Crisis Reporting Resource

Ερευνητική δημοσιογραφία στη Συρία μετά τον Άσαντ: Ένα μαύρο κουτί ανοίγει

Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά από το Global Investigative Journalism Network. Διαβάστε το πρωτότυπο.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Το παρακάτω άρθρο περιέχει αναφορές σε βία, βασανιστήρια, πόλεμο και αναγκαστικές εξαφανίσεις, οι οποίες μπορεί να ενοχλήσουν κάποιους αναγνώστες.

Για τρεις ήσυχες αλλά ψυχρές νύχτες στις αρχές Δεκεμβρίου του 2024, βρέθηκα στην Ιορδανία, στο ετήσιο φόρουμ ερευνητικής δημοσιογραφίας του ARIJ (Arab Reporters for Investigative Journalism), μαζί με εκατοντάδες συναδέλφους από όλο τον κόσμο. Εκείνες τις μέρες εκτυλίσσονταν δύο πολύ σημαντικά γεγονότα στη ζωή μου: ένα ιστορικό και ένα προσωπικό.

Ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω να καλύπτω τη Συρία για το πρακτορείο Reuters ως ερευνητής δημοσιογράφος, ενώ την ίδια στιγμή το αυταρχικό καθεστώς Άσαντ κατέρρεε μετά από πενήντα και πλέον χρόνια εξουσίας, μέσα σε έντεκα μόνο μέρες. Ένα καθεστώς που ξεκίνησε με τη σκληρή διακυβέρνηση του Χάφεζ αλ-Άσαντ και συνεχίστηκε με τον γιο και διάδοχό του, Μπασάρ αλ-Άσαντ, αφήνοντας πίσω σχεδόν 14 χρόνια εμφυλίου πολέμου.

Καθώς το προσωπικό και το ιστορικό ορόσημο συνέκλιναν, εγώ και δεκάδες Σύροι συνάδελφοι που παρευρίσκονταν στο φόρουμ, διασκορπιστήκαμε σε δωμάτια και διαδρόμους ξενοδοχείων με τα λάπτοπ ανοιχτά και τα κινητά στο χέρι, παρακολουθώντας γεγονότα που μέχρι τότε φάνταζαν αδύνατα.

Το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου, δυνάμεις της αντιπολίτευσης — υπό την ηγεσία της σκληροπυρηνικής ισλαμιστικής οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS) — εισέβαλαν στη Δαμασκό, έπειτα από μια μεγάλη επίθεση κατά των κυβερνητικών δυνάμεων. Βίντεο που κυκλοφόρησαν έδειχναν χιλιάδες μαχητές και πολίτες να εισβάλουν στο προεδρικό μέγαρο και να το λεηλατούν, ενώ άλλα δημοσιεύματα επιβεβαίωναν τη διαφυγή του Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, εγώ πανηγύριζα με συναδέλφους για τις εξελίξεις, ενώ ταυτόχρονα βρισκόμουν σε ένα κομβικό σημείο της καριέρας μου.

Πληροφορίες με τον «παραδοσιακό τρόπο»

Τα τελευταία χρόνια, άρχισα να ασχολούμαι με την ερευνητική δημοσιογραφία λόγω του καθεστώτος Άσαντ, μιας και ήταν σχεδόν αδύνατον να αντλήσεις πληροφορίες με τον «παραδοσιακό» τρόπο μέσα στη Συρία, δεδομένου ότι οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν υπό τον έλεγχό τους εφημερίδες και τηλεοπτικά μέσα, ενώ, από το 2011, όλα τα ξένα δημοσιογραφικά γραφεία είχαν κλείσει και η χώρα βρισκόταν σταθερά στις τελευταίες θέσεις στους δείκτες ελευθερίας του Τύπου, σύμφωνα με οργανώσεις όπως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα και το Freedom House. Η ερευνητική δημοσιογραφία έμοιαζε να είναι η μόνη οδός.

Μετά την 8η Δεκεμβρίου, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Παλιά, η κάθε έρευνα ξεκινούσε από ένα μόνο έγγραφο, το οποίο είχε διαρρεύσει στους δημοσιογράφους μέσω κάποιου κρατικού υπαλλήλου ή μέλους των υπηρεσιών ασφαλείας. Πολλές φορές έπρεπε να δαπανήσουμε επιπλέον χρήματα, χρησιμοποιώντας μεσάζοντες, προκειμένου να λάβουμε κάποια προληπτικά μέτρα που θα επέτρεπαν την ασφαλή μεταφορά των δεδομένων και τη συνδρομή σε λογισμικά ασφαλείας, με απώτερο στόχο να προστατεύσουμε τις πηγές και τις πληροφορίες. Όσοι διέρρεαν υλικό, μπορούσαν να κατηγορηθούν για «συνεργασία με ξένη δύναμη», κάτι που από το 2012 ισοδυναμεί με θανατική ποινή σύμφωνα με τον συριακό νόμο.

Η επαφή με πηγές ήταν εξίσου επικίνδυνη. Κάθε συνομιλία απαιτούσε εκπαίδευση στον χειρισμό των τεχνολογιών ασφαλείας και γινόταν πάντα με μυστικότητα, με στόχο να ξεφύγουμε από τα συστήματα παρακολούθησης που ήταν ενσωματωμένα στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. Αργότερα, μελετώντας έγγραφα από το διαβόητο Τμήμα Πληροφοριών της Αεροπορίας, διαπιστώσαμε ότι τα συστήματα αυτά μπορούσαν να καταγράφουν και να παρακολουθούν ακόμη και τις πιο ασήμαντες συνομιλίες μεταξύ πολιτών.

Ρεπορτάζ από τη Συρία, μετά τον Άσαντ

Επέστρεψα στη Συρία μέσω Ιορδανίας, μόλις τρεις μέρες μετά την κατάρρευση του καθεστώτος. Δεν έμπαιναν σφραγίδες στα σύνορα, ούτε υπήρχαν τελωνεία — μόνο κάποιοι υπάλληλοι που φωτογράφισαν το διαβατήριό μου και μου έκαναν νόημα να περάσω. Ήταν το ίδιο πέρασμα που, λίγες εβδομάδες πριν, ήταν γεμάτο με αυτοκίνητα που έκαναν ουρές, λόγω των αυστηρών ελέγχων που διεξάγονταν για τη διακίνηση Captagon, ενός ναρκωτικού που μοιάζει με αμφεταμίνη.

Το ίδιο βράδυ συναντήθηκα με τους συναδέλφους από το Reuters στο πεντάστερο ξενοδοχείο Cham Palace, στο κέντρο της Δαμασκού. Η σκηνή θύμιζε το ξενοδοχείο Palestine International στη Βαγδάτη, το οποίο έσφυζε από δημοσιογράφους που κάλυπταν τα γεγονότα μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Οι δρόμοι της Δαμασκού ήταν σκοτεινοί, τα στρατιωτικά αγροτικά αυτοκίνητα, γεμάτα λάσπες, κυκλοφορούσαν ακόμη στην πόλη, και στα πρόσωπα του κόσμου ήταν ζωγραφισμένο το σοκ που είχαν υποστεί. Όμως, μέσα στο ξενοδοχείο, αυτό που κυριαρχούσε ήταν ο ήχος από στυλό και πληκτρολόγια, καθώς εκατοντάδες ξένοι δημοσιογράφοι ετοίμαζαν το ρεπορτάζ τους.

Εκείνες τις ώρες η Συρία έμοιαζε με μαύρο κουτί που είχε ανοίξει απότομα μετά από 54 χρόνια — μια εμπειρία που προκαλούσε δέος, αλλά και ενθουσιασμό. Παλιά, προσπαθούσαμε να στήσουμε ρεπορτάζ μέσα από ελάχιστες πληροφορίες που έφταναν σε εμάς με μεγάλη δυσκολία. Τώρα, είχαμε πρόσβαση σε εκατομμύρια έγγραφα και σε εκατοντάδες τοποθεσίες που μέχρι πρόσφατα ήταν αδύνατον ακόμα και να αναφέρεις δημοσίως.

Για τη Hala Nouhad Nasreddine, επικεφαλής των ερευνών στο Daraj Media, που εδώ και χρόνια συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς όπως το ICIJ και το OCCRP, καλύπτοντας την οικονομική διαφθορά στη Συρία, αυτή η εμπειρία ήταν σουρεαλιστική. «Κάθε φορά που θυμάμαι εκείνη τη στιγμή, λέω στον εαυτό μου: Περάσαμε όντως τα σύνορα και μπήκαμε στα πρώην κεντρικά των υπηρεσιών ασφαλείας»;

«Η Συρία είχε μετατραπεί σε έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών που κρατούσαμε στα χέρια μας», συμπληρώνει. «Παλιά, βασιζόμασταν σε διαρροές ή σε πληροφορίες που μας διοχέτευαν ξένοι φορείς, όπως στο πρότζεκτ Dubai Unlocked, αλλά αυτό ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Τώρα, τα έχουμε όλα στα χέρια μας. Είναι μια μοναδική εμπειρία».

Ιρανικές εφημερίδες με φωτογραφίες του πρώην Προέδρου της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ και ρεπορτάζ σχετικά με την πτώση του σε ένα περίπτερο της Τεχεράνης στις 9 Δεκεμβρίου 2024. EPA/ABEDIN TAHERKENAREH

Το σχέδιό μας στο Reuters ήταν να μαζέψουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες, γιατί ξέραμε ότι αυτό το «παραθυράκι» δεν θα έμενε ανοιχτό για πολύ — ίσως να έκλεινε πριν καν προλάβει να καταλαγιάσει το χάος. (Διαβάστε το ρεπορτάζ του Feras Dalatey στο Reuters για την πτώση του Άσαντ και τη διαθρησκευτική βία στη Συρία).

Ξεκινήσαμε τις επισκέψεις μας από τη Διεύθυνση Γενικών Πληροφοριών στη Δαμασκό. Περάσαμε ανάμεσα από τα τσιμεντένια εμπόδια που κάποτε περιέβαλλαν το κτίριο της υπηρεσίας, αλλά αυτό που πραγματικά προκαλούσε ανατριχίλα ήταν το μεγάλο, σπασμένο πορτρέτο του Μπασάρ αλ-Άσαντ στην είσοδο — ένα πορτρέτο που μέχρι λίγες μέρες πριν σκορπούσε τον φόβο σε όποιον το αντίκρυζε. Ακριβώς από κάτω βρισκόταν το θρυμματισμένο πορτρέτο του πατέρα του, Χάφεζ αλ-Άσαντ, ο οποίος είχε κυβερνήσει με σιδερένια πυγμή επί τρεις δεκαετίες.

Ο Mohammad Bassiki, συνιδρυτής του δικτύου Σύροι Ρεπόρτερ Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (SIRAJ), εξηγεί πως δεν είχε κάποια συγκεκριμένη έρευνα στο μυαλό του ερχόμενος στη Συρία. Αρκετές από τις έρευνες που ετοίμαζε η ομάδα του, μάλιστα, ακυρώθηκαν λόγω των εξελίξεων. Όμως η νέα πραγματικότητα άνοιξε τον δρόμο για άλλου τύπου έρευνες. «Το να βρίσκομαι ο ίδιος μέσα στη Συρία ήταν τεράστιο πλεονέκτημα, σε σχέση με τη δουλειά που έκανα από το εξωτερικό, χρησιμοποιώντας συχνά ψευδώνυμο και ακολουθώντας χρονοβόρες διαδικασίες για να προστατεύσω τις πηγές μου. Ξαφνικά μπορούσα να ψάξω μόνος μου διάφορα αρχεία, χωρίς να πρέπει να βασίζομαι σε ανοιχτές πηγές», εξηγεί ο Bassiki.

Η δυσκολία στη διάσωση εγγράφων και χώρων

Δυστυχώς, λόγω της απουσίας ελέγχων, τις πρώτες μέρες μετά την κατάρρευση του καθεστώτος ο χειρισμός πολλών εγγράφων δεν έγινε με υπευθυνότητα. Δημοσιογράφοι από μεγάλο αραβικό τηλεοπτικό δίκτυο ανακάτεψαν αρχεία, τα βιντεοσκόπησαν και τα άφησαν πεταμένα στην αυλή μιας υπηρεσίας ασφαλείας, όπου τη νύχτα έγιναν μούσκεμα από τη βροχή. Σε άλλη περίπτωση, μια εθελοντική ομάδα έβαψε τους τοίχους υπόγειων κελιών που βρίσκονταν σε άλλο κτίριο υπηρεσιών ασφαλείας – τοίχοι πάνω στους οποίους είχαν αφήσει τα σημάδια τους άνθρωποι που αγνοούνταν. Το πιο θλιβερό περιστατικό, όμως, ήταν όταν ένας δημοσιογράφος και φίξερ που συνεργαζόταν με μεγάλη διεθνή εφημερίδα έκλεψε σκληρούς δίσκους από έναν άλλο χώρο των υπηρεσιών ασφαλείας

Η ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε τέτοιους χώρους υψηλής διαβάθμισης άνοιξε τον δρόμο για μια πρακτική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «τουρισμός ασφαλείας» — άνθρωποι χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση άρχισαν να εισέρχονται σε αυτούς τους χώρους και να επιδίδονται επανειλημμένως σε καταστροφικές συμπεριφορές. Τέτοιου είδους χώροι, όμως, απαιτούν τεράστια προσοχή — δεν αρκεί να βγάλεις απλώς φωτογραφίες. Σύμφωνα με το Συριακό Δίκτυο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (SNHR) με έδρα το Λονδίνο, τα ίχνη περισσότερων από 100.000 ανθρώπων χάθηκαν στις φυλακές του Άσαντ. Οι θάνατοί τους δεν έχουν καταγραφεί επίσημα, ούτε βρίσκονταν μεταξύ όσων αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την πτώση του Άσαντ.

Επρόκειτο για μια ιστορική ευκαιρία να αποκαλυφθεί η τύχη χιλιάδων ανθρώπων που αγνοούνταν. Ήταν γνωστό εδώ και χρόνια πως το αρχηγείο της Στρατιωτικής Αστυνομίας στη Δαμασκό ήταν το σημείο από όπου απομακρύνονταν κρυφά τα πτώματα των βασανισμένων θυμάτων, μετά τη διαφυγή του αποστάτη συνταγματάρχη Farid al-Madhhan από τη Συρία το 2013, αφού διέρρευσε χιλιάδες φωτογραφίες θυμάτων βασανιστηρίων.

Δεν έχασα την ευκαιρία να επισκεφτώ το αρχηγείο της αστυνομίας. Οι στρατιώτες που είχαν διαφύγει είχαν αφήσει πίσω τους στολές ή ακόμα και όπλα. Το πορτρέτο του Άσαντ παρέμενε άθικτο, και αστειευόμενος ρώτησα τους φρουρούς στην είσοδο πώς και τη γλίτωσε. (Γέλασαν). Μέσα στο κτίριο, στο Κέντρο Ιατροδικαστικών Ευρημάτων, βρήκα χιλιάδες ταυτότητες, ιατρικές εκθέσεις και φωτογραφίες κρατουμένων. Τα περισσότερα πιστοποιητικά θανάτου ανέφεραν την «καρδιακή προσβολή» ή το «εγκεφαλικό» ως αιτία θανάτου, παρά τα ξεκάθαρα σημάδια φρικτής κακοποίησης στα σώματα. Το πιο οδυνηρό όμως ήταν ότι τα θύματα δεν είχαν καν όνομα στις εκθέσεις. Αναφέρονταν μόνο με πενταψήφιους αριθμούς — ζωές ολόκληρες είχαν μετατραπεί σε απλούς αριθμούς.

Οι λόγοι πίσω από τη λεπτομερή τεκμηρίωση αυτών των φρικτών εγκλημάτων δεν είναι ξεκάθαροι και το γεγονός αυτό περιπλέκει ακόμα περισσότερο το έργο των δημοσιογράφων και των ερευνητών. Ένας από τους τρόπους ταυτοποίησης των θυμάτων είναι η διασταύρωση στοιχείων από το πεδίο με έρευνες ανοικτής πηγής. Τα έγγραφα υπάρχουν, αλλά χρειάζεται και επικοινωνία με τις οικογένειες και τις τοπικές κοινότητες από περιοχές που αναφέρονται συχνά στα αρχεία — περιοχές που έχουν ήδη συνδεθεί με σφαγές, όπως η συνοικία Τανταμούν στα νότια της Δαμασκού, όπου πριν μερικά χρόνια η εφημερίδα Guardian είχε αποκαλύψει μια φρικτή σφαγή. Επιπλέον, δορυφορικές εικόνες μπορούν να βοηθήσουν στον εντοπισμό αλλοιώσεων στο έδαφος που πιθανώς υποδεικνύουν την ύπαρξη μαζικών τάφων.

Όμως, αυτή η δουλειά δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς κάποια μορφή συνεργασίας από την πλευρά της κυβέρνησης. Οι δημοσιογράφοι δεν είναι ούτε δικαστές ούτε εισαγγελείς· όταν εντοπίζουν ιστορίες ή αποδείξεις, τότε πρέπει να εμπλακεί και η κυβέρνηση, η δικαιοσύνη, οι επιστήμονες και άλλοι αρμόδιοι φορείς. Μέχρι στιγμής, η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει δείξει προθυμία να συμβάλει σε κάτι τέτοιο. Το Τανταμούν, για παράδειγμα, είναι σήμερα μια απέραντη έκταση από χαλάσματα, με χιλιάδες ανθρώπινα οστά σκορπισμένα παντού. Οι τοίχοι που έχουν απομείνει φέρουν ακόμα κηλίδες αίματος και ίχνη εγκεφαλικής ύλης από τις επί τόπου εκτελέσεις. Η δική μας έρευνα κατάφερε να εντοπίσει αριθμούς θυμάτων, κάποιους δράστες και ορισμένες ταυτότητες. Όμως, χωρίς μια εμπεριστατωμένη ανάλυση DNA – η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι το υλικό μπορεί εύκολα να αλλοιωθεί από περαστικούς, παρόλο που μιλάμε ξεκάθαρα για έναν τόπο εγκλήματος – όλα αυτά παραμένουν ημιτελή.

Οι άνθρωποι του Άσαντ είχαν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να κρύψουν ή να καταστρέψουν στοιχεία — όπως τα χιλιάδες σκισμένα έγγραφα που βρήκα έξω από το γραφείο του επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Πληροφοριών ή τα αρχεία που είχαν γίνει στάχτη και διαλύονταν με το παραμικρό φύσημα. Δεν μπόρεσαν όμως να σβήσουν την ίδια τη χώρα, κάθε γωνιά της οποίας μαρτυρά τις φρικαλεότητές τους.

Η Nasreddine λέει πως όταν επέστρεψε στον Λίβανο από τη Συρία χρειάστηκε να κάνει ένα διάλειμμα, πριν μπορέσει να αγγίξει ξανά τα αρχεία που είχαν σαρώσει: «Ξέραμε όλοι πόσο σκληρό ήταν το καθεστώς, αλλά όταν το βλέπεις με τα μάτια σου και ακούς απευθείας τους επιζώντες είναι πολύ πιο βαρύ. Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους σου».

Η πτώση του «Γιγάντιου Τείχους»

Παρά τον μεγάλο όγκο πληροφοριών που διέθεσαν τα διοικητικά και στρατιωτικά επιτελεία τις πρώτες εβδομάδες μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, η συνομιλία με τις πηγές παραμένει δύσκολη και γεμάτη εντάσεις για δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι ο βαθιά ριζωμένος φόβος που έχουν ενσταλάξει οι διαβόητές υπηρεσίες ασφαλείας του Άσαντ σε όλους τους Σύρους όσον αφορά τις συνομιλίες τους και την αποκάλυψη πληροφοριών. Μου θυμίζει τη συχνή φράση «και οι τοίχοι έχουν αυτιά» που λέγονταν για να περιγράψει τις πανταχού παρούσες μυστικές υπηρεσίες της χώρας. Αυτός είναι ο λόγος που μία από τις πηγές μου συμφώνησε να μου δώσει πληροφορίες χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα ονόματα, παρόλο που γνώριζε πολλές και χρήσιμες λεπτομέρειες.

Ο δεύτερος λόγος είναι ένας νόμος που ψηφίστηκε από τη νέα κυβέρνηση και απαγορεύει τις συνομιλίες με «πρόσωπα του πρώην καθεστώτος», χωρίς όμως να διευκρινίζει ποιοι ακριβώς ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Αυτό έχει κάνει πολλούς δημοσιογράφους να διστάζουν να προσεγγίζουν πηγές. Προσωπικά, έδωσα μάχη για να πείσω έναν πρώην υπουργό να με συναντήσει σε δημόσιο χώρο, προκειμένου να μιλήσουμε για θέματα κατασκοπείας. Όταν τελικά εμφανίστηκε, ήρθε με καπέλο και γυαλιά ηλίου, κάθισε λιγότερο από μισή ώρα και έφυγε χωρίς να δώσει καμία πληροφορία.

Η πτώση του «γιγάντιου τείχους» που είχε υψώσει το καθεστώς απέναντι στη δημοσιογραφία επιτήρησης (watchdog journalism) δίνει ελπίδα στον Mohammed Bassiki, συνιδρυτή του SIRAJ, ότι η Συρία μπορεί να μεταμορφωθεί από ένα αυταρχικό κράτος εχθρικό προς τον Τύπο, σε μια ελεύθερη και δημοκρατική χώρα – και ότι η δημοσιογραφία θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη νέα φάση της ιστορίας της χώρας, συμβάλλοντας στην αύξηση της διαφάνειας, στην επίτευξη μεταβατικής δικαιοσύνης και στην προώθηση της ελευθερίας της πληροφόρησης.

«Τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατό πριν από την πτώση του ολοκληρωτικού καθεστώτος και αυτή είναι μια ελπίδα που μοιράζομαι με εκατοντάδες άλλους δημοσιογράφους», λέει ο Bassiki.

Παρόλο που η νέα κυβέρνηση εξακολουθεί να δείχνει επιφυλακτικότητα απέναντι στους δημοσιογράφους, το καθήκον μας ως ερευνητές δημοσιογράφοι και παρατηρητές είναι να εκμεταλλευτούμε αυτή τη συγκυρία για να δώσουμε απαντήσεις, μετά από χρόνια ερωτήσεων.

«Ακόμα δεν υπάρχουν άμεσοι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου από τις νέες αρχές, αλλά εμείς [οι δημοσιογράφοι] δεν πρόκειται να τους αφήσουμε να ξαναπάρουν αυτόν τον δρόμο, μετά το τίμημα που πληρώσαμε για να δημιουργηθεί αυτό το μομέντουμ», λέει ο Bassiki.

Αυτό είναι κάτι που έφερα στο μυαλό μου, όταν ρώτησα έναν νεοδιορισμένο υπάλληλο των κρατικών μέσων ενημέρωσης για επιχειρηματίες που συνδέονται με τον Άσαντ που τώρα προσπαθούν να συνεργαστούν με τη νέα ηγεσία. Η απάντησή του ήταν: «Τι δουλειά έχει ένα μέσο ενημέρωσης με αυτά τα ονόματα;».

Εμείς έχουμε κάθε δουλειά μαζί τους.