Ένας από τους πιο σημαντικούς φωτορεπόρτερ συγκρούσεων της εποχής μας, ο Ρον Χαβίβ, μας μιλά για το πώς οι φωτογραφίες του συνέβαλαν στην πτώση δικτατοριών, βοήθησαν δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου και άνοιξαν τον δρόμο για την αποτύπωση των συγκρούσεων στον κόσμο —από τον Παναμά και την πρώην Γιουγκοσλαβία έως το Νταρφούρ και την Ουκρανία. Συζητήσαμε για τη δύναμη και τους περιορισμούς της οπτικής αποτύπωσης στη δημοσιογραφία και ιδιαιτέρως στην καταγραφή και παρουσίαση ιστορικών γεγονότων.
Μετάφραση: Εβίτα Λύκου
Πορτρέτα Ρον Χαβίβ: Πέτρος Τουφεξής/iMEdD
Φωτογραφίες: Ευγενική παραχώρηση Ρον Χαβίβ/VII Foundation
Ο Ρον Χαβίβ (Ron Haviv) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς φωτορεπόρτερ συγκρούσεων της εποχής μας. Έχει περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες στην πρώτη γραμμή της ιστορίας, φωτογραφίζοντας περισσότερες από 25 συγκρούσεις σε πάνω από 100 χώρες. Η δουλειά του δεν καταγράφει απλά την ιστορία, αλλά την έχει επηρεάσει ενεργά –από τη χρήση των φωτογραφιών του ως αποδεικτικό στοιχείο σε δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου έως τη συμβολή τους στην αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Καθίσαμε και συζητήσαμε μαζί του αρχικά στο Διεθνές Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD για να εξετάσουμε την καριέρα του συνολικά, εστιάζοντας στη διαχρονική ηθική αποστολή του φωτορεπορτάζ και στις δυνάμεις που το αναδιαμορφώνουν σήμερα: από τον κρίσιμο εκπαιδευτικό ρόλο του μη κερδοσκοπικού οργανισμού VII Academy έως τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και επαληθεύουμε την οπτική αλήθεια. Λίγο καιρό αργότερα συναντηθήκαμε και πάλι, στο φετινό Παγκόσμιο Συνέδριο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (GIJC25), όπου συνεχίσαμε την κουβέντα μας, για να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται αυτά τα ζητήματα. Όπως είπε κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου «Ερευνητική Οπτική Δημοσιογραφία» στο GIJC25, «Η οπτική δημοσιογραφία είναι ένας κλάδος που ενσωματώνει το ρεπορτάζ, την οπτική τεκμηρίωση, την αφηγηματικότητα και τη δημόσια λογοδοσία», ορισμός που υπογραμμίζει τόσο τη σοβαρότητα της δουλειάς όσο και την ηθική υποχρέωση που τη χαρακτηρίζει.
Για αρκετές δεκαετίες, οι φωτογραφίες του Χαβίβ είχαν επίδραση σε όλο το φάσμα της λειτουργίας του φωτορεπορτάζ –από τα δικαστήρια για εγκλήματα πολέμου στη Χάγη, όπου οι φωτογραφίες του αποτέλεσαν μέρος των αποδεικτικών στοιχείων, μέχρι την κάλυψή του στον Παναμά, που πιθανόν επηρέασε την πολιτική των ΗΠΑ, και τη συνεχιζόμενη καταγραφή ανθρωπιστικών κρίσεων σε μέρη όπως το Νταρφούρ και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Αθροιστικά, αυτά τα διαφορετικά αποτελέσματα οδηγούν φυσικά σε ένα κεντρικό ερώτημα:
Πώς αυτά τα διαφορετικά αποτελέσματα διαμόρφωσαν τελικά την άποψή σας για τον βασικό σκοπό του φωτορεπορτάζ και τη διαρκή ηθική ευθύνη του στο σύγχρονο τοπίο των μέσων ενημέρωσης;
Τώρα που μπορώ να κοιτάξω πίσω στο έργο μου και στον αντίκτυπό του –όπως και στην έλλειψη αντικτύπου– τα τελευταία 40 περίπου χρόνια, βλέπω ότι όχι μόνο η δική μου δουλειά, αλλά εν γένει η οπτική δημοσιογραφία, παίζει έναν ρόλο στην κοινωνία· συμπράττει με την κοινωνία, με την ικανότητά της να ενημερώνει, να εκπαιδεύει, να πείθει, να φέρνει σε δύσκολη θέση τους ανθρώπους, τόσο ώστε να αναλάβουν δράση.
Νομίζω ότι ο γενικός στόχος ήταν πάντα, από την αρχή της καριέρας μου θα έλεγα, να δημιουργήσω ένα έργο που να μπορεί να επηρεάζει, να ωθεί, να παρακινεί τους ανθρώπους να αναλάβουν δράση ή, τουλάχιστον, να κατανοήσουν και να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, ειδικά σε ό,τι αφορά μέρη όπου οι κυβερνήσεις τους είναι συχνά συνένοχες, υπεύθυνες ή παίζουν κάποιο ρόλο σε πράγματα που συμβαίνουν μακριά τους.
Αφού είμαι Αμερικανός, συχνά μιλάμε για ολόκληρη την υφήλιο. Οπότε, αισθάνομαι αυτήν την ευθύνη ως Αμερικανός οπτικός δημοσιογράφος.
Ο γενικός στόχος ήταν πάντα να δημιουργήσω ένα έργο που να μπορεί να επηρεάζει ή τουλάχιστον να παρακινεί τους ανθρώπους να κατανοήσουν και να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, ειδικά σε μέρη όπου οι κυβερνήσεις παίζουν ρόλο σε πράγματα που συμβαίνουν μακριά τους. Αισθάνομαι αυτήν την ευθύνη, ως Αμερικανός οπτικός δημοσιογράφος.
Ρον Χαβίβ

Ποια ήταν η πιο καθοριστική στιγμή στην καριέρα σας, αυτή που σας έκανε να συνειδητοποιήσετε τη δύναμη της φωτογραφίας, τη δύναμη της εικόνας;
Νομίζω ότι είναι πιθανώς ένας συνδυασμός δύο πραγμάτων. Το πρώτο ήταν ακριβώς στην αρχή της καριέρας μου, η πρώτη μου πραγματική αποστολή στο εξωτερικό, στην Κεντρική Αμερική, στον Παναμά, όπου ένας δικτάτορας διεξήγαγε εκλογές, έχασε τις εκλογές, ακύρωσε τις εκλογές και στη συνέχεια έβαλε να χτυπήσουν τους πραγματικούς νικητές.
Φωτογράφισα τον εκλεγμένο αντιπρόεδρο (σ.σ.: Γκιγκιέρμο Φορντ), καλυμμένο με το αίμα του σωματοφύλακά του, ο οποίος σκοτώθηκε προσπαθώντας να τον προστατεύσει από έναν παραστρατιωτικό υποστηρικτή του δικτάτορα που τον ξυλοκοπούσε. Αυτή η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στις πρώτες σελίδες εφημερίδων και περιοδικών σε όλο τον κόσμο. Αργότερα εκείνη τη χρονιά, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στον Παναμά για να ανατρέψουν τον δικτάτορα (σ.σ.: Μανουέλ Νοριέγκα), ο [τότε] πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών [σ.σ.: ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος] επικαλέστηκε τη φωτογραφία ως έναν από τους λόγους για την εισβολή.
Το θέμα δεν ήταν εάν συμφωνούσα με την εισβολή, και σίγουρα δεν πίστευα ότι η εισβολή οφειλόταν αποκλειστικά στη φωτογραφία, αλλά η φωτογραφία έπαιξε ρόλο στη συζήτηση που οδήγησε στην εισβολή. Συζητήθηκε στο Κογκρέσο, χρησιμοποιήθηκε από την αντιπολίτευση στον Παναμά και αξιοποιήθηκε για να ευαισθητοποιήσει και να συγκεντρώσει περισσότερη υποστήριξη για την ανατροπή του δικτάτορα.
Τρία χρόνια αργότερα, στον τρίτο πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία, βρισκόμουν στη Βοσνία και κατάφερα να καταγράψω μια σερβική παραστρατιωτική ομάδα γνωστή ως Τίγρεις, η οποία εκτελούσε άοπλους μουσουλμάνους πολίτες. Κατάφερα να τραβήξω μια φωτογραφία, η οποία ουσιαστικά τεκμηρίωνε αυτό που αργότερα ονομάστηκε «εθνοκάθαρση». Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε επίσης σε όλο τον κόσμο, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Ο ίδιος πρόεδρος που αντέδρασε στη φωτογραφία στον Παναμά ήταν στην εξουσία κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία και δεν έκανε τίποτα. Έτσι, ενώ δεν θεωρώ ότι ήμουν αφελής που πίστεψα ότι η φωτογραφία του Παναμά είχε από μόνη της επιτυχία, μεταξύ άλλων ως προς την εξωτερική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης, όταν μια παρόμοια φωτογραφία εμφανίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, δεν επηρέασε την αμερικανική εξωτερική πολιτική και, ως εκ τούτου, κανείς δεν επρόκειτο να αντιδράσει σε αυτήν, και κανείς δεν το έκανε. Μόνο με την πάροδο του χρόνου η φωτογραφία άρχισε να αποκτά τη δική της δύναμη.
Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις συνειδητοποίησα τόσο τη δύναμη όσο και τους περιορισμούς στο τι μπορεί να κάνει μια φωτογραφία.

Έχετε πει συχνά ότι το έργο σας «τεκμηριώνει την Ιστορία». Σκεπτόμενος όλες τις ιστορικές στιγμές που έχετε καλύψει, ποια θεωρείτε πιο σημαντική για τα αρχεία σας και πώς ο ρόλος σας ως μάρτυρας επηρεάζει τη συνεχή σας προσπάθεια να τεκμηριώνετε την Ιστορία;
Πρώτα απ’ όλα, η δουλειά που κάνω δεν είναι εντελώς αλτρουιστική, σωστά; Ξεκινά από το δικό μου ενδιαφέρον για την Ιστορία. Για μένα, από νωρίς, το να βρίσκομαι στο Βερολίνο όταν έπεσε το Τείχος, το να δω τον Νέλσον Μαντέλα να βγαίνει από τη φυλακή, να βρίσκομαι στη Βαγδάτη όταν έπεσε το άγαλμα, να είμαι μάρτυρας αυτών των γεγονότων, της πραγματικής ιστορίας, είναι γεγονός αξιοσημείωτο, κάτι το απίστευτο και ένας καταπληκτικός τρόπος για να ζω τη ζωή μου.
Τώρα, εάν προσθέσουμε το γεγονός ότι μπορώ να φωτογραφίζω και να μοιράζομαι την υποκειμενική μου ερμηνεία αυτών των γεγονότων με τους ανθρώπους, δείχνοντάς τους τι είδα και τι σκέφτομαι, μιλάμε για ένα απίστευτο προνόμιο. Αυτό από μόνο του είναι ένας παράγοντας που με παρακινεί να συνεχίσω να το κάνω, γιατί ο κόσμος συνεχίζει να αλλάζει.
Από τότε που ξεκίνησα, ο κόσμος άλλαξε το 1989 όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, το 2001 με τους Δίδυμους Πύργους, μετά τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, μετά την Αραβική Άνοιξη· με όλα αυτά τα διαφορετικά γεγονότα που χρειάζονταν τεκμηρίωση και είχαν απίστευτη επίδραση στη ζωή των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Για μένα, το να μπορώ να τα δω, να τα τεκμηριώσω και να τα βιώσω είναι κάτι απίστευτο.
Η φωτογραφία επιτρέπει πολλαπλές ερμηνείες και το κάδρο είναι ζωτικής σημασίας. Έχετε ποτέ δει τις φωτογραφίες σας να παρερμηνεύονται ή να παρουσιάζονται με τρόπο που να παραποιεί το νόημά τους;
Η μεγαλύτερη, και πιθανώς η πιο σημαντική, τέτοια περίπτωση ήταν από μια φωτογραφία στη Βοσνία. Τράβηξα μια φωτογραφία εθνοκάθαρσης, η οποία ήταν πολύ γνωστή και δημοσιεύεται ακόμα σε όλο τον κόσμο. Αλλά το σημαντικό σε αυτή τη φωτογραφία, εκτός από αυτό που βλέπεις στην εικόνα, είναι η λεζάντα, που προσδιορίζει το τι συμβαίνει, ποιος είναι ποιος, τι σημαίνει το σύμβολο στο χέρι του στρατιώτη, ποιοι είναι οι άμαχοι που πεθαίνουν και ούτω καθεξής.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του πολέμου στην Ουκρανία το 2014, ένας γνωστός Ρώσος μπλόγκερ με εκατομμύρια ακόλουθους πήρε τη φωτογραφία και την άφησε να μιλήσει από μόνη της. Το μόνο που έκανε ήταν να αλλάξει τη λεζάντα και να γράψει «Ουκρανοί στρατιώτες σκοτώνουν Ρώσους αμάχους». Και τότε η φωτογραφία έγινε viral στη Ρωσία. Στη συνέχεια, κάποιος έκανε μια έκθεση και χρησιμοποίησε την ίδια λεζάντα. Πιστεύω λοιπόν ότι μέχρι και σήμερα, εάν δείξεις αυτή τη φωτογραφία σε ανθρώπους στη Ρωσία, δεν θα αναγνωρίσουν τα θύματα ως μουσουλμάνους και τους επιτιθέμενους ως Σέρβους.
Η δουλειά που κάνω δεν είναι εντελώς αλτρουιστική, σωστά; Ξεκινά από το δικό μου ενδιαφέρον για την Ιστορία. […] Από τότε που ξεκίνησα, ο κόσμος άλλαξε το 1989 όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, το 2001 με τους Δίδυμους Πύργους, μετά τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, μετά την Αραβική Άνοιξη. Για μένα, το να μπορώ να δω [την επίδρασή τους στη ζωή των ανθρώπων], να τα τεκμηριώσω και να τα βιώσω είναι κάτι απίστευτο.
Ρον Χαβίβ

Οι φωτορεπόρτερ που καλύπτουν συγκρούσεις και πολιτικές αναταραχές αντιμετωπίζουν το διαρκές δίλημμα του αν πρέπει να αφήσουν κάτω την κάμερα και να προσφέρουν βοήθεια, όταν συναντούν ένα θύμα. Πώς αντιμετωπίζετε εσείς αυτό το ηθικό δίλημμα και πόσο δύσκολο είναι να πάρετε μια τόσο σοβαρή απόφαση υπό πίεση;
Είναι μια προσωπική απόφαση. Ο καθένας πρέπει να κάνει τη δική του επιλογή. Επομένως, δεν νομίζω ότι υπάρχει σωστή ή λάθος απάντηση, αλλά ήμουν υποχρεωμένος από νωρίς στην καριέρα μου να αποφασίσω τι θα έκανα, όταν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στη θεωρία, είναι απλό.
Εάν είμαι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει και δεν κινδυνεύω να σκοτωθώ, θα βοηθήσω. Εάν υπάρχει κάποιος άλλος εκεί, εάν υπάρχει γιατρός, νοσοκόμος, κάποιος άλλος που μπορεί να κάνει το ίδιο με εμένα, τότε θα κάνω τη δουλειά μου, γιατί είμαι εκεί για να γίνω τα μάτια σας. Έχω μια ευθύνη· δεν είμαι εκεί ως εργαζόμενος σε ανθρωπιστική οργάνωση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχα τη δυνατότητα και την ευκαιρία να σώσω ανθρώπους, και υπήρξαν στιγμές που ένιωσα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα ή ότι θα σκοτωθώ, και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να προσπαθήσω να καταγράψω τα επακόλουθα. Υπήρξαν στιγμές που δεν μου επιτράπηκε να κάνω ούτε αυτό, επειδή μου έβαλαν ένα όπλο στο κεφάλι.
Υπήρξαν στιγμές που οι συνάδελφοί μου και εγώ μεταφέραμε τραυματίες σε νοσοκομεία και κέντρα σίτισης. Το μόνο που δεν κάνω είναι να εμπλακώ στην κατάσταση εφόσον παρέμβω. Τότε, δεν είμαι πλέον δημοσιογράφος και σταματώ να φωτογραφίζω. Δεν φωτογραφίζω πράγματα τα οποία επηρεάζω.
Ακολουθώντας τη λογική του Ζαν Μποντριγιάρ ότι «ένας πόλεμος που δεν μεταδίδεται είναι ένας ανύπαρκτος πόλεμος»: Θεωρείτε ότι ορισμένες συγκρούσεις γίνονται πιο πραγματικές ή «υπαρκτές» από άλλες απλώς και μόνο επειδή έχουν μεγαλύτερη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης;
Απολύτως. Υπήρχε ένας ανταποκριτής του Reuters που σκοτώθηκε στη Σιέρα Λεόνε, ο Κερτ Σορκ (Kurt Schork). Ήταν ένας από εκείνους τους δημοσιογράφους που αναζητούσαν αυτούς τους ανύπαρκτους πολέμους και συνειδητοποιούσαν ότι «κανείς δεν δίνει σημασία εδώ». Και όταν εμφανιζόταν, όλοι οι άλλοι τον ακολουθούσαν, γιατί ήταν κάτι στο οποίο έπρεπε να δώσουμε σημασία.
Πολλά συμβαίνουν στον κόσμο και το κοινό είναι συχνά εντελώς εξαντλημένο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τεκμηριώνονται ή ότι δεν πρέπει να τους δίνουμε σημασία.
Εάν είμαι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει και δεν κινδυνεύω να σκοτωθώ, θα βοηθήσω. Εάν υπάρχει κάποιος άλλος εκεί που μπορεί να κάνει το ίδιο με εμένα, τότε θα κάνω τη δουλειά μου, γιατί είμαι εκεί για να γίνω τα μάτια σας.
Ρον Χαβίβ
Αφού μιλάμε για την τεκμηρίωση της Ιστορίας και έχετε καλύψει τόσες πολλές εμπόλεμες ζώνες, πώς αισθάνεστε για το γεγονός ότι η ιστορία στη Γάζα δεν τεκμηριώθηκε πλήρως;
Δεν ξέρω εάν μου αρέσει αυτή η φράση, γιατί θα ήταν άδικο για τους Παλαιστίνιους δημοσιογράφους που ρίσκαραν τη ζωή τους και έκαναν απίστευτη δουλειά τεκμηριώνοντάς την.
Ταυτόχρονα, ενώ είδαμε τον αντίκτυπο των ισραηλινών επιθέσεων στους πολίτες της Γάζας, που ήταν ένα μέρος της ιστορίας –και μάλιστα πολύ μεγάλο μέρος της– πήραμε μόνο μια πολύ μικρή γεύση από τους ισραηλινούς στρατιώτες, σχεδόν τίποτα από τις ενέργειές τους και δεν είδαμε καθόλου τη Χαμάς. Σαν η Χαμάς να ήταν φάντασμα. Έτσι, μπορεί κανείς να πει ότι τα δύο τρίτα αυτής της σύγκρουσης δεν τεκμηριώθηκαν. Εάν θέλετε να χρησιμοποιήσετε τη λέξη «πλήρως» με αυτόν τον τρόπο, τότε νομίζω ότι, ναι, είναι πολύ δύσκολο να πούμε ότι τεκμηριώθηκε πλήρως.
Αλλά έχουμε το ίδιο πράγμα σε κάποιο βαθμό στην Ουκρανία, σωστά; Η ρωσική πλευρά είναι πιθανώς λίγο πιο τεκμηριωμένη από τη Χαμάς, αλλά η τεκμηρίωση εξακολουθεί να είναι πολύ περιορισμένη. Είναι πολύ δύσκολο, ως ξένος δημοσιογράφος, να προσεγγίσεις τους Ρώσους για να τεκμηριώσεις αυτό που κάνουν.
Στους περισσότερους πολέμους, όλες οι πλευρές έχουν συνειδητοποιήσει την αξία και τη σημασία των εξωτερικών εικόνων. Όλες οι πλευρές τεκμηριώνουν τις ενέργειές τους με «δημοσιογραφία» από πολίτες, κυβερνήσεις και στρατό. Σε περιπτώσεις όπως η Ουκρανία, η Ρωσία, η Γάζα, υπάρχει πάντα ανάγκη για ανεξάρτητη δημοσιογραφία που να διεξάγεται επί του πεδίου. Αυτό θα συμπλήρωνε την ιστορία με διαφορετικό τρόπο. Αλλά και πάλι, αυτό που λέω είναι ότι στον πόλεμο στη Γάζα, η έκταση του δυνατού και, κατά τη γνώμη μου, αξιόπιστου υλικού που προέρχεται από τους Παλαιστίνιους δημοσιογράφους δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, και είναι αυτό που έχουμε.

Είστε συνιδρυτής του οργανισμού VII Photo Agency. Ποια ήταν η ιδέα πίσω από την ίδρυσή του; Και πώς προσαρμόζεται στο συνεχώς εξελισσόμενο τοπίο του φωτορεπορτάζ και της οπτικής δημοσιογραφίας;
Περίπου από το 1999 έως το 2000-2001, ο Μαρκ Γκέτι (Mark Getty) από την οικογένεια Γκέτι και ο Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates) από τη Microsoft κατέληξαν σε μια υπόθεση: ότι όποιος ελέγχει τις εικόνες σε αυτόν τον νέο ψηφιακό κόσμο θα μπορεί να εξασφαλίσει μια πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Έτσι, και οι δύο ίδρυσαν φωτογραφικά πρακτορεία, το ένα ονομάζεται Getty Images και το άλλο Corbis. Στη συνέχεια, προχώρησαν στην εξαγορά όλων των μικρότερων φωτογραφικών πρακτορείων, κατακτώντας ουσιαστικά την αγορά και ελέγχοντας τις εικόνες που χρησιμοποιούνται στο Διαδίκτυο.
Τρεις συνάδελφοι –ο Γκάρι Νάιτ (Gary Knight), ο Τζον Στανμάγιερ (John Stanmeyer) και ο Αντονίν Κρατόχβιλ (Antonín Kratochvíl)– και εγώ εκπροσωπούμασταν από ένα μικρό πρακτορείο που ονομαζόταν Saba, το οποίο διεύθυνε ο Μαρσέλ Σάμπα (Marcel Saba). Ο Κρις Μόρις (Chris Morris) ήταν στο Blackstar, ο Τζέιμς Νάχτγουεϊ (James Nachtwey) στο πρακτορείο Magnum και η Αλεξάντρα Μπουλά (Alexandra Boulat) στο SIPA. Με εξαίρεση το πρακτορείο Magnum, αισθανόμασταν ότι όλα τα άλλα πρακτορεία θα εξαγοράζονταν από αυτούς τους κολοσσούς και ότι δεν θα είχαμε πλέον λόγο στην εκπροσώπηση της δουλειάς μας, θα γινόμασταν μέρος μιας πολυεθνικής εταιρείας και ουσιαστικά δεν θα είχαμε κανέναν έλεγχο στην επιχειρηματική πλευρά και στη διανομή των φωτογραφιών μας.
Έτσι, ο Γκάρι Νάιτ και ο Τζον Στανμάγιερ θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποχωρήσουν από αυτές τις εταιρείες και να ξεκινήσουν κάτι όπου θα μπορούσαν να ελέγχουν το δικό τους πεπρωμένο. Ήταν κυρίως μια απόφαση που καθοδηγήθηκε από επιχειρηματικά κριτήρια, αλλά που έδινε επίσης έμφαση στην ανεξαρτησία όσον αφορά στη δουλειά μας, συμπεριλαμβανομένου του πού θα μπορούσε να δει κανείς τη δουλειά μας, για ποιον θα δουλεύαμε και του ελέγχου του δικού μας πεπρωμένου.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες διανύουν τη δεύτερη θητεία της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, η ιδέα των «ψευδών ειδήσεων» παραμένει βαθιά ριζωμένη, από τα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα μέχρι τις καθημερινές συνομιλίες στον δρόμο. Ταυτόχρονα, οι οικονομικές πιέσεις στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έχουν μειώσει τον αριθμό των απασχολούμενων οπτικών δημοσιογράφων.
Ρον Χαβίβ
Δεδομένων των τρεχουσών οικονομικών πιέσεων, των ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών και της βαθιάς πολιτικής πόλωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, πώς πιστεύετε ότι αυτές οι δυνάμεις θα διαμορφώσουν το μέλλον της δημοσιογραφίας και του φωτορεπορτάζ, τόσο όσον αφορά στις συνθήκες εργασίας όσο και το είδος των ιστοριών που θα αφηγούνται;
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες διανύουν τη δεύτερη θητεία της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump), η ιδέα των «ψευδών ειδήσεων» παραμένει βαθιά ριζωμένη, από τα υψηλότερα πολιτικά αξιώματα μέχρι τις καθημερινές συνομιλίες στον δρόμο. Ταυτόχρονα, οι οικονομικές πιέσεις στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έχουν μειώσει τον αριθμό των απασχολούμενων οπτικών δημοσιογράφων, ωθώντας το κοινό και τις αίθουσες σύνταξης να βασίζονται περισσότερο στα «νέα» και εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης για όλα τα θέματα, από την πολιτική μέχρι την κάλυψη των πολέμων. Ωστόσο, επικρατεί μια αυξανόμενη αποσύνδεση ανάμεσα στον ρόλο ενός εκπαιδευμένου οπτικού δημοσιογράφου και στην ενίσχυση ορισμένων αφηγήσεων που κυκλοφορούν μέσω αυτών των νεότερων πλατφορμών.
Αυτό εγείρει συνεχή και ουσιαστικά ερωτήματα: Ποιος είναι δημοσιογράφος; Ποιο είναι το κοινό του; Και πώς παράγεται, επαληθεύεται και μεταδίδεται η δημοσιογραφία; Ειδικά στον χώρο της οπτικής δημοσιογραφίας, η αποχώρηση έμπειρων επαγγελματιών έχει δημιουργήσει περιθώριο για την άνοδο των πολιτών ως δημοσιογράφων (citizen journalist), οι οποίοι συχνά παρέχουν άμεσες και πολύτιμες οπτικές, αλλά και θολώνουν περαιτέρω τα όρια της εξειδίκευσης, της αξιοπιστίας και της ευθύνης.
Ποια είναι η γενική σας άποψη για το μέλλον της δημοσιογραφίας και του φωτορεπορτάζ; Τι σας δίνει ελπίδα και τι σας κρατάει ξύπνιο τα βράδια από την αγωνία;
Αυτό που συνεχίζει να μου δίνει ελπίδα είναι ότι εξακολουθούν να υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι εικόνες μπορούν να υπερισχύσουν του θορύβου, να έχουν ακόμα αντίκτυπο και να κάνουν τους ανθρώπους να θυμούνται τις φωτογραφίες. Ας ξεκινήσουμε με τη φωτογραφία του Αϊλάν Κουρντί (Aylan Kurdi), «του παιδιού στην παραλία». Αρκετοί φωτογράφοι τράβηξαν αυτή τη φωτογραφία, η οποία έκανε τον γύρο του κόσμου. Το πιο σημαντικό είναι ότι η τότε καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ (Angela Merkel), μίλησε για αυτή τη φωτογραφία και για το πώς άλλαξε την άποψή της για τη μετανάστευση. Είχε, λοιπόν, δραματική επίδραση σε εκατομμύρια ανθρώπους που είδαν αυτή τη φωτογραφία.
Είχαμε μια φωτογραφία του Getty από τα σύνορα των ΗΠΑ με ένα παιδί που έκλαιγε, χωρισμένο από τη μητέρα του, η οποία ανακρίνονταν από τη συνοριακή αστυνομία. Η φωτογραφία έγινε viral και αποτέλεσε θέμα συζήτησης για το θέμα των συνόρων. Υπάρχουν στιγμές που οι φωτογραφίες μπορούν να υπερβούν τη συζήτηση και να εμπλέξουν τους ανθρώπους. Αυτό μου δίνει την ελπίδα ότι μπορεί να συνεχίσει να συμβαίνει.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε τόσες πολλές φωτογραφίες που αναρωτιέμαι τι θα συμβεί εάν αυτές οι εικόνες δεν μπορούν πλέον να ξεπεράσουν τον θόρυβο και οι άνθρωποι κατακλυστούν από το φωτορεπορτάζ, ή απλώς πάψουν να ενδιαφέρονται ή δεν θέλουν να δώσουν σημασία. Αυτή είναι μια τρομακτική προοπτική. Όταν συμβαίνει αυτό, ειδικά εάν οι φωτογράφοι έχουν ρισκάρει τη ζωή τους για να διηγηθούν αυτές τις ιστορίες, είναι σπατάλη ενέργειας και προσπάθειας· και, κυρίως, πρόκειται για μεγάλη ασέβεια προς τις ιστορίες που προσπαθούμε να διηγηθούμε.
Αυτό που με φοβίζει είναι η προοπτική του να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου οι άνθρωποι θα κοιτάζουν μόνο προς τα μέσα και δεν θα ενδιαφέρονται, ακόμα και αν είναι κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνοι για τη ζωή άλλων ανθρώπων. Απλώς δεν θέλουν να το αναγνωρίσουν, να προσαρμοστούν σε αυτό, να το αλλάξουν ή να το βελτιώσουν. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει αυτή η δουλειά: για να τους υπενθυμίζουμε ότι είμαστε όλοι αλληλένδετοι.
Η ποικιλομορφία των φωνών είναι μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές, σίγουρα από τότε που ξεκίνησα.
Ρον Χαβίβ
Σε μια εποχή όπου ο καθένας μπορεί να καταγράψει και να μοιραστεί στιγμές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πώς έχει αλλάξει ο ρόλος του φωτορεπόρτερ;
Δεν νομίζω ότι αλλάζει τίποτα. Μιλάμε για μέρη και ανθρώπους που φωτογραφίζουν πράγματα που εγώ δεν θα έβλεπα ποτέ ή που κανένας από εμάς δεν θα έβλεπε ποτέ πριν. Αυτό είναι υπέροχο. Είναι ένα επιπλέον επίπεδο οπτικής πληροφορίας. Αλλά συχνά πρόκειται απλώς για στιγμιότυπα. Είναι σαν στιγμές στον χρόνο, που μπορεί να είναι πολύ δραματικές, απίστευτες και ισχυρές, χωρίς αμφιβολία. Αλλά όσον αφορά την ιδέα της πατρότητας, της ακεραιότητας, της αφήγησης μιας ιστορίας, του ρεπορτάζ, η δημοσιογραφία των πολιτών δεν το κάνει αυτό. Αυτό εξακολουθεί να είναι δική μας δουλειά. Συνεχίζει να είναι αυτό για το οποίο έχουμε εκπαιδευτεί. Είναι, λοιπόν, διαφορετικά πράγματα.
Όμως και πάλι, αυτή η ιδέα της δημοσιογραφίας των πολιτών, των ανθρώπων που θέλουν να τραβήξουν φωτογραφίες με τα τηλέφωνά τους ή με μικρές φωτογραφικές μηχανές και να ενδιαφερθούν περισσότερο για τη φωτογραφία, είναι εξαιρετική για τη φωτογραφία ως ιδέα, επειδή οι άνθρωποι αρχίζουν να την εκτιμούν ακόμη περισσότερο και, στη συνέχεια, εμπλέκονται όχι μόνο ως παραγωγοί περιεχομένου αλλά και ως καταναλωτές περιεχομένου.
Μέσω του VII Academy και του Ιδρύματος, διδάσκετε τη νέα γενιά φωτογράφων. Παρατηρείτε σημαντικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο οι νεότεροι φωτογράφοι προσεγγίζουν και αποτιμούν τη δουλειά τους σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές;
Λοιπόν, νομίζω ότι τώρα, χάρη στην τεχνολογία και την προσιτή τιμή των φωτογραφικών μηχανών και των βιντεοκαμερών, έχουν τη δυνατότητα να αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες για τις δικές τους κοινότητες και ούτω καθεξής, με έναν τρόπο που δεν είχαν ποτέ πριν. Μέσα από πολλούς από τους μαθητές μας, βλέπουμε ιστορίες από τη Λιβύη, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Περού και την Κολομβία.
Η ποικιλομορφία των φωνών είναι μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές, σίγουρα από τότε που ξεκίνησα. [Τότε] ήταν ακόμα ένας χώρος κυρίως ανδροκρατούμενος –απαρτιζόταν κυρίως από δυτικούς άνδρες και σίγουρα κυρίως λευκούς. Νομίζω ότι υπάρχει χώρος για διαφορετικές φωνές. Νομίζω ότι τώρα έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο. Αυτό που το Ίδρυμα, μέσω της Ακαδημίας, φροντίζει να διασφαλίσει είναι ότι οι μαθητές θα μπορέσουν να μάθουν και να αφηγηθούν τις ιστορίες τους διεκδικώντας την πατρότητα της δουλειά τους, με ακεραιότητα και με βάση τις αρχές του σωστού φωτορεπορτάζ.

Εάν έπρεπε να διαλέξετε δύο φωτογραφίες που σας χαρακτηρίζουν, ποιες θα ήταν αυτές και γιατί;
Ως φωτορεπόρτερ, θα έπρεπε να επιστρέψω στις δύο πρώτες φωτογραφίες, εκείνη από τον Παναμά και εκείνη από τη Βοσνία, επειδή αυτές ουσιαστικά δημιούργησαν αυτούς τους δύο πυλώνες. Ο ένας είναι η δυνατότητα να επηρεάσεις την αλλαγή και ο άλλος είναι οι περιορισμοί του τι μπορείς να κάνεις. Έτσι, θα ήταν ο αντιπρόεδρος που ξυλοκοπείται και οι άμαχοι που σκοτώνονται.
Ως άνθρωπος, ίσως θα επέλεγα μια φωτογραφία από τη Βοσνία με έναν Αλβανό από τη Βόρεια Μακεδονία, έναν άντρα που ονομάζεται Χαϊρούς Ζιμπέρι (Hajrush Ziberi), ο οποίος έχει αιχμαλωτιστεί, και έχει σηκώσει τα χέρια, και μου ζητάει ουσιαστικά να τον βοηθήσω. Ξέρει ότι θα τον σκοτώσουν. Και δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Αυτή η φωτογραφία με έχει επηρεάσει πολύ, γιατί γνώρισα και την οικογένειά του, πέρασα χρόνο μαζί τους και ακόμα είμαστε σε επαφή. Νόμιζα ότι, όταν θα τους συναντούσα, θα με κατηγορούσαν που δεν έσωσα τον γιο τους, αλλά έκαναν ακριβώς το αντίθετο και με ευχαρίστησαν, κάτι που θεώρησα πολύ ευγενικό. Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Ο θάνατός του δεν πέρασε απαρατήρητος και είχε αντίκτυπο.
Υπάρχει μια φωτογραφία από το Νταρφούρ, με μια νεαρή κοπέλα και τις δύο φίλες της. Ετοιμάζεται να περπατήσει επτά με οκτώ ώρες στην έρημο, για να φέρει καυσόξυλα για την οικογένειά της. Η ζωή της ήταν πολύ δύσκολη. Προσπάθησα να τη βρω μετά τη λήψη της φωτογραφίας, αλλά δεν τα κατάφερα ποτέ. Δεν ξέρω εάν επέζησε ή όχι. Αλλά ο τρόπος που στέκεται, τα ρούχα και το χρώμα των ρούχων που φοράει, είναι μια εικόνα μεγάλης αντοχής αλλά και παραίτησης. Προσπαθούσε να βρει βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα, αλλά μέχρι σήμερα, 20 χρόνια μετά, το Νταρφούρ εξακολουθεί να μην έχει λάβει βοήθεια, οπότε είναι πολύ συμβολικό για την προσέγγισή μου ή το συναίσθημά μου ότι, τελικά, νομίζω κάποιες από τις δουλειές μου έκαναν καλό, αλλά τις περισσότερες φορές απέτυχαν.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό μάθημα που έχετε πάρει κατά τη διάρκεια της μακράς και διακεκριμένης καριέρας σας;
Ότι δεν μπορώ να βρίσκομαι παντού ταυτόχρονα. Ο κόσμος συνεχίζει να αλλάζει, οπότε πάντα υπάρχει μια άλλη ιστορία που θα έρθει. Προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ, πάντα με απόλυτο σεβασμό και αξιοπρέπεια για τα θέματα που φωτογραφίζω.

O Ρον Χαβίβ, Συνιδρυτής και Διευθυντής του VII Foundation, ήταν ομιλητής στο Διεθνές Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD το 2025, όπου, μαζί με τη φωτορεπόρτερ Νικόλ Τανγκ, ο ίδιος έκανε workshop υπό τον τίτλο «Αν δεν μπορώ να το δω, πώς θα το καταγράψω;».
H συνέντευξη δημοσιεύεται από το iMEdD και το κείμενο αυτής διατίθεται με Creative Commons άδεια χρήσης (CC BY-NC 4.0). Η συγκεκριμένη άδεια χρήσης δεν αφορά τις εικόνες του Ρον Χαβίβ που περιλαμβάνονται στην παρούσα δημοσίευση και οι οποίες είναι ευγενική παραχώρηση του Ρον Χαβίβ και του VII Foundation για τους σκοπούς της συγκεκριμένης δημοσίευσης. Για οποιαδήποτε άλλη χρήση τους από τρίτους, απαιτείται πρότερη επικοινωνία μαζί τους.
