Crisis Reporting Resource

Μια Σουδανή δημοσιογράφος περιγράφει τη φρίκη ενός πολέμου που δεν μπορεί να καλύψει

«Θα επιβιώσω; Θα βγω αλώβητη; Αν με σκοτώσουν, θα με θάψουν ή θα αφήσουν το σώμα μου στον δρόμο, να το φάνε τα σκυλιά;»

Δεν μπορείς να γίνεις πολεμικός ανταποκριτής εν μία νυκτί. Αυτή είναι μια πραγματικότητα με την οποία παλεύω τους τελευταίους 10 μήνες των σκληρών συγκρούσεων στο Σουδάν –μια σύρραξη στην οποία έχω εμπλακεί προσωπικά, καθώς δεν είμαι πλέον μόνο δημοσιογράφος και αμερόληπτος μάρτυρας, αλλά και θύμα.

Οι πολεμικοί ανταποκριτές λαμβάνουν εκπαίδευση και διαθέτουν προστατευτικό εξοπλισμό. Έχουν αρχισυντάκτες με κατανόηση και μια απόσταση από την ιστορία. Εγώ δεν απολαμβάνω καμία από αυτές τις μορφές προστασίας. Αντ’ αυτού έχω μια συνείδηση που με βασανίζει. Καθώς αδυνατώ να κάνω τη δουλειά μου ως ανεξάρτητη δημοσιογράφος, εξακολουθεί να με ενοχλεί συνεχώς.

Από τότε που έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί τον Απρίλιο του 2023 ανάμεσα στον στρατό και την αντίπαλη παραστρατιωτική οργάνωση Rapid Support Forces (RSF) που μάχεται για την εξουσία στην πρωτεύουσα Χαρτούμ, όλοι οι Σουδανοί έχουν παγιδευτεί στο χάος και στην ανηλεότητα αυτού του πολέμου.

Είδα το σπίτι των γειτόνων μας να καταστρέφεται από ρουκέτα, την 17χρονη κόρη τους να σκοτώνεται. Έχω δει στρατιώτες της RSF να επιτίθενται σε πολίτες, να πυροβολούν και να λεηλατούν όποτε και όπως θέλουν. Και έπειτα υπάρχουν τα πτώματα –που βρίσκονται στους δρόμους εδώ και εβδομάδες– τα οποία δεν έχει έρθει να αναζητήσει και να θάψει κανείς.

Συνήθως, το ένστικτό μου θα με προέτρεπε να βγάλω τη φωτογραφική μηχανή και το σημειωματάριό μου και να τα καταγράψω όλα. Αλλά αυτοί δεν είναι συνηθισμένοι καιροί: δεν έχω τραβήξει ούτε μία φωτογραφία, δεν έχω γράψει ούτε ένα άρθρο -ο κίνδυνος είναι πλέον πολύ μεγάλος. Αν εκφράσεις μία αντίθετη άποψη ή κάνεις μία λάθος κίνηση μπροστά σε αυτούς τους στρατιώτες, μπορεί να καταλήξεις με μια σφαίρα στο κεφάλι.

Έτσι, στη θέση της δουλειάς, προτεραιότητα για μένα πήρε η οικογένειά μου: να την κρατήσω ασφαλή, να τη φροντίσω, να μπορέσουμε να το ξεπεράσουμε –και αυτό είναι ψυχολογικά εξουθενωτικό.

Καπνός υψώνεται πάνω από την πόλη κατά τη διάρκεια των συνεχιζόμενων συγκρούσεων μεταξύ του σουδανικού στρατού και παραστρατιωτικών Rapid Support Forces (RSF) στο Χαρτούμ του Σουδάν, στις 19 Απριλίου 2023.EPA/STRINGER

Ο πόλεμος κατά της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας

Οι δημοσιογράφοι δεν έχουμε στερηθεί απλώς την αξιοπρέπεια και την ασφάλειά μας, αλλά και τη δουλειά μας. Ανεξάρτητες εφημερίδες, ιστότοποι, τηλεοπτικοί σταθμοί και ραδιοφωνικά προγράμματα έχουν κλείσει. Τα μόνα μέσα ενημέρωσης που λειτουργούν ελέγχονται είτε από τον στρατό είτε από την RSF, και οι δύο πλευρές κυκλοφορούν λίστες με δημοσιογράφους που κατηγορούνται ότι «προδίδουν» τη χώρα.

Οι διεθνείς συμβάσεις που εγγυώνται την ασφάλεια των δημοσιογράφων δεν ισχύουν εδώ. Σε αυτόν τον πόλεμο, η ελευθερία του Τύπου και η ελευθερία της έκφρασης είναι επίσης στόχοι. Στόχος είναι να καταστείλουν τον γραπτό λόγο, να συντρίψουν τις κάμερες και να εμποδίσουν τη λογοδοσία και τις αρχές δεοντολογίας.

Καθώς συμπληρώνεται ένας χρόνος από την έναρξη αυτής της καταστροφικής σύγκρουσης, ο κόσμος δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για την πλήρη έκταση των φρικαλεοτήτων που διαπράττονται καθημερινά. Τίποτα δεν είναι χειρότερο από το να βλέπεις πως η αλήθεια έχει ανασταλεί, όπως ένας ασθενής που βρίσκεται σε επ’ αόριστον καταστολή.

Η απομόνωση των μέσων ενημέρωσης ολοκληρώνεται με τον αριθμό των δημοσιογράφων που έχουν εγκαταλείψει το Χαρτούμ και άλλες ζώνες συγκρούσεων. Το να μείνει κανείς και να εργαστεί σημαίνει να ρισκάρει να έχει την ίδια μοίρα με τους συναδέλφους του που έχουν ξυλοκοπηθεί, βασανιστεί και φυλακιστεί.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί από εμάς έχουν επιλέξει την αυτοεξορία, ακολουθώντας τους περισσότερους από 1,6 εκατομμύριο Σουδανούς που ζουν τώρα στο εξωτερικό. Για να είμαι ειλικρινής, αν είχα τη δυνατότητα να φύγω με την οικογένειά μου, αυτό θα έκανα κι εγώ.

Σουδανές γυναίκες περπατούν σε δρόμο στο Χαρτούμ, Σουδάν, 19 Απριλίου 2023. EPA/STRINGER

«Μια σύγκρουση που διέλυσε όλα τα ταμπού»

Είμαστε όμηροι, περιτριγυρισμένοι από τη δυσωδία του θανάτου, υπό την απειλή μιας καταστροφής χωρίς νόημα.

Ζω μέσα στον πόλεμο με την οικογένειά μου στο ανατολικό Χαρτούμ, όπου δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον ήχο του πυροβολικού που αποχωρεί και των οβίδων που έρχονται, από τον θόρυβο των αεροσκαφών πάνω από το κεφάλι σου, από τις φωνές των παιδιών που έχουν μάθει να τρέχουν να καλυφθούν όταν όλα τα παραπάνω πλησιάζουν πολύ κοντά.

Αλλά δεν μπορώ να γράψω για τίποτα από αυτά – δεν είμαι πλέον η φωνή του λαού μου.

Αυτή η αδυναμία να κάνω τη δουλειά μου σημαίνει επίσης την απώλεια των μέσων βιοπορισμού μου. Όπως και άλλοι «πρώην» δημοσιογράφοι που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, αναγκάστηκα να περιπλανιέμαι στους δρόμους, πουλώντας προϊόντα για να συντηρήσω την οικογένειά μου. Μια καλογραμμένη ιστορία ή ένα καλά τεκμηριωμένο αποκαλυπτικό δημοσίευμα δεν σε πληρώνει πια.

Όλοι έχουν φτωχοποιηθεί. Οι νέοι άνδρες, φοβούμενοι απαγωγές ή συλλήψεις για λύτρα, επιλέγουν όλο και περισσότερο να μένουν στα σπίτια τους. Επομένως, το βάρος της στήριξης των οικογενειών πέφτει στις γυναίκες και στα παιδιά, παρόλο που –ιδιαίτερα στις περιοχές που ελέγχονται από την RSF– κινδυνεύουν να απαχθούν και να πέσουν θύματα σεξουαλικής βίας.

Όσοι πολίτες εξακολουθούν να εργάζονται στον δημόσιο τομέα δεν έχουν πληρωθεί εδώ και μήνες. Οι άνθρωποι που έχουν την τύχη να έχουν συγγενείς στο εξωτερικό, οι οποίοι μπορούν να στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους, έχουν να αντιμετωπίσουν διακοπές ρεύματος και διαδικτύου που καθυστερούν την πρόσβαση στο ψηφιακό χρήμα όταν αυτό φτάσει στους λογαριασμούς τους.

Όλα είναι τόσο ακριβά. Ο κόσμος δυσκολεύεται να αγοράσει ακόμη και τα βασικά είδη διατροφής: φακές, αλεύρι και ρύζι. Σε ορισμένα μέρη, όπως στην πολιορκημένη δίδυμη πόλη του Χαρτούμ, την Ομντουρμάν, μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο για μέρες να πάει κανείς στην αγορά, γεγονός που εντείνει την πείνα και την απελπισία όλων.

Η υγειονομική περίθαλψη έχει επίσης καταρρεύσει. Η πλησιέστερη πόλη με λειτουργικά νοσοκομεία ήταν η Γουάντ Μαντάνι, νότια του Χαρτούμ. Όμως, το να φτάσει κανείς εκεί οδικώς δεν είναι απλά επικίνδυνο· τώρα πλέον τον έλεγχο τον έχει η RSF και κανείς δεν ξέρει πόσο καιρό θα παραμείνουν ανοιχτά αυτά τα νοσοκομεία.

Η αδυναμία μου να καλύψω αυτήν τη σύγκρουση με αφήνει σιωπηλή και δακρυσμένη. Δεν είναι ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος που βιώνει το Σουδάν, αλλά είναι ο χειρότερος. Είναι μια σύγκρουση που έχει διαλύσει όλα τα ταμπού, όπου όλοι έχουν κάτι να χάσουν –και ακόμη δεν έχουμε ιδέα πότε θα τελειώσει.

Χωρίς να υπάρχει προοπτική, ένας χείμαρρος υπαρξιακών ερωτημάτων γεμίζει καθημερινά τις σκέψεις μου: θα επιβιώσω; Θα βγω αλώβητη; Αν με σκοτώσουν, θα με θάψουν ή θα αφήσουν το σώμα μου στον δρόμο, να το φάνε τα σκυλιά;

Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε σε συνεργασία με την Egab, μια υπηρεσία ειδήσεων που υποστηρίζει ντόπιους δημοσιογράφους σε όλη τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Επιμέλεια Obi Anyadike.

Το New Humanitarian θέτει την ποιοτική, ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην υπηρεσία των εκατομμυρίων ανθρώπων που πλήττονται από ανθρωπιστικές κρίσεις σε όλο τον κόσμο. Μάθετε περισσότερα στο www.thenewhumanitarian.org.