Analysis

Η νέα πολιτική του Πενταγώνου αποτελεί πρωτοφανή απόπειρα υπονόμευσης της ελευθερίας του Τύπου 

Στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ, οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν το Πεντάγωνο διαδραμάτιζαν πάντα καθοριστικό ρόλο, φέρνοντας στο φως στρατιωτικές ενέργειες, που η κυβέρνηση δεν παρουσίαζε πάντα ανοιχτά στο κοινό. 

Για παράδειγμα, οι δημοσιογράφοι που κάλυψαν την απόφαση της Kυβέρνησης Μπάιντεν να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν το 2021, κατέδειξαν το χάος που ακολούθησε και διέψευσαν τις επίσημες δηλώσεις περί «ομαλής αποχώρησης». Μεταξύ άλλων, έφεραν στο φως και την αεροπορική επίθεση με drone που σκότωσε δέκα αμάχους —και όχι μαχητές του ISIS, όπως αρχικά υποστήριζε η Κυβέρνηση.   

Ωστόσο, οι υποστηρικτές της ελευθερίας του Τύπου προειδοποιούν ότι οι πρόσφατες αλλαγές στην πολιτική του Πενταγώνου θα δυσχεράνουν σημαντικά το έργο των δημοσιογράφων που καλύπτουν το Υπουργείο Άμυνας, καθώς ενδέχεται να περιορίσουν τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που δεν έχουν εγκριθεί από την Κυβέρνηση. 

Η αρχική τροποποίηση της πολιτικής, που ανακοινώθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2025 και αργότερα αναθεωρήθηκε, απαγόρευε στους δημοσιογράφους να δημοσιεύουν οποιαδήποτε πληροφορία δεν είχε εγκριθεί από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Έδινε, επίσης, στους δημοσιογράφους προθεσμία δέκα ημερών, ώστε να υπογράψουν και να αποδεχθούν τους περιορισμούς. Όσοι αρνούνταν, κινδύνευαν να χάσουν τη διαπίστευσή τους για το Πεντάγωνο. 

Ως ειδικός στην Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, θεωρώ ότι η αλλαγή αυτή στην πολιτική του Πενταγώνου συνιστά μια άνευ προηγουμένου εξέλιξη στην εκστρατεία της Κυβέρνησης Τραμπ κατά του Τύπου και μια ιστορική απόκλιση από τις πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων. 

«Οι επιθέσεις κατά της δημοσιογραφίας», δήλωσε ο δημοσιογράφος Πίτερ Γκρέστε (Peter Greste), που στο παρελθόν είχε φυλακιστεί, «αποτελούν ζήτημα εθνικής ασφάλειας και οφείλουμε να προστατεύσουμε την ελευθερία του Τύπου». Ο Γκρέστε μίλησε στις αρχές Οκτωβρίου 2025 στη Σύνοδο για την Ελευθερία του Λόγου που πραγματοποιήθηκε στο Νάσβιλ του Τενεσί, επισημαίνοντας ότι «οτιδήποτε υπονομεύει την ελευθερία του Τύπου, υπονομεύει και την εθνική ασφάλεια». 

Ο Γκρέστε είχε περάσει πάνω από έναν χρόνο στις φυλακές της Αιγύπτου το 2013, την περίοδο που εργαζόταν για το δίκτυο Al Jazeera. Στο Νάσβιλ συνέδεσε ευθέως την ελεύθερη πρόσβαση του κοινού στην ενημέρωση με τη σταθερότητα και την ελευθερία, που απολαμβάνουν οι δημοκρατίες. 

Ακόμα και ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίστηκε αρχικά επικριτικός απέναντι στην πολιτική, δηλώνοντας σε δημοσιογράφο τον Σεπτέμβριο του 2025 ότι δεν θεωρεί σωστό να αποφασίζει το Πεντάγωνο τι μπορούν να καλύπτουν οι δημοσιογράφοι. 

Απόπειρα ελέγχου του επικριτικού Τύπου 

Σύμφωνα με την αρχική αλλαγή στην πολιτική του Πενταγώνου, οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν το Υπουργείο Άμυνας υποχρεούνταν να υπογράψουν ένα συμφωνητικό, στο οποίο αναφερόταν ότι οποιαδήποτε πληροφορία του Υπουργείου πρέπει να «εγκριθεί για δημόσια δημοσίευση από τον αρμόδιο εξουσιοδοτημένο αξιωματούχο πριν από τη δημοσίευσή της, ακόμη και αν δεν είναι απόρρητη». 

Ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ (Pete Hegseth) δήλωσε στο Fox News στις 5 Οκτωβρίου: «Οι δημοσιογράφοι του Πενταγώνου μπορούν να διαμαρτύρονται όσο θέλουν, εμείς αντιμετωπίζουμε αυτά τα θέματα με σοβαρότητα. Μπορούν να κάνουν ρεπορτάζ, αρκεί να ακολουθούν τους κανόνες». 

Τα μέσα ενημέρωσης αποφάσισαν να μην αποδεχθούν την αλλαγή στην πολιτική, ενώ εξέτασαν ακόμα και το ενδεχόμενο να προσφύγουν νομικά. 

Το Πεντάγωνο αναθεώρησε την αρχική αλλαγή στην πολιτική του στις 6 Οκτωβρίου, θέτοντας προθεσμία συμμόρφωσης για τους δημοσιογράφους έως τις 14 Οκτωβρίου. Η νέα εκδοχή ορίζει ότι δεν απαιτείται προηγούμενη έγκριση για την κάλυψη του υπουργείου Άμυνας, αφήνει, ωστόσο, να εννοηθεί ότι η αναζήτηση πληροφοριών από πηγές του Πενταγώνου «δεν θα θεωρείται προστατευόμενη δραστηριότητα βάσει της Πρώτης Τροπολογίας». Δημοσιογράφοι που δεν είναι διατεθειμένοι να υπογράψουν και να τηρήσουν τη νέα πολιτική ενδέχεται να χαρακτηριστούν ως «κίνδυνος για την ασφάλεια» και να χάσουν τη διαπίστευσή τους στο Πεντάγωνο. 

Όταν άρχισε να πλησιάζει η προθεσμία της 14ης Οκτωβρίου, δεκάδες Μέσα ενημέρωσης δήλωσαν ότι δεν σκοπεύουν να υπογράψουν τη νέα πολιτική. Τα Fox, Newsmax και Daily Caller —όλα συντηρητικά μέσα— την απέρριψαν επίσης. Την επόμενη μέρα, δεκάδες ΜΜΕ παρέδωσαν τις δημοσιογραφικές τους διαπιστεύσεις, αρνούμενοι να αποδεχτούν τη νέα πολιτική. 

Η Ένωση Συντακτών του Πενταγώνου (Pentagon Press Association), η οποία εκπροσωπεί τους δημοσιογράφους που καλύπτουν το υπουργείο Άμυνας, επισημαίνει ότι η αναθεωρημένη πολιτική «μας ζητά να επιβεβαιώσουμε εγγράφως ότι “κατανοούμε” πολιτικές που φαίνεται να έχουν σχεδιαστεί, για να περιορίσουν την ελευθερία του Τύπου και ενδεχομένως να μας φέρουν αντιμέτωπους με ποινικές διώξεις, μόνο και μόνο επειδή κάνουμε τη δουλειά μας». 

Συντηρητικοί σχολιαστές έχουν, επίσης, επικρίνει την πολιτική. Ο καθηγητής νομικής Τζόναθαν Τάρλεϊ (Jonathan Turley) δήλωσε στο Fox News: «Αυτό που ουσιαστικά λένε είναι ότι, εάν δημοσιεύσεις κάτι που δεν περιλαμβάνεται στο δελτίο Τύπου ή δεν αποτελεί επίσημη δήλωση του Πενταγώνου, μπορεί να αντιμετωπίσεις κυρώσεις βάσει αυτής της πολιτικής. Αυτό θα ασκήσει ασφυκτική πίεση στην ελευθερία του Τύπου και το κόστος είναι πολύ μεγάλο». 

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χέγκσεθ προσπαθεί να ελέγξει την κάλυψη του Πενταγώνου από τα μέσα ενημέρωσης. Τον Μάιο του 2025 είχε περιορίσει την πρόσβαση των δημοσιογράφων σε μεγάλα τμήματα του Πενταγώνου, όπου προηγουμένως τους επιτρεπόταν να εισέρχονται χωρίς συνοδεία.  

Ανεξαρτησία από τον κυβερνητικό έλεγχο 

Δεν είναι ασυνήθιστο η Κυβέρνηση να αντιμετωπίζει τον Τύπο ως αντίπαλο, όμως τέτοιες απροκάλυπτες προσπάθειες ελέγχου των ΜΜΕ παραμένουν σπάνιες στις ΗΠΑ. 

Η ομοσπονδιακή Κυβέρνηση σπάνια έχει καταφέρει να λογοκρίνει τα μέσα ενημέρωσης. Τη δεκαετία του 1930 το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) έθεσε πολύ αυστηρούς κανόνες, που δύσκολα μπορούσε να υπερβεί η κυβέρνηση, προκειμένου να μπλοκάρει την κυκλοφορία εφημερίδων. 

Όπως έγραψε ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου Τσαρλς Χιουζ (Charles Hughes) το 1930 στην υπόθεση Νίαρ κατά Μινεσότα (Near v. Minnesota): «Το γεγονός ότι, για περίπου 150 χρόνια υπήρξε σχεδόν πλήρης απουσία προσπαθειών επιβολής προηγούμενων περιορισμών σε δημοσιεύματα σχετικά με κακοδιοίκηση δημοσίων λειτουργών, δείχνει τη βαθιά πεποίθηση ότι τέτοιοι περιορισμοί θα παραβίαζαν συνταγματικά δικαιώματα». 

Ο Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, μιλά σε τελετή για την Ημέρα Αναγνώρισης των Αιχμαλώτων Πολέμου και των Αγνοουμένων (POW/MIA) στο Πεντάγωνο στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, στις ΗΠΑ, στις 19 Σεπτεμβρίου 2025. Πηγή: EPA/JIM LO SCALZO

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επανειλημμένα την πεποίθησή του ότι η ύπαρξη ενός επικριτικού Τύπου είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία. Στην κορύφωση του πολέμου του Βιετνάμ, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εμποδίσει τη δημοσίευση διαρροών με λεπτομέρειες για την εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύγκρουση από τους New York Times. 

Ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου Γουόρεν Μπέργκερ (Warren Burger), προσωπική επιλογή του Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον ως υποψήφιου για την προεδρία, είχε αναγνωρίσει τον κίνδυνο που ενέχει ο περιορισμός της ελευθερίας του Τύπου από την Κυβέρνηση. «Ο κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις υποθέσεις είναι ότι οι προηγούμενοι περιορισμοί στον λόγο και τη δημοσίευση αποτελούν την πιο σοβαρή και λιγότερο ανεκτή παραβίαση των δικαιωμάτων της Πρώτης Τροπολογίας… Η ζημία μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλη, όταν οι περιορισμοί αφορούν τη μετάδοση ειδήσεων και τον σχολιασμό της επικαιρότητας», είχε γράψει ο Μπέργκερ. 

Ο Μπέργκερ αναγνώρισε τον ρόλο που παίζει ο Τύπος ως θεματοφύλακας απέναντι στην κατάχρηση εξουσίας από την κυβέρνηση το 1976 στην υπόθεση Ένωση Τύπου Νεμπράσκα κατά Στιούαρτ (Nebraska Press Association v. Stuart): «Ο Τύπος… προστατεύει από αδικίες, υποβάλλοντας το (δικαστικό σύστημα) σε εκτεταμένο δημόσιο έλεγχο και κριτική». 

Το κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο θα συνεχίσει να τηρεί πιστά αυτά τα ιστορικά προηγούμενα παραμένει αβέβαιο. 

Οι νομικοί μελετητές ΡονΝελ Άντερσεν Τζόουνς (RonNell Andersen Jones) και Σόνια Γουέστ (Sonja West) έχουν καταγράψει σημαντική μείωση στις αναφορές του Ανώτατου Δικαστηρίου στην ελευθερία του Τύπου τα τελευταία 20 χρόνια. Υπογραμμίζουν, επίσης, μια δραματική αλλαγή στον τόνο των δικαστών όταν συζητούν για τον Τύπο: 

«Η αντίληψη ότι το Δικαστήριο είναι πρόθυμο να υπερασπιστεί τον Τύπο απέναντι στη δυσφήμηση είναι λανθασμένη … Οι δημοσιογράφοι που θα προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη, δεν θα έχουν πλέον απέναντί τους έναν θεσμό που αναγνωρίζει σταθερά τον ρόλο τους στη δημοκρατία», γράφουν η Άντερσεν Τζόουνς και Γουέστ

Ακόμα και ο Μπέργκερ, όμως, γνώριζε ότι η φίμωση του Τύπου έχει σοβαρές συνέπειες για μια δημοκρατική κοινωνία: «Παρά ταύτα, είναι σαφές ότι τα εμπόδια για την επιβολή προηγούμενων περιορισμών παραμένουν μεγάλα, εκτός αν πρόκειται να αγνοήσουμε όσα έχει αποφανθεί το Δικαστήριο τα τελευταία 25 χρόνια και όσα έχει υπονοήσει σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του έθνους μας. Η ιστορία, ακόμα και εν καιρώ πολέμου, όπου αναστέλλονται κατηγορηματικές εγγυήσεις όπως το habeas corpus και το δικαίωμα δίκης σε πολιτικά δικαστήρια, προειδοποιεί να μην αναστέλλουμε ρητές εγγυήσεις», έγραψε ο Μπέργκερ στην απόφασή του στην υπόθεση Ένωση Τύπου Νεμπράσκα κατά Στιούαρτ το 1976. 

Αυτό ακριβώς, ωστόσο, κάνει η νέα πολιτική του Πενταγώνου, απειλώντας τους δημοσιογράφους που γράφουν επικριτικά άρθρα με αφαίρεση των διαπιστευτηρίων τους.