Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο The Conversation με άδεια Creative Commons. Διαβάστε το πρωτότυπο.
Αν και η εκλογική φρενίτιδα που χαρακτήρισε το 2024 – με περίπου τον μισό πληθυσμό του πλανήτη να έχει προσέλθει στις κάλπες – δεν θα επαναληφθεί το 2025, θα δούμε ωστόσο αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις μείζονος σημασίας σε αρκετές γωνιές του κόσμου. Τα φλέγοντα ζητήματα φαίνεται πως παραμένουν τα ίδια: οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η άνοδος της λαϊκιστικής δεξιάς και οι συνέπειες των πολέμων στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Φυσικά, μόνο ένας αφελής θα ισχυριζόταν ότι μπορεί να προβλέψει το μέλλον, γι’ αυτό και δεν σκοπεύουμε να προβούμε σε προεκλογικές προγνώσεις. Αντ’ αυτού, το The Conversation ζήτησε από ειδικούς να αναλύσουν τι διακυβεύεται σε πέντε χώρες που οδεύουν προς τις κάλπες: τον Καναδά, τη Γερμανία, τη Χιλή, τη Λευκορωσία και τις Φιλιππίνες.
Λευκορωσία (26 Ιανουαρίου)
– Tatsiana Kulakevich, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο School of Interdisciplinary Global Studies, Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα
Ο Αλεξάντερ Λουκασένκο, ο μακροβιότερος αυταρχικός ηγέτης της Ευρώπης, θα διεκδικήσει την έβδομη θητεία του στις 26 Ιανουαρίου 2025 – και δεν αναμένεται να χάσει.
Όπως φαίνεται, δεν θα υπάρξει ουσιαστική αντιπολίτευση στις επερχόμενες εκλογές. Ο Λουκασένκο, που κυβερνά τη χώρα από το 1994, θα αναμετρηθεί με τέσσερις υποψηφίους, οι οποίοι όμως έχουν δηλώσει τη στήριξή τους στον ίδιο και στις βασικές πολιτικές του. Μεταξύ αυτών, ο αρχηγός του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος, Άλεχ Χαϊντούκεβιτς, ο οποίος είχε βάλει υποψηφιότητα το 2020, την οποία ωστόσο απέσυρε για να στηρίξει τον Λουκασένκο, η πρώην βουλευτής και επιχειρηματίας Χάνα Καναπάτσκαγια, υποψήφια και στις εκλογές του 2020, ο πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Εργασίας και Δικαιοσύνης, Αλιαξάντρ Κίζνιακ και ο Σιαρχέι Συράνκου, πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λευκορωσίας.
Οι τρέχουσες συνθήκες στη Λευκορωσία δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων εκλογών. Οι Λευκορώσοι που ζουν στο εξωτερικό δεν θα μπορέσουν να ψηφίσουν, καθώς οι αρχές κατήργησαν τα εκλογικά κέντρα στις διπλωματικές αποστολές μετά τις μαζικές διαδηλώσεις του 2020.
Εκείνη τη χρονιά, οι διαδηλωτές κατήγγειλαν εκτεταμένη εκλογική νοθεία υπέρ του Λουκασένκο, υποστηρίζοντας ότι η πλειοψηφία είχε στηρίξει την Σβιατλάνα Τσικχανούσκαγια, τη βασική αντίπαλό του, η οποία τώρα ηγείται της αντιπολίτευσης εξόριστη στη Λιθουανία.
Η καταστολή συνεχίζεται μετά τις διαδηλώσεις του 2020, με περισσότερους από 1.200 πολιτικούς κρατούμενους να τελούν υπό κράτηση, ενώ την ίδια στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες Λευκορώσοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Αν ο Λουκασένκο κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2025, η Λευκορωσία πιθανότατα θα συνεχίσει να αποτελεί βασικό σύμμαχο της Ρωσίας. Η χώρα φιλοξενεί ρωσικά πυρηνικά όπλα και παρέχει στρατιωτική υποστήριξη, όπως φάνηκε κατά την ευρείας κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία το 2022.
Γερμανία (23 Φεβρουαρίου)
– Garret Martin, Ανώτερος Καθηγητής Πολιτικής Εξωτερικών Υποθέσεων και Παγκόσμιας Ασφάλειας, Hurst, American University
Οι Γερμανοί πολίτες γνώριζαν ότι το 2025 θα ήταν χρονιά ομοσπονδιακών εκλογών. Ωστόσο, η πρόσφατη κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού τοποθετεί τις εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου – επτά μήνες νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Μετά από εβδομάδες διαφωνιών για τον προϋπολογισμό, ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς απάλλαξε τον Υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από τα καθήκοντά του στις αρχές Νοεμβρίου. Αυτό οδήγησε στην αποχώρηση του κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) του Λίντνερ από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Ως αποτέλεσμα, τα δύο εναπομείναντα κόμματα – οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Σολτς και οι Πράσινοι – έχασαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Σολτς δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Και αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στις 16 Δεκεμβρίου, εξασφάλισε την προκήρυξη εκλογών τον Φεβρουάριο.
Οι εκλογές αυτές θα διεξαχθούν σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο παγκόσμιο πλαίσιο για τη Γερμανία. Εκτός από τον πόλεμο στην Ουκρανία που δυσχεραίνει τη διπλωματική και οικονομική θέση του Βερολίνου στην Ευρώπη, η Γερμανία καλείται να διαχειριστεί τον αυξανόμενο βιομηχανικό ανταγωνισμό από την Κίνα και ταυτόχρονα βρίσκεται αντιμέτωπη με την προοπτική ενός νέου εμπορικού πολέμου από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η γερμανική οικονομία, που έχει πληγεί από την πανδημία, παραμένει σε ύφεση για δεύτερη συνεχή χρονιά.
Σε εσωτερικό επίπεδο, τα κόμματα αναμένεται να αντιπαρατεθούν για επίμαχα θέματα όπως το μεταναστευτικό και η ανάγκη μεγαλύτερων επενδύσεων. Ωστόσο, η αύξηση των δαπανών είναι πολιτικά δύσκολη, καθώς το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους» της Γερμανίας επιβάλλει την τήρηση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Σολτς αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στη διατήρηση της καγκελαρίας. Η δημοτικότητά του είναι εξαιρετικά χαμηλή, ενώ το κόμμα του βρίσκεται πολύ πίσω από τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) και το αδελφό της κόμμα, τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση Βαυαρίας (CSU).
Το SPD κονταροχτυπιέται με το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) για τη δεύτερη θέση, με το AfD να προσπαθεί να αξιοποιήσει τις πρόσφατες επιτυχίες του στις κρατιδιακές εκλογές.
Εκτός απροόπτου, ο Φρίντριχ Μερτς, αρχηγός του CDU, είναι πιθανό να γίνει ο επόμενος καγκελάριος. Ωστόσο, η δημιουργία ενός σταθερού κυβερνητικού συνασπισμού που εξασφαλίζει την πλειοψηφία μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη.
Φιλιππίνες (12 Μαΐου)
– Lisandro E. Claudio, Αναπληρωτής Καθηγητής Σπουδών Νοτιοανατολικής Ασίας, Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϊ
Από την πτώση της δικτατορίας του Φερντινάντ Μάρκος το 1986, οι πρόεδροι των Φιλιππίνων περιορίζονται σε μία εξαετή θητεία, κατά την οποία διεξάγονται ενδιάμεσες εκλογές για την ανάδειξη τοπικών αξιωματούχων, εκπροσώπων των εκλογικών περιφερειών στη Βουλή και 12 γερουσιαστών που εκλέγονται σε εθνικό επίπεδο. Το 2025 είναι ένα τέτοιο έτος.
Θεωρητικά, οι εκλογές γερουσιαστών λειτουργούν ως δημοψήφισμα για τον εν ενεργεία πρόεδρο. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελούν επίδειξη δύναμης του προέδρου, ο οποίος ελέγχει απόλυτα τους πολιτικούς μηχανισμούς. Οι περισσότεροι υποψήφιοι γερουσιαστές που κερδίζουν έχουν την υποστήριξη του προέδρου.
Η δυναμική αυτή δεν αναμένεται να αλλάξει στις εκλογές του Μαΐου 2025. Οι δημοσκοπήσεις – που τα τελευταία χρόνια έχουν αποδειχθεί πιο ακριβείς στις Φιλιππίνες από ό,τι στις ΗΠΑ – δείχνουν ότι οι υποψήφιοι του Προέδρου Φερντινάντ Μάρκος Τζούνιορ για τη Γερουσία θα μπορούσαν να κερδίσουν εννέα ή δέκα από τις 12 ανοιχτές θέσεις.
Αυτό είναι ζωτικής σημασίας για τον Μάρκος Τζούνιορ, ο οποίος πρέπει να εδραιώσει την εξουσία του εν μέσω της διαμάχης με την αντιπρόεδρο Σάρα Ντουτέρτε, κόρη του πρώην προέδρου Ροντρίγκο Ντουτέρτε, ο οποίος ηγήθηκε μιας σκληρής και αιματηρής εκστρατείας κατά των ναρκωτικών. H Ντουτέρτε κατέβηκε ως σύμμαχος του Μάρκος στις εκλογές του 2022 (οι αντιπρόεδροι εκλέγονται ξεχωριστά), ωστόσο, η στρατηγική αυτή σύμπραξη διαλύθηκε γρήγορα όταν κατέστη σαφές ότι ο Μάρκος δεν έβλεπε την Ντουτέρτε ως δυνητική διάδοχο.
Μια Γερουσία ελεγχόμενη από τον Μάρκος θα αύξανε τις πιθανότητες καταδίκης της Ντουτέρτε, σε περίπτωση που παραπεμφθεί δικαστικά για κακοδιαχείριση μυστικών κονδυλίων. Μια τέτοια καταδίκη δεν θα την απομάκρυνε απλώς από το αξίωμά της, αλλά θα την απέκλειε και από τις προεδρικές εκλογές του 2028.
Η εξάλειψη της δυναστείας Ντουτέρτε θα ήταν απαραίτητη για τον Μάρκος, καθώς μια πιθανή «εκδικητική επιστροφή» της Ντουτέρτε θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα για την οικογένεια Μάρκος – μία από τις πιο διεφθαρμένες οικογένειες της Ασίας, με πολλά σκοτεινά κεφάλαια στο παρελθόν της.
Ο Μάρκος Τζούνιορ πρέπει να «θάψει» τη δυναστεία Ντουτέρτε όσο ακόμα μπορεί. Σε μια χώρα όπως οι Φιλιππίνες, όπου συχνά οι ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν το μικρότερο κακό, μια τέτοια έκβαση θα ήταν ευπρόσδεκτη για πολλούς.
Καναδάς (Πριν από τις 20 Οκτωβρίου)
Update 6.1.2025: O Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό ανακοίνωσε ότι παραιτείται, έπειτα από εννέα χρόνια στην εξουσία, υποκύπτοντας στις πιέσεις βουλευτών του για τα χαμηλά ποσοστά του Φιλελεύθερου Κόμματος. Θα παραμείνει στη θέση του μέχρι το κόμμα να επιλέξει νέο ηγέτη που θα το οδηγήσει στις επόμενες εκλογές.
– Patrick James, Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, USC Dornsife
Οι πιθανότητες να διεξαχθούν πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές στον Καναδά πριν από την συνταγματικά προβλεπόμενη προθεσμία της 20ής Οκτωβρίου 2025 φαίνεται να αυξάνονται.
Ο Πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό, τα ποσοστά του οποίου στις δημοσκοπήσεις ήταν χαμηλά ακόμα και πριν από μια σειρά τρανταχτών περιστατικών, αντιμετωπίζει τώρα την πιθανή – ή ακόμα και αναμενόμενη – κατάρρευση του εύθραυστου κυβερνητικού συνασπισμού του.
Πρόσφατα, ο Τριντό χλευάστηκε από τον εκλεγμένο Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τον αποκάλεσε «κυβερνήτη» του Καναδά και απείλησε με επιβολή δασμών ύψους 25%. Ωστόσο, το μεγαλύτερο σοκ ήρθε στις 16 Δεκεμβρίου, όταν η Υπουργός Οικονομικών, Κρίστια Φρίλαντ, παραιτήθηκε λόγω αγεφύρωτων διαφωνιών σε βασικά πολιτικά ζητήματα.
Ο Τριντό ενδέχεται να αποτελέσει το επόμενο πολιτικό «θύμα» μεταξύ των παγκόσμιων ηγετών που στηρίζουν τις πολιτικές της σύγχρονης αριστεράς, και όχι της ανερχόμενης λαϊκιστικής δεξιάς.
Ως αρχηγός του Φιλελεύθερου Κόμματος, ο Τριντό υπήρξε επί μακρόν υπέρμαχος της πολιτιστικής αριστεράς και της αποφασιστικής δράσης απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση των κυβερνητικών δαπανών και η εκτόξευση των ελλειμμάτων.
Ο ηγέτης των Συντηρητικών, Πιερ Πουαλιέβρ, που αναμένεται να είναι ο βασικός αντίπαλος του Τριντό στις εκλογές του 2025, φαίνεται να έχει μεγάλο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, το οποίο απορρέει από τη λαϊκή οργή για τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού και άλλες οικονομικές ανεπάρκειες.
Ο Τριντό δέχεται πιέσεις τόσο εντός όσο και εκτός του Καναδά. Ο Τραμπ απαιτεί από τον Καναδά να σταματήσει την «εκμετάλλευση» – όπως τη χαρακτήρισε – των ΗΠΑ στο εμπόριο, ενώ παράλληλα καλεί τη χώρα να ενισχύσει την ασφάλεια των συνόρων και να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες.
Από την άλλη, ο Πουαλιέβρ ζητά μια στροφή προς τα άφθονα ορυκτά καύσιμα του Καναδά για την τόνωση της οικονομίας – μια άμεση απειλή για την ατζέντα του Τριντό σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
Οι επερχόμενες εκλογές ενδέχεται να καθορίσουν την ταυτότητα του Καναδά. Θα καταφέρει ο Τριντό να παραμείνει στην εξουσία και να συνεχίσει να εφαρμόζει σοσιαλιστικές πολιτικές; Ή μήπως θα επικρατήσει ο Πουαλιέβρ, δίνοντας στη χώρα μια πιο συντηρητική λαϊκιστική κατεύθυνση; Ή, τελικά, θα θα προκύψει άλλη μια κυβέρνηση συνασπισμού, με πολιτικές που δεν θα ικανοποιούν κανέναν;
Οι πιέσεις για την παραίτηση του Τριντό, τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, φαίνεται να είναι συντριπτικές. Ο χρόνος θα δείξει – και ίσως πολύ σύντομα.
Χιλή (16 Νοεμβρίου)
– Jorge Heine, Καθηγητής Παγκόσμιων Σπουδών, Πανεπιστήμιο της Βοστώνης
Οι προεδρικές εκλογές της Χιλής είναι προγραμματισμένες για τις 16 Νοεμβρίου 2025. Με δεδομένο το σύστημα δύο γύρων που εφαρμόζει η χώρα – όπου οι υποψήφιοι χρειάζονται το 50% συν μία ψήφο για να εκλεγούν, κάτι που κανένας υποψήφιος δεν έχει καταφέρει στον πρώτο γύρο από το 1993 – είναι πολύ πιθανό να διεξαχθεί δεύτερος γύρος στις 14 Δεκεμβρίου, μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων.
Ο εν ενεργεία πρόεδρος Γκαμπριέλ Μπόριτς δεν μπορεί να διεκδικήσει δεύτερη συνεχόμενη θητεία. Έχοντας εκλεγεί το 2021 σε ηλικία 35 ετών – που τον καθιστά τον νεότερο πρόεδρο της Χιλής – ο Μπόριτς δυσκολεύτηκε να εφαρμόσει το πρόγραμμα του «Ευρέος Μετώπου», ενός αριστερού συνασπισμού με μια ατζέντα ριζικών πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών. Αυτή η δυσκολία οφείλεται κυρίως στην έλλειψη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του συνασπισμού.
Στην πραγματικότητα, η Χιλή υπό τον Μπόριτς κατέχει τη θλιβερή διάκριση να είναι η μόνη χώρα που έχει απορρίψει όχι ένα, αλλά δύο διαφορετικά συνταγματικά κείμενα μέσω δημοψηφίσματος – το ένα επειδή θεωρήθηκε υπερβολικά αριστερό και το άλλο επειδή κρίθηκε υπερβολικά δεξιό – οδηγώντας τη χώρα σε συνταγματικό αδιέξοδο.
Παρά ταύτα, μετά από αρκετά χρόνια αναταραχών, που ξεκίνησαν με την κοινωνική εξέγερση του 2019 – την πιο σοβαρή στην ιστορία των δύο αιώνων ανεξαρτησίας της Χιλής – και συνεχίστηκαν με την πανδημία COVID-19, η οποία έπληξε σκληρά τη Χιλή, η χώρα έχει πλέον ανακτήσει μια στοιχειώδη πολιτική και οικονομική ομαλότητα. Οι ξένες επενδύσεις αυξάνονται, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με την εγκληματικότητα, η οποία αποτελεί μείζον ζήτημα για τους ψηφοφόρους.
Ακολουθώντας την τάση της Λατινικής Αμερικής – και παγκοσμίως – οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν πιθανή νίκη της αντιπολίτευσης το 2025. Επικεφαλής του δεξιού συνασπισμού Chile Vamos είναι η πρώην δήμαρχος της Providencia, Έβελιν Ματέι, η οποία είχε θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία το 2013, αλλά ηττήθηκε από τη Μιτσέλ Μπατσελέ.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός φαίνεται πως δυσκολεύεται να βρει έναν ισχυρό υποψήφιο ικανό να αναμετρηθεί με τη Ματέι. Δύο από τους επικρατέστερους υποψηφίους – η ίδια η Μπατσελέ και ο δήμαρχος της Maipú, Τομάς Βοντάνοβιτς – έχουν δηλώσει ότι δεν ενδιαφέρονται. Μία Τρίτη υποψήφια, η Υπουργός Εσωτερικών Καρολίνα Τοά, έχει δεχθεί κριτική για την αδυναμία της να ελέγξει την εγκληματικότητα.
Παρόλα αυτά, ο κυβερνητικός συνασπισμός τα πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο στις τοπικές και περιφερειακές εκλογές του Οκτωβρίου 2024, και μια νίκη της αντιπολίτευσης το 2025 δεν είναι καθόλου δεδομένη.