Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης στο δημόσιο σύστημα υγείας είναι ανεπαρκείς ή ακόμη και ανύπαρκτες. Εμπόδια όπως οι λίστες αναμονής, το ύψος της συμμετοχής και η ελλιπής χρηματοδότηση αναγκάζουν τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα άγχους και κατάθλιψης – τουλάχιστον όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα – να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα.
«Η ψυχική υγεία είναι σαν τον οδοντίατρο. Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όλα τα προβλήματα υγείας καλύπτονται ιατρικά, εκτός αν πρόκειται για μια επίσκεψη στον οδοντίατρο, κάτι που ισχύει και για τη φροντίδα της ψυχικής υγείας» λέει ο Marcin Rodzinka, εκπρόσωπος του Mental Health Europe.
Η κατάθλιψη και το άγχος είναι οι συχνότερα διαγνωσμένες ψυχικές διαταραχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέσσερις στους 100 ανθρώπους διαγιγνώσκονται με κατάθλιψη και πέντε στους 100 με άγχος. Οι ψυχικές νόσοι δεν πρέπει να υποτιμούνται, όπως συμβαίνει συχνά, λέει ο Javier Prado, εκπρόσωπος της ισπανικής Εθνικής Ένωσης Κλινικών και Ειδικευόμενων Ψυχολόγων (ANPIR): «Όταν δεν αντιμετωπίζονται εγκαίρως και με σωστό τρόπο, οδηγούν σε σοβαρότατη αναπηρία».
Ωστόσο, τα εθνικά δημόσια συστήματα υγείας δεν περιλαμβάνουν πάντα θεραπεία για τέτοιου είδους προβλήματα, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπως στην Πορτογαλία, την Ολλανδία ή την Ιρλανδία, τα κρούσματα άγχους ξεπερνούν τα επτά ανά 100 ανθρώπους. Η Ελλάδα είναι η χώρα που παρουσιάζει την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης κατάθλιψης, με την Ισπανία και την Ιταλία να ακολουθούν. Ο Nel Zapico, πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας της Ισπανίας (Spain Mental Health Confederation), εξηγεί τη σημασία αυτών των υψηλών ποσοστών, ειδικά όσον αφορά τον αριθμό των ατόμων με κατάθλιψη: «Είναι μια μάστιγα που συχνά έχει δραματικό τέλος και αυτό έχει να κάνει με την αυτοκτονία».
Όταν η κατάθλιψη καταλήγει σε αυτοκτονία
«Είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε για την ψυχική υγεία. Είναι πολύ σημαντικό να μιλάμε για την αυτοκτονία. Για να απαλλαγούμε από αυτό το ταμπού. Έχω κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Είμαι επιζών αυτοκτονίας» λέει ο Andrés Colao, εκπρόσωπος του AFESA, ενός συλλόγου συγγενών και ατόμων με ψυχικές ασθένειες. Έκθεση του 2017 που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι η έλλειψη κατάλληλης διάγνωσης και θεραπείας της κατάθλιψης μπορεί να είναι μια από τις κύριες αιτίες των υψηλών ποσοστών αυτοκτονίας στην Ευρώπη. Η Λιθουανία έχει το υψηλότερο ποσοστό διαταραχών κατάθλιψης και τον υψηλότερο αριθμό αυτοκτονιών, με 25,8 θανάτους για κάθε 100.000 κατοίκους για το 2016, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat. Η αυτοκτονία σχετίζεται άμεσα με την ψυχική υγεία, ωστόσο, συμβάλλουν και άλλοι λόγοι στο φαινόμενο αυτό. «Είναι ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα» λέει ο Prado. Μεταξύ των βασικών παραγόντων που καθορίζουν το τοπίο στη Λιθουανία είναι η τραυματική ιστορία της χώρας, τα κοινωνικά ταμπού, τα υψηλά ποσοστά κατανάλωσης αλκοόλ και τα ακατάλληλα προγράμματα πρόληψης, σύμφωνα με ανάλυση του 2017».
Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία είναι ελλιπή. Oι ασθενείς που πάσχουν από άγχος και κατάθλιψη δεν λαμβάνουν όλοι θεραπεία, ενώ συχνά δεν διαγιγνώσκονται καν. Αυτό το κενό θεραπείας μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες και είναι μεγαλύτερο στην Ανατολική Ευρώπη.
«Στην περίπτωση της Πολωνίας, τα δεδομένα δείχνουν έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ατόμων με προβλήματα ψυχικής υγείας, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πλειονότητα δεν παρακολουθείται ειδικό, επομένως δεν διαγιγνώσκεται. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας, αλλά ότι το κοινωνικό στίγμα παρεμποδίζει την πρόσβαση στη θεραπεία» λέει ο Rodzinka. Η Πολωνία και η Ρουμανία έχουν τη χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης άγχους και κατάθλιψης σε όλη την Ευρώπη.
«Το κοινωνικό στίγμα απορρέει από την πεποίθηση ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας είναι μια σκοτεινή υπόθεση που έχει να κάνει με την ψυχιατρική και με τρελούς που ακούν φωνές, αλλά, στην πραγματικότητα, αυτό μπερδεύει τα πράγματα και επισκιάζει κοινά προβλήματα» λέει ο Prado. Ο στιγματισμός είναι το βασικό εμπόδιο στη φροντίδα ατόμων με ψυχικές διαταραχές, σύμφωνα με έρευνα του 2013 που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
«Η ιδέα της επίσκεψης σε έναν ψυχίατρο προκαλεί μεγάλη ντροπή και φόβο. Κανείς δεν το συζητά ανοιχτά στη Ρουμανία, γι’ αυτό και κανείς δεν ξέρει τι να περιμένει από ένα ραντεβού στον ψυχίατρο. Νομίζω ότι οι περισσότεροι έχουν σχηματίσει αρνητική εικόνα γιατί κανείς δεν θέλει να χαρακτηριστεί τρελός. Ωστόσο, πιστεύω ότι αυτή η χώρα εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με την ιδέα της ψυχοθεραπείας» λέει η Maria από τη Ρουμανία, χρήστης ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών που προτιμά να μην αποκαλύψει το πραγματικό της όνομα.
Παρόλα αυτά, ακόμη και όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν το στίγμα, υπάρχουν άλλα εμπόδια που μπορεί να τους αποθαρρύνουν από την αναζήτηση της ιδανικής, δωρεάν θεραπείας, το συντομότερο δυνατό. Εμπόδια που μπορεί να ανακόψουν την πρόσβαση ατόμων με κοινά – αλλά σημαντικά – προβλήματα ψυχικής υγείας στη σωστή διάγνωση και θεραπεία. Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων με καταθλιπτικά συμπτώματα δεν αναζητά θεραπεία επειδή πιστεύει ότι αυτή δεν θα βοηθήσει, ότι δεν υπάρχει λύση ή ότι τα συμπτώματα είναι φυσιολογικά μετά από ένα τραυματικό συμβάν.
Άλλοι συμβουλεύονται γιατρό για σωματικά συμπτώματα, όπως η αϋπνία και η κόπωση, τα οποία αντιμετωπίζουν με φάρμακα, χωρίς ωστόσο να λαμβάνουν επαρκή ψυχολογική θεραπεία για να εντοπίσουν την προέλευση του προβλήματος, σύμφωνα με έκθεση του 2017 που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Τα στοιχεία δείχνουν ότι η πρόσβαση στη φροντίδα της ψυχικής υγείας μπορεί να μην είναι ικανοποιητική, ακόμη και σε χώρες υψηλού εισοδήματος με καθολική υγειονομική περίθαλψη και ανεπτυγμένο σύστημα πρόνοιας» σύμφωνα με ευρωπαϊκή ανάλυση του 2016.
Ωστόσο, κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν αποτυπώνει συνολικά τους ανθρώπους που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες χωρίς να έχουν διαγνωστεί. Ομοίως, αν και τα δημόσια συστήματα υγείας των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών ισχυρίζονται ότι παρέχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας, πολλές φορές αυτό δεν συμβαίνει στην πράξη.
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν γνωρίζω καν αν το δημόσιο σύστημα υγείας καλύπτει την ψυχοθεραπεία στη Ρουμανία. Προσωπικά, απευθύνθηκα κατευθείαν σε ιδιώτη που μου συνέστησε φιλικό πρόσωπο» λέει η Maria. Η πρόσβαση σε ψυχολόγο μέσω του εθνικού συστήματος υγείας δεν παρέχεται από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Βουλγαρία και η Λετονία καλύπτουν μόνο ψυχιατρικά περιστατικά, για παράδειγμα. Η Γαλλία δεν συμπεριλαμβάνει τους ψυχολόγους στο σύστημα υγείας της, αν και το 2018 εγκαινίασε ένα πιλοτικό πρόγραμμα σε ορισμένες περιοχές. Το Λουξεμβούργο εξετάζει τώρα την ενσωμάτωση ψυχολόγων στο σύστημα υγείας του.
Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις χωρών που θεωρητικά καλύπτουν την πρόσβαση σε ψυχολόγους, υπάρχουν κενά. Για παράδειγμα, σε χώρες όπου η υγειονομική περίθαλψη λειτουργεί μέσω αλληλασφαλιστικών εταιρειών, υπάρχουν ομάδες ανασφάλιστων που, μοιραία, δεν έχουν πρόσβαση σε κανενός είδους κάλυψη. Στην Εσθονία πολλοί άνθρωποι περνούν μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς ασφάλιση. Τόσο στη Ρουμανία όσο και τη Σλοβενία, η πλειονότητα των Ρομά και των αστέγων, μεταξύ άλλων, δεν έχουν ασφάλιση υγείας και, ως εκ τούτου, δεν λαμβάνουν ψυχική περίθαλψη, σύμφωνα με έρευνα του Health Policy του 2020.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι ασφαλιστικές εταιρείες δίνουν προτεραιότητα σε δευτερεύοντα προβλήματα που αντιμετωπίζονται ευκολότερα έναντι πιο σοβαρών διαταραχών, όπως συμβαίνει στην Ολλανδία. Ανεξάρτητα από το μοντέλο υγειονομικής περίθαλψης, τα εμπόδια είναι κοινά σε όλες τις χώρες της ΕΕ που παρέχουν δημόσια κάλυψη ψυχικής υγείας. «Υπάρχουν τρία βασικά προβλήματα: το κοινωνικό στίγμα, οι χρόνοι αναμονής και τα τέλη σε ορισμένες χώρες» λέει ο Rodzinka. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με κρατικά χρηματοδοτούμενη πρόσβαση σε ψυχολόγους περιορίζουν επίσης τον αριθμό των συνεδριών και μαστίζονται από έλλειψη πόρων και ανθρώπινου δυναμικού.
Μια λύση που φτάνει αργά
«Οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας πρέπει να είναι ευέλικτες, προσβάσιμες και γρήγορες. Όταν ένα άτομο νοσεί και αναζητά βοήθεια, χρειάζεται άμεση ανταπόκριση» λέει η Marta Poll, ψυχολόγος και διευθύντρια της Καταλανικής Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας (Catalan Mental Health Federation). Οι μεγάλες λίστες αναμονής για ψυχοθεραπεία εξακολουθούν να αποτελούν ένα από τα βασικά προβλήματα στις χώρες με κρατικά χρηματοδοτούμενες ψυχολογικές υπηρεσίες. Σε τουλάχιστον επτά χώρες της ΕΕ οι πολίτες πρέπει να περιμένουν περισσότερο από έναν μήνα για ένα ραντεβού με ψυχολόγο.
«Όταν ένα άτομο βρίσκεται σε κατάσταση ειδικής ανάγκης ή, κάποιες φορές, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πρέπει να υπάρχει δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισης, διότι σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε αυτή της κατάθλιψης, μπορεί να οδηγηθεί σε αυτοκτονία. Σε άλλες περιπτώσεις, προβλήματα που προλαμβάνονται όταν αντιμετωπίζονται εγκαίρως, μετατρέπονται σε χρόνια» λέει ο πρόεδρος της Ισπανικής Συνομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας (Spain Mental Health Confederation).
Μία λύση θα μπορούσε να είναι η θέσπιση μέγιστων χρόνων αναμονής, κάτι που συμβαίνει, για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία. Στη Γερμανία, εάν ο χρόνος αναμονής υπερβεί ένα όριο, οι πολίτες μπορούν να λάβουν αποζημίωση για θεραπεία από ιδιώτη ψυχολόγο. Όλοι οι νόμοι, ωστόσο, έχουν «παραθυράκια»: έρευνα του BBC αποκάλυψε ότι η Μεγάλη Βρετανία κατέβαλλε αποζημιώσεις μόνο για το πρώτο ραντεβού με ειδικό. Οι χρόνοι αναμονής υπερέβησαν το όριο για τα επόμενα ραντεβού.
Η ιταλική επαρχία της Τεργέστης, αντίθετα, επέλεξε ένα σύστημα «ανοιχτής πόρτας», όπου ο καθένας μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση στην ψυχοθεραπεία χωρίς ραντεβού, σύμφωνα με τον RobertoMezzina, ψυχίατρο και πρώην διευθυντή του Τμήματος Ψυχικής Υγείας ASUI Trieste.
Σε τουλάχιστον εννέα χώρες της ΕΕ, οι πολίτες καλούνται να καταβάλλουν πρόσθετα τέλη για να αποκτήσουν πρόσβαση σε ψυχολόγο μέσω του δημόσιου συστήματος υγείας. Το κόστος διαφέρει από χώρα σε χώρα – ακόμη και μεταξύ περιφερειών, όπως στην Ιταλία – και μπορεί να αποτελέσει ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην πρόσβαση στη θεραπεία. Επιπλέον, ορισμένες χώρες περιορίζουν τον αριθμό των συνεδριών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας της Σλοβακίας: «Ο αριθμός των συνεδριών, ο ανεπαρκής αριθμός ψυχολόγων/ψυχοθεραπευτών και η έλλειψη κοινοτικής θεραπείας είναι μερικά από τα προβλήματα της χώρας, αν και όχι τα μοναδικά».
Η ψυχολογία δεν αποτελεί κλάδο προτεραιότητας στα ευρωπαϊκά δημόσια συστήματα υγείας όσον αφορά τους πόρους και το προσωπικό, και αυτό ισχύει και για τον συναφή κλάδο της ψυχιατρικής. «Υπάρχουν πολύ καλοί επαγγελματίες. Το πρόβλημα είναι το επισφαλές σύστημα» λέει η Montse Aguilera, μέλος μιας ένωσης για τα δικαιώματα των ατόμων που, όπως και η ίδια, αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας. Χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Κροατία διαθέτουν λιγότερους από τους συνιστάμενους 20 ψυχολόγους ανά 100.000 πληθυσμού – αριθμό που πρότειναν ψυχολόγοι με άρθρο τους στο The Irish Psychologist το 2012. Αντίθετα, η Σουηδία και η Δανία έχουν περισσότερους από 50 ψυχολόγους ανά 100.000 πληθυσμού. Αν και τα ποσοστά σε αυτές τις χώρες είναι πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κάποιοι ειδικοί θεωρούν ότι εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλός.
Μπορείς να κάνεις θεραπεία, αν το βαστάει η τσέπη σου
«Είναι δύσκολο να συγκρίνουμε την κατάσταση μεταξύ χωρών, αλλά γνωρίζουμε τους περιορισμούς και τα εμπόδια. Υπάρχουν πολλά, αλλά το βασικότερο είναι ότι η ψυχική υγεία δεν καλύπτεται από το κράτος και τις ασφαλιστικές εταιρείες σε πολλές χώρες, επομένως πρέπει να πληρώσεις από την τσέπη σου» λέει ο Rodzinka.
Στη Ρουμανία κάποιος που ζει με βασικό μισθό θα πρέπει να εργαστεί, κατά μέσο όρο, σχεδόν τέσσερις μέρες για να πληρώσει μία και μόνο συνεδρία με ιδιώτη ψυχολόγο. Στη Σλοβακία, την Εσθονία και την Κροατία ο αριθμός αυτός ξεπερνά τις δύο μέρες. Στον αντίποδα βρίσκεται η Γαλλία, όπου παρόλο που το δημόσιο σύστημα υγείας δεν καλύπτει την ψυχοθεραπεία, μια συνεδρία με ιδιώτη κοστίζει λιγότερο από ένα μεροκάματο. «Ο ιδιωτικός τομέας συνεισφέρει αρκετά στη γεφύρωση του χάσματος, αλλά δεν είναι προσβάσιμος σε όλους. Μπορεί να είναι χρήσιμος για άτομα με υψηλά εισοδήματα, με θέσεις εργασίας ή για άτομα που γνωρίζουν ότι έχουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα που χρήζει αντιμετώπισης και μπορούν να πληρώσουν» λέει ο Rodzinka. Αυτό αποκλείει όμως τους φτωχότερους.