Ο δικηγόρος Ιωάννης Λαμπρόπουλος* γράφει για ένα από τα εργαλεία της σύγχρονης δημοσιογραφίας.
Zούμε σε έναν κόσμο γεμάτο από δεδομένα. Όλοι μας, καθημερινά, εκουσίως ή ακουσίως, δημιουργούμε διαρκώς δεδομένα. Παράλληλα, οι ζωές μας επηρεάζονται από δεδομένα που έχουν παραχθεί ή παράγονται από πλείστες πηγές.
Κάθε δεδομένο έχει από μόνο του αξία –μικρή ή μεγάλη–, η οποία πολλαπλασιάζεται, όταν συνδυαστεί με άλλα δεδομένα. Το ποιοτικό και το ποσοτικό μέγεθος του πολλαπλασιασμού της αξίας εξαρτάται από την ικανότητα, την επινοητικότητα ή και τη φαντασία του δημιουργού μιας βάσης δεδομένων, ο οποίος αντλεί δεδομένα είτε πρωτογενώς από τις πηγές τους είτε από άλλες βάσεις δεδομένων που προϋπάρχουν.
Σήμερα, έχοντας ήδη διανύσει σχεδόν δύο δεκαετίες στον νέο κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται και αναδιαμορφώνεται στο πλαίσιο της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, με την επιστήμη της πληροφορικής να έχει διαδοθεί στην ανθρωπότητα περισσότερο από ποτέ, παράγονται διαρκώς όλο και περισσότερα δεδομένα στα οποία έχουν πρόσβαση όλο και περισσότεροι άνθρωποι. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία μάς δίνει τη δυνατότητα, πιο εύκολα από ποτέ, να συλλέξουμε τα δεδομένα αυτά, να τα επεξεργαστούμε και να τα αξιοποιήσουμε ποικιλοτρόπως.
Στην κορυφή αυτού του κύματος βρίσκεται και ο κόσμος της δημοσιογραφίας, ατενίζοντας νέους ορίζοντες με παρθένα και εύφορα εδάφη, γεμάτα από πρωτογενές δημοσιογραφικό υλικό, που αναμένουν να εξερευνηθούν.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, χρήσιμο είναι οι ερευνητές να έχουν τουλάχιστον μια στοιχειώδη γενική εικόνα του νομικού πλαισίου που αφορά στις βάσεις δεδομένων1.
Ως βάση δεδομένων νοείται η συλλογή έργων, δεδομένων ή άλλων ανεξάρτητων στοιχείων, διευθετημένων κατά συστηματικό ή μεθοδικό τρόπο και ατομικώς προσιτών με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο.
Μια βάση δεδομένων δύναται: α) να αποτελεί, ως πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα, αντικείμενο προστασίας από τις διατάξεις περί πνευματικών δικαιωμάτων ή/και β) να θεμελιώσει ένα ιδιόρρυθμο (sui generis), ειδικής φύσεως, περιουσιακό δικαίωμα για τον κατασκευαστή της (maker).
Ανεξαρτήτως εάν μια βάση δεδομένων διαθέτει τα χαρακτηριστικά, ώστε να κριθεί πρωτότυπο πνευματικό έργο άξιο αντίστοιχης προστασίας, ο νομοθέτης αναγνωρίζει υπό προϋποθέσεις σε αυτόν που τη συγκρότησε ένα sui generis περιουσιακό δικαίωμα. Κριτήριο για την αναγνώρισή του είναι εάν για την κατασκευή της απαιτήθηκε ουσιώδης ποιοτική ή ποσοτική επένδυση.
Οποιαδήποτε βάση δεδομένων μπορεί να θεωρηθεί πρωτότυπη, εφόσον κάτω από παρόμοιες συνθήκες, κάποιος άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει μια όμοια βάση δεδομένων ή εάν μια βάση παρουσιάζει μια ατομική ιδιομορφία ή ένα ελάχιστο όριο διακριτού και ξεχωριστού δημιουργικού ύφους με τρόπο ώστε να ξεχωρίζει και να διαφοροποιείται από έργα της καθημερινότητας ή από άλλα παρεμφερή έργα. Με απλά λόγια, αυτό που έχει αξία και προστατεύεται είναι η βάση δεδομένων ως πρωτότυπη μέθοδος συλλογής και κατάστρωσεως πληροφοριών. Το περιεχόμενό της και ο τρόπος συλλογής του, για τον σκοπό της αξιολόγησης της πρωτοτυπίας της, είναι νομικά αδιάφορα. Τα επιμέρους πνευματικά έργα που περιλαμβάνονται στο περιεχόμενο της βάσης, εάν δεν αποτελούν πράγματα κοινής χρήσης, δύνανται να προστατεύονται αυτοτελώς. Σε αυτήν την περίπτωση, ο δημιουργός της δύναται να απολαμβάνει, να καρπώνεται και να διαθέτει κατά την ελεύθερη βούλησή του το σύνολο των πνευματικών δικαιωμάτων επ’ αυτής.
Ανεξαρτήτως εάν μια βάση δεδομένων διαθέτει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, ώστε να κριθεί πρωτότυπο πνευματικό έργο άξιο αντίστοιχης προστασίας, ο νομοθέτης αναγνωρίζει υπό προϋποθέσεις σε αυτόν που τη συγκρότησε (τον κατασκευστή/ maker) ένα sui generis περιουσιακό δικαίωμα. Αντικείμενο του δικαιώματος αυτού είναι η κατάταξη, η διευθέτηση και η εν γένει οργάνωση των δεδομένων που τη συγκροτούν. Κριτήριο για την αναγνώριση αυτού του sui generis δικαιώματος είναι το εάν για την κατασκευή της απαιτήθηκε ουσιώδης ποιοτική ή ποσοτική επένδυση. Συνεπώς, αξιολογείται εάν ο κατασκευαστής μιας βάσης δεδομένων ανέλαβε ένα ικανό κόστος και υπεβλήθη σε οικονομικής φύσης θυσίες για την κατασκευή της. Αυτό το sui generis δικαίωμα είναι θεμελιωμένο στη βασική αρχή του αγγλοσαξωνικού δικαίου «sweat of the brοw» που διαθέτει βαθιές φιλοσοφικές ρίζες. Η έκταση του δικαιώματος περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα του κατασκευαστή να εξάγει ή/και να επαναχρησιμοποιεί το σύνολο ή ουσιώδες μέρος του περιεχομένου της βάσης. Ως προς το περιεχόμενο, το ιδιόρρυθμο δικαίωμα του κατασκευαστή βάσης δεδομένων δεν συνιστά πνευματική ιδιοκτησία, ούτε εντάσσεται στην κατηγορία των συγγενικών δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια δεν περιέχει ηθικές εξουσίες, αλλά αποτελεί αποκλειστικά και μόνο περιουσιακής φύσεως δικαίωμα και μάλιστα περιορισμένο στις εξουσίες της εξαγωγής και επαναχρησιμοποίησης.
Παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από τη θέσπιση του νομικού πλαισίου σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα επί βάσεων δεδομένων, η αντίστοιχη νομολογία παραμένει γλίσχρη. Το γεγονός αυτό ενδεχομένως δύναται να ερμηνευθεί ως δείγμα αυτορρύθμισης της κοινωνίας της πληροφορίας προς την κατεύθυνση της διαρκούς προόδου και ανάπτυξης.
Στην πράξη, είναι αρκετά σύνηθες μια βάση δεδομένων να τυγχάνει άξια διττής προστασίας, ήτοι και ως μέθοδος συλλογής δεδομένων να αποτελεί πρωτότυπη πνευματική δημιουργία και παράλληλα ως συλλογή δεδομένων να εξασφαλίζει στον κατασκευαστή της το κατά τα ανωτέρω sui generis περιουσιακό δικαίωμα.
Τέλος, σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση, τα υποκείμενα όλων των ανωτέρω δικαιωμάτων, δύνανται, πάντα στο πλαίσιο του νόμου, να διαθέσουν ελεύθερα τα περιουσιακά δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται, επιτρέποντας υπό προϋποθέσεις τον περαιτέρω διαμοιρασμό και επεξεργασία των βάσεων δεδομένων.
Παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη περάσει πάνω από δύο δεκαετίες από τη θέσπιση του νομικού πλαισίου σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα επί βάσεων δεδομένων, η αντίστοιχη νομολογία των ευρωπαϊκών αλλά και των ημεδαπών δικαστηρίων παραμένει γλίσχρη. Το γεγονός αυτό, δεδομένης της τεράστιας σημασίας τους για την επιστήμη, την τεχνολογία, ακόμα και για την καθημερινή ζωή όλων μας, ενδεχομένως δύναται να ερμηνευθεί ως δείγμα αυτορρύθμισης της κοινωνίας της πληροφορίας προς την κατεύθυνση της διαρκούς προόδου και ανάπτυξης.
1Η προστασία των βάσεων δεδομένων εισήχθη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την ψήφιση της Οδηγίας 96/9/ΕΟΚ. Το περιεχόμενο της Οδηγίας ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη με τον Ν.2819/2000, ο οποίος τροποποίησε αντιστοίχως τα άρθρα 2, 3 και 4 του προϋπάρχοντος Ν.2121/1993 και προσέθεσε το άρθρο 45Α.
*Ο Ιωάννης Λαμπρόπουλος είναι δικηγόρος και διαχειριστής εταίρος στη δικηγορική εταιρεία «Phi Lambda Law Firm».
Τα ανωτέρω αποτελούν μια συνοπτική περιγραφή ορισμένων εκφάνσεων του εξειδικευμένου ζητήματος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί βάσεων δεδομένων υπό το πρίσμα της ελληνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν νομικές συμβουλές και δεν δεσμεύουν το iMEdD ή τη δικηγορική εταιρεία.