Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε από την ομάδα του iMEdD και είναι διαθέσιμο για αναδημοσιεύση με άδεια Creative Commons.
Συνεχείς βομβαρδισμοί, ελλείψεις προμηθειών, διακοπές στις επικοινωνίες: οι δημοσιογράφοι στην αποκλεισμένη Γάζα αντιμετωπίζουν αδυσώπητες προκλήσεις. Το iMEdD μίλησε με επαγγελματίες ψυχικής υγείας και δημοσιογράφους για να κατανοήσει την έντονη ψυχολογική πίεση που δέχονται οι δημοσιογράφοι στη Γάζα και να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί μπορούν να τους στηρίξουν.
Για τους δημοσιογράφους που καλύπτουν τον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Γάζα, δεν υπάρχει χρόνος να πενθήσουν. «Είμαστε θύματα, σε απευθείας σύνδεση», δήλωσε ο Salman al-Bashir, δημοσιογράφος της δημόσιας τηλεόρασης της Παλαιστινιακής Αρχής, ενώ μετέδιδε ζωντανά μπροστά από το νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του συναδέλφου του, Mohammed Abu Hatab στις 2 Νοεμβρίου. Με δάκρυα στα μάτια, πέταξε στο έδαφος το γιλέκο και το προστατευτικό του κράνος με την ένδειξη «PRESS» (σ.σ.:Τύπος) εξηγώντας: «Είναι απλώς ένα σλόγκαν που φοράμε και τίποτα παραπάνω. Δεν προστατεύει καθόλου τους δημοσιογράφους».
«Φανταστείτε να πηγαίνετε στη δουλειά και να σκέφτεστε ότι αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπετε την κόρη σας ή τον αδελφό σας ή τον σύζυγό σας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Μας λένε ότι αγκαλιάζουν τα παιδιά τους κάθε πρωί και μετά φεύγουν και δεν ξέρουν αν θα τα ξαναδούν»
Jonathan Dagher, Επικεφαλής του Τμήματος Μέσης Ανατολής των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα
«Υπάρχει τρομερή ψυχολογική πίεση για τους δημοσιογράφους, που μένουν τώρα στη Γάζα», περιγράφει ο Jonathan Dagher, Επικεφαλής του Τμήματος Μέσης Ανατολής των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, μιλώντας μέσω βιντεοκλήσης στο iMEdD από το γραφείο του στο Παρίσι. «Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτούν. Πέφτουν βόμβες από τον ουρανό από ισραηλινά αεροσκάφη. Παράλληλα, βάλλονται από τη θάλασσα από ισραηλινά πλοία και από τη στεριά από ισραηλινά τανκς. Δυστυχώς, πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία είναι εντελώς αβοήθητοι», πρόσθεσε.
Σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων [Committee to Protect Journalists (CPJ)] οι καταγεγραμμένοι θάνατοι δημοσιογράφων και επαγγελματιών της ενημέρωσης από την 7η Οκτωβρίου, όταν η παλαιστινιακή παραστρατιωτική οργάνωση Χαμάς εξαπέλυσε την αιφνίδια επίθεση στο Ισραήλ και πήρε αιχμάλωτους πολίτες, φτάνουν συνολικά τους 57. Τα θύματα είναι κυρίως Παλαιστίνιοι, αλλά και τέσσερις Ισραηλινοί και τρεις Λιβανέζοι δημοσιογράφοι. Όπως αναφέρει έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF), ήδη από τις δύο πρώτες εβδομάδες της σύγκρουσης σκοτώθηκαν 34 δημοσιογράφοι, καθιστώντας την έναρξη αυτού του πολέμου την πιο θανατηφόρα για τους δημοσιογράφους στον 21ο αιώνα.
Στη Γάζα, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι Παλαιστίνιοι, οι οποίοι εργάζονται είτε ως ανεξάρτητοι ελεύθεροι επαγγελματίες είτε ως ανταποκριτές για τοπικά ή διεθνή μέσα ενημέρωσης, εξήγησε ο Dagher. Η κατάσταση διαφέρει από άλλες ζώνες συγκρούσεων, όπου οι δημοσιογράφοι μπορούν να καταφύγουν σε ασφαλές μέρος μόλις ολοκληρώσουν το ρεπορτάζ τους. Από την αρχή του πολέμου, δεν επετράπη στους πολίτες – και τους δημοσιογράφους – να εκκενώσουν τη Γάζα. Ο Dagher εξήγησε ότι οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που πέρασαν στην Αίγυπτο από το νότιο πέρασμα της Ράφα στη Γάζα ήταν κυρίως όσοι ήταν κάτοχοι ξένων διαβατηρίων.
Ο Δρ. Anthony Feinstein, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, σημειώνει πως το άγχος είναι μια φυσιολογική ανθρώπινη αντίδραση σε μη φυσιολογικές καταστάσεις. «Όταν όμως χάνουν την ζωή τους τόσοι πολλοί άνθρωποι, θεωρώ ότι το επίπεδο άγχους μπορεί να γίνει αφόρητο».
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ο Δρ. Feinstein ερευνά τον ψυχολογικό αντίκτυπο σε ρεπόρτερ εμπόλεμων ζωνών, θέμα για το οποίο έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα ακαδημαϊκά συγγράμματα. Διαπίστωσε πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ της σύγκρουσης στη Γάζα και προηγούμενων συγκρούσεων, όπως εκείνες στη Συρία και το Μεξικό, όπου οι δημοσιογράφοι και οι οικογένειές τους ζούσαν μέσα στις εμπόλεμες ζώνες για τις οποίες έκαναν ρεπορτάζ.
Συγκεκριμένα, συνέκρινε την τρέχουσα κατάσταση στη Γάζα με το ψυχικό τραύμα που υπέστησαν οι Σύριοι δημοσιογράφοι, όταν έκαναν ρεπορτάζ για εθνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. «Οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία δεν είχαν καθόλου χρόνο εκτός πεδίου», εξήγησε ο Δρ. Feinstein. «Δεν υπήρχε κάποιο δημοσιογραφικό γραφείο για να πάνε. Αν δεν υποστήριζες τον Bashar al-Assad, δεν υπήρχε ασφαλές σημείο για να καταφύγεις. Ουσιαστικά, ήσουν συνεχώς υπό απειλή και αυτό που διαπιστώσαμε σε αυτή την ομάδα ήταν ότι τα ποσοστά κατάθλιψης έφτασαν σε πολύ υψηλά επίπεδα», πρόσθεσε. «Δεν μπορούσες να χαλαρώσεις ούτε για μια στιγμή, γιατί η κατάσταση ήταν πάντα τόσο επικίνδυνη. Και νομίζω ότι η ίδια κατάσταση επικρατεί τώρα στη Γάζα».
Η εικόνα στο πεδίο
O Jonathan Dagher, των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, περιέγραψε την κατάσταση στη Γάζα, αλλά και τους κινδύνους και την ψυχολογική πίεση που αντιμετωπίζουν οι ρεπόρτερ στο πεδίο. Από τις εμπειρίες και τις μαρτυρίες δημοσιογράφων, που μας μετέφερε, ξεχωρίζει η ιστορία της Ola Al Zaanoon, ανταποκρίτριας των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα στη Γάζα από το 2018.
Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα χρησιμοποιούν διαφορετικά κανάλια επικοινωνίας για να επιβεβαιώνουν αν οι ανταποκριτές τους είναι καλά και για να λαμβάνουν πληροφορίες. Τις πρώτες μέρες, μιλούσαν τηλεφωνικά με την Ola 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. «Λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου, λιγόστεψαν τα καύσιμα στη Γάζα και άρχισαν να γίνονται εσκεμμένα διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος και ίντερνετ. Αργότερα, υπήρχαν ημέρες που δεν μπορούσαμε να της μιλήσουμε καθόλου», είπε.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Ola κάλυπτε συγκρούσεις στη Γάζα. «Μας είπε ότι πρόκειται για έναν από τους πιο φρικιαστικούς και τρομαχτικούς πολέμους που έχει ζήσει ποτέ», ανέφερε ο Dagher. «Φανταστείτε να πηγαίνετε στη δουλειά και να σκέφτεστε ότι αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπετε την κόρη σας ή τον αδελφό σας ή τον σύζυγό σας. Είναι εξαιρετικά δύσκολο. Μας λένε ότι αγκαλιάζουν τα παιδιά τους κάθε πρωί και μετά φεύγουν και δεν ξέρουν αν θα τα ξαναδούν».
«Δεν υπάρχει ασφαλές σημείο στη Λωρίδα της Γάζας, ούτε στο βορρά, ούτε στο νότο, ούτε ενδιάμεσα», λέει η Ola σε ένα βίντεο όπου περιγράφει τις καθημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ως δημοσιογράφος στη Γάζα. «Η Ola έσπασε το πόδι της», συνέχισε ο Dagher. Αν και δεν πρόκειται για σοβαρό τραυματισμό, έχει επηρεάσει την ικανότητά της να μετακινηθεί γρήγορα σε ασφαλές σημείο. «Αν υπάρξει βομβιστική επίθεση, δεν μπορεί να διαφύγει, δεν μπορεί να κρυφτεί, και αυτό σίγουρα επιδεινώνει την κατάσταση», είπε.
«Όταν έχουμε υψηλά επίπεδα στρες και ορμονών του στρες, όπως η κορτιζόλη, αυτό μπορεί να αποβεί καταστροφικό για τον εγκέφαλο. Μπορεί να προκαλέσει ατροφία ή συρρίκνωση τμημάτων του εγκεφάλου, όπως ο ιππόκαμπος, και μπορεί να υπάρξει δυσλειτουργία των νευρωνικών δικτύων που ξεκινούν από περιοχές όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή και καταλήγουν στα μετωπιαία τμήματα του εγκεφάλου»
Δρ. Anthony Feinstein, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο
Ο Dagher ανέφερε επίσης ένα περιστατικό που κάποιοι ανταποκριτές αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην πόλη της Γάζας, όπου μαίνονταν έντονες μάχες, μόνο και μόνο για να βρουν σύνδεση στο ίντερνετ και να στείλουν λίγες φωτογραφίες. «Δεν είναι απλά αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, από εμάς, από τους εκδότες τους, από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά υποβάλλονται και σε τεράστιο κίνδυνο μόνο και μόνο για να επικοινωνήσουν», αναφέρει.
Όσο για τις ακραίες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται οι δημοσιογράφοι, ο Dagher ανέφερε ότι δεν κοιμούνται σχεδόν καθόλου. «Όταν νιώσουν εξαντλημένοι, ακουμπούν το κεφάλι τους στο κρεβάτι για να κοιμηθούν για λίγο, όμως βρίσκονται διαρκώς σε κατάσταση υπνηλίας και σωματικής και ψυχικής εξουθένωσης. Επιπλέον, δεν υπάρχουν καύσιμα στα αυτοκίνητά τους, οπότε για να μιλήσουν με τις πηγές τους πρέπει να πάνε με τα πόδια. Όταν ανάβουν τα φώτα για να βιντεοσκοπήσουν, φοβούνται ότι θα δουν το φως τα αεροπλάνα και θα τους βομβαρδίσουν. Υπό αυτές τις αγχωτικές συνθήκες καλούνται να εργαστούν».
Το τραύμα της πρώτης γραμμής
Όσο διαρκεί η σύγκρουση είναι φυσιολογικό οι δημοσιογράφοι να νιώθουν νευρικοί, ανήσυχοι ή να δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν. Πρόκειται για συνήθη σημάδια συναισθηματικής δυσφορίας, ανέφερε ο Gavin Rees, Σύμβουλος Εκπαίδευσης και Καινοτομίας στο Dart Center for Journalism and Trauma, ένα έργο της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia, όπου δίνει σεμινάρια και διεξάγει συζητήσεις για την ευαισθητοποίηση απέναντι στο τραύμα και την ανθεκτικότητα. Αυτό ισχύει και για τους δημοσιογράφους που καλύπτουν συγκρούσεις στο εξωτερικό και έρχονται αντιμέτωποι με τραυματικές εμπειρίες και εικόνες. «Κάποιοι από αυτούς τους δημοσιογράφους μπορεί να έχουν προσωπικές σχέσεις με ανθρώπους στη Γάζα ή στο Ισραήλ», προσθέτει.
Τα δεδομένα που έχει συλλέξει ο Δρ. Feinstein για την έρευνά του τις τελευταίες τρεις δεκαετίες περιγράφουν ακριβώς το ίδιο, κάθε φορά. Αν και δεν είναι δεδομένο ότι θα εκδηλωθεί σοβαρή ψυχική ασθένεια στους περισσότερους δημοσιογράφους που καλύπτουν πολέμους, μια μειοψηφία θα νοσήσει. «Πρόκειται για ισχυρή μειοψηφία», εξηγεί ο Δρ. Feinstein. «Είναι μεγαλύτερη από το ποσοστό που αναλογεί στον γενικό πληθυσμό».
Το άγχος επηρεάζει τον εγκέφαλο, ο οποίος ελέγχει τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά μας, ανέφερε ο Δρ. Feinstein. Συνήθως, οι δημοσιογράφοι που βιώνουν τραυματικά γεγονότα μπορεί να αντιμετωπίσουν παροδική συναισθηματική δυσφορία, μια κατάσταση από την οποία το άτομο αναμένεται να ανακάμψει και να αισθανθεί καλύτερα αμέσως μετά. «Στον εγκέφαλο, οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν τη δυσφορία του ατόμου για τη δεδομένη στιγμή, αλλά στη συνέχεια επανακάμπτει», εξήγησε.
Ένας μικρότερος αριθμός δημοσιογράφων μπορεί να αναπτύξει δυσεπίλυτη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD), η οποία χαρακτηρίζεται από σημαντικές και δυνητικά μη αναστρέψιμες αλλαγές στον εγκέφαλο. «Εκεί έγκειται η ανησυχία», ανέφερε ο Δρ. Feinstein.
Εάν η διαταραχή μετατραυματικού στρες επιμένει για εβδομάδες, μήνες ή χρόνια, τμήματα του εγκεφάλου, όπως ο ιππόκαμπος, όπου αποθηκεύουμε τις αναμνήσεις, μπορεί να συρρικνωθούν, εξήγησε ο Δρ. Feinstein. «Όταν έχουμε υψηλά επίπεδα στρες και ορμονών του στρες, όπως η κορτιζόλη, αυτό μπορεί να αποβεί καταστροφικό για τον εγκέφαλο. Μπορεί να προκαλέσει ατροφία ή συρρίκνωση τμημάτων του εγκεφάλου, όπως ο ιππόκαμπος, και μπορεί να υπάρξει δυσλειτουργία των νευρωνικών δικτύων που ξεκινούν από περιοχές όπως ο ιππόκαμπος και η αμυγδαλή και καταλήγουν στα μετωπιαία τμήματα του εγκεφάλου», πρόσθεσε.
Το πρόσφατο ακαδημαϊκό άρθρο που συνέγραψε μαζί με τον Jonas Osmann ανέλυσε δεδομένα από 1.103 δημοσιογράφους που κάλυπταν διάφορες συγκρούσεις από το 2000 έως το 2022. Τα ευρήματα των δύο μελετητών έδειξαν ότι οι ανύπαντρες γυναίκες δημοσιογράφοι με ιστορικό ψυχιατρικών δυσκολιών είναι πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη διαταραχής μετατραυματικού στρες και κατάθλιψης. Αυτή η ευαλωτότητα αποδίδεται στη μεγαλύτερη πιθανότητα οι γυναίκες δημοσιογράφοι να πέσουν θύματα σεξουαλικής επίθεσης. Σύμφωνα με τον Δρ. Feinstein, σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η απουσία ισχυρών ανθρώπινων σχέσεων, που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα προστασίας.
«Αυτό που μετράει στα αλήθεια για τη συναισθηματική υποστήριξη των δημοσιογράφων στο πεδίο είναι οι εκδότες, τα πρακτορεία ειδήσεων και άλλοι που συνεργάζονται με δημοσιογράφους να έχουν τακτική επικοινωνία μαζί τους αλλά και διαφάνεια σε ό,τι αφορά τα αιτήματά τους»
Gavin Rees, Σύμβουλος Εκπαίδευσης και Καινοτομίας στο Dart Center
Πως μπορούν να συμβάλλουν τα Μέσα Ενημέσωσης
Μπορεί τα μέσα ενημέρωσης να είναι ταγμένα στη στήριξη των ρεπόρτερ τους στο πεδίο, όμως στην πραγματικότητα οι επιλογές τους είναι πολύ περιορισμένες. «Τα μέσα ενημέρωσης πράγματικά βοηθούν. Ασκούν ουσιαστική πίεση. Για παράδειγμα, είδαμε μια επιστολή υπογεγραμμένη από δημοσιογράφους στη Γαλλία, οι οποίοι ζητούσαν την προστασία των δημοσιογράφων στη Γάζα», ανέφερε ο Jonathan Dagher. Όμως, στη Γάζα, οι δημοσιογράφοι είναι αφημένοι στην τύχη τους γιατί δεν αναμένεται καμία βοήθεια. «Ακόμη και όταν στέλνουν χρήματα, για παράδειγμα, και βοηθούν κάποιους δημοσιογράφους, δεν υπάρχει τίποτα να αγοράσουν με αυτά τα χρήματα. Αυτά που χρειάζονται να αγοράσουν δεν τα βρίσκουν και τα πάντα γίνονται όλο και πιο ακριβά».
Ο Gavin Rees τόνισε ότι «αυτό που μετράει στα αλήθεια για τη συναισθηματική υποστήριξη των δημοσιογράφων στο πεδίο είναι οι εκδότες, τα πρακτορεία ειδήσεων και άλλοι που συνεργάζονται με δημοσιογράφους να έχουν τακτική επικοινωνία μαζί τους αλλά και διαφάνεια σε ό,τι αφορά τα αιτήματά τους».
Είναι πολύ σημαντικό, πρόσθεσε, να υπάρχει κάποιος να ακούσει με προσοχή τις ανησυχίες των ρεπόρτερ, να τους αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και να διασφαλίζει ότι νιώθουν πως τους καταλαβαίνουν. Όταν ένας δημοσιογράφος στο πεδίο εκφράζει προβληματισμούς δεοντολογίας, π.χ. όταν θεωρεί ότι δεν είναι σωστό να πάρει συνέντευξη από άτομο που δεν είναι σε θέση να μιλήσει, είναι εξαιρετικά σημαντικό οι δημοσγράφοι που βρίσκονται εκτός πεδίου να σεβαστούν και να τιμήσουν αυτή την απόφαση.
Ακόμη και όταν η επικοινωνία είναι δύσκολη, η διατήρηση της σύνδεσης, η συνεργασία στην επίλυση προβλημάτων και ο καταμερισμός του φόρτου εργασίας μπορεί να λειτουργήσουν με ευεργετικό τρόπο για τους δημοσιογράφους. Σύμφωνα με τον Rees, με τον τρόπο αυτό το βάρος δεν πέφτει αποκλειστικά σε μεμονωμένους δημοσιογράφους.
Ακόμη και για τους πιο έμπειρους δημοσιογράφους της πρώτης γραμμής η αντιμετώπιση του τραύματος και η απόκτηση ανθεκτικότητας είναι σημαντικές προκλήσεις. Ο Gavin Rees περιέγραψε πως ένα σημάδι ανθεκτικότητας για τους δημοσιογράφους είναι να μπορούν να εστιάσουν σε πρακτικούς τρόπους επιβίωσης, παράλληλα με τη δουλειά τους ως ρεπόρτερ. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι η προσπάθεια εξεύρεση προμηθειών ή η φροντίδα για τις ανάγκες των συγγενών τους. «Ένα άλλο θετικό βήμα είναι η ενασχόληση με δραστηριότητες που μειώνουν την αίσθηση ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, όσο μικρές κι αν είναι αυτές. Πράξεις καλοσύνης προς αγνώστους, το να βρίσκουν αφορμές για χιούμορ, καθώς και να διατηρούν έστω κάποιες πτυχές της καθημερινής τους ρουτίνας, μπορούν να αποβούν να τους βοηθήσουν», πρόσθεσε.
Η ανθεκτικότητα πηγάζει επίσης από την αίσθηση του καθήκοντος, που υπάρχει στο επάγγελμα των δημοσιογράφων. Μιλώντας για όσους βρίσκονται ακόμη στο πεδίο, ο Dagher κατέληξε: «Γνωρίζουν ότι είναι τα μόνα αυτιά και μάτια του κόσμου στη Γάζα σήμερα. Ξέρουν ότι η δουλειά τους είναι απαραίτητη. Ξέρουν ότι χωρίς αυτούς, ο κόσμος δε γνωρίζει τι συμβαίνει».