Όταν τα δεδομένα που χρειάζονται για μια έρευνα δεν υπάρχουν, οι δημοσιογράφοι στρέφονται στο κοινό. Παρουσιάζουμε τέσσερα πρότζεκτ που δημιουργήθηκαν τόσο με τη συμμετοχή όσο και προς όφελος των πολιτών. Σήμερα, αποτελούν εργαλεία που μπορεί μια μέρα να φανούν χρήσιμα και στο δικό σας ρεπορτάζ.
Crowdsourcing: Έρευνες για ευαίσθητα ζητήματα με τη συμμετοχή του κοινού
Το crowdsourcing μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα πολύτιμο εργαλείο για τη διερεύνηση ευαίσθητων θεμάτων, όταν δεν υπάρχουν δεδομένα. Ωστόσο, απαιτεί προσεκτική διαχείριση.
Καμιά φορά, χρειάζεται όντως να συμβάλουν όλοι.
Από τότε που ο δημοσιογράφος Τζεφ Χάου (Jeff Howe) μας σύστησε τον όρο «crowdsourcing» (πληθοπορισμός), σε άρθρο του στο περιοδικό Wired, το 2006, όλο και περισσότεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί απευθύνονται στον κόσμο, για να συγκεντρώσουν δεδομένα, έγγραφα και πληροφορίες. Σε πολλές χώρες, δημοσιογράφοι έχουν δημιουργήσει εργαλεία που επιτρέπουν στους πολίτες να μοιράζονται έγγραφα, να αναδεικνύουν προβλήματα και κρυφές ειδήσεις που ίσως διαφεύγουν από τα παραδοσιακά Μέσα.
Από την αναζήτηση των ιδιοκτητών ακινήτων στο Αμβούργο μέχρι τη χαρτογράφηση μιας άγνωστης πλωτής παραγκούπολης στο Λάγος, την παρακολούθηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο Ναϊρόμπι με αυτοσχέδιους αισθητήρες και την αποκάλυψη αρχείων με παραβατικές πρακτικές αστυνομικών στην Καλιφόρνια, αυτά τα πρότζεκτ αποδεικνύουν τι μπορεί να συμβεί όταν δημοσιογράφοι και πολίτες συνεργάζονται.
Κάθε εγχείρημα δεν παρήγαγε μόνο σημαντικά ρεπορτάζ, αλλά επίσης έδωσε στις κοινότητες εργαλεία, για να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους.
CrowdNewsroom: το εργαλείο του CORRECTIV που υποστηρίζει δημοσιογραφικές έρευνες
Το 2018, το CORRECTIV, ένας γερμανικός μη κερδοσκοπικός δημοσιογραφικός οργανισμός που συνδέει περισσότερα από 400 ειδησεογραφικά Μέσα σε όλη την Ευρώπη, ξεκίνησε την έρευνα Who Owns the City? (Σε ποιον ανήκει η πόλη;), μία από τις πρώτες μεγάλες ερευνητικές του προσπάθειες με τη συμμετοχή του κοινού, η οποία είχε ως αφετηρία το Αμβούργο και αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις. Το πρότζεκτ ερευνούσε την αδιαφανή αγορά ακινήτων στη Γερμανία. Όταν οι αρμόδιες Αρχές αρνήθηκαν να δημοσιοποιήσουν τα αρχεία ακινήτων, οι δημοσιογράφοι απευθύνθηκαν απευθείας στους κατοίκους, αξιοποιώντας τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, δημιουργώντας προσωρινά [δημοσιογραφικά] γραφεία στην περιοχή, διοργανώνοντας εκδηλώσεις στον δρόμο και στέλνοντας καρτ-ποστάλ. Το αποτέλεσμα; Περίπου 1.000 ενοικιαστές «ανέβασαν», προς δημοσιογραφική επεξεργασία, στην πλατφόρμα CrowdNewsroom έγγραφα που ταυτοποιούσαν τους ιδιοκτητές των ακινήτων, στα οποία διέμεναν.
Μια παρόμοια έρευνα επικεντρώθηκε στην ασφάλεια των διαδρομών [που ακολουθούσαν οι μαθητές] προς τα σχολεία στην Ελβετία και τη Γερμανία. Το τελευταίο τους πρότζεκτ, Demolition Atlas Europe, αποτελεί ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το ζήτημα των κατεδαφίσεων εντοπίστηκε το 2023 από μια τοπική ΜΚΟ στην Ελβετία, και οι δημοσιογράφοι του CORRECTIV το ανέπτυξαν, φέρνοντάς το σε ευρύτερο κοινό.
Για περισσότερο από μια δεκαετία, το CORRECTIV χρησιμοποιεί το CrowdNewsroom, για να μοιράζεται εργαλεία και δεδομένα, ενισχύοντας, έτσι, τις διασυνοριακές έρευνες και ενδυναμώνοντας την τοπική δημοσιογραφία. Η πλατφόρμα συνδυάζει το εργαλείο ανοιχτού κώδικα του CORRECTIV με την επί πληρωμή πρόσβαση σε υπηρεσίες εκπαίδευσης και διαθέσιμο συνοδευτικό υλικό για τους δημοσιογράφους, που διεξάγουν έρευνες με την συμμετοχή των πολιτών (citizen-driven investigations). Τα ρεπορτάζ που προκύπτουν από τη χρήση του, καλύπτουν μια ποικιλία θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων της ενδοοικογενειακής βίας και της χρήσης αναβολικών στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
«Μόλις προσδιορίσετε το βασικό σας ερώτημα, η συμμετοχή του κοινού θα γίνει ευκολότερη», είπε ο Μάρκ Ένγκελχαρτ (Marc Engelhardt), διευθυντής του CORRECTIV’s CrowdNewsroom, μιλώντας στο iMEdD. «Επιλέξτε ένα ζήτημα που εξοργίζει τους πολίτες —όπως τα υψηλά ενοίκια— και θα συμμετέχουν. Εμπλέξτε την κοινωνία των πολιτών για να το διαδώσετε (…) Η είδηση προκύπτει από αυτά που σας λένε οι πολίτες, όχι από ό,τι αποφασίζουν οι δημοσιογράφοι σε μια σύσκεψη».
Το εργαλείο διευκολύνει τη συνεργασία: τα μέλη της δημοσιογραφικής ομάδας μπορούν να προσθέτουν ετικέτες (tags) στις απαντήσεις του κοινού, να αφήνουν σημειώσεις ο ένας στον άλλο, να αναθέτουν εργασίες και να ταξινομούν τις απαντήσεις αυτόματα.
Δύο δορυφορικές εικόνες και το QGIS αρκούν για να βρείτε πόσο έχει μικρύνει μια λίμνη
Ένας οδηγός για δημοσιογράφους για την παρατήρηση και τη μέτρηση της μείωσης των αποθεμάτων νερού σε υδάτινα σώματα, όπως το Φράγμα Αποσελέμη, με τη χρήση δορυφορικών εικόνων.
«Το [CrowdNewsroom] είναι ένα εργαλείο έρευνας που μοιάζει με πλατφόρμα δημιουργίας ερωτηματολογίων, αλλά με περισσότερες λειτουργίες που βοηθούν στην επεξεργασία των απαντήσεων. Το πιο σημαντικό στοιχείο του είναι η ασφάλεια, η προστασία των δεδομένων, (…) το γεγονός ότι τα δεδομένα σας ανήκουν σε εσάς», ανέφερε ο Γουίλ Φράνκλιν (Will Franklin), επικεφαλής μηχανικός στο CORRECTIV. «Είναι πραγματικά οι δικές σας πληροφορίες και ξέρετε ότι δεν θα καταλήξουν οπουδήποτε αλλού».
Παρέχεται δωρεάν εάν ένας ειδησεογραφικός οργανισμός διαθέτει την τεχνική υποδομή για να το χρησιμοποιήσει. «Διαφορετικά, απαιτείται η καταβολή μιας συνδρομής για την κάλυψη των εξόδων φιλοξενίας (σ.σ.: των δεδομένων) και υποστήριξης από τις ομάδες μας στη Βέρνη και το Βερολίνο, συμπεριλαμβανομένων των ενημερώσεων, της τεχνικής συντήρησης και των σεμιναρίων που ενδέχεται να χρειαστείτε», ανέφερε ο Μάρκ Ένγκελχαρτ. Η συνδρομή κυμαίνεται συνήθως από μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες ευρώ, ανάλογα με το μέγεθος και τον τύπο του μέσου ενημέρωσης.
Mapping Makoko: πως τα drones, τα δεδομένα και οι πολίτες έφεραν στο φως μια πλωτή παραγκούπολη
Από το 2016 έως το 2019, ο Τζάκοπο Οτταβιάνι (Jacopo Ottaviani), δημοσιογράφος, μηχανικός υπολογιστών και επικεφαλής σύμβουλος στρατηγικής στο Code for Africa (το μεγαλύτερο δίκτυο civic tech και δημοσιογραφίας δεδομένων της ηπείρου, με ομάδες σε 21 χώρες), περνούσε πολλούς μήνες κάθε χρόνο στο Λάγος.
Μόλις λίγα λεπτά από τους αστραφτερούς ουρανοξύστες του Λάγος, βρίσκεται το Μακόκο, μια αχανής πλωτή παραγκούπολη με 200.000 έως 300.000 κατοίκους οι οποίοι ζουν σε αντίξοες συνθήκες. «Όταν άνοιξα το Google Maps, συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε χάρτης για αυτήν την περιοχή. Αυτή ήταν μια στιγμή επιφοίτησης», είπε στο iMEdD.
Ευτυχώς, υπήρχαν ήδη και άλλες πρωτοβουλίες χαρτογράφησης —όπως το Map Kibera και το Humanitarian OpenStreetMap— που αποτύπωναν υποβαθμισμένες κοινότητες. Το 2019, το Code for Africa πήρε μια μικρή χρηματοδότηση και ξεκίνησε το πρότζεκτ.
Για εμάς, ο [χάρτης του Μακόκο] ήταν ένα μέσο συνηγορίας. Θεωρήσαμε ότι η τοπική κοινωνία θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για τα δικά της συμφέροντα. Τον δημοσιεύσαμε ως χάρτη ανοιχτών δεδομένων προς χρήση από το κοινό. Αποτελεί έναν τρόπο για τους ανθρώπους να διεκδικήσουν την ύπαρξή τους.
Τζάκοπο Οτταβιάνι, δημοσιογράφος, μηχανικός υπολογιστών και επικεφαλής σύμβουλος στρατηγικής στο Code for Africa
Η προετοιμασία διήρκεσε αρκετούς μήνες. Το Code for Africa έστειλε drones πάνω από το Μακόκο για να καταγράψει εικόνες, τις οποίες οι κάτοικοι αποτύπωσαν στο OpenStreetMap. Επίσης, εκπαίδευσε τις γυναίκες της περιοχής στη χρήση των drones. Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή Open Data Kit, οι κάτοικοι του Μακόκο κατέγραψαν, επίσης, σχολεία, κλινικές και άλλα σημεία ενδιαφέροντος, καθιστώντας το έργο πραγματικά συλλογικό (crowdsourced).
Η τοπική ομάδα δημοσιογραφίας δεδομένων του Code for Africa πρόσφερε τεχνική υποστήριξη στους πολίτες που χρησιμοποιούσαν την εφαρμογή Open Data Kit και έπαιξε κεντρικό ρόλο στη δημιουργία οπτικοποιημένων ρεπορτάζ από τα ευρήματα του πρότζεκτ. Στη συνέχεια, μοιράστηκαν τα δεδομένα με την κοινότητα, για να βοηθήσουν τους πολίτες να σχεδιάσουν και να προωθήσουν τυχόν μεταρρυθμίσεις.
Το 2021, το έργο «Mapping Makoko» κέρδισε το βραβείο Sigma και, στο πλαίσιο της συνεργασίας με το Pulitzer Center on Crisis Reporting, φιλοξενήθηκε σε διάφορα διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως το CNN Africa, το Al Jazeera, το France24 και το BBC.
«Για εμάς, [ο χάρτης του Μακόκο] ήταν ένα μέσο συνηγορίας», είπε ο Οτταβιάνι. «Θεωρήσαμε ότι η τοπική κοινωνία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον χάρτη για τα δικά της συμφέροντα. Και έτσι αποφασίσαμε να τον δημοσιεύσουμε ως χάρτη ανοιχτών δεδομένων προς χρήση από το κοινό. Αποτελεί, επίσης, έναν τρόπο για τους ανθρώπους να διεκδικήσουν την ύπαρξή τους, καθώς πρόκειται για μια εγκαταλελειμμένη κοινότητα. Για δεκαετίες, βρίσκονταν συνεχώς στο στόχαστρο των Αρχών, που ήθελαν να εκκενώσουν την περιοχή».
Καταγραφή της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην Κένυα
Σύμφωνα με έρευνα του State of Global Air Initiative, μιας διεθνούς πρωτοβουλίας για την ατμοσφαιρική ρύπανση, στην Κένυα αρκετές χιλιάδες πρόωρων θανάτων στην χώρα αποδίδονται στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Οι πολίτες οι οποίοι ανησυχούν για τον αέρα που αναπνέουν συνεργάζονται με μηχανικούς που κατασκεύασαν αισθητήρες χαμηλού κόστους, μετατρέποντας την ανησυχία τους σε δεδομένα που αποκαλύπτουν την κρυφή ρύπανση.
Οι αισθητήρες δημιουργήθηκαν από τους μηχανικούς της Sensors.AFRICA, ενός παν-αφρικανικού επιστημονικού προγράμματος που ιδρύθηκε το 2017. Βρίσκονται σε επιλεγμένες πόλεις σε ολόκληρη την ήπειρο. Κάθε αισθητήρας μετράει τα μικροσκοπικά αιωρούμενα σωματίδια που μπορούν να βλάψουν την υγεία (PM2.5 και PM10), καθώς και τη θερμοκρασία και την υγρασία. Τα δεδομένα εισάγονται σε ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης το οποίο ενσωματώνει, επίσης, δορυφορικά δεδομένα από τον δορυφόρο Sentinel-5P.
«Τέτοιου είδους δεδομένα είναι πολύ περιορισμένα σε ολόκληρη την ήπειρο. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι έχουμε εγχώριους μηχανικούς που κατασκευάζουν αυτούς τους αισθητήρες, ώστε να μην είμαστε εξαρτημένοι εξ ολοκλήρου από τρίτες πηγές», είπε η Αλίσια Ολάγκο (Alicia Olago), περιβαλλοντολόγος, ερευνήτρια και επικεφαλής προγραμμάτων στο sensors.AFRICA. Η συγκεκριμένη ομάδα εργασίας έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο του Code for Africa.
Σε ραγδαία αναπτυσσόμενες πόλεις όπως το Νακούρου στην Κένυα, οι κάτοικοι πλέον ελέγχουν τον αέρα που αναπνέουν με αισθητήρες τεχνητής νοημοσύνης που παρακολουθούν τη ρύπανση στις γειτονιές τους σε πραγματικό χρόνο μέσω του προγράμματος RESPIRA Air Quality Monitoring (RESPIRA-AQM). Η πρωτοβουλία αυτή εμπλέκει επίσης επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο KU Leuven του Βελγίου, το Πανεπιστήμιο Egerton της Κένυας και ένα δίκτυο τοπικών και διεθνών συνεργατών.
«Πραγματοποιούμε περιβαλλοντικούς ελέγχους», είπε η Ολάγκο. «Η δύναμη αυτών των αισθητήρων είναι ότι μας επιτρέπουν να βλέπουμε την πλήρη εικόνα. Αξιοποιώντας την τεχνολογία του Διαδικτύου των Πραγμάτων (Internet of Things, IoT), μπορούμε να συλλέγουμε δεδομένα σε πραγματικό χρόνο και να κατανοούμε τι πραγματικά συμβαίνει».
Το πρότζεκτ βασίζεται σε μια ευρύτερη ιδέα για τη βελτίωση της πρόσβασης στα δεδομένα και την ενίσχυση της δημοσιογραφίας σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο. Το Sensors.AFRICA χρησιμοποιεί, επίσης, αισθητήρες για την παρακολούθηση της ρύπανσης του νερού, την ηχορύπανση και τη ραδιενέργεια, παρέχοντας στους πολίτες χρήσιμα δεδομένα για τις πόλεις τους.
The California Reporting Project: Καταγράφοντας την παράβαση καθήκοντος των αστυνομικών
Στην Καλιφόρνια, ένα πείραμα συνεργασίας δημοσιογράφων και συλλογής πληροφοριών από το κοινό έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες ενημερώνονται για τις παραβατικές συμπεριφορές των αστυνομικών.
Επί επτά χρόνια, 115 δημοσιογράφοι από 40 συντακτικές ομάδες και 50 φοιτητές από δύο πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, το Mπέρκλεϊ και το Στάνφορντ, εργάστηκαν στο The California Reporting Project, το οποίο οποίο διατέθηκε στο ευρύ κοινό τον Αύγουστο 2025. Η συνεργασία συνέδεσε εφημερίδες, δημόσιους ραδιοφωνικούς σταθμούς, μη κερδοσκοπικούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς και πανεπιστημιακά προγράμματα. Από το 2018, κατέστησε 1,5 εκατομμύρια σελίδες των άλλοτε απόρρητων αρχείων της αστυνομίας της περιόδου 2016-2024 για τη χρήση βίας και την παραβατική συμπεριφορά αστυνομικών διαθέσιμα σε μια δωρεάν, αναζητήσιμη βάση δεδομένων.
Το εγχείρημα ήταν εξαρχής ομαδική προσπάθεια. « Μέσα σε ένα μήνα, τα έξι ιδρυτικά μέλη έγιναν περισσότερα από 30», δήλωσε η Λίζα Πίκοφ-Γουάιτ (Lisa Pickoff-White), διευθύντρια έρευνας του προγράμματος που συμμετείχε σε αυτό εξαρχής, μιλώντας στο iMEdD. Η γρήγορη αύξηση του αριθμού των μελών αντανακλούσε τον ενθουσιασμό των δημοσιογράφων της περιοχής, οι οποίοι εδώ και καιρό μιλούσαν για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος.
Η ιδέα πήρε σάρκα και οστά μετά την ψήφιση του νόμου SB1421, ή αλλιώς «The Right to Know Act», από το νομοθετικό σώμα της Καλιφόρνιας, ο οποίος καθιστούσε δημόσια τα αρχεία των ερευνών σχετικά με τη χρήση βίας, τις σεξουαλικές επιθέσεις και την έλλειψη ακεραιότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Αργότερα, ο νόμος SB16 της Καλιφόρνιας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2022, διεύρυνε την πρόσβαση στα αρχεία της αστυνομίας, συμπεριλαμβάνοντας περιπτώσεις υπερβολικής βίας, αποτυχίας παρέμβασης, διακρίσεων και παράνομων συλλήψεων ή ερευνών.
Η Πίκοφ-Γουάιτ ανέφερε ότι με 700 γραφεία αστυνομικών αρχών στην Καλιφόρνια, ο όγκος των δεδομένων ήταν τεράστιος και γι’ αυτό αποφάσισαν να συνεργαστούν για να τον διαχειριστούν αποτελεσματικά.
Μετατρέποντας το χάος σε βάση δεδομένων
Για χρόνια, δημοσιογράφοι, φοιτητές και μέλη της κοινωνίας των πολιτών και νομικών οργανώσεων αφιέρωναν εθελοντικά τον χρόνο τους πέρα από το κανονικό τους πρόγραμμα.
Οι δημοσιογράφοι δημιούργησαν κοινόχρηστα έγγραφα και φακέλους, χρησιμοποίησαν το DocumentCloud και δημιούργησαν μια ειδικά προσαρμοσμένη βάση δεδομένων. Οι αρχικές απόπειρες χρησιμοποίησαν το Hugging Face —μια πλατφόρμα με μοντέλα μηχανικής μάθησης ανοιχτού κώδικα— για να συνοψίζουν κείμενα, αλλά αντιμετώπισαν δυσκολίες με την ειδική ορολογία της αστυνομίας.
«Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι τα αρχεία δεν ήταν σωστά οργανωμένα, όταν έφτασαν», είπε η Πίκοφ-Γουάιτ. «Βρίσκονταν σε όλες τις φόρμες και μορφές: λάβαμε αρχεία σε σκληρούς δίσκους, σε έντυπη μορφή, βίντεο, σε CD και αρχεία PDF. Μερικές φορές μια υπηρεσία έστελνε πέντε σελίδες για μια υπόθεση και έξι σελίδες για μια άλλη».
Η ομάδα χρησιμοποίησε την τεχνολογία οπτικής αναγνώρισης χαρακτήρων (Optical Character Recognition, OCR) για τη μηχανική ανάγνωση κειμένων και την εξαγωγή δεδομένων από εισερχόμενα αρχεία, ενώ παράλληλα άνθρωποι έλεγχαν και επεξεργάζονταν τις πληροφορίες για να διασφαλίσουν την ακρίβειά τους. Στη συνέχεια, η ομάδα δημιούργησε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για την οργάνωση των αρχείων της αστυνομίας ανά υπόθεση, ομαδοποιώντας σχετικές αναφορές, όπως τις αναφορές για πυροβολισμούς, τις αναφορές του εισαγγελέα και τα τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων. Το 2024, είχαν ήδη αναπτύξει αλγόριθμους για την εξαγωγή συγκεκριμένων πληροφοριών από αρχεία κειμένου.
Μέρος αυτών των δεδομένων δημοσιεύθηκε για δημόσια και δημοσιογραφική χρήση, ενώ το υπόλοιπο χρησιμοποιήθηκε για περαιτέρω αιτήματα αρχείων, διευρύνοντας τη βάση δεδομένων, ανέφερε η Πίκοφ-Γουάιτ. Επίσης, ταξινόμησαν έγγραφα και παρακολούθησαν τις διαγραφές, διορθώνοντας αρχεία με υπερβολικές διαγραφές και αφαιρώντας ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα πριν από τη σχετική δημοσίευση.
Η Πίκοφ-Γουάιτ υπογράμμισε ότι οι δημοσιογράφοι και οι ερευνητές θα πρέπει να συνδυάζουν την παραδοσιακή δημοσιογραφία με τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων και να μην βασίζονται αποκλειστικά σε αυτή. «Μπορείτε να αναζητήσετε ένα όνομα και θα σας εμφανιστούν τα έγγραφα που το περιέχουν. Αφήνουμε στον χρήστη να αποφασίσει αν πρόκειται για το άτομο που πιστεύει ότι είναι. Δεν ισχυριζόμαστε ότι πρόκειται για συγκεκριμένο αστυνομικό ή για το υποκείμενο οποιουδήποτε περιστατικού βίας».
Τα ρεπορτάζ με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο
Η βάση δεδομένων μπορεί να «άνοιξε» για το ευρύ κοινό μόλις πρόσφατα, αλλά οι δημοσιογράφοι που δούλεψαν για το πρότζεκτ, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών, είχαν δημοσιεύσει πάνω από 100 άρθρα, χάρη στα έγγραφα.
Στις αρχές του πρότζεκτ, η δημοσιογράφος για θέματα ποινικής δικαιοσύνης, Σούκι Λιούις (Sukey Lewis), δημοσίευσε ένα καίριο άρθρο, αποκαλύπτοντας ότι ορισμένα αστυνομικά τμήματα στην Καλιφόρνια δεν διερεύνησαν θανάτους στους οποίους εμπλέκονταν αστυνομικοί. Η έρευνα μελέτησε 122 αστυνομικές υπηρεσίες και διαπίστωσε ότι μία στις δέκα δεν διερεύνησε θανάτους που προκλήθηκαν από αστυνομικούς, επισημαίνοντας κενά στην λογοδοσία και την εκπαίδευση των αστυνομικών. «Αυτό είχε αντίκτυπο και υπήρξαν αλλαγές στη νομοθεσία μετά από αυτό», δήλωσε η Πίκοφ-Γουάιτ.
Στη συνέχεια, το podcast «On Our Watch» ασχολήθηκε πιο διεξοδικά με θέματα λογοδοσίας και πειθαρχικού ελέγχου της αστυνομίας.
Επιπλέον, η ίδια η Πίκοφ-Γουάιτ συνεισέφερε σε ένα άρθρο σχετικά με την καταστολή σε πρηνή θέση, που δημοσιεύθηκε σε συνεργασία με την εφημερίδα The Guardian». Το δημοσίευμά της αφορούσε τον Σέιν Σάδερλαντ (Shayne Sutherland), ο οποίος πέθανε το 2016, αφού αστυνομικοί τον κράτησαν με το πρόσωπο προς το έδαφος για σχεδόν εννέα λεπτά. Ο Σάδερλαντ, ο οποίος ήταν υπό την επήρεια μεθαμφεταμίνης, αλλά δεν ήταν οπλισμένος, είχε καλέσει ασθενοφόρο από ένα παντοπωλείο, για να του φέρουν μεταφορικό μέσο, αναπνέοντας με δυσκολία και ικετεύοντας για τη ζωή του. Ο θάνατός του προανήγγειλε τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ (George Floyd) το 2020. «Η οικογένειά του έλαβε τελικά αποζημίωση έξι εκατ. δολαρίων μετά τον θάνατό του», πρόσθεσε.
Στο φετινό Διεθνές Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, οι συμμετέχοντες θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν την παρουσίαση του Demolition Atlas Europe, ενός crowdsourced πρότζεκτ που έχει καταγράψει περισσότερα από 3.500 κτίρια προς κατεδάφιση ανά την Ευρώπη, με τη συμβολή εκατοντάδων πολιτών μέσω της πλατφόρμας CrowdNewsroom.
Η Alicia Olago θα συμμετάσχει σε ένα εργαστήριο όπου θα παρουσιαστεί ο τρόπος με τον οποίο τα drones, οι αισθητήρες και οι δορυφορικές εικόνες αναδιαμορφώνουν την ερευνητική δημοσιογραφία. Αντλώντας παραδείγματα από την Αφρική, οι ομιλητές θα παρουσιάσουν τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία έχει φέρει στο φως την ρύπανση, έχει επηρεάσει την πολιτική και έχει υποστηρίξει νομικές ενέργειες, προσφέροντας στους δημοσιογράφους πρακτικά εργαλεία για την κάλυψη θεμάτων που κυμαίνονται από την κλιματική αλλαγή έως την κοινωνική ανισότητα.