Τι σημαίνει η έλλειψη ενιαίας αμυντικής στρατηγικής των χωρών-μελών της ΕΕ και ποιά είναι η στάση τους απέναντι σε κρίσεις, όπως οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα.
Το παρόν άρθρο είναι διαθέσιμο για αναδημοσιεύση με άδεια Creative Commons.
Από τη Γάζα μέχρι την Ουκρανία, η Τεχνητή Νοημοσύνη Αλλάζει Ριζικά τον Πόλεμο
Και καθώς η σύγκρουση κλιμακώνεται, πρέπει να επαναφέρουμε την ειρήνη στη διεθνή ατζέντα.
H αναπάντεχη δήλωση του Γερμανού υπουργού Υγείας ήρθε στις αρχές Μαρτίου: «Η Γερμανία πρέπει όχι μόνο να προετοιμαστεί για μελλοντικές πανδημίες, αλλά και για μεγάλες καταστροφές και πιθανές στρατιωτικές συγκρούσεις», είπε ο Καρλ Λάουτερμπαχ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Neue Osnabrücker Zeitung, εκφράζοντας φόβους για μια ενδεχόμενη επέκταση του πολέμου της Ουκρανίας.
Και μάλιστα πρόσθεσε: «Χρειαζόμαστε, επίσης, μια στροφή και στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, ειδικά καθώςη Γερμανία θα μπορούσε να γίνει κόμβος για την περίθαλψη τραυματιών από άλλες χώρες σε περίπτωση που ενεργοποιηθεί η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής του ΝΑΤΟ, όσο απίθανο κι αν είναι αυτό. Ήδη έχουμε ανταλλάξει ιδέες με ειδικούς της Μπούντεσβερ και συνεργαζόμαστε με τα υπουργεία Άμυνας και Εσωτερικών. Περιμένω ότι θα παρουσιάσουμε σχετικό νομοσχέδιο το καλοκαίρι για να εγκριθεί αμέσως από το υπουργικό συμβούλιο».
Η δήλωση προκάλεσε αίσθηση και ίσως θεωρήθηκε ακόμα και υπερβολική από κάποιους. Στα τέλη του Μαρτίου, όμως, μια άλλη δήλωση, του νέου πρωθυπουργού της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, ήρθε να κρούσει ακόμα πιο ηχηρά τον κώδωνα του κινδύνου: «Δεν θέλω να τρομάξω κανέναν, αλλά ο πόλεμος δεν είναι πλέον μια έννοια που ανήκει στο παρελθόν», ανέφερε σε συνέντευξη που παραχώρησε τις τελευταιες μέρες του Μαρτίου σε ευρωπαϊκά ΜΜΕ, τονίζοντας ότι είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τέτοια κατάσταση μετά το 1945. «Kυριολεκτικά οποιοδήποτε σενάριο είναι πιθανό πια», τόνισε.
Φιλοδοξίες
Δύο χρόνια αποδείχθηκαν αρκετά για να διαλύσουν οποιαδήποτε φιλοδοξία της Ενωμένης Ευρώπης να γίνει μια δύναμη με δυνατότητες παρέμβασης στις μεγάλες κρίσεις, που συμβαίνουν κοντά στο ζωτικό της χώρο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήρθε να αναδείξει τις διαφορές και την αναποφασιστικότητα στο εσωτερικό της ΕΕ, κάτι που επιβεβαίωσε και ο δεύτερος πόλεμος κοντά στην Ευρώπη, η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου, και η ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση στη Γάζα που συνεχίζεται με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν διαρκώς είναι εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο στις ειρηνευτικές προσπάθειες και αν μπορεί να γίνει η διεθνής δύναμη που οι ηγέτες της θα ήθελαν. Ή, όπως αναδεικνύουν οι δηλώσεις αξιωματούχων της, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να προετοιμάζεται για πόλεμο. Οι δύο κρίσεις και ιδιαίτερα ο πόλεμος που μαίνεται σε ευρωπαϊκό έδαφος, έχουν αποκαλύψει τις ευρωπαϊκές αδυναμίες. Η εξωτερική πολιτική, η πολιτική ασφάλειας και άμυνας του μπλοκ εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων. Στους Ευρωπαίους αρέσει να επαινούν την ικανότητά τους να ασκούν ήπια δύναμη, σε αντίθεση με τη σκληρή δύναμη. Η ενότητά τους στην ανατροπή των κυρώσεων κατά της Ρωσίας χαιρετίζεται ως παράδειγμα συνεργασίας του μπλοκ, όπως και η οικονομική και πολιτική υποστήριξή τους προς την Ουκρανία. Αρκεί όμως να θυμηθούμε πως από τότε που τελείωσε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1999, η ΕΕ δεν μπόρεσε να φέρει βιώσιμη σταθερότητα και δημοκρατία στη μικρή χώρα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το ιστορικό της στο Κοσσυφοπέδιο είναι εξίσου απογοητευτικό. Αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ δεν αναγνωρίζουν την ανεξαρτησία αυτής της χώρας και οι Βρυξέλλες απέτυχαν να καθιερώσουν ισχυρούς θεσμούς κράτους δικαίου.
Αχίλλειος πτέρνα
Η ΕΕ είχε λίγα να πει, πόσο μάλλον να δράσει με οποιονδήποτε τρόπο, για τις πολύμηνες διαδηλώσεις των γυναικών στο Ιράν. Δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στη συνεχιζόμενη επέκταση των παράνομων εποικισμών του Ισραήλ στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, στις επιθέσεις του σε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Τζενίν ή στα ζητήματα διαφθοράς της Παλαιστινιακής Αρχής. Όσον αφορά τη σύγκρουση στο Σουδάν ή την Τυνησία, που επιδεινώνει τα μεταναστευτικά προβλήματα, η ΕΕ δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδης παράγοντας.
Η έλλειψη αμυντικής στρατηγικής είναι η αχίλλειος πτέρνα της Ευρώπης. Έχει φιλοδοξίες να γίνει παγκόσμιος παίκτης, αλλά είναι κάτι που μπορεί να επιτύχει μέχρι ένα σημείο μέσω των εμπορικών και πολιτικών της ικανοτήτων. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν πιστεύει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρει όντως μια ευκαιρία στην Ευρώπη να δημιουργήσει τις δικές της δυνατότητες άμυνας και ασφάλειας. Το αποκαλεί «στρατηγική αυτονομία». Παρά τους φόβους στην Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής ότι πρόκειται για αποσύνδεση της Ευρώπης από το ΝΑΤΟ, αυτό δεν συμβαίνει. Πρόκειται για την ενίσχυση της θέσης της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και την προετοιμασία για την ημέρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να αποδυναμώσουν τη δέσμευσή τους στη στρατιωτική συμμαχία. Αυτή η μέρα θα μπορούσε να έρθει εάν ο Ντόναλντ Τράμπ εκλεγεί πρόεδρος στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο.
Η συζήτηση για το ευαίσθητο θέμα της αύξησης των αμυντικών δαπανών και την πιθανότητα ενός ευρωομόλογου για την άμυνα ξεκίνησε στη σύνοδο κορυφής του Μαρτίου και θα συζητηθεί και στις τρεις ακόμα συνόδους κορυφής, που θα γίνουν μέχρι τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο. Το αμυντικό ευρωομόλογο δίχασε τους αρχηγούς των κρατών-μελών της ΕΕ με τις χώρες του Νότου να συνηγορούν, αλλά το «μπλοκ του Βορρά» να αντιστέκεται σε μια τέτοια προοπτική. Ωστόσο, έμεινε ότι η συζήτηση άνοιξε, καθώς και η σύμφωνη γνώμη των ηγετών της ΕΕ ότι πρέπει να εξεταστούν όλες οι εναλλακτικές λύσεις για την αποφασιστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας.
Ο πρόεδρος του ευρωπαϊκού συμβουλίου Σαρλ Μισέλ δήλωσε πριν λίγες ημέρες πως «όταν θέλεις ειρήνη πρέπει να προετοιμάζεσαι για πόλεμο». Με τα τύμπανα του πολέμου να χτυπούν στον βορρά αλλά και στο νότο της γηραιάς ηπείρου, τι μπορεί να γίνει; Υπάρχει χώρος για διπλωματία, για σκληρές δηλώσεις, για μέτρα, για απειλές ή για όλα αυτά μαζί;
Στρατηγική ασάφεια
Το παρασκήνιο είναι έντονο και τα ταξίδια των ηγετών δείχνουν μια κινητικότητα και πιθανές εξελίξεις στην Ευρώπη. Ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ θα επισκεφθεί το Παρίσι τον Μάιο ενώ στο Πεκίνο με διαφορά μερικών εβδομάδων θα μεταβούν ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς και ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν. Ήταν, όμως, μια φράση του Πούτιν στην ομιλία του μετά τις εκλογές στη Ρωσία που δείχνει να ανοίγει ένα παράθυρο για την Ουκρανία.
«Φαίνεται ότι η Γαλλία μπορεί να παίξει έναν ρόλο. Δεν έχουν χαθεί όλα ακόμα», είπε, στέλνοντας ίσως μήνυμα στον Εμανουέλ Μακρόν, γράφει η Repubblica. Η αλήθεια είναι ότι ο Γάλλος πρόεδρος έκανε μια σημαντική στροφή στη στάση του απέναντι στη Ρωσία τον τελευταίο μήνα. Υιοθέτησε μια πολύ πιο σκληρή στάση κατά του Κρεμλίνου, σε σημείο μάλιστα που δεν απέκλεισε την αποστολή δυτικοευρωπαίων στρατιωτών στο ουκρανικό έδαφος. Μια φράση που προκάλεσε διαφωνία με το Βερολίνο και έφερε το Παρίσι σε ευθεία σύγκρουση με τη Μόσχα.
Ωστόσο, ο Μακρόν δεν σκέφτεται μόνο τη στρατιωτική κλιμάκωση η οποία, όπως επαναλαμβάνουν στο Μέγαρο των Ηλυσίων, «θα εξαρτηθεί μόνο από τη Ρωσία» , δηλαδή από το πώς θα κινηθεί στην πρώτη γραμμή, στην εαρινή επίθεση και στις όποιες νέες προκλήσεις προς τον δυτικό συνασπισμό που στηρίζει την Ουκρανία. Για όλους αυτούς τους κινδύνους, ο Μακρόν θέλει να κινητοποιήσει τους συμμάχους να επεκτείνουν και να επιταχύνουν τη βοήθεια προς το Κίεβο. «Μεταξύ Στρασβούργου και Λβιβ – παρατήρησε μιλώντας στην τηλεόραση – υπάρχουν λιγότερα από 1500 χιλιόμετρα». Ωστόσο, αρχίζουν να υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Μακρόν δεν θέλει να παραιτηθεί από το να είναι «δύναμη της ειρήνης», όπως επανέλαβε στην ίδια ομιλία. «Πρέπει να προετοιμαστούμε για πόλεμο αν θέλουμε ειρήνη», λέει κι αυτός συχνά.
Εκείνο που μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση είναι η αίσθηση της «στρατηγικής ασάφειας» – η οποία προφανώς δεν περιλαμβάνει μόνο τη στρατιωτική επιλογή. Η απόδειξη είναι ότι και ο Μακρόν άρχισε να μιλά ξανά τη γλώσσα της διπλωματίας. Στο Βερολίνο, με τον Όλαφ Σολτς και τον Ντόναλντ Τουσκ, δεν είπε πλέον ότι η Ρωσία πρέπει να «ηττηθεί για να εγγυηθεί την ασφάλεια στην Ευρώπη», αλλά ότι «δεν μπορεί και δεν πρέπει να κερδίσει» – μια σημαντική διαφοροποίηση.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Ο Μακρόν δήλωσε σε ουκρανική εφημερίδα ότι η Γαλλία θα ζητήσει από τη Ρωσία «Ολυμπιακή εκεχειρία». Αν και το περιβάλλον του Γάλλου προέδρου προς το παρόν υποβαθμίζει αυτό το χέρι που απλώνεται στη Μόσχα, στα παρασκήνια υπάρχουν εκείνοι που είναι πεπεισμένοι ότι είναι ένα χαρτί που θα μπορούσε να παίξει ο Μακρόν, αν και εφόσον οι συνθήκες ήταν κατάλληλες.
Τον Ιανουάριο ο Γάλλος πρόεδρος είχε εκμυστηρευτεί σε συνομιλητές του την πρόθεσή του να συγκαλέσει μια ειρηνευτική διάσκεψη για την Ουκρανία πριν ή μετά την επανεκλογή του Πούτιν. Η ιδέα τότε φαινόταν να έχει οριστικά μπει στο ράφι, αλλά αναλυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η μιλιταριστική στροφή του Μακρόν να χρησιμεύει για να προετοιμάσει την επιστροφή στη διπλωματική δράση.
Τον Μακρόν θα επισκεφθεί ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ στις αρχές Μάϊου, στο πρώτο ταξίδι του στην Ευρώπη μετά την πανδημία. Η προσέγγιση του Kινέζου ηγέτη συμπίπτει με την 60ή επέτειο των διπλωματικών σχέσεων Παρισιού-Πεκίνου, καθώς η Κίνα επιθυμεί να ανοικοδομήσει τις σχέσεις της με την Ευρώπη που έχουν διαταραχθεί λόγω της «χωρίς όρια εταιρικής σχέσης» του Σι με τον Πούτιν παρά τον πόλεμο του Κρεμλίνου στην Ουκρανία. Το ταξίδι, το οποίο προγραμματίζεται εδώ και μήνες, θα το παρακολουθεί στενά η Ουάσιγκτον αλλά και οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Αξιωματούχοι είπαν στο Politico πρόσφατα ότι η Κίνα προσπαθεί να πείσει την Ευρώπη να αφήσει τη Ρωσία να καθίσει στο τραπέζι για μελλοντικές ειρηνευτικές συνομιλίες, ενδεχομένως στην Ελβετία — διαφορετικά το Πεκίνο θα μποϊκοτάρει τέτοιες συναντήσεις. Μέσα στον Μάιο, και πιθανότατα πριν ο Σι πάει στο Παρίσι, θα φθάσει στο Πεκίνο ο Πούτιν – θα είναι το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό κατά τη νέα του προεδρική θητεία. Άλλωστε ο πρόεδρος Σι ήταν από τους πρώτους που πήραν να τον συγχαρούν – εν αντιθέσει με τους δυτικοευρωπαίους ηγέτες που κατήγγειλαν παράνομες διαδικασίες. Ίσως Πούτιν και Σι θέλουν να βάλουν τις τελευταίες λεπτομέρειες σε ένα ειρηνευτικό σχέδιο που θα προτείνει ο Κινέζος πρόεδρος στους ευρωπαίους.