Crisis Reporting Resource

4. Μιανμάρ: Εμφύλιος και Δημοκρατία στη Νοτιοανατολική Ασία 

Με την προσοχή στραμμένη στους πολέμους στη Γάζα και την Ουκρανία, συγκρούσεις όπως αυτή στη Μιανμάρ συχνά περνούν «κάτω από τα ραντάρ» της διεθνούς επικαιρότητας. Το τέταρτο κείμενο της σειράς «Οι 10 κρίσεις του 2024» από το iMEdD, εξηγεί συνοπτικά την εμφύλια σύγκρουση που μαίνεται εδώ και τρία χρόνια και θεωρείται η βιαιότερη στον πλανήτη, έχοντας οδηγήσει τη χώρα της ΝΑ Ασίας στην πρώτη θέση του δείκτη εγκληματικότητας διεθνώς. 

Πού βρίσκεται η Μιανμάρ; 

Η Μιανμάρ βρίσκεται στη Νοτιοανατολική Ασία και αποτελεί «γέφυρα» ανάμεσα σε Ινδία και Κίνα. Πέρα από αυτές τις δύο, συνορεύει με το Μπαγκλαντές, το Λάος και την Ταϊλάνδη. Έχει πληθυσμό περίπου 55 εκατομμύρια, το 69% του οποίου ανήκει στη Βιρμανική φυλή. Εθνοτικές ομάδες, όπως οι Σαν, οι Κάρεν, οι Ρακχίν και άλλες αποτελούν μικρότερα ποσοστά του πληθυσμού. Συνολικά υπολογίζεται ότι στη χώρα ζουν άνθρωποι που ανήκουν σε τουλάχιστον 135 διαφορετικές εθνοτικές ομάδες.

Ποια είναι η ιστορία της χώρας; 

Το 1948, η Μιανμάρ απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία. Το 1962, εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα και έκτοτε η χώρα βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης. Το 1988 ιδρύθηκε ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία (National League for Democracy / NLD) από την Αούνγκ Σαν Σου Κι – της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1991. Υπό την πίεση ενός κύματος δημοκρατικών διαδηλώσεων και της διεθνούς κοινότητας, το 1990 το στρατιωτικό καθεστώς προκήρυξε εκλογές, τις οποίες κέρδισε το NLD. Ο στρατός, όμως, δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα και έθεσε την Αούνγκ Σαν Σου Κι σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Το νέο κύμα δημοκρατικών διαδηλώσεων που ξεκίνησε το 2007, οδήγησε σε δημοψήφισμα για την αλλαγή του Συντάγματος και σε εκλογές το 2010, τις οποίες κέρδισε ένα φιλο-καθεστωτικό κόμμα, με το NLD να μποϊκοτάρει την εκλογική διαδικασία. Το 2015 το NLD κέρδισε τελικά τις εκλογές και δημιουργήθηκε μια πολιτική κυβέρνηση, ο στρατός όμως διατήρησε τα νευραλγικά κέντρα εξουσίας.

Την περίοδο 2016-2017 ξεκίνησε ένα κύμα βίας κατά του μουσουλμανικού, μειονοτικού πληθυσμού των Ροχίνγκια, κάτι που οδήγησε στον εκτοπισμό περισσότερων από 730.000 ανθρώπων και χαρακτηρίστηκε από τις ΗΠΑ και ευρωπαϊκά κράτη ως γενοκτονία. Η Αούνγκ Σαν Σου Κι, σε δηλώσεις της αρνήθηκε τη γενοκτονία εις βάρος των Ροχίνγκια. Το 2020, το NLD κέρδισε εκ νέου τις εκλογές, ενώ ο στρατός έκανε λόγο για νοθεία και τελικά την 1η Φεβρουαρίου του 2021 κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα, πυροδοτώντας τη σύγκρουση που μαστίζει έως σήμερα τη χώρα.  

Πώς ξεκίνησε η σύγκρουση; 

Όταν ο στρατός κατέλαβε την εξουσία, το 2021, φυλάκισε όλο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ανάμεσά τους και την Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία τέθηκε – και πάλι – σε κατ’ οίκον περιορισμό. Οι ειρηνικές διαδηλώσεις κατά της χούντας, σύντομα μετατράπηκαν σε ένοπλες συγκρούσεις και οδήγησαν στη δημιουργία πολιτοφυλακών, όταν το καθεστώς αποφάσισε τη βίαια καταστολή τους. Όσοι γλύτωσαν, σχημάτισαν την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (National Unity Government) και τις ένοπλες ομάδες της, τις Δυνάμεις Λαϊκής Άμυνας (People’s Defense Forces / PDF), οι οποίες ιδρύθηκαν στις 5 Μάϊου 2021 και αποτελούνται από εκατοντάδες μικρές πολιτοφυλακές. 

Ποιοι πολεμούν στη Μιανμάρ; 

Από τη μία πλευρά είναι ο στρατός της Μιανμάρ, με την υποστήριξη κάποιων πολιτοφυλακών και ένοπλων μη – κρατικών ομάδων. Από την άλλη, οι αντικαθεστωτικές πολιτοφυλακές που σχηματίστηκαν μετά το πραξικόπημα του 2021, με βασικές τις PDF, και έχουν συμμαχήσει με προϋπάρχουσες ένοπλες εθνοτικές ομάδες, οι οποίες μάχονταν κατά της κεντρικής κυβέρνησης εδώ και δεκαετίες και ήλεγχαν μικρές περιοχές της χώρας. Υπάρχουν αναφορές ότι η Κίνα και η Ρωσία στέλνουν όπλα και βαρύ στρατιωτικό εξοπλισμό στον στρατό της Μιανμάρ. Από την άλλη, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τις αντιστασιακές ομάδες επισήμως με μη-στρατιωτικό εξοπλισμό. 

Ποια είναι η σημερινή κατάσταση; 

Από τον περασμένο Οκτώβριο, οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις έχουν ξεκινήσει ένα κύμα επιθέσεων, με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση 1027», που οδήγησε στην κατάκτηση σημαντικών πόλεων και στρατιωτικών βάσεων, με αποτέλεσμα να ελέγχουν περισσότερη από τη μισή επικράτεια. Από την άλλη, το καθεστώς φαίνεται να διατηρεί υπό τον έλεγχό του το κεντρικό κομμάτι της χώρας. Σύμφωνα με αναφορές ειδικών αναλυτών, οι επιθέσεις του τελευταίου εξαμήνου ίσως είναι σημείο καμπής στον πόλεμο.

Ο OCHA, στην ενημέρωση του Απριλίου 2024 για την ανθρωπιστική κατάσταση στη χώρα, ανέφερε πως η Μιανμάρ βρίσκεται «εν μέσω μιας εντεινόμενης ανθρωπιστικής κρίσης», με 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους να θεωρούνται εκτοπισμένοι λόγω των συγκρούσεων από το Φεβρουάριο του 2021, ενώ άλλοι 50.000 έχουν σκοτωθεί, εκ των οποίων τουλάχιστον 8.000 άμαχοι πολίτες.

Σύμφωνα με το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα, το 2023 η Μιανμάρ ξεπέρασε το Αφγανιστάν και βρέθηκε στην πρώτη θέση της παγκόσμιας παραγωγής οπίου. Η αναφορά του Γραφείου εξηγεί πως η εν εξελίξει σύγκρουση είναι η αιτία της στροφής των αγροτών στην παράνομη οικονομία. Πέρα από τα ναρκωτικά, η χώρα φέρεται να είναι «παράδεισος» για το κυβερνοέγκλημα, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη διακίνηση ανθρώπων.

Αναλύσεις προβλέπουν ότι το 2024 θα είναι σημείο καμπής σε αυτόν τον εμφύλιο της Νοτιοανατολικής Ασίας. Παρά τις πρόσφατες νίκες των ανταρτών, όμως, ο Ειδικός Εισηγητής του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Μιανμάρ, Τομ Άντριους, προειδοποίησε πρόσφατα σε δηλώσεις του πως, «Αν και τραυματισμένη και απελπισμένη, η στρατιωτική Χούντα στη Μιανμάρ παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη».  

Διαβάστε όλα τα Explainer κείμενα της σειράς «Οι 10 Κρίσεις του 2024» εδώ.