Μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, τρεις εξόριστοι Σύριοι δημοσιογράφοι μιλούν στο iMEdD για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας στη Συρία, μέσα σε ένα ασταθές και αχαρτογράφητο μιντιακό τοπίο.
Δίνοντας ανταπόκριση από τη Δαμασκό
Η Ελβίρα Κρίθαρη, η πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφος που μπήκε στη Συρία μετά την πτώση του Άσαντ, μιλάει στο iMEdD για τις συνθήκες εργασίας και την παρουσία ξένων δημοσιογράφων στη Δαμασκό.
Λίγες μέρες μετά την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, τον Δεκέμβριο, η δημοσιογράφος Lina Chawaf βρέθηκε και πάλι στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Αυτή τη φορά, αντί να φοβάται το «φάντασμα» του καθεστώτος που την εξώθησε στην εξορία, το κοιτούσε κατάματα. Ο συνοριακός σταθμός ήταν άδειος. Δεν είχε επιστρέψει όμως για να περάσει στη Συρία, αλλά για να διερευνήσει μια νέα ευκαιρία.
Η Chawaf είναι μια από τους εκατοντάδες δημοσιογράφους και τους περίπου 6 εκατομμύρια Σύριους, που εγκατέλειψαν τη χώρα μετά την εξέγερση του 2011 και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ταυτόχρονα, αποτελεί μειοψηφία. Ηγείται ενός ανεξάρτητου συριακού μέσου ενημέρωσης, του Radio Rozana, που ιδρύθηκε το 2013 και εδώ και μια δεκαετία καλύπτει τα γεγονότα στη Συρία, μέσα από ένα δίκτυο ανταποκριτών στην χώρα και δημοσιογράφων, που απασχολούνται στις αίθουσες σύνταξης του στην Τουρκία και τη Γαλλία.
Tο ταξίδι της αφορούσε στη στρατηγική και προετοιμασία της επομένης μέρας. Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ τον Δεκέμβριου του 2024, είναι μια ευκαιρία για το Radio Rozana, ανέφερε η ίδια στο iMEdD. Kινήθηκε άμεσα ώστε να αυξηθούν οι δημοσιογράφοι που απασχολούνται και να επεκταθούν οι κεραίες – πομποί του.
«Είχαμε ήδη έναν μικρό ραδιοφωνικό πομπό στο Χαλέπι και έναν μεγαλύτερο στο βουνό Alarbaaen, που καλύπτει την Ταρτούς, τη Χομς, τη Χάμα και το Ιντλίμπ. Θέλουμε να αποκτήσουμε έναν πομπό στη Δαμασκό, αλλά δεν μπορούμε να εκπέμψουμε χωρίς να προηγηθεί η σχετική καταχώρησή μας στα μητρώα της [τωρινής] κυβέρνησης», είπε.
Στις 8 Δεκεμβρίου 2024, ένοπλοι αντάρτες, μεταξύ των οποίων και μαχητές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), κατέλαβαν τη Δαμασκό, την πρωτεύουσα της Συρίας, αναγκάζοντας τον τότε πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ να εγκαταλείψει τη χώρα. Η πτώση του καθεστώτος προσέφερε μια αίσθηση ευκαιρίας για τους Σύρους δημοσιογράφους εντός και εκτός χώρας. Σύντομα, όμως, αυτό το συναίσθημα διαδέχθηκε η αγωνία για το νέο αχαρτογράφητο τοπίο, υπό την προσωρινή κυβέρνηση.
«[Στην αρχή] όλοι ήταν τόσο ευτυχισμένοι, σαν να είχε φύγει ένας εφιάλτης από τους ώμους τους. Μπορούσες να δεις την ανακούφιση [των ανθρώπων] στους δρόμους. … Μετά από τους πρώτους μήνες, ωστόσο, άρχισαν να αμφισβητούν τα πάντα», είπε η Chawaf.
Σύμφωνα με την Chawaf, η προσωρινή κυβέρνηση δεν είναι εχθρική απέναντι στους δημοσιογράφους. Είναι φορέας όμως, μιας ιδεολογίας, που οι συνεργάτες της είχαν συναντήσει στο παρελθόν, στέλνοντας ανταποκρίσεις από το Ιντλίμπ.
«Η HTS δεν ήταν ευχαριστημένη μαζί μας επειδή αναφέραμε τα δικαιώματα των γυναικών, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της έκφρασης – πράγματα στα οποία δεν πιστεύουν. [Οι δημοσιογράφοι μας] δεν συνελήφθησαν, αλλά η HTS ήταν δυσαρεστημένη».
Σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (Committee to Protect Journalists, CPJ), η Συρία παραμένει μια από την πιο επικίνδυνες χώρες για την άσκηση της δημοσιογραφίας. Μεταξύ 2011 και 2024, 141 δημοσιογράφοι έχασαν τη ζωή τους, αριθμός που συμπεριλαμβάνει τόσο όσους πέθαναν εν μέσω συγκρούσεων και όσους δολοφονήθηκαν ή πέθαναν υπό κρατική κράτηση.
«Οι δυνάμεις του Άσαντ απήγαγαν δύο από τους ανταποκριτές μας και επέστρεψαν τα άψυχα σώματά τους. Η Al-Nusra εκτέλεσε έναν ακόμα, πυροβολώντας τον. Ένας από τους ανταποκριτές μας στη Ράκα απήχθη από την ISIS. Οι περισσότεροι ανταποκριτές έγραφαν με ψευδώνυμα, αλλά δεν έκρυβαν πλήρως την ταυτότητά τους. Ωστόσο, ο ανταποκριτής μας [που τελικά απήχθη] στην Ράκα παρέμενε εντελώς κρυμμένος», ανέφερε.
Τα τελευταία χρόνια, η Συρία καταλαμβάνει επίσης μια από τις κορυφαίες θέσεις στον Παγκόσμιο Δείκτη Ατιμωρησίας της CPJ, στον οποίο μάλιστα βρέθηκε στην πρώτη θέση το 2023. Αυτό σημαίνει πως οι υπαίτιοι για δολοφονίες δημοσιογράφων δεν οδηγούνται σχεδόν ποτέ ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Ευκαιρίες για ερευνητική δημοσιογραφία
Η Chawaf, θυμάται, πως το 2011 βρέθηκε να επιβιβάζεται σε ένα αεροπλάνο για τον Καναδά, πολύ σύντομα αφότου εκείνη και τα παιδιά της δέχθηκαν απειλές για τη ζωή τους από το καθεστώς Άσαντ.
«Ήμουν [τότε] αρχισυντάκτρια στο Radio Arabesque και ο ιδιοκτήτης ήταν υπέρ του καθεστώτος. Το Υπουργείο Επικοινωνίας και άλλες Αρχές των Μέσων Ενημέρωσης προσπάθησαν να με πιέσουν. Απαίτησαν να μεταδίδουμε τραγούδια που υμνούν τον Άσαντ και να χαρακτηρίζουμε τους διαδηλωτές ως τρομοκράτες, τζιχαντιστές και σαλαφιστές. Αρνήθηκα γιατί αυτό δεν ήταν αλήθεια», είπε.
«Με προειδοποίησαν λέγοντάς μου: «Τι είναι αυτά που λες; Θα σε συλλάβουν και κανείς δεν θα μάθει τι συνέβη. Αν επιστρέψεις, θα επιστρέψεις ως πτώμα».
Τις πρώτες ημέρες μετά την ανατροπή του καθεστώτος, δεκάδες δημοσιογράφοι βρέθηκαν μπροστά σε άδειες δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν εγκαταλειφθεί από το προσωπικό. Ο έλεγχος της πληροφορίας ήταν μηδενικός.
«Τώρα βλέπουμε καθαρά την πραγματικότητα», ανέφερε ο Mohammed Bassiki, εξόριστος ερευνητής δημοσιογράφος στη Γαλλία και συνιδρυτής του SIRAJ.
«Τα [δημόσια] έγγραφα βρίσκονται παντού. Πρόκειται για μια “έκρηξη” αρχείων: όλοι παίρνουν έγγραφα, τα ελέγχουν προσεκτικά και βρίσκουν αποδείξεις για όσα είχαμε ήδη πει πριν. … Tο είδαμε, σε έγγραφα που διέρρευσαν από τα γραφεία Πληροφοριών στη Δαμασκό και σε όλη τη Συρία». Βρήκαν πολλά έγγραφα με λεπτομερείς οδηγίες για τους δημοσιογράφους – τι επιτρεπόταν και τι απαγορευόταν να κάνουν, είπε.
O Bassiki εργαζόταν ως αρχισυντάκτης του οικονομικού ρεπορτάζ σε ένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά της χώρας. Τον Μάρτιο του 2011, παρατήρησε πως η στάση του καθεστώτος γινόταν όλο και πιο εχθρική απέναντι στους δημοσιογράφους. Στην αρχή, τους δωροδοκούσαν και ύστερα να άρχισαν να χρησιμοποιούν βία, όπλα και τον στρατό, είπε.
Διέφυγε στην Τουρκία το 2013, όπου εργάστηκε ως freelancer. Στα επόμενα χρόνια και καθώς συνάδελφοί του – επίσης έμπειροι δημοσιογράφοι – εγκατέλειψαν την χώρα, γεννήθηκε η ιδέα για το SIRAJ (Syrian Investigative Reporting for Accountability Journalism). Το 2020 καταχωρήθηκε και επίσημα ως μη-κερδοσκοπικό Μέσο στη Γαλλία και άρχισε να δραστηριοποιείται τόσο στην εκπαίδευση νέων δημοσιογράφων, όσο και στην παραγωγή περιεχομένου, με έμφαση στη Συρία. Σήμερα, συνεργάζονται με οργανισμούς όπως το OCCRP, το Lighthouse Reports, τον Guardian, το Finance Uncovered και άλλους.
«Η ομάδα μας κινητοποιείται τώρα εντός της Συρίας για να ελέγξει και να αναλύσει αυτά τα έγγραφα. Ήρθε η ώρα να διαφυλάξουμε αυτά τα δεδομένα. Αργότερα, θα βρούμε τον σωστό τρόπο να χειριστούμε τις πληροφορίες και να τις ερευνήσουμε περαιτέρω», είπε ο Bassiki.
Ανθρώπινα δικαιώματα και εξορία
Οι εμπειρίες της ως δημοσιογράφου σε διάφορες περιοχές της Συρίας με έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των γυναικών, οδήγησαν την Zaina Erhaim στο να εκπαιδεύει σήμερα γυναίκες δημοσιογράφους στη Μέση Ανατολή στην παραγωγή συνεργατικών ερευνητικών άρθρων. Το 2016 κατέφυγε στην Τουρκία.
Από την αρχή της καριέρας της, αρνήθηκε να καλύψει το κεφάλι της με μαντήλα (hijab) ή να ζητά από κάποιον άνδρα να τη συνοδεύει στα δημοσιογραφικά της ταξίδια. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια της παραμονής της στη Συρία πραγματοποίησε πάνω από 80 ρεπορτάζ. Παράλληλα, διατηρούσε έναν φάκελο στον υπολογιστή της με τίτλο: “Can’t be Published”. Ήταν η τεκμηρίωση γεγονότων που δεν θα μπορούσε να δημοσιεύσει όσο παρέμενε στην χώρα.
«Όχι μόνο η ζωή μου θα κινδύνευε, αλλά και οι ζωές των ανδρών της οικογένειάς μου, καθώς σύμφωνα με τον νόμο της Σαρία, αυτοί είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις μου», ανέφερε στο iMEdD από το Λονδίνο όπου ζει και εργάζεται σήμερα.
Σε ένα ταξίδι της στην Μ. Βρετανία το 2016, οι Αρχές στο αεροδρόμιο της κατέσχεσαν το διαβατήριο. Αργότερα, της ανέφεραν πως το διαβατήριό της είχε δηλωθεί ως “χαμένο”.
«Ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι ολόκληρο το διεθνές σύστημα λειτουργεί υπέρ του Άσαντ», είπε.
Τους τελευταίους μήνες, η Erhaim επέστρεψε στη Συρία, όπου ήρθε αντιμέτωπη με ένα μεταβαλλόμενο μιντιακό τοπίο. Συμμετείχε σε ανοιχτές συζητήσεις για το μέλλον της δημοσιογραφίας, στις οποίες δημοσιογράφοι από πρώην φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, Mέσα που πρόσκεινται στην πρώην αντιπολίτευση και ανεξάρτητα Mέσα αντάλλαξαν απόψεις ελεύθερα. Τον Φεβρουάριο του 2025 πραγματοποίησε την πρώτη – στην καριέρα της – εκπαίδευση δημοσιογράφων στη Δαμασκό. Κατέγραψε τις εμπειρίες της στο Χ (πρώην Twitter).
«Δεν ήταν απλώς σουρεαλιστικό το ότι μίλησα εδώ για την ελευθερία του Τύπου και τον φεμινισμό, αλλά ότι επικοινώνησα με γυναίκες, που φοβόντουσαν να έρθουν σε επαφή μαζί μου μόλις πριν από τρεις μήνες!», έγραψε.
Η επόμενη μέρα
«Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ σημαίνει ελευθερία για τη δημοσιογραφία και τα Μέσα Ενημέρωσης. (…) Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στο κοντινό μέλλον, αλλά ό,τι κι αν επακολουθήσει, είμαι σίγουρος ότι δεν θα είναι σαν την εποχή του Άσαντ – θα είναι καλύτερο», είπε ο Bassiki, ο οποίος ύστερα από 12 χρόνια επιθυμεί να επισκεφθεί ξανά την οικογένειά του στη Συρία.
Η Lina Chawaf, που τους τελευταίους μήνες βρίσκεται στη Βοστώνη ως υπότροφος-δημοσιογράφος του Nieman Foundation στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, αναφέρει πως το Radio Rozana θα επεκτείνει τους επόμενους μήνες την κάλυψη των γεγονότων στη Συρία, χρησιμοποιώντας τεχνικές όπως το Solutions Journalism (Αποκριτική Δημοσιογραφία) και τη δημιουργία πολυμεσικού περιεχομένου, στοχεύοντας στην ενεργοποίηση του κοινού.
Ταυτόχρονα, το Rozana Radio και άλλα τρια ανεξάρτητα συριακά Μέσα – Al-Jumhuriya, Arta και Enab Baladi – δημιούργησαν ένα δημοσιογραφικό κονσόρτιουμ με σκοπό «να εξασφαλίσουν περισσότερη χρηματοδότηση, να μειώσουν τα έξοδα και να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους».
Η Zaina Erhaim εστιάζει στη συριακή δημοσιογραφική κοινότητα και στην ισχυροποίηση των δεσμών με τους ανεξάρτητους συναδέλφους τους, που βρίσκονται στην εξορία. Όπως λέει, τους τελευταίους μήνες, πολλοί Σύριοι δημοσιογράφοι «ξαναβρήκαν τη φωνή τους» και «αποκάλυψαν επιτέλους την ταυτότητά τους μετά από χρόνια που κρύβονταν πίσω από ψευδώνυμα».
Το δημοσιογραφικό τοπίο παραμένει θολό, ωστόσο, ο Bassiki είναι αισιόδοξος.
«Από τις 8 Δεκεμβρίου και μετά, παρακολουθούμε τα λόγια τους. Συνεχίζουν να λένε ότι υποστηρίζουν τα ελεύθερα και ανεξάρτητα Μέσα Ενημέρωσης. Έτσι, πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής, σε μια περίοδο μετάβασης. Θα χρειαστεί χρόνος για τη θέσπιση νόμων και κανονισμών για την προστασία των δημοσιογράφων και της συριακής δημοσιογραφίας».