Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στις 7/5/2025 από το The Conversation και αναδημοσιεύεται από το iMEdD με άδεια Creative Commons. Διαβάστε το αρχικό άρθρο εδώ.
Αποστολή στο Νότιο Σουδάν
Εν μέσω συνεχιζόμενων αναταραχών, μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου αντιμετωπίζει έκτακτη κλιματική κρίση
Οι ινδικές αεροπορικές επιδρομές βαθιά στο έδαφος του Πακιστάν και οι βομβαρδισμοί ως αντίποινα κατά μήκος των συνόρων έχουν φέρει ξανά την ινδική χερσόνησο σε κατάσταση συναγερμού, με πολλούς να φοβούνται μια περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών που διαθέτουν πυρηνικά όπλα.
Σύμφωνα με τις πακιστανικές Αρχές, τουλάχιστον 26 άτομα σκοτώθηκαν στις 6 Μαΐου 2025 από πυραύλους που εκτόξευσε η Ινδία. Η Ινδία ισχυρίζεται ότι η επιχείρηση είχε ως στόχο «τρομοκρατικές υποδομές», σε απάντηση στην επίθεση της 22ας Απριλίου, κατά την οποία δεκάδες τουρίστες στην περιοχή του Κασμίρ, που διοικείται από την Ινδία, σκοτώθηκαν από ένοπλους.
Το Πακιστάν προειδοποίησε οτι θα απαντήσει «με τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο που θα επιλέξει». Εν τω μεταξύ, βομβαρδισμοί από το Πακιστάν κατά μήκος της «γραμμής ελέγχου» που οριοθετεί την περιοχή του Κασμίρ σκότωσαν 15 άτομα, σύμφωνα με την Ινδία.
Πρόκειται για τις πιο σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο χωρών εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, το Κασμίρ αποτελεί από καιρό πηγή εντάσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, όπως εξηγούν παλιότερα άρθρα από το αρχείο του The Conversation.
Που είναι το Κασμίρ;
1. Οι ρίζες της σύγκρουσης
Η διένεξη για το Κασμίρ, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της ινδικής χερσονήσου και συνορεύει με το Πακιστάν στα δυτικά, έχει τις ρίζες της στη διαίρεση της Ινδίας το 1947 και στις πολιτικές της βρετανικής αποικιοκρατίας που προηγήθηκαν.
Όπως εξηγεί o Sumit Ganguly, ειδικός σε θέματα ινδικής πολιτικής και εξωτερικής πολιτικής, οι Βρετανοί έδωσαν στους ηγέτες των φαινομενικά αυτόνομων πριγκιπάτων την επιλογή να προσχωρήσουν σε μία από τις δύο χώρες μετά τη διαίρεση: στο Πακιστάν, με μουσουλμανική πλειοψηφία, ή στην Ινδία, με ινδουιστική πλειοψηφία. Αυτό έθεσε τον Maharaja Hari Singh, μονάρχη του Τζαμού και Κασμίρ, σε δύσκολη θέση, καθώς ήταν ινδουιστής που κυβερνούσε έναν πληθυσμό με μουσουλμανική πλειοψηφία.
«Η Ινδία, που δημιουργήθηκε ως κοσμικό κράτος, ήθελε να ενσωματώσει το Κασμίρ για να αποδείξει ότι μια περιοχή με μουσουλμανική πληθυσμιακή πλειοψηφία μπορούσε να ευημερήσει σε μια χώρα με ινδουιστική πλειοψηφία και προσηλωμένη στον κοσμικό χαρακτήρα. Το Πακιστάν, από την άλλη πλευρά, διεκδικούσε το Κασμίρ λόγω της γεωγραφικής του εγγύτητας και της μουσουλμανικής πλειοψηφίας του», γράφει o Ganguly.
Ενώ ο Singh εξακολουθούσε να ζυγίζει τα ενδεχόμενα, ξέσπασε εξέγερση στο Κασμίρ, με τo πρόσφατα τότε ανεξαρτητοποιημένο Πακιστάν να υποστηρίζει τους αντάρτες. Η Ινδία έστειλε στρατεύματα με την προϋπόθεση ότι ο Singh θα προσχωρούσε επίσημα στην Ινδία, και ο πρώτος από τους τέσσερις ινδο-πακιστανικούς πολέμους ξεκίνησε το 1947. Ο πόλεμος έληξε με το Πακιστάν να αποκτά τον έλεγχο του ενός τρίτου της αμφισβητούμενης περιοχής.
«Καμία από τις δύο χώρες δεν έχει αποδεχθεί πλήρως το καθεστώς του Κασμίρ. Η Ινδία διεκδικεί ολόκληρη την περιοχή, καθώς αυτή έγινε νομικά μέρος του εδάφους της. Το Πακιστάν, ωστόσο, διατηρεί ιστορικά την άποψη ότι το Κασμίρ παραχωρήθηκε στην Ινδία από έναν ηγέτη που δεν εκπροσωπούσε την πλειοψηφία του μουσουλμανικού πληθυσμού. Πράγματι, αυτή η διαμάχη μεταξύ δύο πυρηνικών δυνάμεων παραμένει μια πιθανή πηγή έντασης σε παγκόσμιο επίπεδο», προσθέτει o Ganguly.
2. Περισσότερο από μια διαμάχη για τα σύνορα
Ωστόσο, το να βλέπουμε το Κασμίρ αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της διένεξης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν θα ήταν άδικο για αυτή την περίπλοκη σύγκρουση. Σε αυτή την ερμηνεία συχνά παραβλέπονται οι απόψεις πολλών κατοίκων του Κασμίρ, πολλοί από τους οποίους θα προτιμούσαν την ανεξαρτησία.
Η Chitralekha Zutshi, καθηγήτρια Ιστορίας στo πανεπιστήμιο William & Mary, σημειώνει ότι η επιθυμία για αυτονομία στην περιοχή έχει οδηγήσει σε πολυάριθμα κινήματα ανεξαρτησίας και επαναλαμβανόμενες εξεγέρσεις.
Το Πακιστάν έχει υποστηρίξει ορισμένα από αυτά τα κινήματα, κάτι που η Ινδία έχει εκμεταλλευτεί για να «απορρίψει τις αναταραχές στην κοιλάδα του Κασμίρ ως παράπλευρο αποτέλεσμα της εδαφικής διαμάχης με το Πακιστάν», γράφει η Zutshi. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο, οι διαμαρτυρίες «μιας ολόκληρης γενιάς νέων κατοίκων του Κασμίρ», που θεωρούν την Ινδία «κατοχική δύναμη», έχουν αγνοηθεί, συνεχίζει η ερευνήτρια.
Συμπεραίνει: «Η διαμάχη στο Κασμίρ δεν μπορεί να επιλυθεί διμερώς μόνο από την Ινδία και το Πακιστάν, ακόμη και αν οι δύο χώρες είναι πρόθυμες να συνεργαστούν για την επίλυση των διαφορών τους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σύγκρουση έχει πολλές πλευρές».
3. Ένας πόλεμος για το νερό;
Τον ισχυρισμό ότι η φωνή του πληθυσμού του Κασμίρ συχνά αποσιωπάται, ενισχύει το γεγονός ότι η Συνθήκη για τα Ύδατα του Ινδού Ποταμού – μια κρίσιμη συμφωνία δεκαετιών που επιτρέπει στο Πακιστάν και την Ινδία να μοιράζονται τη χρήση νερού από τα ποτάμια της περιοχής – συντάχθηκε σε μεγάλο βαθμό χωρίς τη συμβολή του πληθυσμού του Κασμίρ, γράφει ο Fazlul Haq, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο.
Ο Haq, ο οποίος συμμετέχει στο πρότζεκτ του πανεπιστημίου για τα Ύδατα της Λεκάνης του Ινδού Ποταμού, εξηγεί ότι ακόμη και πριν από την τελευταία έξαρση της βίας, μια διαμάχη για τη συνθήκη προκαλούσε ένταση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Το πρόβλημα ήταν ότι η αρχική συμφωνία, που χαιρετιζόταν ως επιτυχία για πολλά χρόνια, δεν λάμβανε υπόψη τις επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής. Το λιώσιμο των παγετώνων έχει θέσει σε κίνδυνο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της συνθήκης, θέτοντας σε κίνδυνο την παροχή νερού για περισσότερους από 300 εκατομμύρια ανθρώπους.
«Παρά το γεγονός ότι αποτελούν την κύρια πηγή νερού για τη λεκάνη (σσ: οι παγετώνες), ο πληθυσμός του Κασμίρ δεν είχε κανένα ρόλο στις διαπραγματεύσεις ή στη λήψη αποφάσεων βάσει της συνθήκης», γράφει ο Haq. Κι επίσης, αυτή δεν παρείχε κάποιον μηχανισμό για τυχόν περιφερειακές διαφορές. «Οι εντάσεις σχετικά με τα υδροηλεκτρικά έργα στο Κασμίρ έφερναν την Ινδία και το Πακιστάν σε διπλωματικό αδιέξοδο πολύ πριν από την πρόσφατη επίθεση», σημειώνει ο Haq.
«Η ισχύς της συνθήκης είναι πλέον αβέβαιη. Ενώ τεχνικά παραμένει σε ισχύ, η επίσημη απόφαση της Ινδίας για αναθεώρηση προκαλεί αβεβαιότητα, εμποδίζοντας βασικούς μηχανισμούς συνεργασίας και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της συνθήκης», γράφει ο Haq. Το Πακιστάν έχει δηλώσει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια διακοπής της παροχής νερού θα θεωρηθεί «πράξη πολέμου».
4. Στα πρόθυρα νέου πολέμου;
Έχουν υπάρξει τέσσερις ευρείας κλίμακας στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν: το 1947, το 1965, το 1971 και το 1999. Αλλά από την αρχή της χιλιετίας, οι συνοριακές εντάσεις στο Κασμίρ έχουν σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί, εν μέρει λόγω εξωτερικής πίεσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους που ανησυχούν για τις οικονομικές και περιφερειακές συνέπειες μιας σύγκρουσης μεταξύ γειτόνων που διαθέτουν πυρηνικά όπλα.
Ο Ian Hall, ειδικός στις Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστημίου Griffith στην Αυστραλία, γράφει ότι τα δεδομένα έχουν κάπως αλλάξει. Σημειώνει ότι η κλιμάκωση της έντασης έχει μικρό οικονομικό αντίκτυπο, δεδομένου των «πρακτικά ανύπαρκτων εμπορικών σχέσεων μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν». Η κύρια ανησυχία και για τις δύο πλευρές τώρα είναι «το πολιτικό κόστος που θα υποστούν από τη μη ανάληψη στρατιωτικής δράσης», προσθέτει ο Hall.
5. Η ανάγκη για ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας Πακιστάν – Ινδίας
Κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας, η Ουάσινγκτον είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποκλιμάκωση της έντασης. Τα πρόσφατα σχόλια του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ότι οι δύο πλευρές «θα το καταλάβουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο» υποδηλώνουν ότι αυτήν τη φορά οι ΗΠΑ μπορεί να μην εμπλακούν άμεσα.
Όμως, όπως σημειώνουν ο Syed Ali Zia Jaffery στο Πανεπιστήμιο της Λαχόρης και ο Nicholas John Wheeler στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ, αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα.
«Η απουσία μιας αξιόπιστης και με αμοιβαίους όρους εμπιστοσύνης γραμμής επικοινωνίας μεταξύ των ηγετών της Ινδίας και του Πακιστάν αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για επικοινωνία με αλληλοκατανόηση. Τους εμποδίζει να κατανοήσουν σωστά ο καθένας τα τρωτά σημεία του άλλου, που είναι τόσο κρίσιμα για την αποκλιμάκωση της κρίσης», γράφουν.
Στο άρθρο τους χρησιμοποιούν το παράδειγμα της πυραυλικής κρίσης της Κούβας του 1962 για να τονίσουν τη σημασία αυτού που οι δύο ακαδημαϊκοί περιγράφουν ως «κανάλια επικοινωνίας με ενσυναίσθηση». Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι και ο Σοβιετικός ομόλογός του, Νικίτα Χρουστσόφ, «ανταλλάξαν μια σειρά επιστολών, στις οποίες αναγνώρισαν και εξέφρασαν την κοινή τους ευαλωτότητα στον πυρηνικό πόλεμο», γράφουν οι Jaffery και Wheeler. Η εδραίωση αμοιβαίας ενσυναίσθησης και ενός δεσμού εμπιστοσύνης ήταν κρίσιμης σημασίας για την ειρηνική επίλυση της κρίσης.
«Μια ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας μεταξύ των υψηλότερων επιπέδων της ινδικής και της πακιστανικής διπλωματίας θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα για την αποτροπή του ενδεχομένου τέτοιες κρίσεις να τεθούν εκτός ελέγχου. Το πιο σημαντικό είναι ότι θα μπορούσε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση των κρίσεων όταν αυτές συμβαίνουν, προσφέροντας ένα ζωτικό κανάλι για καθησυχασμό και αποκλιμάκωση», προσθέτουν οι Jaffery και Wheeler.