Αναλυση

ΗΠΑ-Κίνα: Ο σιωπηλός πόλεμος για τα μικροτσίπ

Τα μικροτσίπ βρίσκονται στον πυρήνα της παγκόσμιας βιομηχανίας, υποστηρίζοντας τεχνολογικές καινοτομίες, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, η αυτοματοποίηση των εργοστασίων, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα εξελιγμένα οπλικά συστήματα. Παράλληλα, είναι στο επίκεντρο της εμπορικής σύγκρουσης ΗΠΑ – Κίνας, μιας “ψυχροπολεμικής” διαμάχης με παγκόσμιο αντίκτυπο.

«Στεκόμενος εδώ, μπροστά σε μια τοιχογραφία της Επανάστασής σας, θέλω να μιλήσω για μια πολύ διαφορετική επανάσταση που λαμβάνει χώρα αυτήν τη στιγμή, σαρώνοντας αθόρυβα, τον πλανήτη χωρίς αιματοχυσία ή συγκρούσεις», ξεκίνησε την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν. Απευθυνόταν σε δεκάδες αποφοίτους, μπροστά από μια τοιχογραφία της Ρωσικής Επανάστασης και μια τεράστια, μαρμάρινη προτομή του Βλάντιμιρ Λένιν.

Ήταν Μάιος του 1988. Ο τόπος και η εισαγωγή της ομιλίας του δεν ήταν καθόλου τυχαία. Βρισκόμαστε στα τέλη του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Η κούρσα των ψυχροπολεμικών στρατιωτικών εξοπλισμών είχε «κατεβάσει ρυθμούς» και οι ΗΠΑ ήδη επένδυαν σε μια διαφορετικού τύπου ισχύ: την υπολογιστική δύναμη (computing power). 

«Έχει ονομαστεί Τεχνολογική ή Πληροφοριακή Επανάσταση και ως έμβλημά της θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει το μικροσκοπικό μικροτσίπ από σιλικόνη, που δεν είναι μεγαλύτερο από ένα δακτυλικό αποτύπωμα», συνέχισε ο Ρίγκαν, αναφερόμενος σε τεχνολογικά επιτεύγματα που η Σοβιετική Ένωση είχε αποτύχει να αντιγράψει.  

Έξι δεκαετίες μετά την εφεύρεση του μικροτσίπ στις ΗΠΑ, το 1958, και σχεδόν 40 χρόνια από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα μικροσκοπικά ηλεκτρικά κυκλώματα επανέρχονται στο προσκήνιο ενός νέου ψυχροπολεμικού διπόλου: του εμπορικού ανταγωνισμού ΗΠΑ – Κίνας.

Από τα μικροτσίπ στα νευρωνικά δίκτυα

Τα μικροτσίπ – προηγμένα (leading-edge chips) και λιγότερο προηγμένα (legacy chips) – θεωρούνται δίκαια το νέο πετρέλαιο. Τοποθετημένα στον «εγκέφαλο» συσκευών, όπως ένας φούρνος μικροκυμάτων, στον πυρήνα «έξυπνων» τηλεφώνων και αυτοκινήτων, αλλά και οπλικών συστημάτων, ανταποκρίνονται στην ανάγκη για υπολογιστική δύναμη, που μεταφράζεται σε εκατομμύρια συστοιχίες “0-1” ηλεκτρικού ρεύματος, όπου το “1” είναι το ΟΝ και το “0” είναι το OFF. 

Ο ρυθμός της καινοτομίας στην κατασκευή τους είναι πρωτοφανής. «Τα μικροτσίπ αποτελούνται από transistors (ή αλλιώς tranfer resistors), που είναι ηλεκτρονικοί διακόπτες ON/OFF», εξηγεί στο iMEdD o Χρήστος Σωτηρίου, καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας με εξειδίκευση στα μικρο-ηλεκτρονικά κυκλώματα.

Πριν από 50 χρόνια, ο Gordon Moore, ο συνιδρυτής της Intel, παρατήρησε πως ο αριθμός των transistors που θα μπορούσαν να χωρέσουν σε ένα μικροτσίπ θα διπλασιαζόταν κάθε 18 μήνες. Τότε, ο αριθμός των transistors σε ένα μικροτσίπ ήταν μόλις τέσσερα. Σήμερα, αγγίζουν τα 11,8 δισεκατομμύρια.

«Eίναι δομές στερεάς κατάστασης, που δεν χρειάζονταν αέριο, όπως οι λυχνίες. Σήμερα, είμαστε στην εποχή πολύ μεγάλης ολοκλήρωσης, στην οποία έχουμε δισεκατομμύρια transistors σε ένα μικροτσίπ, ενώ σε μια ανθρώπινη τρίχα μπορούν να χωρέσουν περίπου 10.000 transistors», αναφέρει ο κ. Σωτηρίου. 

Οι εφαρμογές Τεχνητής Νοημοσύνης στηρίζονται στα προηγμένα μικροτσίπ. «Κάθε φορά που κάνουμε μια αναζήτηση στο Google, αυτή πηγαίνει σε ένα TPU (tensor processing unit), το οποίο χρησιμοποιεί τεχνολογίες machine learning για να βρει πιο γρήγορα τα αποτελέσματα σε αυτό που ψάχνoυμε. Οπότε, το ΑΙ χρειάζεται μικροτσίπ. Όλα είναι αλληλένδετα», λέει ο καθηγητής Σωτηρίου.

Ο διαξιφισμός ΗΠΑ – Κίνας ως προς τον έλεγχο της βιομηχανίας των μικροτσίπ εντάθηκε τον Οκτώβριο του 2022, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν ελέγχους εξαγωγών με στόχο τον περιορισμό της πρόσβασης της Κίνας σε προηγμένη τεχνολογία, τόσο για λόγους ανταγωνισμού όσο και εθνικής ασφάλειας – πρόκειται για τη σειρά μέτρων Chips Act. Οι περιορισμοί αυτοί εφαρμόστηκαν με στόχο την αντιστροφή τουλάχιστον 25 χρόνων εμπορικών σχέσεων, οι οποίες είχαν βασιστεί στο αμοιβαίο οικονομικό όφελος των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Στα χρόνια που προηγήθηκαν, ωστόσο, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα προσπαθούσαν να απεξαρτηθούν η μία από την άλλη. 

Το Chips Act δεν ήταν η πρώτη κίνηση των ΗΠΑ στη σκακιέρα. Ήδη από το 2017 είχαν αυστηροποίησει τους ελέγχους των εξαγωγών για τον εξοπλισμό παραγωγής εξελιγμένων μικροτσίπ. Σήμερα, οι περιορισμοί ισχύουν και για προμηθευτές μη αμερικανικών συμφερόντων, όπως εταιρείες με έδρα την Ιαπωνία και την Ολλανδία. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιούργησε τη δική της εκδοχή του Chips Act, το European Chips Act (ECA), διαθέτοντας σχεδόν 5 δισεκατομμύρια ευρώ στην χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης (R&D). Στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν να αποκτήσει το 20% του παγκόσμιου μεριδίου αγοράς στη βιομηχανία των μικροτσιπ έως το 2030.

Tα κεντρικά της γραφεία της εταιρείας TSMC στην πόλη Hsinchu, στην δυτική Ταϊβάν τον Νοέμβριο του 2012. Η TSMC είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής “μικροτσιπ κατα παραγγελία” για άλλες εταιρείες στον κόσμο, EPA/DAVID CHANGTranslated with DeepL.com (free version)

Η Ταϊβάν στο επίκεντρο

Στο επίκεντρο του εμπορικού ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας είναι η Ταϊβάν. Tο νησιωτικό κράτος – μισό σε εκταση από την Ιρλανδία και με πληθυσμό 23,5 εκατομμύρια  – βρίσκεται στα ανοικτά των νοτιοανατολικών ακτών της Κίνας και βόρεια των Φιλιππίνων. Η θέση της έχει μεγάλη γεωπολιτική σημασία, καθώς από το Στενό της Ταϊβάν διέρχονται δεκάδες χιλιάδες εμπορικά πλοία προς τον Ειρηνικό Ωκεανό. 

Η βιομηχανία των μικροτσίπ αποτελεί το 15% του ΑΕΠ της και η Taiwan Semiconductor Manufacturing Co. (TMSC) είναι η εταιρεία που διατηρεί το παγκόσμιο μονοπώλιο κατασκευής προηγμένων μικροτσίπ, ελέγχοντας το 90% της παγκόσμιας αγοράς. Η TSMC, που ιδρύθηκε το 1987 από τον Morris Chang, απόφοιτο αμερικανικών πανεπιστημίων, ο οποίος ήταν παρών στην οικοδόμηση της βιομηχανίας των μικροτσίπ στις ΗΠΑ και μετέφερε την τεχνογνωσία στην Ταϊβάν, ωφελήθηκε από τη συνεχιζόμενη έκρηξη της Τεχνητής Νοημοσύνης. Σήμερα, η TSMC συνεχίζει να συνεργάζεται με τις μεγαλύτερες εταιρείες σχεδιασμού, όπως η Apple, η Intel, η Qualcomm και η Nvidia, κατασκευάζοντας «μικροτσίπ κατά παραγγελία». 

Τα τελευταία χρόνια, Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν εκφράσει σε όλους τους τόνους ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας και έχουν απειλήσει με εισβολή και επανένωση με την ηπειρωτική χώρα. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ, ενώ δεν αναγνωρίζουν επίσημα το κράτος της Ταϊβάν, έχουν επισημάνει πως θα συνδράμουν στρατιωτικά σε περίπτωση εισβολής της Κίνας στο νησί. Και οι δύο πλευρές, ωστόσο, αναγνωρίζουν πως μια σύρραξη και ένας αποκλεισμός της Ταϊβάν θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά των μικροτσίπ και θα δημιουργούσε μια εμπορική κρίση. 

«Η παγκόσμια παραγωγή εξαρτάται από την παραγωγή μικροτσίπ από την Ταϊβάν, ακριβώς επειδή οι ΗΠΑ ανέθεσαν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους σε εξωτερικούς συνεργάτες, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980», λέει στο iMEdD ο Barath Harithas ανώτερος συνεργάτης του Προγράμματος για το Εμπόριο και την Τεχνολογία στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (CSIS).

Παρά την ένταση των ναυτικών ασκήσεων γύρω από την Ταιβάν, ο κ. Harithas δεν πιστεύει πως ελλοχεύει άμεσος κίνδυνος εισβολής της Κίνας. «Είναι δύσκολο να εισβάλει κανείς στην Ταϊβάν», εξηγεί, καθώς όπως λέει έχει υποτιμηθεί κατά πολύ το κόστος μιας στρατιωτικής εισβολής. «Σε αντίθεση με την Ουκρανία, η οποία συνορεύει σε μεγάλη έκταση με τη Ρωσία, η Ταϊβάν είναι νησί που περιβάλλεται από θαλάσσιες δίνες. Επιπλέον, υπάρχουν πολύ λίγες ζώνες απόβασης σε παραλίες, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποβίβαση στρατευμάτων», σημειώνει.

Επενδύσεις και εσωστρέφεια

Η επόμενη μέρα βρίσκει και τις δύο χώρες σε μια κούρσα επενδύσεων στις εγχώριες βιομηχανίες μικροτσίπ. Από τη μια, το πρόγραμμα CHIPS for America προβλέπει χρηματοδότηση ύψους περίπου 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων και και δάνεια ύψους έως 25,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε 12 εταιρείες σε 21 έργα σε 13 πολιτείες. Όπως αναφέρει η Ένωση Βιομηχανίας Ημιαγωγών (SIA), οι ΗΠΑ πρόκειται να επενδύσουν τουλάχιστον 348 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030. Από την άλλη, η Κίνα έχει δημιουργήσει ένα ταμείο 47,5 δισ.δολαρίων με σκοπό να ενισχύσει την κατασκευή τους εντός της Κίνας. 

«Tο μεγεθος των επενδύσεων και από τις δύο πλευρές είναι εντυπωσιακό», τονίζει στο iMEdD ο κ. Harithas. Στην περίπτωση της Κίνας, η αναγνώριση πως ήδη από το 2010 εισάγει περισσότερα μικροτσίπ από όσα εξάγει, έχει οδηγήσει το Πεκίνο στην αναζήτηση της αυτονομίας, που ξεκίνησε και επίσημα το 2015 με το πρόγραμμα “Made in China 2025”

Τον περασμένο Απρίλιο, η κυβέρνηση Biden, σε μια προσπάθεια να μεταφέρει μερος της παραγωγής μικροτσιπ σε αμερικάνικο έδαφος, παρείχε στην εταιρεία TSMC επιχορήγηση ύψους 6,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σημειώνεται πως το 2020 η TSMC από την πλευρά της είχε ανακοινώσει την κατασκευή τριών εργοστασιων (foundries ή fabs) στην πολιτεία της Αριζόνα, με το πρώτο να αναμένεται να αρχίσει να παράγει μικροτσίπ το 2025 και το δεύτερο το 2028. 

Ωστόσο, η «εξαγωγή» της ταϊβανέζικης εργασιακής κουλτούρας στις ΗΠΑ ίσως συναντήσει προβλήματα, αναφέρει ο κ. Harithas. «Στην Ταιβάν κυριαρχεί μια σχεδόν στρατιωτική κουλτούρα στα εργοστάσια (μικροτσίπ)», λέει. «Τη Δευτέρα ο εργαζόμενος παίρνει το τραίνο, φτάνει στο εργοστάσιο και ζει από τη Δευτέρα μέχρι και την Πέμπτη σε κοιτώνα εντός των εγκαταστάσεων, δουλεύοντας πολλές ώρες. Υπάρχει μικρό έως μηδενικό περιθώριο για λάθη. Είναι μια σκληρή βιομηχανία με πολύ δύσκολες συνθήκες εργασίας και οι προσδοκίες είναι αρκετά υψηλές. Η εξαγωγή αυτού του μοντέλου στην Αμερική δεν νομίζω πως θα γίνει αποδεκτή από τους Αμερικανούς εργάτες», σημειώνει.

Τον Ιανουάριο του 2024, ο διευθύνων σύμβουλος της Intel, Pat Gelsinger. ανέφερε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Davos πως η Κίνα βρίσκεται τεχνολογικά μια δεκαετία πίσω στην παγκόσμια κούρσα κατασκευής εξελιγμένων μικροτσίπ, κυρίως λόγω των περιορισμών που της έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες. Ωστόσο, αυτό δεν καθυσηχάζει τις ΗΠΑ. «Προσπαθεί (η Κίνα) να κατακτήσει την αυτονομία της σε δέκα τουλάχιστον διαφορετικές τεχνολογίες», αναφέρει στο iMEdD ο κ. Harithas.

«Πιστεύω πως μέρος του εμπορικού πολέμου είναι και η ανασφάλεια πως, αν το καταφέρει, θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ».

Διαβάστε όλα τα άρθρα και τις αναλύσεις του Φακέλου: “Ο Εμπορικός Πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας” εδώ.