Γιατί οι νεότερες γενιές γυρίζουν την πλάτη στις ειδήσεις; Τι συμβαίνει όταν η εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης φθίνει; Σύμφωνα με τη διευθύντρια του Ινστιτούτου Reuters του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Mitali Mukherjee, αυτή η αποστασιοποίηση και οι μεταβαλλόμενες προσδοκίες του κοινού αλλάζουν το παγκόσμιο τοπίο των μέσων ενημέρωσης.
Οι «ειδήσεις» το 2025 είναι θέμα οπτικής γωνίας
Οι ειδήσεις είναι πλέον κάτι προσωπικό: οι άνθρωποι τις ορίζουν με βάση την ταυτότητά τους, τα ενδιαφέροντα και τις επιλογές τους και όχι με βάση τους παραδοσιακούς «φρουρούς της πληροφορίας», σύμφωνα με μελέτη του Pew.
«Στις ειδήσεις λείπει το κοινό τους, αλλά στο κοινό δεν λείπουν οι ειδήσεις. Αυτή η σχέση πρέπει να αποκατασταθεί, ειδικά ως προς τους νέους», δήλωσε η Mitali Mukherjee, διευθύντρια του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας στην Εναλλακτική Σκηνή του φετινού TEDxPatras.
Η συζήτηση έλαβε χώρα στo Πανεπιστήμιο Πατρών, σε μια αίθουσα γεμάτη φοιτητές και νέους: το κοινό που οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί επιθυμούν διακαώς να ξανακερδίσουν.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Digital News Report, τη «ναυαρχίδα» των ετήσιων ερευνών του Ινστιτούτου Reuters που καταγράφει τη διαδικτυακή ενασχόληση του κοινού με τις ειδήσεις, η εμπιστοσύνη διολισθαίνει προς τους «ειδησεογραφικούς» influencer (news influencers), καθώς πολλοί νέοι δεν μπορούν πλέον να ταυτιστούν με τα θέματα που επιλέγουν τα Mέσα Eνημέρωσης να μεταδώσουν, η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) αναδιαμορφώνει την παραγωγή ειδήσεων και η αποφυγή ειδήσεων αυξάνεται.
Η τελευταία έκδοση, που δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουνίου 2024, εξέτασε την κατανάλωση ειδήσεων στο διαδίκτυο σε έξι ηπείρους και 47 χώρες. Η φετινή έκδοση – η 14η ετήσια έκθεση από την αρχική της κυκλοφορία το 2012 – θα δημοσιευθεί στις 15 Ιουνίου.
«Νομίζω ότι [η έκθεση] κινήθηκε με τρόπο αρκετά διδακτικό προκειμένου να καταλάβουμε τι συμβαίνει με το κοινό ειδησεογραφικού περιεχομένου», δήλωσε η Mukherjee επί σκηνής. Το 2012, το κεντρικό ερώτημα ήταν απλό: «Ενημερώνονται οι άνθρωποι μέσω του διαδικτύου;» πρόσθεσε. Σχεδόν μιάμιση δεκαετία αργότερα, το ερώτημα δεν είναι αν το κοινό καταναλώνει ψηφιακές ειδήσεις, αλλά πώς, πού και όλο και περισσότερο, γιατί λιγότερες.
Αποφυγή ειδήσεων
Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, η Mukherjee επεσήμανε ότι τα τελευταία χρόνια, η αποφυγή ειδήσεων – που οφείλεται στην περιορισμένη συμμετοχή, στον χαμηλό γραμματισμό στα μέσα επικοινωνίας ή σε συνειδητή επιλογή – έχει εξελιχθεί σε κεντρικό θέμα της Έκθεσης.
«Μολονότι κάθε χώρα έχει το δικό της μοναδικό ειδησεογραφικό οικοσύστημα, η πιο σαφής τάση που έχουμε παρατηρήσει, ιδίως μετά την πανδημία, είναι ένας αυξανόμενος αριθμός ατόμων που “αποφεύγουν τις ειδήσεις”. [Το 2024], σε όλες τις αγορές, το 40% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι αποφεύγουν τις ειδήσεις μερικές φορές ή συχνά. Τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά υψηλότερα σε αγορές όπως η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Τουρκία», εξήγησε.
Η Έκθεση ανέδειξε, επίσης, μια σαφή απομάκρυνση από τις παραδοσιακές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, σημειώνοντας ότι συχνά οι χρήστες διαβάζουν ειδήσεις όχι επειδή τις αναζητούν ενεργά, αλλά επειδή τις συναντούν τυχαία καθώς «σκρολάρουν» στα κοινωνικά δίκτυα.
Υπάρχει ένα επιπλέον πρόβλημα, πρόσθεσε η Mukherjee. «Πολλοί άνθρωποι δεν βρίσκουν πλέον καμία αξία στις ειδήσεις και ορισμένοι αποθαρρύνονται από τον τρόπο που αυτές παρουσιάζονται».
Τεχνητή νοημοσύνη: φίλος ή εχθρός;
Η ίδια τόνισε ότι είναι εντυπωσιακό πώς, στο Digital News Report του 2023, η τεχνητή νοημοσύνη θεωρούνταν μια πολλά υποσχόμενη, αλλά αόριστη ευκαιρία για τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς.
«Μέχρι το 2024, αυτή η αβεβαιότητα είχε μετατραπεί σε πράξη. Σχεδόν κάθε αίθουσα σύνταξης που συμμετείχε στην έρευνα πειραματιζόταν με την τεχνητή νοημοσύνη», δήλωσε. «Το κοινό χρησιμοποιεί ήδη την τεχνητή νοημοσύνη για να παρακολουθήσει τις ειδήσεις με τους δικούς του όρους (…) Ο κόσμος ενδιαφέρεται περισσότερο για το τι μπορούν να κάνουν οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί όσον αφορά τη δημιουργικότητα της διαδικασίας μετάδοσης των ειδήσεων».
Οι αναγνώστες θέλουν να έχουν τη δυνατότητα μιας σαφούς περίληψης [ενός άρθρου], την επιλογή να εμβαθύνουν ή να το διαβάσουν γρήγορα και την ικανότητα να ανατρέξουν σε προηγούμενα σημεία ενός θέματος. Αυτά, ανέφερε, είναι τα χαρακτηριστικά που ενδιαφέρεται να εξερευνήσει το κοινό.
Και πράγματι, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί πειραματίζονται δημιουργικά. Η Mukherjee ανέφερε ένα παράδειγμα από τους New York Times.
Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Προέδρου Trump τον Ιανουάριο του 2025, μια σειρά από προεδρικά διατάγματα οδήγησαν στη συστηματική αφαίρεση συγκεκριμένων όρων από ομοσπονδιακά έγγραφα. Οι New York Times χρησιμοποίησαν εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για να εντοπίσουν όρους που έχουν απαλειφθεί από το δημόσιο περιεχόμενο. Οι φράσεις που αποτέλεσαν συχνό στόχο περιλάμβαναν αναφορές στην «διαφορετικότητα, την ισότητα και τη συμπερίληψη», στο «φύλο» και στην «ελευθεροτυπία».
«Ειδησεογραφικοί» influencers
«Τελικά, αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι τι κάνουν οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας με την τεχνητή νοημοσύνη, επειδή αυτή είναι που μεταδίδει ειδήσεις σε πραγματικό χρόνο στο κοινό», δήλωσε η Mukherjee.
Σύμφωνα με την Έκθεση, υπάρχει μια συνεχιζόμενη «επαναφορά των πλατφορμών» (platform reset), μια σκόπιμη αναπροσαρμογή των αλγορίθμων, που σπρώχνει όλο και περισσότερο το παραδοσιακό ειδησεογραφικό περιεχόμενο στο περιθώριο. Αυτή η αλλαγή άνοιξε την πόρτα για μια νέα γενιά «παικτών» στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σημείωσε η ίδια.
Οι influencers και οι δημιουργοί περιεχομένου ποικίλουν από πολιτικούς σχολιαστές που τάσσονται υπέρ κάποιου πολιτικού κόμματος (όπως ο Tucker Carlson και ο Joe Rogan) μέχρι ψυγαγωγούς και παρουσιαστές ειδήσεων με έμφαση στα νεανικά κοινά (όπως ο Hugo Décrypte στη Γαλλία), οι οποίοι ανταγωνίζονται τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
«Οι νέοι βρίσκουν αυτόν τον απροκάλυπτο, αφιλτράριστο τρόπο πολύ ελκυστικό. Σίγουρα χτίζουν μια προσωπική σχέση με αυτούς που παρακολουθούν», είπε.
Η Mukherjee σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, και οι δύο υποψήφιοι στράφηκαν σε podcasters για συνεντεύξεις, υπογραμμίζοντας την εμφάνιση της Kamala Harris στο podcast «Call Her Daddy» ως αξιοσημείωτο παράδειγμα.
Τι θέλει τελικά το κοινό;
Κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας στο TEDxPatras, η Mukherjee αναφέρθηκε στο έργο του Dmitry Shishkin, πρώην εργαζόμενου στο BBC, ο οποίος ανέπτυξε αυτό που είναι γνωστό ως Μοντέλο Αναγκών Χρήστη. Το μοντέλο εντοπίζει τρεις βασικές ανάγκες, που αναδύονται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες: ενημέρωση του κοινού για σημαντικά ζητήματα, εμβάθυνση στο περιεχόμενο και παροχή ενός πλαισίου για την εξήγηση των ειδήσεων.
«Για τους νέους, υπάρχουν μερικές άλλες παράμετροι, όπως το ότι θέλουν να βλέπουν πιο αισιόδοξες ειδήσεις, θέλουν να βλέπουν περισσότερο ψυχαγωγικές ειδήσεις. Και νομίζω ότι αν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε μοντέλα για το τι αναζητά το κοινό άμεσα, αυτό θα ήταν ένα πρώτο βήμα προς τη δημιουργία περιεχομένου που θα έχει απήχηση», είπε.
Σε αυτό το πνεύμα, η Mukherjee ανέφερε παραδείγματα καινοτόμων δημοσιογραφικών οργανισμών σε όλο τον κόσμο, που βρήκαν νέους τρόπους να προσελκύσουν το κοινό.
Στην Παραγουάη, το ειδησεογραφικό μέσο El Surtidor συνδέεται σε βάθος με την κοινότητά του μέσω τοπικών ειδήσεων. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η αμερικανική startup Roca News επαναπροσδιορίζει την κατανάλωση ειδήσεων με κουίζ τύπου «Duolingo», που επιβραβεύουν τους χρήστες όταν απαντούν σε ερωτήσεις και εμβαθύνουν σε σημαντικά θέματα. Στη Ρουμανία, το ειδησεογραφικό κανάλι Gen știri πειραματίζεται με την οπτική αφήγηση, χρησιμοποιώντας εικόνες κειμένου και κάθετα βίντεο (vertical video) [προσαρμοσμένα για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης], και προσθέτει επεξηγηματικό περιεχόμενο για να κάνει πιο κατανοητά τα πολύπλοκα θέματα.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Η Ελλάδα κατέλαβε την τελευταία θέση μεταξύ 47 χωρών όσον αφορά την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις στην τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Reuters, κυρίως λόγω του πολωμένου περιβάλλοντος και της συγκέντρωσης των μέσων ενημέρωσης, αλλά και των πολιτικών παρεμβάσεων.
Η Mukherjee επεσήμανε πώς αυτό καθιστά το έργο των δημοσιογράφων ακόμη πιο δύσκολο.
«Σε αγορές όπως η Ελλάδα και η Ινδία, απ’ όπου κατάγομαι, δεν είναι εύκολο να είσαι δημοσιογράφος», είπε.
«Συνοδεύεται από μεγάλο κόστος. Συνοδεύεται από νομικούς κινδύνους. Συνοδεύεται από απειλές για τη ζωή σου. Συνοδεύεται από μεγάλο ψυχικό στρες. Και οι άνθρωποι κάνουν αυτήν τη δουλειά για το δημόσιο καλό, επειδή μια ισχυρή δημοκρατία χρειάζεται μια εύρωστη δημοσιογραφική κοινότητα και το κοινό της πρέπει να μάθει να ασχολείται με τις ειδήσεις, να αμφισβητεί τα πράγματα και να θέτει ερωτήματα. Είναι σαν ένα μοντέλο τριών κατευθύνσεων, ξέρετε, προκειμένου να επιβιώσει και να ευδοκιμήσει οποιαδήποτε χώρα. Επομένως, οι δημοσιογράφοι έχουν πολλή δουλειά να κάνουν. Το κοινό πρέπει να τους δώσει αυτή την ευκαιρία. Και νομίζω ότι τώρα είναι η καλύτερη στιγμή».
Μετάφραση: Εβίτα Λύκου