Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε από το The New Humanitarian. Aναδημοσιεύθηκε από το iMEdD με άδεια Creative Commons και μεταφράστηκε στα ελληνικά. Το The New Humanitarian δεν ευθύνεται για την ακρίβεια της μετάφρασης. Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο εδώ.
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της στο The Daily Show, η Christiane Amanpour του CNN βρέθηκε σε δύσκολη θέση όταν ισχυρίστηκε ότι «δεν υπάρχουν δημοσιογράφοι στη Γάζα». Σε ερώτηση του παρουσιαστή Jon Stewart, ο οποίος επεσήμανε ότι υπάρχουν πολλοί Παλαιστίνιοι δημοσιογράφοι στη Λωρίδα της Γάζας, η Amanpour διευκρίνισε ότι εννοούσε πως «οι ανεξάρτητοι δυτικοί δημοσιογράφοι δεν μπορούν να φτάσουν εκεί».
Αυτή η στιχομυθία εγείρει το ερώτημα του ποιοι είναι πιο κατάλληλοι για να καλύπτουν θέματα ανθρωπιστικού περιεχομένου. Είναι η ομάδα των «διεθνών» δημοσιογράφων ή οι ντόπιοι συνάδελφοί τους;
Παραδοσιακά, τα αυτοπροσδιοριζόμενα ως παγκόσμια μέσα όπως το CNN και το BBC έχουν την τάση να καλύπτουν τα γεγονότα στον μη δυτικό κόσμο μέσα από τον φακό των ξένων ανταποκριτών –μια περιπλανώμενη ομάδα κυρίως δυτικών δημοσιογράφων που συνήθως καλύπτουν μεγάλες περιοχές και πολλές χώρες για λογαριασμό ως επί τω πλείστον δυτικών ακροατηρίων. Πολλές φορές ακούμε κάποιον από αυτούς να περιγράφεται ως «ο πρώτος δυτικός δημοσιογράφος στην περιοχή», λες και αυτό σηματοδοτεί ένα σημαντικό σημείο καμπής στην ποιότητα της κάλυψης. Οι ντόπιοι δημοσιογράφοι, από την άλλη πλευρά, υποβιβάζονται σε υποστηρικτικό ρόλο ως μεσάζοντες ή ρεπόρτερ του παρασκηνίου.
Τα γεγονότα στη Γάζα, ωστόσο, ξεσκέπασαν και ανέτρεψαν αυτό το σύστημα. Με το Ισραήλ να έχει αποκλείσει τους διεθνείς δημοσιογράφους από τον παλαιστινιακό θύλακα, το ρεπορτάζ για τη φρικτή επίθεση που δέχεται ο ντόπιος πληθυσμός έχει περάσει στα χέρια των Παλαιστινίων δημοσιογράφων, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι έχουν στοχοποιηθεί από τον ισραηλινό στρατό –περισσότεροι από 120 έχουν σκοτωθεί σύμφωνα με τον ΟΗΕ– επιτελούν το έργο τους με γενναιότητα, αφοσίωση και επαγγελματισμό που προκαλούν δέος.
Τώρα, που το αίτημα για την παρουσία των διεθνών ανταποκριτών αυξάνεται, το ερώτημα είναι αν αυτοί οι ξένοι ανταποκριτές είναι πράγματι απαραίτητοι και σε ποιο βαθμό η παρουσία τους θα συνέβαλε στη βελτίωση της κατανόησης της κατάστασης.
Είναι σαφές ότι οι δυτικοί δημοσιογράφοι δεν εκπροσωπούν «όλους όσους δεν είναι ντόπιοι», όπως υποστήριξε η Amanpour. Ενώ τα ρεπορτάζ τους μεταδίδονται σε ακροατήρια σε όλο τον κόσμο, εκπροσωπούν σε μεγάλο βαθμό το κοινό της χώρας τους και απευθύνονται σε αυτό. Έτσι, η δημοσιογραφία τους αντικατοπτρίζει αυτά τα ακροατήρια και σε αυτά λογοδοτεί, και –σύμφωνα με τον εκλιπόντα καθηγητή δημοσιογραφίας John Merrill– «δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια που θέτει η κοινωνία· από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να μένει και πολύ πίσω από αυτά τα όρια». Και αυτό είναι κάτι που φαίνεται από τα ρεπορτάζ που πραγματοποιούν οι δυτικοί δημοσιογράφοι εκτός Γάζας, τα οποία, σε γενικές γραμμές, περισσότερο αναπαράγουν παρά αμφισβητούν τις επικρατούσες απόψεις.
Αντί να συμπληρώνουν το έργο των ντόπιων δημοσιογράφων, υπάρχουν βάσιμοι φόβοι ότι οι δυτικοί δημοσιογράφοι επιδιώκουν να το υποκαταστήσουν. Πριν από μια δεκαετία, η Κενυάτισσα συγγραφέας Nanjala Nyabola περιέγραψε την προνομιακή μεταχείριση των δυτικών δημοσιογράφων ως μια «ανομολόγητη ιεραρχία της γνώσης», η οποία «αγνοεί ακούσια τις εμπειρίες των χιλιάδων μορφωμένων, έμπειρων [ντόπιων] συντακτών, δημοσιογράφων και πηγών».
Αυτό αντικατοπτρίζεται στα ευρήματα μιας μελέτης της Nilofar Absar, η οποία έχει διεξάγει πολυάριθμες συνεντεύξεις με ντόπιους δημοσιογράφους που εργάζονται ως μεσάζοντες για μεγάλα δυτικά πρακτορεία. Πολλοί εξέφρασαν το παράπονο ότι η δουλειά τους συχνά δεν αναγνωρίζεται από τους διεθνείς ομολόγους τους ή υποτιμάται και αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Όπως κατέδειξε η Amanpour, η αποικιακής καταβολής καχυποψία ότι οι μη δυτικοί δημοσιογράφοι δεν είναι τόσο αξιόπιστοι ή αμερόληπτοι όσο οι δυτικοί συνάδελφοί τους εξακολουθεί να είναι διαδεδομένη.
Επιπλέον, οι ντόπιοι και οι μη ντόπιοι δημοσιογράφοι παίζουν συχνά διαφορετικούς ρόλους όταν καλύπτουν ανθρωπιστικές κρίσεις. Μια μελέτη του 2009 που συνέκρινε την κάλυψη της καταστροφής της Νέας Ορλεάνης στις ακτές του Κόλπου των ΗΠΑ από τον τυφώνα Κατρίνα το 2005 σε τοπικές, περιφερειακές και εθνικές εφημερίδες, διαπίστωσε ότι σε όσο πιο τοπικό επίπεδο βρισκόταν μια εφημερίδα ως προς το επίκεντρο της τραγωδίας, τόσο πιο πιθανό ήταν να «υιοθετήσει τον ρόλο του εκπροσώπου των χιλιάδων ανθρώπων χωρίς φωνή, οι οποίοι δεν έβρισκαν δημόσιο χώρο για να ακουστούν». Η Kathleen Bartzen Culver, διευθύντρια της Σχολής Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του UW-Madison, σημείωσε ότι «η χροιά της τοπικής δημοσιογραφίας ήταν αρκετά διαφορετική από την εθνική δημοσιογραφία, η οποία δεν είχε απαραίτητα επίγνωση του ευρύτερου πλαισίου».
Η Amanpour δεν πέφτει εντελώς έξω σχετικά με τη χρησιμότητα των μη ντόπιων δημοσιογράφων. Μπορούν να προσφέρουν μια σημαντική εξωτερική προοπτική, ακόμη και να αναζητήσουν οπτικές γωνίες που οι ντόπιοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι είναι βυθισμένοι στην τραγωδία, παραλείπουν. Η ανησυχία για την αμεροληψία των ντόπιων δημοσιογράφων που καλύπτουν συγκρούσεις οι οποίες αφορούν τους δικούς τους ανθρώπους μπορεί να είναι βάσιμη, αν και συχνά υπερτονίζεται. Και είναι αναμφίβολα αλήθεια ότι οι ντόπιοι δημοσιογράφοι σε πολλές συγκρούσεις δεν απολαμβάνουν την ίδια προστασία και τα ίδια προνόμια που αναγνωρίζονται στους δυτικούς συναδέλφους τους, είτε λόγω φυλής, είτε λόγω του φόβου να αντιπαρατεθούν με τις δυτικές κυβερνήσεις, είτε απλώς λόγω της αναγνώρισης της επιρροής που ασκούν τα δυτικά μέσα ενημέρωσης σε ένα παγκόσμιο αφήγημα. Αυτό σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι αυτών των μέσων μπορούν συχνά να πάνε με τόλμη εκεί όπου οι ντόπιοι φοβούνται να πατήσουν το πόδι τους.
Αλλά αυτό θα πρέπει να αντισταθμιστεί σε σχέση με την τάση των ξένων δημοσιογράφων να συνθλίβουν τις λεπτές αποχρώσεις της ντόπιας προοπτικής με τις γενικόλογες αφηγήσεις που είναι απαραίτητες για να συμπτύξουν πολύπλοκες καταστάσεις σε μια δίλεπτη εκφώνηση.
Δεν είναι όλες οι οπτικές ίσες. Όπως και η Nyabola, οι περισσότεροι μάλλον θα προτιμούσαν την «αλήθεια… βασισμένη στην επιτόπια εμπειρία». Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο λόγος για τον οποίο οι δημοσιογράφοι ταξιδεύουν στον τόπο μιας κρίσης –για να προσεγγίσουν αυτήν τη βιωμένη εμπειρία. Και η κάλυψη από τους ντόπιους είναι ακόμη πιο σημαντική, δεδομένου ότι τα «διεθνή» μέσα ενημέρωσης σπάνια παραμένουν σε ένα θέμα για πολύ καιρό πριν προχωρήσουν στο επόμενο. «Βλέπετε τα δίκτυα να στέλνουν έξι άτομα… για να δώσουν μια ζωντανή και συναισθηματικά φορτισμένη παράσταση» λέει η Culver. «[Α]λλά το πιο σημαντικό ερώτημα είναι “σε έξι μήνες αυτοί θα βρίσκονται εκεί για να κάνουν ερωτήσεις;”» Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι στην πραγματικότητα οι ντόπιοι δημοσιογράφοι αυτοί που θα μείνουν να μαζέψουν τα σπασμένα μετά τη διεθνή μιντιακή καταιγίδα που θα ξεσπάσει.
Επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη οι προκαταλήψεις που μεταφέρουν οι διεθνείς δημοσιογράφοι στα θέματα που καλύπτουν, καθώς και η εξαιρετικά υποτιμημένη προσήλωση των ντόπιων δημοσιογράφων στην τήρηση της επαγγελματικής δεοντολογίας.
Από πολλές απόψεις, η κατακραυγή κατά της Amanpour ήταν στην πραγματικότητα ένας σκεπτικισμός σχετικά με την εγκυρότητα ενός «διεθνούς» δημοσιογραφικού μοντέλου που αυτοπαρουσιάζεται ως άμοιρο οποιασδήποτε εντοπιότητας. Γιατί χρειαζόμαστε μια περιπλανώμενη ομάδα κασκαντέρ που κάνει ξαφνικά την εμφάνισή της σε χώρους ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος, σαν οι άνθρωποι εκεί να είναι ανίκανοι να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία; Γιατί το CNN ή το Sky News δεν δίνουν το βήμα τους σε ντόπιους δημοσιογράφους, είτε στο Σουδάν είτε στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, αντί να στέλνουν μη ντόπιους που πιθανόν γνωρίζουν πολύ λιγότερα; Γιατί ο βασικός ανταποκριτής της κάλυψης της Γάζας να είναι ένας Αμερικανός ή Βρετανός δημοσιογράφος και όχι ένας Παλαιστίνιος; Εξυπηρετεί πραγματικά αυτό καλύτερα το κοινό τους;
Υπάρχουν ενδιαφέρουσες ομοιότητες μεταξύ της κάλυψης της Γάζας και εκείνης του τυφώνα Κατρίνα. Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Guardian, ο Jeff Jarvis σημειώνει πώς ο τυφώνας «κατέστησε άχρηστα τα πιεστήρια και τους ραδιοτηλεοπτικούς πύργους χάρη στα οποία γίνονται μεγάλα τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης» και έστρεψε την ενημέρωση υποχρεωτικά στα τοπικά μέσα, μέσω διαδικτύου. Τα εκτός πόλης μέσα ενημέρωσης αναγκάστηκαν επίσης να στραφούν στο διαδίκτυο για να συγκεντρώσουν και να μεταδώσουν ειδήσεις. Σύμφωνα με τον Jarvis, αυτό είχε σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο προβλήθηκε το θέμα: «Συνήθως, βέβαια, βλέπουμε το μεγάλο θέμα να λουστράρεται και να γυαλίζεται από τις εθνικές εφημερίδες και τα διεθνή δίκτυα. Αλλά με τον τυφώνα Κατρίνα, οι ντόπιοι δημοσιογράφοι, οι ίδιοι οι επιζώντες, φανέρωναν ωμά τον εκνευρισμό και τον θυμό τους».
Αυτό ήταν κάτι σημαντικό, όπως επισήμανε ο Jarvis. Δίνοντας το μικρόφωνο στους ανθρώπους που βίωσαν την τραγωδία, οι «ειδήσεις απελευθερώθηκαν από τα δεσμά των μέσων ενημέρωσης», όπως το έθεσε εύγλωττα. «Τώρα όποιος ελέγχει τη διανομή δεν ελέγχει πλέον τις ειδήσεις. Και οι ειδήσεις δεν διαμορφώνονται πλέον από το κανάλι που τις μεταδίδει. Αυτό έκανε ο τυφώνας Κατρίνα για τις ειδήσεις».
Ενδεχομένως η Γάζα θα μπορούσε να κάνει κάτι παρόμοιο για την κάλυψη των ανθρωπιστικών καταστροφών σε παγκόσμιο επίπεδο; Η εμπειρία μας στο The New Humanitarian (TNH), από την κάλυψη κρίσεων εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, δείχνει ότι μια τέτοια πρόταση δεν απαιτεί κατ’ ανάγκην την ήττα του ενός ή του άλλου. Οι συνεργασίες μεταξύ διεθνών και ντόπιων δημοσιογράφων μπορεί να είναι χρήσιμες για την αξιοποίηση των δυνατών σημείων και των δύο. Έτσι, αντί τα παγκόσμια πρακτορεία να στέλνουν μικρές ομάδες ξένων ανταποκριτών και διάσημων παρουσιαστών σε όλο τον κόσμο για να παρέχουν αναπόφευκτα σποραδική κάλυψη των ανθρωπιστικών καταστροφών, θα ήταν ίσως καλύτερο να συνεργαστούν με τοπικά μέσα ενημέρωσης και ντόπιους δημοσιογράφους που θα μπορούσαν να διαμορφώνουν θέματα και προσεγγίσεις για το εξωτερικό ακροατήριο.
Οι συμπράξεις θα μπορούσαν να λάβουν πολλές μορφές και να μην περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις φρικτών κρίσεων. Πέρυσι, για παράδειγμα, το TNH θέσπισε μια Επιχορήγηση Ανθρωπιστικού Ρεπορτάζ, η οποία έχει ως στόχο να προσφέρει σε ντόπιους δημοσιογράφους που ασχολούνται με ανθρωπιστικά θέματα στον μη δυτικό κόσμο αυτήν ακριβώς την εμπειρία, ενώ παράλληλα τους επιτρέπει να αμφισβητήσουν και να επηρεάσουν τον τρόπο με τον οποίο καλύπτουμε τις κρίσεις στις χώρες τους.
Τέτοιες συμπράξεις μπορούν να βοηθήσουν τα εξωτερικά ακροατήρια να κατανοήσουν τις αποχρώσεις των καταστάσεων, ακόμη και πριν αυτές να εξελιχθούν σε ολοκληρωτικές καταστροφές, και να τα βοηθήσουν να κατανοήσουν τους ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου. Όπως λέει η Amanpour, «οι πραγματικοί ντόπιοι δημοσιογράφοι θα σας μιλούσαν για έναν λαό, όχι μόνο, ξέρετε, για απανθρωποποιημένους αριθμούς». Αντί να προσπαθούν να είναι «τα μάτια και τα αυτιά όλων… όσων δεν είναι ντόπιοι», τα μέσα ενημέρωσης θα επέτρεπαν στους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να δουν τις κρίσεις μέσα από την πιο σημαντική οπτική γωνία όλων: εκείνη των ανθρώπων που τις βιώνουν.
Για να μάθετε περισσότερα για τους δημοσιογράφους στη Γάζα, δείτε τη σειρά Snapshots και παρακολουθήστε το τελευταίο μέρος από τη Maha Hussaini:
Το The New Humanitarian θέτει την ποιοτική, ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην υπηρεσία των εκατομμυρίων ανθρώπων που πλήττονται από ανθρωπιστικές κρίσεις σε όλο τον κόσμο. Μάθετε περισσότερα στο www.thenewhumanitarian.org.