Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύθηκε από τo The Conversation με άδεια Creative Commons. Διαβάστε το αρχικό άρθρο.
Ποιος θα ήθελε να είναι δημοσιογράφος που καλύπτει τη σύγκρουση στη Γάζα; Φαίνεται ότι κάθε μέρα βγαίνει στην επιφάνεια μια νέα κατηγορία για μεροληψία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ζωντανό ρεπορτάζ ενέχει κινδύνους για εικασίες, λάθη και παγίδες παραπληροφόρησης για τους απρόσεκτους. Αν συνυπολογίσουμε σ’ αυτό και το γεγονός ότι μιλάμε για τον πιο εκρηκτικό συνδυασμό τοποθεσίας και χρονικής συγκυρίας στον κόσμο, τότε οι κατηγορίες για μεροληψία πέφτουν βροχή. Από την άλλη πλευρά, ο Phil Chetwynd, γενικός διευθυντής ειδήσεων του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP) λέει: «Η δουλειά μας δεν ήταν ποτέ πιο σημαντική».
Σε αυτή τη σύγκρουση, το μεγαλύτερο μέρος των επικίνδυνων ρεπορτάζ έγινε από Παλαιστίνιους δημοσιογράφους που ζουν στη Γάζα, ενώ οι ξένοι ανταποκριτές περιορίστηκαν στην κάλυψη από το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη. Μέχρι σήμερα, 40 δημοσιογράφοι φέρονται να έχουν σκοτωθεί στις μάχες, 35 από αυτούς Παλαιστίνιοι.
Ο Jon Donnison, ανταποκριτής του BBC, κατηγορήθηκε για μεροληψία ενάντια στο Ισραήλ κατά το ρεπορτάζ του αμέσως μετά την έκρηξη στο νοσοκομείο Αλ-Αχλί στις 17 Οκτωβρίου. Ο Donnison δήλωσε ότι ο ισραηλινός στρατός κλήθηκε να σχολιάσει και ότι εξακολουθεί να διεξάγει έρευνα: «Αλλά είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο, πέρα από μια ισραηλινή αεροπορική επιδρομή ή πολλές αεροπορικές επιδρομές, δεδομένου του μεγέθους της έκρηξης».
Μετά τη διάψευση του Ισραήλ, ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του BBC News Jonathan Munro δήλωσε ότι «η γλώσσα δεν ήταν απόλυτα σωστή», αλλά ότι «σε καμία περίπτωση δεν είπαμε ότι το γεγονός προκλήθηκε από τους Ισραηλινούς».
Το BBC δέχθηκε επίσης πυρά επειδή δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «τρομοκράτες» για να περιγράψει τους μαχητές της Χαμάς. Αυτή η μακρόχρονη παράδοση του BBC να μη χαρακτηρίζει τη μία ή την άλλη πλευρά σε μια σύγκρουση ως τρομοκράτες, έχει καταδικαστεί από ορισμένα μέσα ενημέρωσης και το Γουέστμινστερ, αλλά έχει υποστηριχθεί σθεναρά από βετεράνους ανταποκριτές, συμπεριλαμβανομένου του John Simpson:
Δεν παίρνουμε το μέρος κανενός. Δεν χρησιμοποιούμε βαρύγδουπες λέξεις όπως «κακός» ή «δειλός». Δεν μιλάμε για «τρομοκράτες». Και δεν είμαστε οι μόνοι που ακολουθούμε αυτή τη γραμμή. Ορισμένοι από τους πιο αξιοσέβαστους ειδησεογραφικούς οργανισμούς παγκοσμίως έχουν ακριβώς την ίδια πολιτική.
Ενσωμάτωση με τους αντιπάλους
Έναν μήνα μετά τις επιθέσεις της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, αρκετοί από αυτούς τους αξιοσέβαστους ειδησεογραφικούς οργανισμούς δέχθηκαν επίσης επιθέσεις επειδή θεωρήθηκε ότι βρέθηκαν ύποπτα γρήγορα σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Ο φιλοϊσραηλινός ιστότοπος Honest Reporting με έδρα τις ΗΠΑ κατονόμασε τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς The New York Times, CNN, AP και Reuters. Όλοι έχουν αρνηθεί κατηγορηματικά τις κατηγορίες.
Το AFP, το οποίο επίσης κατηγορήθηκε αργότερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι βρέθηκε ύποπτα γρήγορα στις τοποθεσίες όπου πραγματοποιήθηκαν οι επιθέσεις, αρνήθηκε ότι είχε κατά κάποιο τρόπο «ενσωματωθεί» στη Χαμάς. Ο Phil Chetwynd του AFP απείλησε με πιθανή νομική προσφυγή για δυσφήμιση, λέγοντας για τους φωτογράφους του στη Γάζα:
Ξύπνησαν από τον ήχο του πυροβολικού και των πυραύλων και κατευθύνθηκαν προς τον φράχτη ανάμεσα στη Γάζα και στο Ισραήλ. Κάθε ένας από αυτούς έφερε σαφή διακριτικά ως δημοσιογράφος, στο κράνος και στο αλεξίσφαιρο γιλέκο του. Οι πρώτες φωτογραφίες κοντά στον φράχτη της Γάζας τραβήχτηκαν πάνω από μία ώρα μετά την έναρξη της επίθεσης … Καλύψαμε το γεγονός, καθώς θα καλύπταμε οποιαδήποτε σημαντική είδηση.
«Νεκρός» ή «Σκοτωμένος»; Μια διεξοδικότερη ματιά στη μεροληψία των MME στην κάλυψη της σύγκρουσης Ισραήλ-Παλαιστίνης
Παρ’ όλα αυτά, μετά το συμβάν τόσο το AP όσο και το CNN «διέκοψαν τις σχέσεις τους» με έναν «ανεξάρτητο δημοσιογράφο» ονόματι Hassan Eslayeh, ο οποίος βρισκόταν στον τόπο του μακελειού και δεν φορούσε δημοσιογραφικό γιλέκο.
Μια φωτογραφία αυτού του άνδρα σε εναγκαλισμό με τον ηγέτη της Χαμάς Yahia Sinwar κυκλοφόρησε σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Η διευθύντρια δημοσιογραφικών σχέσεων του AP, Lauren Easton, δήλωσε: «Δεν συνεργαζόμαστε πλέον με τον Hassan Eslayeh, ο οποίος δούλευε περιστασιακά, ως ελεύθερος επαγγελματίας για το AP και άλλους ειδησεογραφικούς οργανισμούς στη Γάζα».
Ένα άλλο είδος «ενσωμάτωσης» έχει επίσης αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου, μετά τη δημοσιογραφική αποστολή με τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) στη Γάζα στις 9 Νοεμβρίου. Σε αυτήν την αποστολή συμμετείχαν δημοσιογράφοι από το CNN, την Daily Mail και το BBC (που έστειλε τον Jeremy Bowen). Κατόπιν ακολούθησε το Channel 4 News.
Η απόφαση αυτή επικρίθηκε έντονα στο «Χ», με τον Rohan Talbot, διευθυντή προώθησης και καμπάνιας της οργάνωσης Ιατρική Βοήθεια για τους Παλαιστίνιους, να λέει ότι αυτό ισοδυναμεί με κορυφαίους δημοσιογράφους που «ενεργούν ουσιαστικά ως στενογράφοι για τη μηχανή στρατιωτικών επικοινωνιών του Ισραήλ».
Όταν το έθεσα αυτό στον Bowen το Σαββατοκύριακο, μου απάντησε: «Ανοησίες. Το ζήτημα είναι τι θα κάνεις με το υλικό και πώς αντιμετωπίζεις την επιχειρηματολογία τους. Είναι επίσης σημαντικό να δοθεί στο κείμενο ένα πλαίσιο. Είχαμε μια επιλογή να κάνουμε –να μείνουμε έξω από τη Γάζα ή να δεχτούμε κάποιους περιορισμούς με αντάλλαγμα την πρόσβαση». Ενώ οι IDF έλεγξαν το βίντεο για να βεβαιωθούν ότι δεν αποκαλύπτονται στρατιωτικές επιχειρησιακές λεπτομέρειες, ούτε το BBC ούτε το Channel 4 News υποχρεώθηκαν να δείξουν εκ των προτέρων τα κείμενά τους.
Διαχρονική πρακτική
Αυτού του είδους οι πρακτικές ενσωμάτωσης είναι συνηθισμένες όταν καλύπτουμε πολέμους. Από τον πόλεμο των Μπόερς μέχρι τους πολέμους του Κόλπου το 1991 και το 2003, διεθνείς δημοσιογράφοι και φωτογράφοι ενσωματώθηκαν στα στρατεύματα και το υλικό τους λογοκρίθηκε εάν ήταν πιθανό να προδώσει επιχειρησιακές πληροφορίες, αλλά ενίοτε και εάν παρουσίαζε τα στρατεύματα υπό αρνητικό πρίσμα.
Το ζήτημα των «δεοντολογικών προβληματισμών» τίθεται συχνότερα όταν πρόκειται να ενσωματωθεί κανείς με τους αντιπάλους μιας χώρας σε έναν πόλεμο ή να πάρει συνέντευξη από αυτούς που θεωρούνται «εχθροί». Σύμφωνα με την Christina Lamb, κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Virginia Cowles θεωρήθηκε «ιδιαίτερα ύποπτη» από τους συναδέλφους της, δημοσιογράφους Ernest Hemingway και Martha Gellhorn επειδή πήρε συνεντεύξεις από ηγέτες και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Η ιστορία των μέσων ενημέρωσης είναι γεμάτη από περιπτώσεις δημοσιογράφων, φωτογράφων και εικονοληπτών που κάλυπταν την άλλη πλευρά. Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ινδοκίνα τη δεκαετία του 1960, ο εικονολήπτης της Visnews, Neil Davies κατέγραφε πλάνα από την πλευρά του Νότιου Βιετνάμ και αργότερα από την πλευρά των Βιετκόνγκ. Στη δεκαετία του 1980, ο Sandy Gall του ITN συνεργαζόταν τακτικά με την αφγανική Βόρεια Συμμαχία, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου το 1991, η ομάδα του CNN επικρίθηκε επειδή παρέμεινε πίσω από τις εχθρικές γραμμές κατά τη διάρκεια των συμμαχικών βομβαρδισμών της Βαγδάτης.
Ενώ οι εταιρείες μέσων ενημέρωσης μπορούν να πραγματοποιούν συνεδριάσεις για να εξετάσουν τις δεοντολογικές επιπτώσεις των αποφάσεων για ενσωμάτωση, το πρόβλημα σήμερα είναι πώς θα μάθουμε κάτι ουσιαστικό για τη δραστηριότητα και τις διασυνδέσεις των πολλών ελεύθερων επαγγελματιών που συχνά αντικαθιστούν πλέον τους μόνιμους υπαλλήλους στην πρώτη γραμμή.
Author: Colleen Murrell, Full Professor in Journalism, Dublin City University