Σκέψεις διαφορετικών προσωπικοτήτων της δημοσιογράφιας για το τοπίο της ενημέρωσης το 2025 από το Nieman Journalism Lab.
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε από το Nieman Journalism Lab και αναδημοσιεύεται από το iMEdD κατόπιν άδειας. Η αναδημοσίευση απαιτεί άδεια από τον εκδότη. Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο εδώ.
Στις παραδοσιακές αίθουσες σύνταξης, αυτοί που κάνουν κουμάντο τείνουν να είναι οι πολιτικοί συντάκτες. Ακόμα και ελλείψει στατιστικών στοιχείων, είναι ένα ασφαλές στοίχημα ότι η πλειονότητα των αρχισυντακτών κάλυπτε πολιτικά θέματα προτού αναλάβει την υψηλότερη θέση. Αυτό το γεγονός έχει διαμορφώσει σχεδόν το σύνολο της δημοσιογραφίας. Το είδος της κάλυψης που εστιάζει στο «αυτός είπε, αυτή είπε», το οποίο αποτελεί μεγάλο μέρος του πολιτικού ρεπορτάζ, έχει διεισδύσει και σε άλλα θεματικά πεδία. Η προσπάθεια να δοθεί φωνή στα αντίπαλα μέρη οδήγησε στη λεγόμενη «δημοσιογραφία και των δύο πλευρών», η οποία λειτουργεί με την υπόθεση ότι στην αγορά ιδεών και απόψεων θα επιβιώσουν εκείνες που εξυπηρετούν καλύτερα τον λαό.
Αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν ήδη αποδείξει ότι αυτό το είδος δημοσιογραφίας δεν είναι βιώσιμο. Πρώτα απ’ όλα, δεν εξυπηρετεί σωστά την ανθρωπότητα στην περίπτωση άμεσων και σοβαρών απειλών όπως η κλιματική αλλαγή ή οι επιθέσεις κατά των δημοκρατικών θεσμών, όπου η αμφίπλευρη στάση δεν αποτελεί επιλογή. Επίσης, οι στατιστικές των ειδήσεων έχουν δείξει ξανά και ξανά ότι το κοινό τείνει να αποστρέφεται το ειδησεογραφικό περιεχόμενο που απλώς ενισχύει τις απόψεις και τις προθέσεις των υπευθύνων λήψης αποφάσεων χωρίς να τις συνδέει με τη ζωή των ανθρώπων. Η αποφυγή των ειδήσεων είναι πραγματική και αυξάνεται.
Το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του 2024 και η άνοδος των εξτρεμιστών με αυταρχικές τάσεις σε άλλες δημοκρατίες θα έπρεπε να έχουν λειτουργήσει ως το τελευταίο εγερτήριο κάλεσμα για την πολιτική δημοσιογραφία. Τι γίνεται αν το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης εγκαλούν όσους δεν σέβονται τη δημοκρατία και τους θεσμούς της, δεν αποτρέπει τους πολίτες από το να ψηφίζουν ακριβώς αυτούς τους πολιτικούς; Τι γίνεται αν η δημοσιοποίηση ρατσιστικών, μισογυνικών, απάνθρωπων απόψεων και σχολίων έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που οι περισσότεροι δημοσιογράφοι επιδιώκουν –κανονικοποιώντας την προπαγάνδα και κάνοντας πολιτικούς υποψηφίους να φαίνονται μέχρι και ενδιαφέροντες; Και τι γίνεται αν οι αίθουσες σύνταξης που διαμαρτύρονται για την πολιτική πόλωση έχουν συμβάλει και οι ίδιες σε αυτήν; Η πόλωση υπήρξε τελικά ένα επιτυχημένο επιχειρηματικό μοντέλο για τη δημοσιογραφία. Αυτά είναι δύσκολα ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις.
Αν θέλουν να παραμείνουν στην υπηρεσία του κοινού, οι αίθουσες σύνταξης θα πρέπει να επικεντρωθούν περισσότερο στη μελέτη του αντίκτυπου της πολιτικής τους δημοσιογραφίας και να σκεφτούν τις συνέπειες. Διαφορετικά, θα συνεχίσουν να μιλάνε στον βρόντο και να αποτυγχάνουν στην αποστολή τους να ενημερώνουν τους ανθρώπους για τους πραγματικούς κινδύνους που απειλούν τον βιοπορισμό τους. Αν και δεν υπάρχει μια εύκολη συνταγή για την αποδιοργάνωση και τον επαναπροσδιορισμό της πολιτικής δημοσιογραφίας, ορισμένα από τα ακόλουθα συστατικά θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη μιας στρατηγικής και στη βελτίωση του αποτελέσματος:
Πρώτον, μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Υπάρχει πληθώρα ερευνών και στοιχείων για το πώς λειτουργεί η προπαγάνδα, πώς οι έχοντες ή οι διεκδικούντες την εξουσία χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης για να την ενισχύσουν και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σε αυτήν. Αν οι δημοσιογράφοι δεν θέλουν να γίνουν εργαλεία στα χέρια εκείνων που είναι έτοιμοι να καταργήσουν την ελευθερία του Τύπου και να διαβρώσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς, καλύτερα να εξοικειωθούν με αυτούς τους μηχανισμούς. Οι γνώσεις από την ψυχολογία της επικοινωνίας και της συμπεριφοράς θα πρέπει να αποτελούν μέρος όλης της δημοσιογραφικής εκπαίδευσης και να διαμορφώνουν τις συζητήσεις στην αίθουσα σύνταξης. Έχει καταστεί προφανές ότι αξίες και συναισθήματα όπως το αίσθημα δικαιοσύνης, η υπερηφάνεια, η ντροπή και ο φόβος διαμορφώνουν τις εκλογικές αποφάσεις των ανθρώπων συχνά περισσότερο απ’ ό,τι υποδηλώνει η θεωρία της ορθολογικής επιλογής. Οι αίθουσες σύνταξης πρέπει να το λάβουν αυτό υπόψιν.
Δεύτερον, κυνήγι των δεδομένων, όχι μόνο των δηλώσεων. Για τους πολιτικούς συντάκτες, οι δηλώσεις αποτελούν δεδομένα, για τους άλλους ανθρώπους όχι και τόσο. Δικαιούνται να γνωρίζουν τι συνέβη και όχι τι λέει κάποιος ότι θα ήθελε να δει να συμβαίνει ή ότι σκοπεύει να κάνει μόλις βρεθεί στην εξουσία. Η δημοσιογραφία δεδομένων –που βελτιώνεται όλο και περισσότερο από τις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης– παρέχει πολλές ευκαιρίες για να περιγράψει εικόνες του πραγματικού κόσμου αντί για τον κόσμο των προθέσεων και των δηλώσεων. Η πολιτική δημοσιογραφία μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα όταν ο κόσμος βλέπει πώς απέδωσαν πραγματικά οι πολιτικοί σε περιβάλλοντα όπου ήταν υπεύθυνοι. Περιττό να πούμε ότι η δημοσιογραφία δεδομένων πρέπει να γίνει πιο ελκυστική για να προσελκύσει ποικίλα ακροατήρια.
Τρίτον, σύνδεση της κάλυψης με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Οι πολιτικοί έχουν μια ατζέντα και οι δημοσιογράφοι συχνά επηρεάζονται από αυτήν· οι πολίτες είναι πιθανό να έχουν διαφορετικές ατζέντες. Οι αναλυτές μπορεί να έμειναν άναυδοι από το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δεν αναγνώρισαν στην κυβέρνηση Biden την ισχυρή πορεία της αμερικανικής οικονομίας, αλλά προφανώς το μόνο που είδαν πολλοί άνθρωποι πριν ψηφίσουν ήταν το αυξανόμενο κόστος ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι νοιάζονται πολύ για ζητήματα όπως η στέγαση, η προσωπική ασφάλεια, η εκπαίδευση των παιδιών τους, η υγεία και η φροντίδα των ηλικιωμένων συγγενών τους. Μόνο που τα περισσότερα από αυτά τα ζητήματα συνδέονται με το άμεσο περιβάλλον των πολιτών, τις κοινότητές τους. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι τοπικές ειδήσεις βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των ενδιαφερόντων όλων των ηλικιακών ομάδων, όταν τους ζητείται να αναφέρουν τις δημοσιογραφικές τους προτιμήσεις, όπως αποκάλυψε η έκθεση 2024 Digital News Report. Όμως, με τη μείωση των επενδύσεων στην τοπική δημοσιογραφία, πολλά από αυτά τα ζητήματα δεν καλύπτονται επαρκώς τα τελευταία χρόνια. Έχει προκύψει μια αποσύνδεση ανάμεσα στην πολιτική δημοσιογραφία και στη ζωή των ανθρώπων και αυτό πρέπει να διορθωθεί.
Τέταρτον, επιλογή των κατάλληλων φορμά. Οι σύγχρονες αίθουσες σύνταξης απευθύνονται σε διαφορετικά ακροατήρια με διαφορετικά φορμά στις πλατφόρμες που χρησιμοποιούν αυτά τα ακροατήρια. Η πολιτική δημοσιογραφία εξακολουθεί να επικεντρώνεται υπερβολικά στο κοινό που παραδοσιακά υπηρετούσε. Αυτό συχνά αποτελείται από πολύ μορφωμένες κοινωνικές ομάδες και υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων. Αν οι αίθουσες σύνταξης θέλουν πραγματικά να προσεγγίσουν ανθρώπους πέρα από την κοινότητα των ομοϊδεατών καταναλωτών ειδήσεων, πρέπει να διερευνήσουν πώς μπορούν να προσελκύσουν αυτά τα κοινά. Υπάρχουν μεγάλες ελπίδες στον κλάδο ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει στο να γίνει η δημοσιογραφία πιο ελκυστική και χωρίς αποκλεισμούς, υπερβαίνοντας τα φορμά –μετατρέποντας το περιεχόμενο σε κείμενο, βίντεο, ήχο, διαδραστική συνομιλία ή ακόμη και graphic novel με το πάτημα ενός κουμπιού. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε πώς αυτό θα επηρεάσει την κατανάλωση ειδήσεων και τα νούμερα τηλεθέασης στον πραγματικό κόσμο, αλλά πολλοί επικεφαλής μέσων ενημέρωσης αναμένουν ευκαιρίες για μεγαλύτερη απορρόφηση των ειδήσεων.
Πέμπτον, παραδειγματισμός από άλλους δημοσιογραφικούς κλάδους. Οι πολιτικοί συντάκτες τείνουν να έχουν επίγνωση της σημασίας τους στην εσωτερική ιεραρχία. Πολλοί από αυτούς αισθάνονται περήφανοι που ασχολούνται με «σοβαρά θέματα» αντί να καλύπτουν ζητήματα ψυχαγωγίας, αθλητισμού, προσωπικών οικονομικών και άλλα παρόμοια. Αυτό ίσως τους βοηθάει να χωνέψουν το γεγονός ότι συνάδελφοί τους σε άλλους τομείς σημειώνουν υψηλότερα νούμερα στις μετρήσεις ακροαματικότητας. Αλλά είναι ακριβώς αυτοί οι συνάδελφοι από τους οποίους οι πολιτικοί δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να διδαχθούν για να βελτιώσουν τη δική τους απόδοση. Θα μπορούσαν να ρωτήσουν το τμήμα του επιστημονικού ρεπορτάζ πώς να χειριστούν καλύτερα τα δεδομένα και πώς να αναλύσουν τα πολύπλοκα θέματα σε εύπεπτη μορφή. Θα μπορούσαν να πάρουν κάποιες συμβουλές σχετικά με το πώς να δώσουν μια ανθρώπινη χροιά στα θέματά τους από όσους ασχολούνται με το αθλητικό ρεπορτάζ ή τις διασημότητες. Θα μπορούσαν να μάθουν από τους ερευνητές δημοσιογράφους πώς να συγκρατούνται όταν υπάρχει φαινομενικά εντυπωσιακό υλικό και πώς να συνεργάζονται με άλλους. Και θα μπορούσαν να εξασκηθούν στο να παράγουν θέματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προσφέρουν μια υπηρεσία. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η αίθουσα σύνταξης θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για τη βελτίωση της πολιτικής δημοσιογραφίας, δεδομένου ότι κατά καιρούς η πολιτική ενσωματώνεται στα περισσότερα θέματα.
Αν η δημοσιογραφία θέλει να διατηρήσει τη νομιμότητα, τη σημασία και τον αντίκτυπό της –ιδιαίτερα σε μια εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη πρόκειται να καταστήσει την παραγωγή περιεχομένου πανταχού παρούσα– οφείλει να επανεξετάσει επειγόντως την πολιτική δημοσιογραφία. Το να γίνει ελκυστική σε ευρύτερα ακροατήρια και να προσελκύσει τη συμμετοχή τους μπορεί να είναι ζήτημα επιβίωσής της. Πολλοί επικεφαλής μέσων ενημέρωσης το γνωρίζουν αυτό. Κατά πάσα πιθανότητα, το 2025 οι αίθουσες σύνταξης θα επανεξετάσουν επιτέλους το πρότυπο της πολιτικής δημοσιογραφίας.
Η Alexandra Borchardt είναι ανεξάρτητη ερευνήτρια μέσων ενημέρωσης με έδρα τη Γερμανία.
Βρείτε μια επιλογή από τις προβλέψεις του Nieman Journalism Lab για τη δημοσιογραφία το 2025 εδώ.