Ο δημοσιογράφος Απόστολος Στάικος ταξίδεψε στον βόρειο Έβρο για να καταγράψει τη ζωή στα ακριτικά χωριά για το νέο podcast του iMEdD.
«Κανείς δεν έρχεται να μας δει, να ρωτήσει πως ζούμε και τι προβλήματα έχουμε. Μόνο τώρα τελευταία έρχεστε εσείς οι δημοσιογράφοι. Κάτι είναι και αυτό, γιατί ο κόσμος πρέπει να μάθει πως ο Έβρος σβήνει..»
Η παραπάνω φράση ανήκει στη Σάσα Παυλίδου, πρόεδρο του τοπικού συμβουλίου της κοινότητας Δικαίων.
Θυμάμαι πως ξαφνιάστηκα, μάλλον χαμογέλασα και ζήτησα από τον ηχολήπτη μου, τον Γιωργή Σαραντινό να ξεκινήσει την ηχογράφηση. Δεν είχα σκεφτεί πως μια δημοσιογραφική αποστολή μπορεί να δώσει χαρά, ελπίδα ή κάποια παρηγοριά σε ανθρώπους που νιώθουν μόνοι και ξεχασμένοι από την πολιτεία.
Ο Έβρος πίσω από τον φράχτη
Τι συμβαίνει στον Έβρο όταν οι πυρκαγιές σβήνουν και ο φράχτης δεν απασχολεί την επικαιρότητα; Ο δημοσιογράφος Απόστολος Στάικος ταξιδεύει στον βόρειο Έβρο και συζητά για τη ζωή στα ακριτικά χωριά, τη δημογραφική κατάρρευση, την οικονομία, τις πυρκαγιές και τον φράχτη.
Περπατούσαμε σε έναν έρημο δρόμο, με σπίτια κλειστά και μισογκρεμισμένα. Η Σάσα Παυλίδου μοιραζόταν μαζί μας την ιστορία του κάθε κτιρίου, της κάθε οικογένειας.
«Στο σπίτι με τους μπλε τοίχους, οι γονείς πέθαναν. Είχαν δύο παιδιά και τα δύο ζούνε στην Αμερική. Νομίζω πως ήρθαν στο χωριό μια φορά πριν από δέκα χρόνια».
Το βλέμμα μου «έπεσε» σε μια σκουριασμένη καγκελόπορτα και σε μια ξεθωριασμένη πινακίδα ενός παλιού καταστήματος. Μάλλον ήταν παντοπωλείο. Συνειδητοποιώ πως έχουν περάσει τουλάχιστον δεκαπέντε λεπτά χωρίς να ακούσω τον ήχο αυτοκινήτου. Κοιτάζω γύρω μου και διαπιστώνω πως μπορώ να παρκάρω όπου θέλω. Για έναν κάτοικο της Αθήνας, και τα δύο αποτελούν μια κάποια πολυτέλεια.
«Προχθές ήταν εδώ η μπουλντόζα, γκρέμισε το μισό σπίτι. Ήταν ένα από τα αρχοντικά του χωριού, όμως η γυναίκα πέθανε πριν από τρία χρόνια. Ήταν 90 ετών, τα παιδιά της ζούνε στην πρωτεύουσα. Είχε αρχίσει να καταρρέει, οπότε αποφάσισαν να το γκρεμίσουν».
Καθώς η Σάσα Παυλίδου συνεχίζει αυτή την ιδιότυπη «ξενάγηση» σκέφτομαι πως στα χωριά του Τριγώνου υπάρχουν δεκάδες, ίσως εκατοντάδες σπίτια που μπορούν να κατοικηθούν. Κάποια κατασκευάστηκαν την δεκαετία του ’60 ή του ’70, όμως είναι σε καλή κατάσταση, ενώ υπάρχουν και νεότερα κτίρια. Ορισμένα σίγουρα χρειάζονται μια ανακαίνιση όμως είναι μεγάλα, ευρύχωρα και μπορούν να φιλοξενήσουν οικογένειες.
Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευθεί και στον βόρειο Έβρο τα σπίτια είναι άδεια. Στα κέντρα των μεγάλων πόλεων οι άστεγοι αυξάνονται και στην άκρη της Ελλάδας τα σπίτια είναι κλειστά.
Ανάλογη εικόνα, παρόμοιες ιστορίες και στο Ορμένιο, στον Καναδά, στο Σπήλαιο, στον Κριό και στον Δίλοφο. Ειδικά στο τελευταίο χωριό, δεν χρειάστηκε να κάνω πολλές ερωτήσεις στον Σάκη Τσομπανίδη που μας περίμενε.
Οι δρόμοι είναι γεμάτες λακκούβες και η άσφαλτος έχει «σκάσει». Παντού έχουν φυτρώσει χόρτα. Τα σπίτια όχι μόνο είναι έρημα, αλλά έχουν παραδοθεί στη φύση, που μοιάζει να σου λέει, «εδώ, εγώ κάνω κουμάντο». Σε πολλά κτίρια με δυσκολία διακρίνεις παράθυρα και πόρτες, πυκνά κλαδιά έχουν σκεπάσει σχεδόν τα πάντα.
Παρκάραμε στη μέση του δρόμου. Δεν ενοχλούμε κανέναν και αυτοκίνητο δεν πρόκειται να περάσει. Στα δεξιά μας βρίσκεται η παιδική χαρά. Κούνιες και τραμπάλα έχουν σκουριάσει. Ακόμη αναρωτιέμαι, «πότε ήταν η τελευταία φορά που μικρό παιδί έπαιξε εδώ…»
Μόνο η εκκλησία είναι φρεσκοβαμμένη, μα σκέφτομαι πως μάταια περιμένει να γεμίσει από πιστούς. Στο χωριό έχουν απομείνει είκοσι άνθρωποι, όλοι ηλικιωμένοι.
Οι δημοσιογράφοι συνηθίζουμε να λέμε πως «η εικόνα μιλάει από μόνη της». Αναμφίβολα φράση κλισέ, όμως εκτιμώ πως ταιριάζει στο χωριό Δίλοφος. Μόνο που σε αυτό το project δεν υπάρχει εικόνα. Μια τηλεοπτική κάμερα μπορεί εύκολα να μεταφέρει όσα περιγράψω. Το ίδιο ισχύει και για ένα κείμενο που συνοδεύεται από δύο-τρεις δυνατές φωτογραφίες.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της σειράς podcast «Ο Έβρος πίσω από τον φράχτη», ήταν να αποτυπώσουμε την ερημιά και την εγκατάλειψη μόνο με ήχο.
«Ούτε λεωφορείο, ούτε τρένο. Το χωριό δεν έχει ούτε ένα παιδί. Κανείς δεν πρόκειται να μείνει, να κάνει τι; Απαξίωση, αυτό έχω να πω». Με την φράση αυτή μας αποχαιρέτησε ο Σάκης Τσομπανίδης και μας ζήτησε να του στείλουμε το podcast μόλις είναι έτοιμο.
Αφού έχουμε επισκεφθεί έξι με επτά χωριά, στο μυαλό μου έχει φωλιάσει μια φράση: «Είναι πολύ αργά». Φυσικά αυτή τη σκέψη δεν την μοιράστηκα με τους κατοίκους, την κράτησα για τον εαυτό μου.
Οι ντόπιοι όμως δεν έχουν καμία ανάγκη ή διάθεση να «συγκρατήσουν» τις σκέψεις τους. Μιλάνε ανοιχτά για την μαζική μετανάστευση και τις χαμηλές συντάξεις. Για τους νέους που προτιμούν να γίνουν συνοριοφύλακες και όχι αγρότες ή εργάτες και για τους υποψήφιους βουλευτές που θυμούνται τον Έβρο λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες.
Για τις επιχειρήσεις που κλείνουν ή μεταφέρουν την έδρα τους στη Βουλγαρία και βεβαίως για το λουκέτο της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης που όπως όλοι παραδέχονται, «γονάτισε» την περιοχή.
Νιώθω πως οι άνθρωποι είχαν, πως έχουν ανάγκη να μιλήσουν. Όμως είναι και κάτι ακόμη. Ανοίχτηκαν γιατί κάποια στιγμή ξεχάστηκαν ή μάλλον ξέχασαν πως μιλούν σε δημοσιογράφο. Στην μπλούζα, στο πουκάμισο τους είχαν μόνο ένα μικρόφωνο, μια «ψείρα» όπως λέμε στη δουλειά μας. Δεν έπρεπε να καθίσουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο, να κοιτάζουν εμένα στα μάτια ή να προσέχουν πως κουνάνε τα χέρια τους. Δεν είχαν μπροστά τους το κλασσικό μικρόφωνο των ειδήσεων που συνεχώς σου υπενθυμίζει πως κάποιος σε καταγράφει.
Η απουσία τηλεοπτικής κάμερας τους απελευθέρωσε. Οι περισσότεροι κάποια στιγμή ένιωσαν πως μιλούσαν σε έναν φίλο που ήρθε από την Αθήνα για να τους δει.
Οι άνθρωποι που μας μίλησαν έχουν πείσμα, όνειρα και σχέδια για το μέλλον. Θέλουν να μείνουν στον τόπο τους, για αυτό και ζητούν από την πολιτεία να τους στηρίξει.Ακόμη, έχουν εξαιρετικό χιούμορ, καλό τσίπουρο και υπέροχα γλυκά του κουταλιού.
Γεγονός είναι πως τα τελευταία χρόνια το δημογραφικό και η ερήμωση της περιφέρειας έχουν βρει μια θέση στον δημόσιο διάλογο.
Όμως νομίζω πως το μέγεθος του προβλήματος δεν έχει γίνει αντιληπτό. Εκτιμώ πως αυτό το podcast αναδεικνύει το «επείγον του πράγματος».
Τώρα που η προσπάθεια έχει ολοκληρωθεί και βρίσκεται στην κρίση των ακροατών, νιώθω πως «Ο Έβρος πίσω από τον φράχτη» θέτει ένα ζήτημα που αφορά το μέλλον της ακριτικής περιοχής και τελικά της χώρας: Αν η κατάσταση δεν αλλάξει, σε λίγα χρόνια ο φράχτης θα φυλάει έναν τόπο χωρίς ντόπιους.
Μπορείτε να ακούσετε όλα τα επεισόδια του podcast του iMEdD «Ο Έβρος πίσω από το φράχτη» εδώ.