Η Μάρθα Μεντόζα έχει αφιερώσει τη δημοσιογραφική της καριέρα στην αναζήτηση θεμάτων που ο υπόλοιπος κόσμος προτιμά να αγνοεί –από την ξεχασμένη σφαγή Κορεατών αμάχων μέχρι τους ψαράδες-σκλάβους στη Νοτιοανατολική Ασία. Η ίδια μιλά στο iMEdD για τις έρευνες που καθόρισαν την πορεία της και για το τι σημαίνει να κάνεις ρεπορτάζ για το κοινό καλό.
Μετάφραση: Εβίτα Λύκου
Κεντρική φωτογραφία: Πέτρος Τουφεξής/ iMEdD
Το 1984, η Mάρθα Μεντόζα (Martha Mendoza) μπήκε σε ένα μάθημα δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σάντα Κρουζ, γεμάτη αγανάκτηση για τις αδικίες του κόσμου. Ο καθηγητής της, Κον Χάλιναν (Conn Hallinan), πρώην αρχισυντάκτης διεθνών ειδήσεων, που είχε την ικανότητα να διακρίνει το αναξιοποίητο ταλέντο, είδε στο πρόσωπό της κάτι περισσότερο από οργή. Είδε έναν σκοπό. Και σε εκείνο το μάθημα, η ίδια άρχισε να σχεδιάζει την καριέρα της, η οποία είναι αφιερωμένη στη δημοσιογραφία εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.
Η Μάρθα Μεντόζα έχει κερδίσει δύο φορές το βραβείο Πούλιτζερ (2000, 2016) και έχει τιμηθεί με ένα βραβείο Emmy (2020). Η 18μηνη έρευνά της με τίτλο «Θαλασσινά από Σκλάβους» (Seafood From Slaves) για το Associated Press (AP) της χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ το 2016 και συνέβαλε στην απελευθέρωση περισσότερων από 2.000 σκλάβων ψαράδων στη Νοτιοανατολική Ασία. Στο φετινό Διεθνές Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, η Μεντόζα παρουσίασε μια 15λεπτη μελέτη περίπτωσης για το πώς πραγματοποιήθηκε η έρευνα.
Συναντήσαμε τη Μεντόζα στο περιθώριο του Φόρουμ.
Μητέρα τεσσάρων παιδιών με περισσότερα από 30 χρόνια εμπειρίας ως δημοσιογράφος σε όλο τον κόσμο, πρόσφατα αποχώρησε από το AP, για να ενταχθεί στο δυναμικό του Frontline του PBS (Public Broadcasting Service).
Αναλογιζόμενη μια αξία που έχει καθορίσει την καριέρα της, απάντησε χωρίς δισταγμό: «Η δουλειά μας είναι να γινόμαστε μάρτυρες και να μεταδίδουμε την αλήθεια, με αρχές και ακρίβεια».
Η δουλειά μας είναι να γινόμαστε μάρτυρες και να μεταδίδουμε την αλήθεια, με αρχές και ακρίβεια.
Μάρθα Μεντόζα, Ανταποκρίτρια, Frontline, PBS
Επανορθώνοντας τις αδικίες: Η έρευνα για τη σφαγή του Νο Γκαν Ρι
Η Μεντόζα, κόρη δύο διοικητικών στελεχών του αμερικανικού ειρηνευτικού σώματος Peace Corps, ενός κυβερνητικού προγράμματος που στέλνει εθελοντές σε άλλες χώρες για την προώθηση της ειρήνης, μεγάλωσε στο εξωτερικό –στην Ινδία, στη Σαμόα και στο Νεπάλ.
Από μικρή ηλικία, είδε το ανθρώπινο κόστος του πολέμου. Μία από τις πρώτες της αναμνήσεις της είναι η σύγκρουση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. «Πρέπει να ήμουν τριών ή τεσσάρων [ετών]», είπε στο iMEdD. «Θυμάμαι να καλύπτουμε τα φώτα του αυτοκινήτου και να κλείνουμε τα παραθυρόφυλλα, για να μη μας βλέπουν τη νύχτα. Ακόμα και τότε καταλάβαινα πόσο άδικος ήταν ο πόλεμος για τους αμάχους».
Το 1995 εντάχθηκε στο AP, αφού πρώτα εργάστηκε σε τοπικά μέσα ενημέρωσης στην Καλιφόρνια. Από το ξεκίνημα της καριέρας της, κέρδισε αναγνώριση για τα ερευνητικά της ρεπορτάζ, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψής της για την παρουσίαση των ελλείψεων στο ομοσπονδιακό πρόγραμμα για τα άγρια άλογα το 1997, καθώς και για το έργο της, ως μέλος μιας ομάδας, που ερευνούσε την παράνομη παιδική εργασία στις ΗΠΑ. Και ενώ δούλευε σε άλλα θέματα, η Μεντόζα έπεσε πάνω σε μια υπόθεση που θα καθόριζε την επαγγελματική της διαδρομή.
Το 2000 κέρδισε το πρώτο της βραβείο Πούλιτζερ για την αποκάλυψη της σφαγής του Νo Γκαν Ρι, μαζί με τους συναδέλφους της Σανγκ-Χουν Τσέι (Sang-Hun Choe) και Τσαρλς Τζ. Χάνλεϊ (Charles J. Hanley).
«Δούλευα πάνω σε κάτι άσχετο», είπε. Τότε, ο Τσέι, δημοσιογράφος στο AP, ανέφερε ότι «στην Κορέα, o κόσμος μιλούσε για μια σφαγή που έλαβε χώρα [κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας], ενώ στις ΗΠΑ επικρατούσε πλήρης άρνηση. Ίσως να φταίει ο χαρακτήρας μου, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τα παρατήσω μέχρι να μάθω την αλήθεια».
Πέρασε τρεις εβδομάδες μελετώντας τα στρατιωτικά έγγραφα των ΗΠΑ στα Εθνικά Αρχεία της Ουάσινγκτον, χαρτογραφώντας κάθε μονάδα στην περιοχή. «Στη συνέχεια, πήγαμε στο Εθνικό Κέντρο Αρχείων Προσωπικού, καταθέσαμε αιτήματα βάσει του Νόμου περί Ελευθερίας της Πληροφόρησης (Freedom of Information Act, FOIA) και βρήκαμε τους καταλόγους με τα ονόματα των ανδρών που βρίσκονταν εκεί», θυμάται.
Ίσως να φταίει ο χαρακτήρας μου, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τα παρατήσω μέχρι να μάθω την αλήθεια.
Μάρθα Μεντόζα, Ανταποκρίτρια, Frontline, PBS
Το επόμενο βήμα ήταν να επικοινωνήσουν με πρώην στρατιώτες που είχαν επιστρέψει από τον πόλεμο. Μερικοί από αυτούς είχαν Αλτσχάιμερ ή άνοια. «Όταν έφτασα στο 29ο άτομο, άρχισε να με διορθώνει. Έτσι, είπα: “Ξέρετε, δουλεύω πάνω σε ένα θέμα για κάτι που συνέβη σε αμάχους στις αρχές του πολέμου της Κορέας”. Και εκείνος είπε “ναι, χρειάστηκε να τους σκοτώσουμε όλους εκείνη την ημέρα. Ήταν τα 20ά μου γενέθλια και δεν θα το ξεχάσω ποτέ”».
Η έρευνα της ομάδας, βασισμένη σε εκτενή αρχεία και καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, αποκάλυψε μια επί μακρόν κρυμμένη αλήθεια που αφορούσε Αμερικανούς στρατιώτες και εκατοντάδες αμάχους.
Στις 11 Ιανουαρίου 2001, ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον εξέφρασε τη λύπη του με μια επίσημη δήλωση, αλλά όχι και τη συγγνώμη που επιζητούσαν οι επιζώντες, ούτε κάποια αποζημίωση. Οι επιζώντες απέρριψαν, επίσης, την πρόταση των ΗΠΑ να δημιουργηθεί ένα μνημείο στο No Γκαν Ρι και να ιδρυθεί ένα πρόγραμμα υποτροφιών.
Της πήρε 25 χρόνια, λέει, για να επισκεφθεί το μνημείο του Νο Γκαν Ρι στην Κορέα. Πήγε με τον σύζυγό της και τις δύο κόρες της στην επέτειο της σφαγής. Αυτό που την εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η συγχώρεση των ντόπιων, το πώς επέλεξαν να μετατρέψουν αυτό το τραύμα σε μια διδαχή για την ειρήνη. «Αυτό, για μένα, ήταν βαθιά συγκινητικό».
Ακολουθώντας την αλυσίδα εφοδιασμού: Η έρευνα «Θαλασσινά από Σκλάβους»
Η ίδια σχολαστική παρακολούθηση των εγγράφων, που αποκάλυψε την υπόθεση του Νο Γκαν Ρι, αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά της δεύτερης έρευνάς της, Θαλασσινά από Σκλάβους. η οποία ξεκίνησε το 2014 και επίσης απέσπασε το βραβείο Πούλιτζερ.
Για χρόνια, δημοσιογράφοι ανέφεραν μεμονωμένες περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων και σύγχρονης δουλείας σε αλιευτικά σκάφη της Νοτιοανατολικής Ασίας. Αγανακτισμένοι από την έλλειψη συστημικών αλλαγών, η Μεντόζα και οι συνάδελφοί της, Μάργκι Μέισον (Margie Mason) και Ρόμπιν ΜακΝτάουελ (Robin McDowell), αποφάσισαν να εντοπίσουν την πηγή της κακοποίησης.
«Οι άνθρωποι βρίσκονται σε κλουβιά», ανέφερε η Μάργκι Μέισον στη Μεντόζα μιλώντας της στο τηλέφωνο. Χρειάστηκε να το επαναλάβει πέντε ή έξι φορές πριν η Μεντόζα να συνειδητοποιήσει πλήρως ότι οι ψαράδες κρατούνταν φυλακισμένοι. «Τότε ήταν που, για μένα, το όλο θέμα απέκτησε δραματικές διαστάσεις», θυμάται η Μεντόζα.
Για περισσότερο από ένα χρόνο, οι δημοσιογράφοι ακολουθούσαν τα θαλασσινά από τα εργοστάσια επεξεργασίας στο απομακρυσμένο νησί Μπενζίνα της Ινδονησίας, μέχρι τα τραπέζια των καταναλωτών στην Δύση.
Όπως ανέφερε στην παρουσίασή της στη σκηνή του Φόρουμ, η ομάδα αξιοποίησε τον εντοπισμό μέσω δορυφόρου, για να παρακολουθήσει τα σκάφη που μετέφεραν τα αλιεύματα και παρατήρησε τη διαδικασία εκφόρτωσης που διήρκεσε αρκετές ημέρες. Στη συνέχεια, παρακολούθησαν τα φορτηγά καθώς εκφόρτωναν τα αλιεύματα στην ξηρά και τα μετέφεραν στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας. Χρησιμοποιώντας ψηφιοποιημένα τελωνειακά φορτωτικά έγγραφα (διαθέσιμα μέσω υπηρεσιών όπως το «Import Genius»), εντόπισαν τα ίχνη των θαλασσινών, από αυτές τις εγκαταστάσεις μέχρι τους κυριότερους εμπόρους θαλασσινών στις ΗΠΑ. Τελικά, η Μεντόζα επικοινώνησε με έναν Αμερικανό εισαγωγέα, ο οποίος αμέσως άρχισε να κατονομάζει μερικές από τις μεγαλύτερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ των ΗΠΑ που πωλούσαν τα θαλασσινά, των οποίων το ταξίδι είχε ξεκινήσει από το νησί Μπενζίνα.
Η δημοσίευση της έρευνας κινητοποίησε τις τοπικές Αρχές, ώστε να διασώσουν χιλιάδες άνδρες και ανηλίκους που εργάζονταν υπό απάνθρωπες συνθήκες. Ταυτόχρονα, έστρεψε την προσοχή του κοινού στην αλυσίδα εφοδιασμού, που φέρνει τα τρόφιμα στο τραπέζι τους.
Η Μεντόζα σημείωσε ότι το 2016 συχνά οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί αποθάρρυναν τους δημοσιογράφους από το να επικοινωνούν απευθείας με το κοινό. Με την έγκριση του AP, αψήφησε αυτόν τον κανόνα, μεταφέροντας την έρευνα για τα Θαλασσινά από Σκλάβους στο Reddit και αλληλεπιδρώντας απευθείας με τους αναγνώστες. «Το Reddit ήταν μια έκρηξη αδρεναλίνης», λέει τώρα, καθώς αναπολεί τα γεγονότα.
Το βάρος της μαρτυρίας σήμερα
Η δημοσιογραφική κάλυψη υπό την υφιστάμενη κυβέρνηση Τραμπ γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη. «Καταρχάς, μηνύονται οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί», λέει η Μεντόζα. «Και εγώ έχω μηνυθεί, ενώ είχα απόλυτο δίκιο. Έχω μηνυθεί για δυσφήμιση και συκοφαντία».
Θυμάται που παρακολούθησε μια πολιτική συγκέντρωση κοντά στο σπίτι της, την πρώτη φορά που ο Τραμπ έθεσε υποψηφιότητα. Προσέγγισε τους υποστηρικτές, συστήθηκε και τους ρώτησε πώς ένιωθαν που είχε έρθει ο υποψήφιος στην κοινότητά τους. Η απάντηση ήταν άμεση και εχθρική. O κόσμος φώναζε: «Είσαι δημοσιογράφος; Άντε γαμήσου».
Η εχθρότητα δεν περιορίστηκε μόνο στις συγκεντρώσεις. Τα τελευταία χρόνια, άρχισε να παρατηρεί ότι προφίλ από την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών ή το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (FBI) την ακολουθούσαν ξαφνικά στο LinkedIn. Πρόσθεσε ότι ακόμη και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστειλε σε δημόσιους λειτουργούς για δημοσιογραφικούς σκοπούς αντιμετωπίστηκαν με αγένεια, καχυποψία και αμυντική στάση.
Εφέτος, όταν η αμερικανική Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE) έκανε έφοδο στο σπίτι των γειτόνων της, η Μεντόζα ήταν η μόνη που βγήκε έξω και φώναξε στους ομοσπονδιακούς αστυνομικούς: «Ποιοι είστε; Τι κάνετε εδώ;» Μπήκε ξανά στο σπίτι της, τηλεφώνησε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και υπέβαλε αιτήματα FOIA.
Σημειώνει, επίσης, ότι η κάλυψη για τις πρόσφατες διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης Τραμπ ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη. «Εκατομμύρια Αμερικανοί βγαίνουν στους δρόμους –σε μικρές πόλεις και μεγάλες μητροπόλεις– για να διαμαρτυρηθούν», είπε. Η ίδια μίλησε με τους τοπικούς συντάκτες εκείνες τις ημέρες, αλλά η έκταση της συμμετοχής σπάνια προβλήθηκε στις ειδήσεις.
Ως ένθερμη υποστηρίκτρια της διαφάνειας στην κυβέρνηση, έχει πάει τα παιδιά της, τους επισκέπτες της και τους φοιτητές της στο μάθημα δημοσιογραφίας (αυτό που και η ίδια ολοκλήρωσε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σάντα Κρουζ) να παρακολουθήσουν τις συνεδριάσεις των αμερικανικών δικαστηρίων. «Τις περισσότερες φορές, όμως, οι αίθουσες των δικαστηρίων είναι άδειες», λέει.
Όλοι πρέπει να παρακολουθούν συνεδριάσεις του δικαστηρίου […] Ο καθένας μπορεί να πάει και κανείς δεν το κάνει.
Μάρθα Μεντόζα, Ανταποκρίτρια, Frontline, PBS
«Νομίζω ότι όλοι πρέπει να παρακολουθούν συνεδριάσεις του δικαστηρίου […] Ο καθένας μπορεί να πάει και κανείς δεν το κάνει», είπε στο iMEdD. «Υπάρχει ένας δικαστής, κάποιος που δεν μιλάει αγγλικά, και ένας εισαγγελέας. Όλο αυτό το δράμα εκτυλίσσεται μπροστά σου».
Για εκείνη, αυτές οι άδειες δικαστικές αίθουσες είναι μαθήματα δημοσιογραφίας. Διδάσκει στους φοιτητές της να είναι παρόντες, να καταθέτουν τη μαρτυρία τους και να καλύπτουν τα γεγονότα με περιέργεια και ενσυναίσθηση.
Επιστρέφοντας στα ίδια ρεπορτάζ
Στις περισσότερες έρευνές της, γίνεται μάρτυρας της τραγωδίας και του ανθρώπινου πόνου. Ευτυχώς, προσθέτει με χαμόγελο, η ισχυρή υποστήριξη της οικογένειάς της τη βοηθά να παραμένει ισορροπημένη.
Ανάμεσα στα πολλά θέματα που έχει καλύψει, ορισμένα έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη της. Αυτά είναι τα θέματα στα οποία ελπίζει να επιστρέψει κάποια μέρα.
Ένα από αυτά είναι η υπόθεση ενός εξάχρονου σήμερα κοριτσιού από το Αφγανιστάν, το οποίο πήραν ένας Αμερικανός πεζοναύτης και η σύζυγός του μετά από στρατιωτική επιδρομή στο Αφγανιστάν. Η Μεντόζα συχνά προβληματίζεται για την ταυτότητα και το μέλλον του κοριτσιού, που μεγαλώνει σε μια λευκή, χριστιανική οικογένεια, γνωρίζοντας ότι η ιστορία της έχει δημοσιοποιηθεί ευρέως και αποτελεί αντικείμενο συνεχιζόμενων δικαστικών διώξεων.
Το δεύτερο είναι μία από τις έρευνές της ως νεαρή δημοσιογράφος, η σφαγή εκατοντάδων άγριων αλόγων και γαϊδουριών.
«Πολλά από αυτά τα ζώα στάλθηκαν στο Μεξικό ή στον Καναδά, για να σφαγούν», λέει. «Τώρα, στο πλαίσιο του Project 2025, η κυβέρνηση Τραμπ φέρεται ότι επιδιώκει να αλλάξει την ομοσπονδιακή νομοθεσία, για να επιτρέψει τη σφαγή αλόγων εντός των ΗΠΑ».
Για τη Μεντόζα, η επιστροφή σε αυτά τα θέματα δεν αφορά μόνο τη συνέχιση της έρευνας.
Το θέμα είναι η υπευθυνότητα και η διασφάλιση ότι τα θέματα που κάλυψε δεν θα ξεχαστούν, μόλις ξεθωριάσουν τα πρωτοσέλιδα.