Δημοσιογράφοι και οι οργανώσεις για την ελευθερία του Τύπου στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο καλούν την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ να αποφύγει τις επιθέσεις κατά των Μέσων Ενημέρωσης και να υποστηρίξει τον δημοκρατικό ρόλο του ελεύθερου Τύπου.
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε από τους Reporters Without Borders στις 06/11/2024 και αναδημοσιεύτηκε από το iMEdD κατόπιν άδειας. Η αναδημοσίευση απαιτεί άδεια από τον εκδότη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας και της πρώην προεδρίας του, ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποίησε συχνά επιθετική γλώσσα, καταφερόμενος εναντίον των Μέσων Ενημέρωσης. Η επανεκλογή του εγείρει φόβους για την αμερικανική δημοσιογραφία και την ελευθερία του Τύπου παγκοσμίως.
Τα βήματα που θα κάνει τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησής του θα δείξουν την πορεία που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, οι επιπτώσεις της οποίας εκτείνονται πέρα από τα αμερικανικά σύνορα. Αντί να κλιμακώσει τις επιθέσεις στα ΜΜΕ, ο Τραμπ έχει την ευκαιρία να προωθήσει ένα υγιέστερο περιβάλλον για τη δημοσιογραφία και να επαναφέρει τις ΗΠΑ στον ρόλο του παγκόσμιου ηγέτη στην ελευθερία του Τύπου. Από τότε που εισήλθε στην πολιτική αρένα, ο Τραμπ έχει τη συνήθεια να χαρακτηρίζει κάθε δημοσίευμα που τον επικρίνει ως «fake news».
Στη διάρκεια της πρώτης προεδρίας του χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο τουλάχιστον 2.000 φορές, ενώ κατά την προεκλογική του εκστρατεία ενόψει των εκλογών του 2024, συνέχισε να καταφέρεται εναντίον του Τύπου με λεκτικές επιθέσεις και εξέφρασε την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει την κυβερνητική του εξουσία για να εξουδετερώσει τους υποτιθέμενους «εχθρούς» του. Μεγάλη ανησυχία προκαλεί επίσης το γεγονός ότι έχει καλέσει επανειλημμένα την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC) να ανακαλέσει τις τηλεοπτικές άδειες συγκεκριμένων Μέσων Ενημέρωσης
Η ελευθερία του Τύπου είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της δημοκρατίας μας που συνέβαλε στο μεγαλείο της Αμερικής. Η επίθεση στον Τύπο συνιστά επίθεση στο δικαίωμα των Αμερικανών πολιτών στην ενημέρωση. Η νέα κυβέρνηση Τραμπ μπορεί και πρέπει να αλλάξει τη στάση της απέναντι στα Μέσα Ενημέρωσης και να λάβει σαφή μέτρα με στόχο την προστασία των δημοσιογράφων και την καλλιέργεια ενός κλίματος, που θα προωθεί ένα ισχυρό και πλουραλιστικό ειδησεογραφικό τοπίο. Ανεξάρτητα από την οδό που θα επιλέξει ο Τραμπ, οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται ακούραστα την ελευθερία του Τύπου και την ασφάλεια των δημοσιογράφων.
Clayton Weimers
Εκτελεστικός Διευθυντής, RSF USA
Ο Τραμπ κερδίζει, ο Τύπος χάνει
Η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να πλήξει σοβαρά τη δημοσιογραφία.
Η εκστρατεία του Τραμπ κατά του Τύπου το 2024
Η εκστρατεία του Τραμπ κατά των Μέσων Ενημέρωσης κορυφώθηκε πριν από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου. Σε μια περίοδο οκτώ εβδομάδων που αναλύθηκε από τους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF), ο Τραμπ πρόσβαλε, επιτέθηκε ή απείλησε τα ΜΜΕ τουλάχιστον 108 φορές σε δημόσιες ομιλίες ή σχόλια, από την 1η Σεπτεμβρίου έως τις 24 Οκτωβρίου. Ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σχόλια από άλλους που συνδέονται με την προεκλογική εκστρατεία.
Ο Τραμπ κατέθεσε μια αβάσιμη αγωγή κατά του CBS για την προβολή μιας συνέντευξης στο «60 Minutes» με την αντίπαλό του και υποψήφια των Δημοκρατικών, Κάμαλα Χάρις. Ο Τραμπ κατηγόρησε την εκπομπή για επεξεργασία των απαντήσεών της Χάρις με στόχο την ευνοϊκότερη παρουσίαση της υποψήφιας και δημοσίευσε στον ιστότοπό του στο Truth Social ότι «το CBS πρέπει να χάσει την άδειά του». Αργότερα όξυνε περαιτέρω το κλίμα σε συνέντευξή του στο Fox News, λέγοντας ότι «θα ζητήσουμε έκδοση δικαστικής εντολής για απόκτηση των αρχείων τους», αναφερόμενος στο CBS.
Ο Τραμπ έχει απευθύνει τουλάχιστον 15 εκκλήσεις προς την FCC, ζητώντας από την επιτροπή να ανακαλέσει τηλεοπτικές άδειες καναλιών, κάτι που δεν εμπίπτει στις προεδρικές αρμοδιότητές του. Μετά την προβολή του ντιμπέιτ με τη Χάρις στο ABC News, ο Τραμπ ζήτησε την τιμωρία του δικτύου, ενώ έχει εκφράσει και την πρόθεσή του να ερευνήσει την Comcast – μητρική εταιρεία του NBC News και του MSNBC – για «προδοσία» σε περίπτωση που εκλεγεί. Έχει, επίσης, υποβάλει καταγγελία κατά της Washington Post στην Ομοσπονδιακή Εκλογική Επιτροπή.
Ο πρώην υποψήφιος και πλέον εκλεγμένος αντιπρόεδρος του Τραμπ, Τζέι Ντι Βανς, ανέπτυξε μια δική του στρατηγική για να τροφοδοτήσει εντάσεις μεταξύ των υποστηρικτών του και των δημοσιογράφων στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Ο Βανς διοργάνωσε πολλές συνεντεύξεις Τύπου ενώπιον των υποστηρικτών του, οι οποίοι αποδοκίμαζαν με γιουχαρίσματα οποιονδήποτε δημοσιογράφο έκανε κάποια ερώτηση στον Βανς.
Έλον Μασκ και μεταμόρφωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Οι στενές σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ με τον μεγιστάνα Έλον Μασκ και η υπόσχεση για μια θέση στην κυβέρνησή του προκαλούν, επίσης, ανησυχία. Υπό την ηγεσία του Μασκ, το X έχει μετατραπεί σε έναν βόθρο ανεξέλεγκτης παραπληροφόρησης. Η διάλυση του Συμβουλίου Εμπιστοσύνης και Ασφάλειας και οι μαζικές απολύσεις του προσωπικού που ασχολούνταν με θέματα ασφαλείας άνοιξαν τις πύλες σε κακόβουλους χρήστες, οι οποίοι βύθισαν τον ψηφιακό διάλογο στο σκοτάδι.
Ο ίδιος ο Μασκ κάνει πολύ συχνά αναρτήσεις με ψευδές περιεχόμενο, που απευθύνονται στους εκατοντάδες εκατομμύρια οπαδούς του. Μια ενδεχόμενη θέση του Μασκ στην κυβέρνηση Τραμπ θα τον βοηθούσε περαιτέρω στην υλοποίηση του οράματός του για πληροφοριακό χάος στο διαδίκτυο. Η ανάρτηση του Μασκ στο X, αφού έγινε σαφής η νίκη του Τραμπ – «Εσείς είστε τα Mέσα Eνημέρωσης τώρα» – προμηνύει ανησυχητικές εξελίξεις για το μέλλον.
Οι RSF έχουν αναπτύξει οκτώ προτάσεις για την αντιμετώπιση των σοβαρών απειλών που θέτει στη δημοσιογραφία το X, με στόχο τη διασφάλιση μιας πλουραλιστικής και αξιόπιστης πληροφόρησης, καθώς και της λειτουργίας ανεξάρτητων διαδικασιών. Ο τρόπος με τον οποίο θα προσεγγίσει αυτά τα ζητήματα η κυβέρνηση Τραμπ θα έχει τεράστιο αντίκτυπο στον χώρο της πληροφόρησης εντός των ΗΠΑ και παγκοσμίως.
Αμερικανικές εκλογές: Δύο σενάρια για πέντε κρίσεις
Πώς το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών θα επηρεάσει την έκβαση πέντε ανοικτών διεθνών κρίσεων, σύμφωνα με αναλυτές που μίλησαν στο iMEdD, λίγα 24ωρα πριν από την 5η Νοεμβρίου.
Υποθέσεις για την ελευθερία του Τύπου σε όλο τον κόσμο
Ένα πρώτο βήμα που μπορεί να κάνει ο Τραμπ μετά την ανάληψη των καθηκόντων του προκειμένου να γεφυρώσει το χάσμα με τα Μέσα Ενημέρωσης, είναι να δώσει προτεραιότητα σε παγκόσμιες υποθέσεις ελευθερίας του Τύπου. Ο Αμερικανός ανεξάρτητος δημοσιογράφος Austin Tice συνελήφθη ενώ κάλυπτε τα γεγονότα στη Συρία το 2012 και έκτοτε η τύχη του αγνοείται.
Στην υπόθεσή του δεν έχει σημειωθεί σχεδόν καμία πρόοδος, καθώς το συριακό καθεστώς δεν έχει επιβεβαιώσει τη φυλάκισή του μέχρι σήμερα. Πρόσφατες αναφορές για την κράτηση του Αμερικανο-ιρανού πρώην δημοσιογράφου Reza Velizadeh αποτελούν υπενθύμιση ότι οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι εξακολουθούν να αποτελούν στόχο σε όλο τον κόσμο.
Ο Christopher Allen, ανεξάρτητος δημοσιογράφος με διπλή υπηκοότητα – ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου- έχασε τη ζωή του ενώ κάλυπτε τον εμφύλιο πόλεμο στο Νότιο Σουδάν, το 2017. Οι RSF έχουν ασκήσει πολλαπλές πιέσεις σχετικά με την υπόθεση Allen, τόσο στις ΗΠΑ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο – μεταξύ άλλων έχουν απευθυνθεί σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Λευκού Οίκου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Εξωτερικών των κυβερνήσεων Τραμπ και Μπάιντεν, καθώς και στα Ηνωμένα Έθνη. Μετά από την εικονική έρευνα που διεξήχθη από το Νότιο Σουδάν, μια έρευνα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ αποτελεί τη μόνη ελπίδα δικαίωσης για τον Allen.
Ο Τραμπ έχει ταχθεί δημοσίως υπέρ της απελευθέρωσης δημοσιογράφων που είναι φυλακισμένοι εκτός των ΗΠΑ. Σε αυτούς περιλαμβάνεται ο δημοσιογράφος της Wall Street Journal Evan Gershkovich, ο οποίος κρατήθηκε στη Ρωσία για περισσότερο από έναν χρόνο, μέχρι που τελικά απελευθερώθηκε στο πλαίσιο ανταλλαγής κρατουμένων, και, πιο πρόσφατα, ο εκδότης από το Χονγκ Κονγκ, Jimmy Lai. Ο Τραμπ υποσχέθηκε να μιλήσει με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ για να εξασφαλίσει την ελευθερία του Lai. Οι RSF καλούν τον Τραμπ να τηρήσει αυτές τις δεσμεύσεις.
Αυτές οι προτάσεις μαζί με άλλες αποτελούν κεντρικό πυρήνα του Σχεδίου 10 σημείων των RSF για την ελευθερία του Τύπου στις ΗΠΑ .
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατατάσσονται στην 55η θέση μεταξύ 180 χωρών στον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου 2024 των RSF. Πρόκειται για τη χαμηλότερη θέση που έχει καταλάβει η χώρα στην ιστορία του Δείκτη. Οι RSF εξέτασαν επίσης τα στοιχεία για την ελευθερία του Τύπου σε τέσσερις αμφίρροπες πολιτείες – την Αριζόνα, τη Φλόριντα, τη Νεβάδα και την Πενσυλβάνια – ενόψει των εκλογών του 2024.
Διοικητικό Συμβούλιο της CPJ: Ο ελεύθερος Τύπος πρέπει να προστατευτεί
Την ημέρα της νίκης του Τραμπ, το διοικητικό συμβούλιο της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων (Committee to Protect Journalists / CPJ) εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία προτρέπει τη νέα διοίκηση, τους πολιτικούς και επιχειρηματικούς ηγέτες να αναγνωρίσουν τον ρόλο του Τύπου «σε αυτή την κρίσιμη στιγμή».
Νέα Υόρκη, 6 Νοεμβρίου 2024 – Οι Ηνωμένες Πολιτείες ιδρύθηκαν με την ελευθερία του Τύπου ως ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας τους. Καθώς η χώρα προετοιμάζεται για τη μετάβαση της εξουσίας, μετά την εκλογή του Donald J. Trump ως 47ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, το διοικητικό συμβούλιο της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ) υπερασπίζεται σταθερά έναν ισχυρό Τύπο, που μπορεί να δημοσιεύει τα πραγματικά γεγονότα και να θέτει την εξουσία προ των ευθυνών της ελεύθερα και με ασφάλεια.
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή στην ιστορία των ΗΠΑ, καλούμε την επόμενη κυβέρνηση και τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων σε όλη την κυβέρνηση και τις επιχειρήσεις να αναγνωρίσουν τον ελεύθερο Τύπο και την τεκμηριωμένη πληροφόρηση που παρέχουν οι δημοσιογράφοι, ως βασικό συστατικό της δημοκρατίας, της σταθερότητας και της δημόσιας ασφάλειας.
Το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία του Τύπου, που εγγυάται η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ, δεν πρέπει να θίγεται. Η νομική δίωξη, η φυλάκιση, η σωματική βία, ακόμη και οι δολοφονίες, έχουν δυστυχώς γίνει οικείες απειλές για τους δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο. Δεν πρέπει τώρα να γίνουν κοινός τόπος και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι απειλές βίας και η διαδικτυακή παρενόχληση έχουν γίνει ρουτίνα τα τελευταία χρόνια.
Ως αμερόληπτος, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, είναι καθήκον μας να είμαστε αποφασιστικοί όταν οι δημοσιογράφοι απειλούνται ή αντιμετωπίζουν κινδύνους οπουδήποτε στον κόσμο. Για όλους τους υποψηφίους και τους πολιτικούς ηγέτες τηρούμε τα ίδια κριτήρια. Για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, η CPJ έθετε και θα συνεχίσει να θέτει τις αμερικανικές κυβερνήσεις προ των ευθυνών τους με βάση τα υψηλότερα πρότυπα στο εσωτερικό της χώρας και την ισχυρή υπεράσπιση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο.