Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε από το The Conversation στις 5 Μαρτίου 2025 και δημοσιεύεται εδώ από το iMEdD με άδεια Creative Commons. Διαβάστε το πρωτότυπο.
Την 1η Μαρτίου, ημέρα έναρξης του ιερού μήνα του Ραμαζανιού—που γιορτάζεται από τη συντριπτική πλειονότητα του σουνιτικού πληθυσμού της Τουρκίας— ο φυλακισμένος ηγέτης του απαγορευμένου Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, Αμπντουλάχ Οτσαλάν, απηύθυνε μια ιστορική έκκληση, καλώντας το κόμμα του να αφοπλιστεί και να βάλει τέλος στον 40ετή ένοπλο αγώνα του κατά του τουρκικού κράτους.
Αν και φαινομενικά απροσδόκητη, η έκκληση για ειρήνη, η οποία έλαβε χώρα λίγες εβδομάδες πριν από το Nowruz, το κουρδικό νέο έτος, στις 20 Μαρτίου, στην πραγματικότητα ήταν αποτέλεσμα μηνών διαπραγματεύσεων μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης – η οποία απαρτίζεται από τον συνασπισμό του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί —και Κούρδων αξιωματούχων.
Σε ένα πολιτικό σκηνικό που καθορίζεται εδώ και δεκαετίες από συγκρούσεις, τα πρόσφατα ανοίγματα του Ερντογάν προς τις κουρδικές πολιτικές δυνάμεις σηματοδοτούν μια αξιοσημείωτη αλλαγή πορείας. Μιλώντας στο συνέδριο του κόμματός του στην Τραπεζούντα νωρίτερα φέτος, ο Ερντογάν έστειλε μήνυμα ενότητας, αναδεικνύοντας την κοινή ιστορία Τούρκων και Κούρδων. Οι τελευταίοι, έχουν υπάρξει επί μακρόν θύματα ιμπεριαλιστικών σχεδίων που επιδιώκουν να διαιρέσουν την περιοχή και αποτελούν βασικό πυλώνα της λαϊκίστικης ρητορικής του.
Στρατιωτικές δαπάνες στη Μέση Ανατολή: Ποιοι ξοδεύουν περισσότερα;
Η Τουρκία και το Ισραήλ αύξησαν περισσότερο τις στρατιωτικές δαπάνες τους το 2023, σε σχέση με το 2022. Μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ οι στρατιωτικές δαπάνες για τον − οικονομικά αποδυναμωμένο − Λίβανο.
Αλλαγή πορείας για τους Κούρδους
Η ομιλία του Ερντογάν δεν σηματοδοτεί μόνο την πρόθεσή του να επαναπροσεγγίσει τους Κούρδους, αλλά αφήνει ανοιχτό και το ενδεχόμενο ενός ευρύτερου πολιτικού συμβιβασμού.
Τον Οκτώβριο του 2024, ο σύμμαχος του Ερντογάν και ηγέτης του MHP Ντεβλέτ Μπαχτσελί, σε μια κίνηση που θεωρήθηκε ευθυγραμμισμένη με τη νέα πολιτική γραμμή του Τούρκου προέδρου, κάλεσε τον Οτσαλάν στο κοινοβούλιο και έθεσε στο τραπέζι ακόμα και το ενδεχόμενο της απελευθέρωσής του, υπό την προϋπόθεση ότι το PKK θα κηρύξει κατάπαυση του πυρός.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν επιχειρεί να επιλύσει το κουρδικό ζήτημα. Το 2009 προωθούσε το «Κουρδικό Άνοιγμα» με στόχο τον τερματισμό της σύγκρουσης μέσω διαλόγου. Παρόμοιες πρωτοβουλίες ακολούθησαν τις περιόδους 2008-11 και 2013-15.
Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες τελικά κατέρρευσαν λόγω πολιτικών διαφωνιών, μεταβαλλόμενων συμμαχιών και της ολοένα και πιο αυταρχικής διακυβέρνησης του Ερντογάν.
Η τρέχουσα πρωτοβουλία φαίνεται να ακολουθεί την ίδια συναλλακτική λογική που χαρακτήρισε τις προηγούμενες. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον του Ερντογάν για διάλογο με τους Κούρδους μοιάζει να υπαγορεύεται περισσότερο από πολιτική σκοπιμότητα παρά από πραγματική επιθυμία για ειρήνη.
Στο εσωτερικό, το AKP του Ερντογάν εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη συμμαχία του με το υπερεθνικιστικό MHP. Αν και αυτή η σύμπραξη τού εξασφάλισε την επανεκλογή στην προεδρία το 2023, η αδυναμία της έγινε εμφανής στις δημοτικές εκλογές της χώρας το 2024, όταν υποψήφιοι της αντιπολίτευσης κέρδισαν σημαντικούς δήμους σε όλη τη χώρα, με τη σιωπηρή υποστήριξη του φιλοκουρδικού Κόμματος Ισότητας και Δημοκρατίας των Λαών (DEM).
Αποσταθεροποίηση της αντιπολίτευσης
Η δήλωση του Οτσαλάν από τη φυλακή είναι πιθανό να αναδιαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό της Τουρκίας.
Με το άνοιγμά του προς το ευρύτερο κουρδικό κίνημα, ο Ερντογάν επιδιώκει να αποσταθεροποιήσει τον ήδη εύθραυστο συνασπισμό της αντιπολίτευσης, η οποία βασίζεται στην κοινή αντίθεση προς τον ίδιο. Η ενότητα της αντιπολίτευσης εξαρτάται επίσης από τη σιωπηρή στήριξη του DEM και των Κούρδων ψηφοφόρων του.
Με την έναρξη ενός νέου διαλόγου, ο Ερντογάν επιχειρεί να προσεταιριστεί το DEM ως προνομιακό διαπραγματευτικό εταίρο. Αν καταφέρει να αποσπάσει την κουρδική πολιτική υποστήριξη από την αντιπολίτευση και να εξασφαλίσει τη συναίνεση για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για ακόμη μια προεδρική θητεία.
Με 57 κοινοβουλευτικές έδρες, το DEM έχει σημαντική επιρροή και μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο, εφόσον ο Ερντογάν επιχειρήσει συνταγματικές αλλαγές.
Περιφερειακές και στρατηγικές επιπτώσεις
Τα ανοίγματα του Ερντογάν έχουν, επίσης, σημαντικές περιφερειακές επιπτώσεις. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία και το Ιράκ έχουν οξύνει τις σχέσεις με τις κουρδικές παρατάξεις σε ολόκληρη την περιοχή.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία έχει ενισχύσει τους δεσμούς της με την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν στο Ιράκ, γεγονός που αναδεικνύει τον πραγματισμό του Ερντογάν στη διαχείριση των κουρδικών ζητημάτων.
Αν καταφέρει να σταθεροποιήσει το κουρδικό στο εσωτερικό, ο Ερντογάν θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της Τουρκίας σε περιφερειακό επίπεδο, ενδεχομένως εφαρμόζοντας στις σχέσεις του με το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης στη Βόρεια Συρία ένα μοντέλο παρόμοιο με εκείνο που εφάρμοσε κατά τη συνεργασία του με το Ιράκ. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την Τουρκία σταθεροποιητική δύναμη τόσο στο Ιράκ όσο και στη Συρία.
Τι θα φέρει η επόμενη μέρα;
Παρά τον συμφιλιωτικό τόνο του Ερντογάν, το μέλλον αυτής της ειρηνευτικής διαδικασίας παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο. Οι προηγούμενες διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν λόγω άλυτων ζητημάτων που αφορούν την πολιτική αυτονομία των Κούρδων, τα πολιτιστικά δικαιώματα και τον καταμερισμό της εξουσίας.
Η επιμονή του AKP στον αφοπλισμό, χωρίς να ανταποκρίνεται στα ευρύτερα πολιτικά αιτήματα των Κούρδων, οδήγησε στο παρελθόν στον τερματισμό του διαλόγου.
Επιπλέον, οι εσωτερικές διαφωνίες εντός των κουρδικών πολιτικών δυνάμεων περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Παρότι η επιρροή του Οτσαλάν παραμένει ισχυρή, ορισμένες κουρδικές παρατάξεις ενδέχεται να αντιδράσουν σε παραχωρήσεις που δεν συνοδεύονται από ουσιαστικές πολιτικές εγγυήσεις. Ταυτόχρονα, παρά τις πρόσφατες δηλώσεις του Μπαχτσελί, οι σύμμαχοι του Ερντογάν στο MHP παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια συμφιλίωσης.
Καθώς πλησιάζει το Nowruz, το άνοιγμα του Ερντογάν στις κουρδικές πολιτικές δυνάμεις μπορεί είτε να οδηγήσει σε μια νέα φάση διαλόγου είτε να αποδειχθεί ένας ακόμα στρατηγικός ελιγμός για τη διατήρηση της εξουσίας ενόψει των επόμενων εκλογών.
Το αν αυτή η στροφή θα οδηγήσει σε πραγματική συμφιλίωση ή θα παραμείνει ένα πολιτικό τέχνασμα θα εξαρτηθεί από την προθυμία του Ερντογάν να ανταποκριθεί στα κουρδικά αιτήματα για αυτονομία και πολιτιστική αναγνώριση.
Αν κρίνουμε από το παρελθόν, τα φιλοκουρδικά κόμματα και οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που συμμετέχουν σήμερα στον διάλογο ενδέχεται να περιθωριοποιηθούν εάν πάψουν να εξυπηρετούν τους πολιτικούς σχεδιασμούς του Ερντογάν. Προς το παρόν, το κουρδικό παραμένει μία από τις πιο κρίσιμες και ασταθείς παραμέτρους της τουρκικής πολιτικής σκηνής.
Η επίτευξη ειρήνης ή η επιστροφή στην καταστολή και τις συγκρούσεις θα εξαρτηθεί από τον τρόπο που θα εξελιχθούν οι ειρηνευτικές διαδικασίες τους επόμενους μήνες.