη βρίσκεται σε εξέλιξη:
- Μια διεθνής ένοπλη σύρραξη πυροδοτείται από τη χρήση ένοπλης βίας μεταξύ κυρίαρχων κρατών (θεωρητικά, ακόμη και ένας πυροβολισμός που διαπερνά τα σύνορα μπορεί να πληροί τα κριτήρια ώστε να θεωρηθεί ως ένοπλη σύρραξη).
- Η αναγνώριση μιας μη διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης ως τέτοια εξαρτάται από τη διάρκεια και την ένταση της βίας, καθώς και από την οργανωτική δομή της/των εμπλεκόμενης/-ων ένοπλης/-ων ομάδας/-ων.
Δεν ισχύουν οι ίδιοι νόμοι σε όλα τα κράτη
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τα κράτη δεσμεύονται μόνο από τους νόμους που έχουν υιοθετήσει, συνήθως μέσω της επικύρωσης συνθηκών (υπογραφή και εφαρμογή στο εσωτερικό δίκαιο) ή μέσω του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Η Βάση Δεδομένων Συνθηκών και Συμφωνιών του ΟΗΕ (UN Treaty Database), η Βάση Δεδομένων για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο της ΔΕΕΣ και άλλες διαδικτυακές πηγές περιέχουν καταλόγους και πληροφορίες σχετικά με το ποια κράτη έχουν επικυρώσει ποιες συνθήκες.
Τα μέρη μιας ένοπλης σύρραξης δεσμεύονται από:
- Το Συμβατικό Δίκαιο
- Από το οποίο δεσμεύονται μόνο τα κράτη που έχουν επικυρώσει την εν λόγω συνθήκη.
- Συνθήκες διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, όπως οι τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, οι οποίες έχουν επικυρωθεί από κάθε αναγνωρισμένο κράτος (αλλά στερούνται λεπτομερών διατάξεων σχετικά με ορισμένους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εφαρμόζονται σε μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις)- και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλά τους του 1977 (τα οποία δεν έχουν επικυρωθεί από όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Πακιστάν και του Ιράν).
- Οι συνθήκες διεθνούς ποινικού δικαίου, όπως το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο έχει επικυρωθεί από 123 κράτη. Μεταξύ των κρατών που δεν έχουν επικυρώσει το εν λόγω καταστατικό περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ, η Κίνα, το Ισραήλ, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Υεμένη. (Βλέπε “δικαστήρια εγκλημάτων πολέμου” παρακάτω).
- Οι συνθήκες διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Διαμερικανική Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο Αφρικανικός Χάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των λαών.
- Το Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο
- Το οποίο αναφέρεται στη διεθνή πρακτική των κρατών και την υποκειμενική αποδοχή της πρακτικής ως νόμου, ακόμη και αν δεν έχει καταγραφεί σε συνθήκες που έχουν επικυρωθεί από το εκάστοτε κράτος.
- Όλα τα μέρη μιας ένοπλης σύγκρουσης δεσμεύονται από το διεθνές εθιμικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των μη κρατικών ένοπλων ομάδων.
- Για παράδειγμα, παρόλο που ορισμένα κράτη δεν έχουν επικυρώσει το Πρόσθετο Πρωτόκολλο Ι των Συμβάσεων της Γενεύης, το οποίο περιλαμβάνει τον κανόνα περί προστασίας του άμαχου πληθυσμού (άρθρο 48), ο κανόνας αυτός εξακολουθεί να θεωρείται μέρος του διεθνούς εθιμικού δίκαιο, το οποίο δεσμεύει όλα τα μέρη μιας ένοπλης σύγκρουσης.
- Η διαπίστωση και η απόδειξη του εθιμικού δικαίου, ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Η βάση δεδομένων της ΔΕΕΣ για το διεθνές εθιμικό δίκαιο, αν και δεν αποτελεί νομική πηγή, είναι εξαιρετικά βοηθητική στην κατανόηση των κανόνων που θεωρούνται μέρος του διεθνούς εθιμικού δικαίου σε μια ένοπλη σύγκρουση.
Η νομιμότητα της έναρξης μιας ένοπλης σύρραξης διέπεται από ξεχωριστούς κανόνες του διεθνούς δικαίου (νόμοι για τη χρήση βίας μεταξύ κρατών). Όμως ο τρόπος που ξεκινά μια σύγκρουση και οι αιτίες πίσω από αυτή δεν επηρεάζουν τους κανόνες που ισχύουν στις ένοπλες συγκρούσεις. Με άλλα λόγια, οι διεθνείς ανθρωπιστικοί νόμοι ισχύουν ανεξάρτητα από το κατά πόσο μια ένοπλη σύγκρουση έχει ξεκινήσει παρανόμως ή όχι.
Κανόνες πολέμου
Υπάρχουν λεπτομερείς κανονισμοί για τη ρύθμιση της διεξαγωγής των εχθροπραξιών σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, καθώς και για την παροχή προστασίας στα άτομα που δεν συμμετέχουν ή δεν εμπλέκονται πια στις εχθροπραξίες (για παράδειγμα σε κρατούμενους, ασθενείς και τραυματίες). Οι κανόνες και οι αρχές που παρατίθενται παρακάτω είναι ενδεικτικοί κάποιων βασικών πτυχών του ανθρωπιστικού δικαίου, ωστόσο η λίστα δεν είναι εξαντλητική.
Διεξαγωγή εχθροπραξιών
Δύο θεμελιώδεις κανόνες που εφαρμόζονται στη διεξαγωγή των εχθροπραξιών είναι οι αρχές της διάκρισης και της αναλογικότητας.
- Διάκριση
Η αρχή της διάκρισης υπαγορεύει ότι τα μέρη μιας ένοπλης σύγκρουσης πρέπει πάντοτε να διακρίνονται μεταξύ άμαχου πληθυσμού και συμβαλλόμενων στις εχθροπραξίες (συμπεριλαμβανομένων των μαχητών), καθώς και μεταξύ αστικών στόχων (σε βάρος πολιτών και υποδομών) και στρατιωτικών στόχων. Μόνο οι στρατιωτικοί στόχοι και όσοι λαμβάνουν μέρος στις εχθροπραξίες μπορούν νομίμως να αποτελέσουν στόχο μιας επίθεσης.
Ποιος μπορεί να αποτελέσει στόχο; Όσον αφορά τα πρόσωπα, μόνο οι μαχητές και όσοι συμμετέχουν άμεσα στις εχθροπραξίες αποτελούν νόμιμους στόχους. Ωστόσο, οι άμαχοι που σκοτώνονται ή βλάπτονται δεν είναι απαραίτητα αποτέλεσμα παράνομης επίθεσης, εφόσον τηρούνται όλοι οι κανόνες στόχευσης.
Τι μπορεί να αποτελέσει στόχο; Οι στρατιωτικοί στόχοι περιλαμβάνουν οτιδήποτε συμβάλλει αποτελεσματικά στη στρατιωτική επιχείρηση λόγω της θέσης, του σκοπού ή της χρήσης του και του οποίου η πλήρης ή μερική καταστροφή θα παρείχε σαφές στρατιωτικό πλεονέκτημα υπό τις εκάστοτε συνθήκες. Αντικείμενα τα οποία έχουν εγγενώς αστικό χαρακτήρα (π.χ. αστικά κτίρια, γέφυρες, δρόμοι) μπορούν επομένως να καταστούν στρατιωτικοί στόχοι υπό ορισμένες συνθήκες – για παράδειγμα, σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται για τη στέγαση ή τη μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού. Ωστόσο, και τα δύο μέρη μιας σύγκρουσης έχουν την υποχρέωση να αποφεύγουν τη στρατιωτική χρήση συγκεκριμένων μη στρατιωτικών αντικειμένων, ιδίως ιατρικών εγκαταστάσεων (βλ. παρακάτω σχετικά με τα προστατευόμενα εμβλήματα και τη δόλια χρήση τους).
Σε περίπτωση οποιασδήποτε αμφιβολίας για το κατά πόσο ένα πρόσωπο ή ένα αντικείμενο είναι στρατιωτικό ή αστικό, το αντικείμενο θα πρέπει να θεωρείται ως αστικό και να μην αποτελεί στόχο επιθέσεων.
Σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, ο όρος “μαχητής” έχει συγκεκριμένο νομικό ορισμό και αντιπροσωπεύει όλα τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων ενός κράτους (εξαιρουμένου του ιατρικού και θρησκευτικού προσωπικού). Οι μαχητές θεωρούνται στρατιωτικοί στόχοι και, ως εκ τούτου, μπορούν νομίμως να αποτελέσουν στόχο, εκτός εάν βρίσκονται εκτός μάχης (hors de combat) – για παράδειγμα, αν είναι τραυματισμένοι, άρρωστοι ή έχουν παραδοθεί), και δικαιούνται να αντιμετωπίζονται ως αιχμάλωτοι πολέμου σε περίπτωση σύλληψής τους από τον αντίπαλο.
Σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, τα άτομα που δεν είναι μαχητές θεωρούνται νομικά ως “πολίτες”. Ωστόσο, οι άμαχοι μπορεί να χάσουν τη νομική τους προστασία από επιθέσεις σε περίπτωση που λάβουν άμεσα μέρος στις εχθροπραξίες, αν και το τοπίο γύρω από τον ακριβή χρόνο και το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να χάσουν αυτή την προστασία δεν είναι ξεκάθαρο. Τα μέλη οργανωμένων μη κρατικών ένοπλων ομάδων που συμμετέχουν σε εχθροπραξίες μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν χάσει την προστασία τους από επιθέσεις κατά το διάστημα της συμμετοχής τους στην εν λόγω ένοπλη ομάδα. Ο όρος “μαχητής” χρησιμοποιείται μερικές φορές για να υποδηλώσει τα μέλη αυτών των ένοπλων ομάδων.
Ανεξάρτητα από τις ενέργειές τους, τόσο οι μαχητές όσο και οι άμαχοι δεν δύναται να χάσουν το σύνολο των προστασιών που τους παρέχει το διεθνές δίκαιο, π.χ. το δικαίωμα σε ανθρώπινη μεταχείριση.
- Αναλογικότητα
Η αρχή της αναλογικότητας ορίζει ότι μια επίθεση είναι παράνομη όταν η βλάβη στον άμαχο πληθυσμό είναι σημαντικά μεγαλύτερη από το άμεσο στρατιωτικό όφελος που προβλέπεται από την επίθεση. Για παράδειγμα, ο βομβαρδισμός ενός στόχου χαμηλής αξίας, όπως ένα άδειο στρατιωτικό φορτηγό, σε μια πολυσύχναστη αγορά, με αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών αμάχων, πιθανότατα θα παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας.
Από την άλλη πλευρά, μια επίθεση που προκαλεί τον τραυματισμό ή τον θάνατο αμάχων ή πλήττει μη στρατιωτικές υποδομές μπορεί να μη θεωρηθεί παράνομη, εάν το αναμενόμενο στρατιωτικό πλεονέκτημα είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος της βλάβης στους αμάχους (η οποία μερικές φορές αναφέρεται ως “παράπλευρη απώλεια” ή “τυχαία βλάβη”). Αυτό σημαίνει ότι δεν συνιστούν όλοι οι θάνατοι αμάχων εγκλήματα πολέμου ή παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Η αρχή της αναλογικότητας εξαρτάται από το τι ήταν γνωστό κατά τη στιγμή της λήψης αποφάσεων και της επίθεσης και δεν καθορίζεται από στοιχεία που μπορεί να αποδειχθούν εκ των υστέρων. Επιπλέον, βασίζεται στη διατήρηση μιας λεπτής ισορροπίας μεταξύ των αρχών του ανθρωπισμού και της στρατιωτικής αναγκαιότητας, για την οποία δεν υπάρχει ακριβής πρόβλεψη. Αυτό μπορεί να καταστήσει ιδιαίτερα δύσκολη την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την εν λόγω αρχή.
Προφυλάξεις κατά την επίθεση
Ο προσδιορισμός της νομιμότητας μιας επίθεσης σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (δηλαδή το κατά πόσο σέβεται τις αρχές της διάκρισης και της αναλογικότητας) προϋποθέτει ότι οι υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση στρατιωτικών επιχειρήσεων λαμβάνουν εύλογες προφυλάξεις κατά τη διεξαγωγή της επίθεσης. Αυτό περιλαμβάνει τη συνεχή επιμέλεια για την προστασία των αμάχων κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών ενεργειών, την επιβεβαίωση της στρατιωτικής φύσης του στόχου, τη διακοπή ή την αναβολή της επίθεσης σε περίπτωση που θα οδηγούσε σε αδιάκριτη ή δυσανάλογη βλάβη και την έκδοση προειδοποιήσεων πριν από μια επίθεση, όταν αυτό κρίνεται σκόπιμο.
Η υποχρέωση της λήψης προληπτικών μέτρων επεκτείνεται και στην προστασία του άμαχου πληθυσμού και των μη στρατιωτικών αντικειμένων από τις συνέπειες μιας επίθεσης. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αποφάσεις όπως η αποφυγή τοποθέτησης στρατιωτικού εξοπλισμού ή προσωπικού σε πυκνοκατοικημένες περιοχές.
Όπλα
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο διέπει επίσης τα μέσα και τις τακτικές του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών όπλων που είναι επιτρεπτά ή μη επιτρεπτά. Αυτό περιλαμβάνει τα όπλα που, λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών τους, δεν μπορούν να διακρίνουν μεταξύ νόμιμων και παράνομων στόχων, καθώς και εκείνα που θα οδηγούσαν σε περιττούς τραυματισμούς ή άσκοπη οδύνη. Ορισμένα όπλα υπόκεινται σε πρόσθετες απαγορεύσεις ή περιορισμούς μέσω συγκεκριμένων συνθηκών (π.χ. βιολογικά και χημικά όπλα, νάρκες εδάφους, σφαίρες διασποράς).
Άλλες προστασίες βάσει του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο παρέχει επίσης προστασία σε όσους δεν συμμετέχουν ή δεν συμμετέχουν πλέον σε εχθροπραξίες. Ορισμένες από αυτές τις προστατευτικές διατάξεις συνοψίζονται εδώ.
- Μεταχείριση κρατουμένων
Τα άτομα που δεν συμμετέχουν ή δεν συμμετέχουν πλέον στις εχθροπραξίες πρέπει να τυγχάνει ανθρώπινης μεταχείρισης υπό όλες τις συνθήκες, και αυτό περιλαμβάνει την προστασία τους από βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Οι πολίτες που κρατούνται για λόγους που σχετίζονται με την ένοπλη σύγκρουση δικαιούνται ειδικές δικαστικές εγγυήσεις στις διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις. Οι αιχμάλωτοι πολέμου – ένα καθεστώς που υφίσταται μόνο σε διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις – δικαιούνται ειδική προστασία που περιγράφεται λεπτομερώς στην Τρίτη Σύμβαση της Γενεύης του 1949. Οι εγγυήσεις αυτές περιλαμβάνουν το δικαίωμα σε δικαστικές εγγυήσεις, ασυλία από την υποχρεωτική θητεία στις δυνάμεις της εχθρικής δύναμης και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την επικοινωνία με τον έξω κόσμο.
- Κατοχή
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο περιέχει ειδικούς κανόνες σχετικά με την κατοχή, η οποία έχει πάντοτε προσωρινό χαρακτήρα. Οι κανονισμοί αυτοί περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με τη διακυβέρνηση των εδαφών, καθώς και απαγορεύσεις κατά των βίαιων εκτοπίσεων και των συλλογικών τιμωριών. Επιπλέον, οι κατοχικές δυνάμεις αναμένεται να τηρούν τις υποχρεώσεις του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απέναντι στα άτομα που βρίσκονται υπό την εξουσία τους.
- Κατάχρηση προστατευόμενων εμβλημάτων
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο προβλέπει ενισχυμένη προστασία σε συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως όσον αφορά την ορθή χρήση των εμβλημάτων του Ερυθρού Σταυρού, της Ερυθράς Ημισελήνου και του Κόκκινου Κρυστάλλου. Η προστατευόμενη χρήση αυτών των εμβλημάτων είναι ζωτικής σημασίας για την προάσπιση των ανθρωπιστικών αρχών κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων. Τα μέρη μιας σύγκρουσης πρέπει να γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι κανείς, συμπεριλαμβανομένων των αντιπάλων τους, δεν κάνει κατάχρηση των εμβλημάτων, ούτως ώστε να διαφυλαχθεί η ουδετερότητά τους και να διασφαλιστεί η προστασία τους. Η παραποίηση οποιουδήποτε πολιτικού ή προστατευόμενου καθεστώτος, συμπεριλαμβανομένων αυτών των εμβλημάτων, αποτελεί παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Η παραποίηση ή δόλια χρήση προστατευόμενων εμβλημάτων με στόχο την πρόκληση θανάτου/τραυματισμού ή την αιχμαλωσία, συνιστά έγκλημα πολέμου.
Εγκλήματα πολέμου
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο αφορά κυρίως τις υποχρεώσεις των μερών που εμπλέκονται σε μια σύγκρουση, συμπεριλαμβανομένων των κρατών και των μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Ο όρος “εγκλήματα πολέμου” αναφέρεται σε ένα υποσύνολο σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έχουν ως αποτέλεσμα την ατομική ποινική ευθύνη. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι δεν χαρακτηρίζεται ως έγκλημα πολέμου κάθε παραβίαση του δικαίου κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Ομοίως, δεν συνιστούν όλοι οι θάνατοι αμάχων εγκλήματα πολέμου ή παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
Οι παραβιάσεις των αρχών της διάκρισης και της αναλογικότητας συνιστούν εγκλήματα πολέμου, όπως και τα βασανιστήρια και η απάνθρωπη μεταχείριση των κρατουμένων ή η δόλια χρήση προστατευόμενων εμβλημάτων. Το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου απαριθμεί μια σειρά εγκλημάτων πολέμου τόσο σε διεθνείς όσο και σε μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις. Αν και δεν έχουν επικυρώσει όλα τα κράτη το Καταστατικό της Ρώμης, τα εγκλήματα πολέμου που περιγράφονται σε αυτό θεωρούνται γενικά ότι αντιπροσωπεύουν τη συνήθη κατανόηση του όρου διεθνώς.
Τα κράτη έχουν την υποχρέωση να διερευνούν τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται από τις ένοπλες δυνάμεις και τους υπηκόους τους, καθώς και εκείνα που διαπράττονται εντός της επικράτειάς τους ή/και της δικαιοδοσίας τους, και, εφόσον χρειάζεται, να ασκούν διώξεις κατά των υπόπτων. Μπορούν επίσης να επιλέξουν να διερευνήσουν και να ασκήσουν δίωξη για οποιοδήποτε έγκλημα πολέμου, ανεξάρτητα από τον δράστη και τον τόπο στον οποίο διαπράχθηκε – μια αρχή γνωστή ως “καθολική δικαιοδοσία“.
Γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
Η γενοκτονία και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας αποτελούν δύο επιπλέον τύπους διεθνών εγκλημάτων, και είναι έννοιες που προέκυψαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα διεθνή εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί τα προηγούμενα χρόνια. Οι δύο αυτές έννοιες περιγράφονται πλέον επισήμως στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η Σύμβαση του 1948 για τη Γενοκτονία θεωρείται ευρέως ως εθιμικό διεθνές δίκαιο που δεσμεύει όλα τα κράτη. Σημείωση: η γενοκτονία και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έχουν διαφορετικά ποινικά χαρακτηριστικά από τα εγκλήματα πολέμου:
– Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας διαπράττονται ως μέρος “ευρείας και συστηματικής επίθεσης”.
– Η γενοκτονία διαπράττεται “με την πρόθεση καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας”.
– Η γενοκτονία και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μπορούν να διαπραχθούν εντός ή εκτός πλαισίων μιας ένοπλης σύρραξης.
Και τα δύο αυτά διεθνή εγκλήματα διαπράττονται συνήθως σε μεγάλη κλίμακα, σε αντίθεση με τα εγκλήματα πολέμου που μπορούν να διαπραχθούν σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Η διαπίστωση της διάπραξης γενοκτονίας και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας απαιτεί τον προσδιορισμό του μοτίβου, της πρόθεσης και της κλίμακας αυτών των εγκλημάτων. Τα εγκλήματα πολέμου αποτελούν μερικές φορές μέρος γενοκτονιών ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Άλλες παραβιάσεις
Τα εγκλήματα πολέμου δεν είναι οι μόνες παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που επιφέρουν σοβαρές συνέπειες. Άλλες παραβιάσεις, όπως η μη λήψη προληπτικών μέτρων κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης, μπορούν να οδηγήσουν στην απώλεια ζωής ή σε σοβαρό τραυματισμό αμάχων και/ή περιουσιακών στοιχείων αμάχων, ακόμη και όταν δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ποινικά υπεύθυνο ένα συγκεκριμένο άτομο για την πράξη. Η κατάχρηση των προστατευόμενων εμβλημάτων μπορεί να συνιστά έγκλημα πολέμου όταν γίνεται με δόλο, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και μπορεί να επιφέρει σοβαρές συνέπειες αν υπονομεύει την εμπιστοσύνη στις ιατρικές και ανθρωπιστικές οντότητες και στο προσωπικό τους. Τα κράτη έχουν εντολή να διερευνούν και να αντιμετωπίζουν αυτές τις πιθανές παραβιάσεις.
“Φερόμενα” και “πιθανά” εγκλήματα πολέμου: Καθορισμός της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου ή παραβιάσεων
Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι οι έρευνές τους σπάνια επαρκούν από μόνες τους για να αποδείξουν τη διάπραξη παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου.
Κατά την παρατήρηση ή τη δημοσιογραφική κάλυψη ενός περιστατικού, συνήθως δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η διάπραξη εγκλήματος πολέμου. Κάθε άτομο, συμπεριλαμβανομένων όσων κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου, έχουν το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και στο τεκμήριο της αθωότητας (ή σε κάποιο αντίστοιχο δικαίωμα που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία). Για το λόγο αυτό, ένα έγκλημα πολέμου ή άλλη παραβίαση του ανθρωπιστικού δικαίου μπορεί να διαπιστωθεί από το δικαστήριο μόνο μετά τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας και δίκης. Όταν γίνεται αναφορά σε πράξεις που ενδέχεται να συνιστούν εγκλήματα πολέμου, είναι νομικά ακριβέστερο να γίνεται αναφορά σε “φερόμενα” ή “πιθανά” εγκλήματα πολέμου.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διαπίστωση της διάπραξης μιας παραβίασης του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου απαιτεί επίσης πρόσβαση σε πληροφορίες που διαθέτουν στρατιωτικά ή κρατικά όργανα. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει καταγεγραμμένες μαρτυρίες και εσωτερικές γνώσεις σχετικά με την επίθεση, τις πληροφορίες που χρησιμοποιήθηκαν, τον πραγματικό στόχο, τον υπολογισμό της αναμενόμενης βλάβης των αμάχων σε σχέση με το προβλεπόμενο στρατιωτικό όφελος και τις πρακτικές προφυλάξεις που λήφθηκαν.
Είναι πρωταρχική ευθύνη των κρατών να διεξάγουν έρευνες για πιθανές παραβιάσεις. Εάν αποτύχουν να διεξάγουν αποτελεσματικές έρευνες, μπορούν να παρέμβουν άλλες οντότητες, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργάνων όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ή οργανισμοί του ΟΗΕ. Η κοινωνία των πολιτών, η οποία περιλαμβάνει δημοσιογράφους και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση σχετικά με πιθανές ή εικαζόμενες παραβιάσεις, καθώς και στην απόδοση ευθυνών στα κράτη για την αποτυχία τους να διεξάγουν έρευνες. Η κατανόηση του νόμου και η επισήμανση πιθανών παραβιάσεων μπορεί να λειτουργήσει ως επιτακτικό κάλεσμα σε δράση. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι μη κρατικές ερευνητικές προσπάθειες μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε ενδεχόμενη απόδοση ευθυνών. Παρ’ όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να έχουν κατά νου ότι οι έρευνές τους είναι εξαιρετικά απίθανο να αποδείξουν από μόνες τους τη διάπραξη παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου και θα πρέπει να καταβληθούν προσπάθειες για να αποφευχθεί η υπονόμευση μελλοντικών ερευνών.
Ευθύνη της Διοίκησης
Η έννοια της ευθύνης της διοίκησης είναι μια ιδιαίτερη έννοια του διεθνούς δικαίου, στα πλαίσια της οποίας οι διοικητές φέρουν άμεση ευθύνη για τις πράξεις των υφισταμένων τους. Στο διεθνές ποινικό δίκαιο, η αρχή αυτή μπορεί να επεκταθεί και σε πολιτικούς προϊσταμένους (όχι μόνο σε στρατιωτικούς διοικητές). Υπάρχουν δύο μορφές τέτοιας ευθύνης:
- Ευθύνη της διοίκησης για την έκδοση εντολής διάπραξης εγκλημάτων πολέμου προς τους υφιστάμενούς τους.
- Ευθύνη της διοίκησης για την παράλειψη πρόληψης, καταστολής ή αναφοράς εγκλημάτων πολέμου (π.χ. παράλειψη διερεύνησης και δίωξης εγκληματιών πολέμου υπό τις διαταγές τους).
Η έννοια αυτή έχει εξεταστεί διεξοδικά από τα διεθνή ποινικά δικαστήρια. Υπάρχουν διάφορα νομικά κριτήρια που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της έννοιας και τα οποία πρέπει να πληρούνται, συμπεριλαμβανομένης της επίγνωσης ή της εύλογης πεποίθησης του διοικητή ότι θα έπρεπε να έχει επίγνωση των εγκλημάτων πολέμου, και της αποτυχίας του να λάβει τα “απαραίτητα και λογικά” μέτρα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του για να δράσει.
Εγκλήματα πολέμου – και άλλα – δικαστήρια
Τα εγκλήματα πολέμου εκδικάζονται σε διαφορετικά δικαστήρια σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ανάλογα με το ποιες συνθήκες έχουν υπογραφεί από το εκάστοτε κράτος και την πολιτική βούληση των κρατών όπου βρίσκονται οι δράστες:
- Η πιο αποτελεσματική οδός για τη δίωξή τους είναι συνήθως τα εθνικά δικαστήρια (π.χ. δίωξη των Συρίων εγκληματιών πολέμου στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες). Σχεδόν όλα τα κράτη διαθέτουν νομικά πλαίσια για τη δίωξη εγκλημάτων πολέμου, αν και δεν είναι πολλά αυτά που τελικά διώκουν εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται εκτός της επικράτειάς τους (ασκώντας τη λεγόμενη “οικουμενική δικαιοδοσία” επί των εγκλημάτων πολέμου).
- Η δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου δεν εκτείνεται σε όλα τα διεθνή εγκλήματα παγκοσμίως. Μπορεί να ασκήσει δίωξη για εγκλήματα πολέμου, γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις. Μεταξύ άλλων:
- Όταν οι φερόμενοι ως δράστες είναι υπήκοοι ενός από τα 123 κράτη-μέλη του Καταστατικού της Ρώμης
- Όταν τα εικαζόμενα εγκλήματα διαπράττονται στην επικράτεια κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (π.χ. στην περίπτωση των εγκλημάτων κατά των Ροχίνγκια στο Μπαγκλαντές).
- Όταν ένα κράτος επιλέγει να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου (π.χ. στην περίπτωση της Ουκρανίας).
- Όταν γίνονται παραπομπές από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ (π.χ. Νταρφούρ και Λιβύη).
- Το ΔΠΔ δίνει προτεραιότητα στην εγχώρια δίωξη διεθνών εγκλημάτων και παρεμβαίνει μόνο εάν ένα κράτος δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί να κινήσει διαδικασίες κατά των φερόμενων ως δραστών.
- Το Διεθνές Δικαστήριο δεν ασκεί ποινική δίωξη κατά προσώπων. Ο πρωταρχικός του ρόλος είναι να επιλύει διαφορές μεταξύ κρατών, ενώ μπορεί επίσης να εκδίδει συμβουλευτικές γνωμοδοτήσεις για θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του διεθνούς δικαίου. Το Δικαστήριο μπορεί να καθορίσει την ευθύνη ενός κράτους για παραβιάσεις των υποχρεώσεών του βάσει του διεθνούς δικαίου (π.χ. την υποχρέωση πρόληψης και τιμωρίας της γενοκτονίας).
Στον απόηχο ορισμένων συγκρούσεων κατά τη διάρκεια μεταβατικών περιόδων, έχουν συσταθεί ad hoc ή υβριδικά δικαστήρια για την αντιμετώπιση διεθνών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο αυτών των συγκρούσεων. Μερικά παραδείγματα είναι τα δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκιο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ad hoc δικαστήρια που συστάθηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, καθώς και τα υβριδικά δικαστήρια που συστάθηκαν στην Καμπότζη, τη Σιέρα Λεόνε, τον Λίβανο και το Ανατολικό Τιμόρ.