Συνεντευξη

O Τζελάνι Κομπ για την ελευθερία του λόγου, τον Τύπο και το ρεπορτάζ του Λευκού Οίκου 

Ο Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, συγγραφέας και επί μακρόν συνεργάτης του περιοδικού New Yorker, μιλά στο iMEdD για την ακαδημαϊκή ελευθερία στις ΗΠΑ, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Τύπος σήμερα, τη λεγόμενη «κάλυψη του Τραμπ» και το δημόσιο συμφέρον ως διαχρονική αποστολή της δημοσιογραφίας.  

Ξεκίνησε την πορεία του στη δημοσιογραφία με μια πρακτική άσκηση στην Washington City Paper, στο πλαίσιο ενός προγράμματος που στόχευε να καταστήσει περισσότερο αντιπροσωπευτικό ένα newsroom στο οποίο εννέα στους δέκα ήταν λευκοί, τη στιγμή που μιλούσαν σε μια κοινωνία όπου επτά στους δέκα ήταν μαύροι. Ως δημοσιογράφος, ιστορικός και συγγραφέας, έχει διαγράψει μια εντυπωσιακή και πολυγραφότατη διαδρομή, αφιερωμένη στη διεισδυτική καταγραφή της αμερικανικής κοινωνίας, των φυλετικών και πολιτικών της εντάσεων και, τελικά, της δημοκρατίας. Από το 2022, είναι Κοσμήτορας της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη και, ήδη από το 2016, Καθηγητής Δημοσιογραφίας, κάτοχος της έδρας Henry R. Luce. Επί μακρόν αρθρογράφος του εμβληματικού περιοδικού The New Yorker, ο Τζελάνι Κομπ τιμήθηκε με το βραβείο Peabody το 2020 και υπήρξε υποψήφιος για βραβείο Πούλιτζερ το 2018.  

Σήμερα, εξακολουθεί να αρθρώνει σταθερό λόγο για τη διαχρονική αποστολή της δημοσιογραφίας: «Όποτε με ρωτούν τι είναι η δημοσιογραφία, απαντώ ότι είναι η τέχνη και η τεχνική της συγκέντρωσης και διάχυσης της πληροφορίας προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Αυτό το κάνουμε ως θεμελιώδη λειτουργία της δημοκρατίας», είπε κατά τη συνάντησή μας στα τέλη Σεπτεμβρίου 2025, σχολιάζοντας τον ρόλο της «τέταρτης εξουσίας» στην παρούσα εποχή της αμφισβητούμενης αλήθειας και της πόλωσης. 
 
Ο Κομπ βρέθηκε στην Αθήνα ως ομιλητής στο φετινό Διεθνές Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, όπου συμμετείχε στο εναρκτήριο πάνελ συζήτησης, με τίτλο «Βρίσκοντας τον δρόμο μας στην εποχή της αμφιβολίας». Με διάθεση και διαθεσιμότητα, με ιδιαίτερη ευγένεια στους τρόπους του και με ευθύτητα στις αποκρίσεις του, ήρθε στη – διάρκειας πενήντα λεπτών – κουβέντα μας, η οποία έγινε λίγες ώρες πριν να ανέβει στη σκηνή. Η συζήτησή μας ξεκίνησε με ένα ερώτημα που κρέμεται από τα χείλη πολλών, αν και η αφορμή ήταν η κυκλοφορία του νέου του βιβλίου, με τίτλο Τhree Or More Is a Riot: Notes on How We Got Here –«Τρεις ή περισσότεροι είναι εξέγερση. Σημειώσεις για το πώς φτάσαμε έως εδώ». 

Πώς φτάσαμε έως εδώ; 

Είναι μια περίπλοκη ερώτηση, αλλά σε αυτόν τον τίτλο, σκεφτόμουν πράγματα για τα οποία έχω γράψει στο The New Yorker την τελευταία δεκαετία που όλα κορυφώθηκαν σε πολλές από τις δυναμικές που βλέπουμε [σήμερα] συγκεκριμένα στην αμερικανική πολιτική. Υπήρχαν κοινωνικές δυσαρέσκειες που οικοδομούνταν, και φυλετικές δυσαρέσκειες που άρχισαν να οικοδομούνται, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα. Ταυτόχρονα, υπήρχε οικονομική στασιμότητα και πραγματική απογοήτευση που δεν είχε διέξοδο στη συμβατική πολιτική των ΗΠΑ. Όλα αυτά έγιναν μέρος ενός πολύ πιο επιθετικού και ασταθούς στιλ αμερικανικής πολιτικής από ό,τι είχαν γνωρίσει οι περισσότεροι άνθρωποι. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε κάτι τέτοιο στην αμερικανική ιστορία – υπήρχαν παρόμοια περιστατικά ή στιγμές στο παρελθόν, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν δει ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή τους. Έγραψα για τον Ντίλαν Ρουφ (Dylann Roof), έναν υπερασπιστή της λευκής υπεροχής που σκότωσε εννέα ανθρώπους στο υπόγειο μιας εκκλησίας το 2015. Έγινε ένα είδος φιγούρας αναφοράς στο Διαδίκτυο· άνθρωποι τον θαύμαζαν με συγκεκριμένους τρόπους. Έγραψα, επίσης, για την ανάπτυξη της πρώιμης προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ το 2015-2016 και τις δυναμικές που εξελίσσονταν εκεί. Όλα αυτά τα στοιχεία έχουν συγκλίνει στις δυσκολίες και στην πόλωση που βλέπουμε σήμερα στην αμερικανική πολιτική. 

O Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στο περιθώριο του Διεθνούς Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, τον Σεπτέμβριο 2025, στην Αθήνα. Φωτογραφία: Πέτρος Τουφεξής/iMEdD

Η ελευθερία του λόγου, εντός και εκτός Πανεπιστημίου

Πρόσφατα, δύο εντελώς διαφορετικές υποθέσεις – του Τσάρλι Κερκ και του Τζίμι Κίμελ – μαγνήτισαν τα βλέμματα, εντός και εκτός ΗΠΑ. Εάν ήμουν φοιτήτρια στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, τι θα άκουγα από εσάς στην αίθουσα την επόμενη μέρα; 

Δεν δίδασκα την επομένη του πυροβολισμού [του Κέρκ], αλλά μίλησα με τους φοιτητές για την ιδέα ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να λέει πράγματα που μπορεί να θεωρούνται ως αμφιλεγόμενα. Διαφωνούσα με πολλά από αυτά που έλεγε, αλλά όλη η συνθήκη της δημοκρατίας βασίζεται ακριβώς σε αυτό […] Δεν νομίζω ότι οποιοσδήποτε με στοιχειώδη αίσθηση δημοκρατίας μπορεί να νιώθει άνετα με το γεγονός ότι κάποιος έχασε τη ζωή του όσο έκανε μια δημόσια ομιλία. 

Στην περίπτωση του Τζίμι Κίμελ, αυτό που συνέβη φάνηκε να υπογραμμίζει ότι οι άνθρωποι είχαν χάσει το νόημα – τα σχόλια του Κίμελ δεν ήταν ιδιαιτέρως προκλητικά. Αλλά η ιδέα ήταν ότι άνθρωποι που φαίνονταν ή θεωρούνταν αριστεροί θα αποσιωπούνταν. Και αυτό συνέβη. Ο Τζίμι Κίμελ ήταν το πιο ορατό παράδειγμα, αλλά υπήρξαν και άλλοι άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους, που είχαν δημόσια απομονωθεί, και ούτω καθεξής. 

Το μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ είναι η εμπλοκή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει κανένα δικαίωμα ή ρόλο – βασικά, απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα – να περιορίζει τη δυνατότητα των ανθρώπων να ασκούν την ελευθερία του λόγου τους. Το γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών των ΗΠΑ (Federal Communications Commission, FCC) εμπλέκεται, και ότι ο Πρόεδρος της FCC δήλωσε ότι θα το έκανε και με άλλους ανθρώπους και άλλες εκπομπές, ήταν βαθιά ανησυχητικό, και παραμένει ανησυχητικό. 

[Η ακαδημαϊκή ελευθερία] αντιμετωπίζει τις ίδιες προκλήσεις με τη δημοσιογραφία. Οι προκλήσεις προέρχονται από τις ίδιες πηγές: πρώτον, την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και, δεύτερον, το ευρύτερο, ασταθές πολιτικό κλίμα.

Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce, Σχολή Δημοσιογραφίας, Πανεπιστήμιο Κολούμπια

Πώς βλέπετε το παρόν κλίμα για την ακαδημαϊκή ελευθερία, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και στις ΗΠΑ γενικότερα; 

Πιστεύω ότι αντιμετωπίζει τις ίδιες προκλήσεις με εκείνες που αντιμετωπίζει η δημοσιογραφία. Οι προκλήσεις προέρχονται από τις ίδιες πηγές: πρώτον, την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και, δεύτερον, το ευρύτερο, ασταθές πολιτικό κλίμα στο οποίο λειτουργούμε. Έχουμε δει, σε διάφορες στιγμές της αμερικανικής ιστορίας, την ακαδημαϊκή ελευθερία να τίθεται σοβαρά υπό αμφισβήτηση ή να περιορίζεται – η πιο χαρακτηριστική περίοδος ήταν η εποχή του Μακάρθι τη δεκαετία του 1950. Μελετητές εκείνης της εποχής έχουν επισημάνει κατά πόσο η σημερινή κατάσταση μοιάζει πραγματικά με εκείνη την περίοδο. 

Όσον αφορά στο τοπίο της ελευθερίας του λόγου εντός του ιδρύματος – στο ίδιο το Κολούμπια – στη Σχολή Δημοσιογραφίας, για την οποία είμαι υπεύθυνος, υποστηρίζουμε διαρκώς την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία του Τύπου και, επομένως, την ακαδημαϊκή ελευθερία. Στο πανεπιστήμιο γενικά, και δεν είναι μυστικό αυτό, υπήρξαν συγκρούσεις γύρω από αυτά τα ζητήματα: προσπαθούμε να βρούμε πώς να ισορροπήσουμε μεταξύ της ελευθερίας του λόγου, της ακαδημαϊκής ελευθερίας και όσων προστατεύονται από το άρθρο 6 [του Νόμου για τα Πολιτικά Δικαιώματα του 1964] κατά των διακρίσεων – είτε αφορά φυλή, φύλο, σεξουαλικό προσανατολισμό ή άλλες δυναμικές. Είναι δύσκολο και περίπλοκο, και δεν διευκολύνεται από την υπερβολική παρέμβαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία έχει εμπλακεί με τρόπο που δεν βοηθάει. Το πανεπιστήμιο, όμως, τουλάχιστον οι βασικοί του φορείς, κατανοεί ότι πρέπει να κάνουμε και τα δύο: Πρέπει να διασφαλίσουμε την ακαδημαϊκή ελευθερία και ταυτόχρονα να προστατεύουμε τους φοιτητές, το προσωπικό και τους διδάσκοντες από διακρίσεις. Προσπαθούμε να το καταφέρουμε. 

Σχεδόν δύο χρόνια μετά τις φοιτητικές διαμαρτυρίες, τι είναι αυτό που έχει μείνει ως κάτι που αξίζει να θυμάται κανείς – σε θεσμικό επίπεδο, σε επίπεδο πολιτικής ή σε επίπεδο εκπαίδευσης; 

Το Κολούμπια είναι ένα διεθνές ίδρυμα και είμαστε πολύ υπερήφανοι για αυτό. Από την άλλη πλευρά, οι συγκρούσεις ανά τον κόσμο αντικατοπτρίζονται, με κάποιο τρόπο, στο campus. Υπάρχουν φοιτητές στο πανεπιστήμιό μας που έχουν επηρεαστεί βαθιά από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οποιαδήποτε σημαντική σύγκρουση στον κόσμο θα βρει τον δρόμο της στο campus μας. Ο πόλεμος στη Γάζα δεν αποτέλεσε εξαίρεση. 

Έχουμε φοιτητές από πολύ διαφορετικά υπόβαθρα. Ένα από τα πράγματα που, πιστεύω, πολλοί έξω από το campus δεν κατάλαβαν, ήταν ότι φαινόταν σαν να υπάρχουν, από τη μία πλευρά, Παλαιστίνιοι φοιτητές – ή άνθρωποι που ήταν υπέρ της Παλαιστίνης – και, από την άλλη πλευρά, άνθρωποι υπέρ του Ισραήλ. Σε ένα πολύ πρώτο επίπεδο, αυτό ήταν ορατό. Αλλά [εμπλέκονταν, επίσης] πολλές διαφορετικές ομάδες και κοινότητες που είχαν πολλές, διαφορετικές απόψεις. Υπήρχαν πολλοί Εβραίοι φοιτητές που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, για παράδειγμα. Ήταν μια πολύ πιο σύνθετη κατάσταση για εμάς εσωτερικά. 

Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να το διαχειριστούμε με τρόπο που να διατηρείται το αίσθημα της κοινότητας – το οποίο αποτελεί, ουσιαστικά, τη δύναμή μας. Αυτό απαιτούσε μια σειρά από διαφορετικά βήματα, και εξακολουθεί να αποτελεί μια διαδικασία σε εξέλιξη. Δεν έχουμε ακόμη βρει την κατάλληλη ισορροπία σε όλα αυτά – πώς να φέρουμε τους ανθρώπους ξανά κοντά μετά από μια τόσο ταραχώδη περίοδο που βιώσαμε και μετά από όλη την κριτική που δεχτήκαμε από διαφορετικά μέρη εκτός του πανεπιστημίου. Είναι δύσκολο. 

O Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στο περιθώριο του Διεθνούς Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, τον Σεπτέμβριο 2025, στην Αθήνα. Φωτογραφία: Πέτρος Τουφεξής/iMEdD

Οι νέοι δημοσιογράφοι και το ζήτημα της εμπιστοσύνης

Εκείνες τις ημέρες, ό,τι μαθαίναμε προερχόταν κυρίως από τους φοιτητές δημοσιογραφίας ή τον φοιτητικό Τύπο γενικότερα. Ήταν, λοιπόν, τα γεγονότα εκείνα το καλύτερο, ή τουλάχιστον ένα ιδιαιτέρως πολύτιμο, πρακτικό μάθημα δημοσιογραφίας για τους φοιτητές σας; 

Αστειευόμουν στους φοιτητές μου ότι επρόκειτο για τις τελικές τους εξετάσεις – «τίποτε από όλα αυτά δεν είναι αληθινό. Είναι μια προσομοίωση, και το κάναμε όλο αυτό ως τελική σας εξέταση». Αλλά, ναι, στην κυριολεξία, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες έβγαιναν από την κεντρική πόρτα του κτιρίου Πούλιτζερ [όπου στεγάζεται η Σχολή Δημοσιογραφίας] και έμπαιναν μέσα σε μια διεθνή είδηση. Όταν λέμε ότι κάτι συμβαίνει «στην πόρτα σου», το εννοούμε μεταφορικά – εκτός από αυτή τη φορά, που ήταν κυριολεκτικό. Υπήρξε μια στιγμή που η αστυνομία βρισκόταν στην πόρτα του κτιρίου Πούλιτζερ, απειλώντας να συλλάβει φοιτητές. Οι φοιτητές χρησιμοποίησαν όλες τις δεξιότητες που μάθαιναν μέσα στο κτίριο, και είμαστε εξαιρετικά περήφανοι για αυτούς. Ξεχώρισαν πραγματικά. 

Ένα από τα αστεία – και ταυτόχρονα σπουδαία – περιστατικά ήταν όταν με κάλεσε ένα άτομο από τους New York Times, που έκανε ρεπορτάζ. Δεν μπορούσαν να μπουν στο campus και ήθελαν κάποιον να περιγράψει τι συνέβαινε. Ο ίδιος ήμουν απασχολημένος, οπότε απλώς έδωσα το τηλέφωνό μου σε κάποιο άτομο από τη φοιτητική κοινότητα και είπα: «ρεπόρτερ από τους New York Times θέλουν κάπιοιες θέλουν κάποιες πληροφορίες για το τι συμβαίνει». Η δική μου σκέψη μου ήταν: «να και μια καλή ευκαιρία να κάνεις μια επαφή». Μου επέστρεψε το τηλέφωνο, λέγοντας «δουλεύω για το δικό μου θέμα» – το θεώρησα υπέροχο. 

Κοιτώντας το μέλλον, ποιες είναι οι βασικές δεξιότητες και προσόντα που θα χρειαστεί κάθε νέος δημοσιογράφος τα επόμενα χρόνια; 

Υπάρχουν ορισμένα θεμελιώδη πράγματα που δεν αλλάζουν ποτέ: η ικανότητα να εντοπίζεις ένα θέμα, να κάνεις ρεπορτάζ και να το μεταδίδεις, η επιμονή, και η ικανότητα να παίρνεις συνέντευξη από κάποιον – να κάνεις άμεσες ερωτήσεις και να επιμένεις με διευκρινιστικά ερωτήματα. Αυτά είναι τα θεμέλια που οι δημοσιογράφοι πάντοτε θα χρειάζονται. 

Επιπρόσθετα, πρέπει να μπορούμε να λειτουργούμε σε πολλαπλές πλατφόρμες. Οι εποχές που κάποιος μπορούσε να είναι αποκλειστικά έντυπος ή τηλεοπτικός δημοσιογράφος – ή να ανήκει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες στις οποίες παλαιότερα τοποθετούσαμε τους ανθρώπους – έχουν πια περάσει. Οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να μπορούν να κάνουν πολλά διαφορετικά πράγματα παράλληλα. Θα χρειάζεται, επίσης, να είμαστε τεχνολογικά καταρτισμένοι και να έχουμε μια ουσιαστική αίσθηση για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ενσωματώσουμε στο έργο μας τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη. 

Βασικά, στόχος μας είναι – και αυτό δεν είναι κάποια αποκάλυψη –, τα επόμενα χρόνια, κάθε απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του Κολούμπια να είναι σε θέση να καλύπτει την κλιματική αλλαγή στον βαθμό που αυτή συσχετίζεται με το εκάστοτε ρεπορτάζ στο οποίο ειδικεύεται.  

Δεν ξέρω εάν μπορούμε να ξαναχτίσουμε την εμπιστοσύνη στο σημερινό τεχνολογικό τοπίο – και δεν είμαι καν σίγουρος ότι πρέπει. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζητήσουμε από το κοινό να δυσπιστεί απέναντι σε άλλες πηγές όσο δυσπιστεί και απέναντι σε εμάς.

Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce, Σχολή Δημοσιογραφίας, Πανεπιστήμιο Κολούμπια


Παρατηρούμε την αυξανόμενη δυσπιστία απέναντι στη δημοσιογραφία. Πώς μπορούν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία τους και την εμπιστοσύνη του κοινού σε μια εποχή που αυτή μειώνεται; 

Ξέρετε, η θέση μου πάνω σε αυτό είναι κάπως διαφορετική από εκείνη πολλών άλλων. Δεν ξέρω εάν μπορούμε να ξαναχτίσουμε αυτήν την εμπιστοσύνη στο σημερινό τεχνολογικό τοπίο – και δεν είμαι καν σίγουρος ότι πρέπει. Νομίζω πως το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ζητήσουμε από το κοινό να δυσπιστεί απέναντι σε άλλες πηγές όσο δυσπιστεί και απέναντι σε εμάς. Διότι το πρόβλημα δεν είναι απλώς ότι δεν μας εμπιστεύονται· είναι ότι εμπιστεύονται άλλους ανθρώπους που είναι τσαρλατάνοι, συνωμοσιολόγοι ή απατεώνες με διάφορους τρόπους. 

Η λογική μου, λοιπόν, είναι ότι πρέπει να δείχνουμε τη δημοσιογραφική δουλειά μας. Υπάρχουν, βέβαια, πράγματα που κάποιες φορές δεν μπορούμε να πούμε στο κοινό· κάποιες πηγές, για παράδειγμα, πρέπει να παραμείνουν ανώνυμες. Αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να το περιορίσουμε αυτό όσο γίνεται. Σε κάθε άλλη περίπτωση,  όμως, πρέπει να καλούμε το κοινό να μετέχει στη διαδικασία και να του λέμε: «να πώς προέκυψε αυτό το θέμα». […] Πρέπει να προσπαθήσουμε πραγματικά να μειώσουμε στο ελάχιστο τον βαθμό κατά τον οποίο ζητάμε από τους ανθρώπους να μας πιστέψουν απλώς «επειδή το είπαμε εμείς». 

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να τους ενθαρρύνουμε να απευθύνουν τα ίδια ερωτήματα και προς οποιονδήποτε άλλον. [Εάν, για παράδειγμα,] κάποιος σας πει ότι το Tylenol προκαλεί αυτισμό, ρωτήστε τον: «πού το ξέρεις; Δείξε μου τα στοιχεία. Εξήγησέ μου τα δεδομένα. Πες μου πώς κατέληξες σε αυτό το συμπέρασμα». […] Το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, σε αυτήν την περίπτωση, είναι το κοινό να γνωρίζει ότι εμείς [οι δημοσιογράφοι] είναι που κάνουμε πραγματικά τη δουλειά.  

O Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, στο περιθώριο του Διεθνούς Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, τον Σεπτέμβριο 2025, στην Αθήνα. Φωτογραφία: Πέτρος Τουφεξής/iMEdD

Η τεχνητή νοημοσύνη και η φόρμα του TikTok

Είπατε ότι πρέπει να κάνουμε το κοινό να θέτει αυτά τα ερωτήματα σε οποιονδήποτε άλλο. Περιλαμβάνεται σε αυτό και η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη; 

Με την παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο. Το βασικό, όμως, είναι – και αυτό είναι ένα μεγάλο εγχείρημα – ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε την παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη ως φήμη.  

Ακόμα και η τάση των μηχανών αναζήτησης να μας δίνουν μόνο αποτελέσματα προερχόμενα από τεχνητή νοημοσύνη είναι προβληματική, επειδή δεν γνωρίζουμε την αξιοπιστία των συγκεκριμένων πηγών τους. Στα παραδοσιακά αποτελέσματα αναζήτησης, μπορείτε να πείτε «αυτό προέρχεται από τους New York Times, τα Ηνωμένα Έθνη ή την UNESCO», πηγές που έχουν φήμη και ακολουθούν κάποια πρότυπα […] Ξέρετε πώς να αξιολογήσετε την αξιοπιστία των πηγών.   
 
Με την τεχνητή νοημοσύνη, είναι σαν να μας παρουσιάζεται απλώς ένα είδος τυφλού συνδυασμού πληροφοριών. Το κοινό δεν το γνωρίζει, αλλά θα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε όπως θα αντιμετωπίζαμε κάτι που μας είπε κάποιος στο μετρό ή κάτι που ακούσαμε από ένα άτομο που καθόταν δίπλα μας σε ένα μπαρ. Ίσως είναι αλήθεια, ίσως όχι – αλλά το γεγονός είναι ότι δεν διαθέτουμε τα εργαλεία, για να γνωρίζουμε εάν είναι αληθινό. Δεν έχουμε φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο.   

Με βάση όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, ποιες θεωρείτε ότι είναι οι σημαντικότερες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στη δημοσιογραφία; 

Η τεχνητή νοημοσύνη έχει ήδη οδηγήσει στην απώλεια κάποιων θέσεων εργασίας στις αίθουσες σύνταξης – αυτό το γνωρίζουμε. Την ίδια στιγμή, όμως, έχει ενισχύσει σημαντικά την ικανότητά μας να δουλεύουμε πιο αποδοτικά. Αυτά τα δύο φαινόμενα συμβαίνουν ταυτόχρονα, και ακόμη δεν γνωρίζουμε ποιο θα είναι, τελικά, το καθαρό αποτέλεσμα. 

Οι αίθουσες σύνταξης χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη για κάθε είδους εργασίες – πολύ συχνά για δουλειές χαμηλού επιπέδου που παλαιότερα θα έκανε κάποιος άνθρωπος. Πλέον, αυτές τις διαδικασίες τις αναλαμβάνει η τεχνητή νοημοσύνη. Οι δημοσιογράφοι τη χρησιμοποιούν με τρόπους που πραγματικά επιταχύνουν τη λειτουργία των newsroom. Η τεχνητή νοημοσύνη επηρεάζει, επίσης, την ικανότητά μας να κάνουμε ερευνητική δημοσιογραφία. Υπάρχουν – και θα υπάρξουν ακόμα περισσότερες – έρευνες και προσεγγίσεις ρεπορτάζ που θα διευκολύνονται από την τεχνητή νοημοσύνη με τρόπους που αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Και αυτό είναι κάτι πραγματικά σημαντικό. 

Δεν έχουμε ακόμη σαφή εικόνα για το πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο των πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς ο νόμος προσπαθεί να προλάβει την τεχνολογία. Θα πρέπει, ωστόσο, να υπάρξει κάποια μορφή συμφωνίας που να αποτρέπει την ανεξέλεγκτη παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων που βλέπουμε σήμερα: μπορεί να παράξεις πρωτότυπο δημοσιογραφικό έργο, που απαιτεί σημαντική επένδυση σε χρόνο και πόρους, και μέσα σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο μια μηχανή τεχνητής νοημοσύνης να το αναπαράξει, παραφράζοντάς το ολόκληρο, χωρίς να υπάρχει πλέον κανένα κίνητρο για το αναγνωστικό κοινό να επισκεφθεί το δικό σου Μέσο. 

Εάν το οικονομικό και διαφημιστικό μοντέλο της ενημέρωσης στηριχθεί σε αυτή τη λογική, τελικά θα αποδειχθεί καταστροφικό και για την ίδια την τεχνητή νοημοσύνη· θα μπορούσε να εξαφανίσει την ίδια την πηγή που τη συντηρεί και τη στηρίζει. Θα πρέπει, λοιπόν, να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό. 

Δεν έχουμε ακόμη σαφή εικόνα για το πώς θα διαμορφωθεί το τοπίο των πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς ο νόμος προσπαθεί να προλάβει την τεχνολογία.

Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce, Σχολή Δημοσιογραφίας, Πανεπιστήμιο Κολούμπια

Έχετε υπάρξει, επί χρόνια, αρθρογράφος στο περιοδικό The New Yorker, το οποίο έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές δημοσιογράφων που εκτιμούν τη «δυνατή πένα» και τη μεγάλη φόρμα. Πώς νιώθετε που ηγείστε μιας σχολής δημοσιογραφίας την εποχή της ταχείας παραγωγής και κατανάλωσης πληροφοριών, σε στιλ TikTok; 

Το New Yorker αποτελεί ένα πολύτιμο μάθημα: Υπήρξε μια εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα μελετημένα, προσεκτικά, εκτενή, σε βάθος εμπεριστατωμένα άρθρα είχαν περάσει πια στην Ιστορία – ότι κανείς πλέον δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει ένα άρθρο πέντε, έξι ή επτά χιλιάδων λέξεων. Οι αναγνώστες μας, όμως, έρχονται στο New Yorker ακριβώς για αυτό. 

Υπάρχει, λοιπόν, ένα δίδαγμα εδώ: Το εύρος της προσοχής κάποιων ανθρώπων μπορεί να έχει μικρύνει και να θέλουν μόνο σύντομα πράγματα, ένα βίντεο στο TikTok ή μια μικρής έκτασης ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό δεν ισχύει, όμως, για όλους. Θα υπάρχει πάντοτε ένα κοινό που ενδιαφέρεται για ένα μεγάλο, εις βάθος, ανάγνωσμα – ένα κείμενο μέσα στο οποίο χάνεσαι. 

Από την άλλη πλευρά, προσπαθούμε να μην αφήνουμε την πλατφόρμα να υπαγορεύει τι κάνουμε. Κάθε θέμα έχει τις δικές του απαιτήσεις. Και αυτό είναι, ομολογουμένως, μια πηγή απογοήτευσης για μένα: Υπάρχουν άνθρωποι σε διάφορες πλατφόρμες, με εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια ακόλουθους, που σχολιάζουν θέματα τα οποία έχουν πρώτα ερευνηθεί και αποκαλυφθεί από παραδοσιακούς δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Ίσως το κοινό να τους ακολουθεί για την ανάλυσή τους ή για μια συγκεκριμένη οπτική, αλλά η πράξη της δημοσιογραφικής έρευνας – το να συγκεντρώσεις στοιχεία, να μιλήσεις με ανθρώπους, να τους πείσεις να μιλήσουν επώνυμα – δεν γίνεται από αυτούς. Δεν λέω ότι δεν το κάνει κανείς, αλλά οι περισσότεροι δεν το κάνουν. 

Επομένως, εμείς οφείλουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που πάντοτε κάναμε. Ίσως να προσαρμοστούμε, ίσως να βρούμε τρόπους να διανέμουμε την πληροφορία μέσω του TikTok ή να αναπτύξουμε την παρουσία μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά οι θεμελιώδεις αρχές της δημοσιογραφίας δεν πρόκειται να αλλάξουν. 

Η διαφορετικότητα στα newsroom και η «κάλυψη του Τραμπ»

Ας περάσουμε στα θεμελιώδη ζητήματα της κοινωνίας: τη διαφορετικότητα και την ισότητα. Ποια διαρθρωτικά εμπόδια εξακολουθούν να περιορίζουν την πρόσβαση στη δημοσιογραφία για τις υποεκπροσωπούμενες κοινότητες; 

Στις ΗΠΑ υπάρχουν κοινότητες – ιδίως ανθρώπων που δεν είναι λευκοί – που υποεκπροσωπούνται σε μεγάλο βαθμό. Οι γυναίκες, επίσης, είναι υποεκπροσωπούμενες στο επάγγελμα, ειδικά σε θέσεις αρχισυνταξίας και διοικητικής ευθύνης, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Κολούμπια – και σε πολλές άλλες σχολές δημοσιογραφίας, αν όχι στις περισσότερες – οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα όσων φοιτούν. Έχουμε ένα τοπίο προσανατολισμένο σε μια συγκεκριμένη ιδέα για το τι είναι δημοσιογράφος, πώς μοιάζει ένα άτομο που δημοσιογραφεί και ποιο είναι το υπόβαθρό του. Αυτό δημιουργεί συγκεκριμένα μειονεκτήματα για ανθρώπους από διαφορετικά υπόβαθρα. 

Εάν μιλήσω για την προσωπική μου είσοδο στη δημοσιογραφία, η πρώτη μου πρακτική άσκηση ήταν στην Washington City Paper. Προέκυψε μέσω ενός προγράμματος που στόχευε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι, εκείνη την εποχή, στην Ουάσινγκτον ο πληθυσμός ήταν, στο σχεδόν 70%, μαύροι, ενώ το προσωπικό της εφημερίδας ήταν, κατά 90%, λευκοί. Και αναρωτιούνταν «γιατί υπάρχει αυτή η μεγάλη απόκλιση;» – και, πιο σημαντικό, το πιο θεμελιώδες ερώτημα ήταν «υπάρχουν θέματα που χάνουμε;». Διότι υπάρχουν άνθρωποι στις κοινότητες που ξέρουν τι συμβαίνει, αλλά αυτές οι κοινότητες δεν εκπροσωπούνται στην αίθουσα σύνταξης. 

Αυτό είναι το πιο θεμελιώδες: πώς μπορούμε να καταγράψουμε καλύτερα τις κοινότητες που υπηρετούμε; Πώς μπορούμε να αφουγκραζόμαστε και να ξέρουμε τι συμβαίνει στον κόσμο, και ποιοι άνθρωποι είναι συνδεδεμένοι με συγκεκριμένα μέρη; […] Έχει γίνει πιο δύσκολο να το πετύχουμε αυτό λόγω της εχθρότητας της κυβέρνησης Τραμπ απέναντι στην ιδέα της ποικιλομορφίας. Αλλά η άλλη πλευρά της ποικιλομορφίας είναι ο αποκλεισμός· και αν υπάρχει αποκλεισμός, το επίπεδο και η ποιότητα της δημοσιογραφίας μειώνονται αναλόγως. 

Οι γυναίκες, επίσης, είναι υποεκπροσωπούμενες στο επάγγελμα, ειδικά σε θέσεις αρχισυνταξίας και διοικητικής ευθύνης, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι, σε πολλές σχολές δημοσιογραφίας, οι γυναίκες αποτελούν την πλειονότητα όσων φοιτούν.

Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce, Σχολή Δημοσιογραφίας, Πανεπιστήμιο Κολούμπια

Ποιες είναι οι προκλήσεις, όταν κανείς καλύπτει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ζητήματα συστημικής αδικίας; 

Οι προκλήσεις είναι σαφείς. Στη διάρκεια αυτής της προεδρικής θητείας έχουμε δει την εργαλειοποίηση των εταιρικών σχέσεων ή της εταιρικής ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης. Για τα ειδησεογραφικά μέσα, ειδικά για αυτά που δημοσιεύουν ρεπορτάζ που δεν είναι κολακευτικά ή εγείρουν ερωτήματα για τη διακυβέρνηση, ο τρόπος πίεσής τους ήταν να ασκηθεί πίεση σε μεγαλύτερα εταιρικά συμφέροντα· δυστυχώς, αυτή η στρατηγική έχει αποδειχθεί αρκετά αποτελεσματική. Δεν συνέβη σε κάθε περίπτωση, αλλά σε αρκετές – και σε σημαντικές.  
 
Βλέπουμε, επίσης, στρατηγικές νομικής παρενόχλησης, με μηνύσεις επί μηνύσεων. Είδαμε, για παράδειγμα, τον Πρόεδρο να κάνει μήνυση στους New York Times για 15 δισεκατομμύρια δολάρια, μια αγωγή που απορρίφθηκε λίγο αργότερα. Ωστόσο, ο στόχος είναι να υπάρξει συνεχής εξάντληση των πόρων αυτών των μέσων ενημέρωσης. Είτε οργανωτικά είτε νομικά, πρέπει να δημιουργήσουμε προστατευτικά μέτρα για ό,τι συμβαίνει. Διότι η εφημερίδα The New York Times είναι ένας από τους πιο ισχυρούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς στις ΗΠΑ, αλλά τι γίνεται, όταν μεσαίου ή μικρού μεγέθους μέσα ενημέρωσης υφίστανται τις ίδιες πιέσεις; Πραγματικά, δεν έχουν τους πόρους, για να αντέξουν τέτοιου είδους επιθέσεις. 

Θα πρέπει να καλύπτουμε τον Λευκό Οίκο με τον ίδιο τρόπο που καλύπταμε κάθε Λευκό Οίκο […] Κάθε δημοσιογράφος που έχει κάνει πολιτικό ρεπορτάζ ξέρει ότι οι πολιτικοί λένε ψέματα – αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο.

Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας & Καθηγητής Δημοσιογραφίας Henry R. Luce, Σχολή Δημοσιογραφίας, Πανεπιστήμιο Κολούμπια

Σήμερα, γίνεται πολύς λόγος για αυτό που λέμε «κάλυψη του Τραμπ» (Trump coverage). Τι είναι αυτό και τι πρέπει να έχουν κατά νου οι δημοσιογράφοι που κάνουν αυτό το «νέο είδος» ρεπορτάζ; 

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο καινούργιο ρεπορτάζ. Νομίζω ότι, με κάποιες εξαιρέσεις, θα πρέπει να καλύπτουμε αυτόν τον Λευκό Οίκο με τον ίδιο τρόπο που καλύπταμε κάθε Λευκό Οίκο [στο παρελθόν]. Εάν κάναμε ρεπορτάζ για τον Ομπάμα, τον Κλίντον ή τον Μπους, τότε θα πρέπει να το κάνουμε και για τον Τραμπ, χωρίς αναβολή. Δεν πρέπει να τρομοκρατηθούμε από την επιθετικότητά του – ούτε πρέπει να είμαστε επιεικείς, με την ελπίδα να «κερδίσουμε» τους υποστηρικτές του. Πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, για να αφηγηθούμε όσο το δυνατόν περισσότερα για το θέμα – με όσο μεγαλύτερη πληρότητα και ευθύτητα μπορούμε.  

Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, και άλλες δυναμικές, λόγω του τοπίου, το οποίο είναι εξουσιαστικό και έχει προσπαθήσει να ακολουθήσει ένα είδος αυταρχικού οδηγού συμπεριφοράς. Αυτό απαιτεί να ελέγχουμε διπλά και τριπλά τα πρωτόκολλα ασφαλείας μας και την ακρίβεια των γεγονότων, λειτουργώντας με την παραδοχή ότι αυτή η διοίκηση έχει αποδειχθεί απίστευτα ψευδής. Κάθε δημοσιογράφος που έχει κάνει πολιτικό ρεπορτάζ, όμως, ξέρει ότι οι πολιτικοί λένε ψέματα – αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Δεν υπάρχει δημοσιογράφος που θα σοκαριστεί, όταν ανακαλύψει ότι ένας πολιτικός τού είπε ψέματα ή κάτι που δεν ήταν απολύτως αληθινό. Οπότε, δεν νομίζω ότι έχουμε κάτι διαφορετικό ως προς την ουσία· ίσως να διαφέρει σε κλίμακα. 



Η συνέντευξη έχει υποστεί επιμέλεια, για λόγους έκτασης και σαφήνειας.

Creative Commons license logo