Το πρωί της 11ης Αυγούστου, ακόμη ήμουν στην αρχή των διακοπών —η αποσύνδεση δεν μου περνούσε καν ως σκέψη, το χέρι σκρόλαρε ειδησεογραφία πριν να ανοίξει το μάτι. Διάβασα για τη δολοφονία του δημοσιογράφου του Al Jazeera, Ανάς Αλ-Σαρίφ (Anas Al-Sharif), καθώς και άλλων τριών συναδέλφων του στο ίδιο μέσο αλλά και δύο freelancers, μέσα στη σκηνή τους τα ξημερώματα, έξω από το νοσοκομείο Αλ Σίφα στην πόλη της Γάζας, από τον ισραηλινό στρατό με βομβαρδισμό από αέρος.
Οι συνάδελφοί του, Μοχάμεντ Κρεϊκχ (Mohammed Qreiqh), Ιμπραήμ Ζάχερ (Ibrahim Zaher), Μοχάμεντ Νούφαλ (Mohammed Noufal), Μοάμεν Αλίουα (Moamen Aliwa) και Μοχάμεντ Αλ-Χάλντι (Mohammad Al-Khaldi), που δολοφονήθηκαν μαζί με τον Αλ-Σαρίφ στον βομβαρδισμό, ήταν —όπως το ονομάζει η Λίντια Πόλγκριν (Lydia Polgreen) στους New York Times— «αποδεκτή παράπλευρη απώλεια» της στοχευμένης αυτής επίθεσης, η οποία αποτελεί έγκλημα πολέμου. Και αυτό όχι επειδή ο Αλ-Σαρίφ ήταν «Χαμάς», όπως ισχυρίστηκε ο στρατός στη δολοφονία χαρακτήρα που επιχειρήθηκε αμέσως μετά τη φυσική δολοφονία του, αλλά επειδή ο βραβευμένος με Pulitzer δημοσιογράφος είχε γίνει σύμβολο για τους Παλαιστίνιους, πάντα παρών από την πρώτη γραμμή, να καταγράφει το σαρωτικό σφυροκόπημα της Γάζας.
Ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα είχε από καιρό ξεπεράσει κάθε άλλη διαμάχη σε θανάτους δημοσιογράφων —ο αριθμός άγγιζε τους 200 από την επίθεση της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023. Λίγα λεπτά αργότερα, ακόμα σκρολάροντας στο Instagram αυτή τη φορά, έπεσα πάνω σε ένα εμφανώς αυθόρμητο και ταραγμένο reel της Κλαρίσα Γουόρντ, επικεφαλής διεθνούς ανταποκρίτριας του CNN. Μιλώντας για τη δολοφονία του Αλ-Σαρίφ, την οποία και η ίδια μόλις είχε πληροφορηθεί, έλεγε στην κάμερα, περπατώντας στο Λονδίνο: «[…] Συνειδητοποιώ ότι αυτό δεν βοηθά κανέναν, αλλά αισθάνομαι ότι μιλώ εκ μέρους πολλών δυτικών δημοσιογράφων, όταν λέω ότι τόσοι πολλοί από εμάς νιώθουμε θυμωμένοι, έξαλλοι, αδύναμοι και ντροπιασμένοι».
Συνεχίζει λέγοντας κάτι πολύ λεπτό: Λέει πως «[…] η φύση της προσεκτικά ρυθμισμένης γλώσσας που χρησιμοποιούμε στα ρεπορτάζ μας, καταλαβαίνω ότι μοιάζει σε πολύ κόσμο αποκομμένη και δυσανάλογη με την αγωνία και την οργή της στιγμής», ενώ «στο παρασκήνιο πολλοί από εμάς συνεχίζουμε να πιέζουμε, να υπογράφουμε επιστολές, να γράφουμε μαζικά αιτήματα, να κάνουμε συναντήσεις, και τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να κάνει την παραμικρή διαφορά». Αγγίζει η Γουόρντ, θέλοντας και μη, αυτήν την πολύ λεπτή γραμμή μεταξύ δημοσιογράφου και μέσου ενημέρωσης, δουλειάς και λειτουργήματος, επαγγελματία και ανθρώπου, στη βάση μιας τέτοιας ανθρώπινης τραγωδίας.
Πίσω στην Ελλάδα, δέκα μέρες αργότερα, ίδιο σκηνικό διακοπών, ίδια ανικανότητα αποσύνδεσης, συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο: ειδησεογραφικά site, με ανυπόγραφα κείμενα, αποτολμούν να αμαυρώσουν το ρεπορτάζ δύο συναδέλφων, των Θανάση Κουκάκη και Ελίζας Τριανταφύλλου, για το Inside Story, πριν καν το ρεπορτάζ να κυκλοφορήσει. Επιτίθενται προσωπικά στον Κουκάκη, ενώ είναι σαφές από τα κείμενα ότι έχουν στη διάθεσή τους από διαρροή, τις ερωτήσεις των Κουκάκη και Τριανταφύλλου, προς τις ρυθμιστικές Αρχές, αναφορικά με το τραπεζικό deal που εξετάζει το ρεπορτάζ. Συνάδελφοι εξανίστανται, το συνδικαλιστικό όργανο βγάζει ανακοίνωση, η ζωή συνεχίζεται. Για να πω τα αυτονόητα, οι δύο πραγματικότητες δεν είναι συγκρίσιμες —ο εφιάλτης της Γάζας με την προβληματική της Αθήνας και την ελληνική παθογένεια.
Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα και ως λειτούργημα, έχει χιλιάδες στραβά, όπως οποιοδήποτε ανθρώπινο εγχείρημα. Παραμένει, ωστόσο, ένας απαραίτητος πυλώνας- πυξίδα για τους ανθρώπους, για να κατανοούν, να ερμηνεύουν, να ελέγχουν και να αποφασίζουν, στο μέτρο που τους επιτρέπουν οι υπόλοιποι θεσμοί οι οποίοι περιβάλλουν τις ζωές τους. Η καλή δημοσιογραφία είναι απαραίτητη αλλά όχι αρκετή, όταν ελέγχει θεσμούς σαθρούς, εξουσίες διαβρωμένες, οικονομικά συμφέροντα ή, εκατοντάδες φορές χειρότερα, αδίστακτες κυβερνήσεις με μεγατόνους πολεμικής ισχύος.
Στη φορμαλιστική λογική ενός άρθρου γνώμης, ίσως μετά το lead, το context, την προσωπική πινελιά, τα extra facts, το curveball, περιμένει κάποιος μια νότα αισιοδοξίας, ένα «solution-based approach». Δεν θα τη βρει εδώ, όχι φέτος το καλοκαίρι, όχι μετά από όσα εκτυλίσσονται. Στις 25 Αυγούστου, άλλοι πέντε δημοσιογράφοι δολοφονήθηκαν σε μια διπλή επίθεση του Ισραηλινού στρατού στο νοσοκομείο Νάσερ στη Χαν Γιουνίς της Γάζας , ανάμεσα σε 22 πολίτες. Οι δύο επιθέσεις είχαν απόσταση δέκα λεπτών, η τεχνική του «double tap» που αποτελεί έγκλημα πολέμου, με τη δεύτερη να στοχεύει όσους έσπευσαν να βοηθήσουν τα θύματα ή να καταγράψουν την καταστροφή της πρώτης. Η κατάσταση δεν χωρά αισιοδοξία. Χωρά περισυλλογή, συζήτηση, παρέμβαση.
Με πολλές και πολλούς από όσους διαβάζουν αυτές τις γραμμές, ελπίζω ότι θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε σε λίγες μέρες, στο Διεθνές Forum Δημοσιογραφίας του iMEdD, όπως και με συναδέλφους από πάνω από 30 χώρες που θα μας τιμήσουν με την παρουσία τους. Θα ψάξω να βρω αισιοδοξία στα λόγια και τις πράξεις τους. Ως τότε, σας αφήνω με τα λόγια που έκλεισε και η Γουόρντ το post της: «Μια υπενθύμιση ότι η δημοσιογραφία δεν είναι έγκλημα και η στόχευση δημοσιογράφων είναι έγκλημα πολέμου».