Crisis Reporting Resource

Από τη μία πολιτεία του Ρίμλαντ στην άλλη – Το κείμενο

Πώς η μετανάστευση ενός Οθωμανού Εβραίου από την αυτοκρατορική Σαλονίκη στη Χάιφα αντανακλά τη μετατόπιση ενός ολόκληρου κόσμου. Το δεύτερο κείμενο της μεγάλης ανάλυσης του iMEdD.

Ο Αβραάμ Ρεκανάτι μετανάστευσε από τη Θεσσαλονίκη στην Παλαιστίνη το 1934, τη χρονιά που οι Βρετανοί ολοκλήρωσαν τις εργασίες στο διυλιστήριο της Χάιφα. Η οθωμανική Θεσσαλονίκη ήταν η μόνη πόλη με εβραϊκή πλειοψηφία στην Ευρώπη και ο Ρεκανάτι καταγόταν από οικογένεια με μεγάλη επιρροή. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν ως επί το πλείστον λαντινόφωνοι που τους υποδέχθηκαν οι Οθωμανοί μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία. Λόγω αυτής της υποστήριξης οι Οθωμανοί κέρδισαν τη διαρκή αφοσίωσή των Εβραίων, με αποτέλεσμα να επικρατήσει μια αμηχανία στις σχέσεις τους με τους Έλληνες μετά το 1912, όταν η Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκε στο ελληνικό έθνος-κράτος.

Ο Ρεκανάτι ήταν δημοσιογράφος, οργανωτής της νεολαίας και στενός συνεργάτης του Vladimir Jabotinsky, πρωτοπόρου μιας εδαφικά μαξιμαλιστικής εκδοχής του Εργατικού Σιωνισμού, γνωστής ως Ρεβιζιονισμός. Ήταν ανταποκριτής της γερμανικής εφημερίδας Die Welt κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και αργότερα ίδρυσε τη σιωνιστική εφημερίδα Pro Israel. Οι συνθήκες για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης έγιναν πιο δύσκολες: οι συνοικίες τους ήταν μεταξύ εκείνων που κάηκαν στη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917, και η άφιξη 1,2 εκατομμυρίων ελληνορθόδοξων προσφύγων από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα το 1922-23 μετέτρεψε την πόλη από 40% εβραϊκή σε 80% ελληνορθόδοξη πόλη. Ο Ρεκανάτι, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής της εβραϊκής κοινότητας και αντιδήμαρχος της Θεσσαλονίκης, ενεπλάκη σε μια διαμάχη με μια εθνικιστική ομάδα Μικρασιατών προσφύγων, την Ένωση Ελλήνων Εθνικιστών («Εθνική Ένωσις Ελλάς»), η οποία υποκίνησε το πογκρόμ του Κάμπελ το 1931. Ο Ρεκανάτι συγκαταλέγεται στους 10.000 Εβραίους που εγκατέλειψαν τη Θεσσαλονίκη, αναγνωρίζοντας σιωπηρά ότι το να είσαι Εβραίος στην εποχή μετά την Οθωμανική Αυτοκρατορία και με φόντο τον αυξανόμενο φασισμό σε όλη την Ευρώπη δεν ήταν διόλου συνετό. Φτάνοντας στην Παλαιστίνη στα 43 του χρόνια, ρίχτηκε στον αγώνα για τη συγκρότηση του κράτους του Ισραήλ. Είχε ακόμα τη μισή του ζωή μπροστά του.

Με την επιβίβασή του στο πλοίο από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χάιφα το 1934, ο Ρεκανάτι γλίτωσε τη σχεδόν βέβαιη εξόντωσή του από το επικείμενο ναζιστικό Ολοκαύτωμα, το οποίο στοίχισε τη ζωή σε 50.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, από γεωπολιτική άποψη, αυτό που έκανε ήταν απλά μια μετακίνηση από μία εύθραυστη περιοχή του Ρίμλαντ –μια λωρίδα ασταθούς παράκτιας γης που περικυκλώνει την Ευρασία– σε μία άλλη. Ο ταραχώδης 20ός αιώνας θα αποδείξει, και στις δύο πατρίδες του Ρεκανάτι, ότι η απόφασή του τον οδήγησε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Εν τω μεταξύ, η υπό προϋποθέσεις υποστήριξη της Δύσης προς τη γενέτειρά του και η άνευ όρων βοήθεια προς την υιοθετημένη του πατρίδα θα συντηρούσε τα προγεφυρώματα που επρόκειτο να συμβάλουν στη διαιώνιση για ακόμα έναν αιώνα της δυτικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Δύση κατευθύνεται ανατολικά

Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, η επιταχυνόμενη εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και η ανακάλυψη πετρελαίου στη Μέση Ανατολή μετέβαλαν τη σημασία της περιοχής από μια απλή γέφυρα μεταξύ της Αφρικής και της Ασίας σε άξονα του παγκόσμιου βιομηχανικού συστήματος. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διεξήχθη σε μεγάλο βαθμό για δρόμους πρόσβασης και νέες πηγές ενέργειας και όχι για εδάφη. Μέχρι τον 19ο αιώνα, η Μεσόγειος διεκδικούνταν για τη στρατηγική της πρόσβαση στους ανατολικούς εμπορικούς δρόμους, και η ανακάλυψη του πετρελαίου αύξησε αυτήν τη σημασία: όπως είχε πει ο Morris Jastrow, ένας Αμερικανός οριενταλιστής και συγγραφέας των βιβλίων The War and the Baghdad Railroad, το σιδηροδρομικό έργο από το Βερολίνο στη Βαγδάτη αποτελούσε «ένα όπλο 42 εκατοστών στραμμένο προς την Ινδία».

Το πρώτο μέρος αυτής της σειράς παρουσίασε την άποψη ότι η Ελλάδα δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα από τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση, της οποίας ο κύριος εκπρόσωπος εκείνη την εποχή ήταν η Βρετανία. Ο 20ός αιώνας έφερε τις ΗΠΑ στον ρόλο της κυρίαρχης δυτικής δύναμης με φόντο την αποαποικιοποίηση. Έχοντας ήδη κερδίσει την ανεξαρτησία της τον 19ο αιώνα, η Ελλάδα απέκτησε το προφίλ ενός σύγχρονου κράτους και ενσωματώθηκε σε μια αντιρωσική αρχιτεκτονική ασφαλείας, ενώ το Ισραήλ ιδρύθηκε ως πατρίδα του εβραϊκού λαού και ως ένα πρόσθετο δυτικό φυλάκιο σε μια γεωπολιτικά κρίσιμη περιοχή. Αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωνόταν στις αρχές του 21ου αιώνα με τις δύο χώρες να βρίσκονται σε μια ενεργειακή συμμαχία και την οικονομικά κατεστραμμένη Ελλάδα να αγοράζει και να μισθώνει ισραηλινούς εξοπλισμούς, προσφέροντας παράλληλα επενδυτικές ευκαιρίες στις ισραηλινές επιχειρήσεις και μοναδικές ευκαιρίες εκπαίδευσης στον στρατό της.

Πετρελαιοβιομηχανία: Μοσούλη, Μπαμπ ελ Μαντέμπ και η εταιρεία Eilat Ashkelon Pipeline Company

Το 1912, η Βρετανία έστρεψε το ναυτικό της από τον άνθρακα στο πετρέλαιο και εν συνεχεία νίκησε τη Γερμανία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο χάρη στη σταθερή προμήθεια πετρελαίου που της εξασφάλισαν οι συμμαχικές ΗΠΑ, οι οποίες μέχρι το 1917 τροφοδοτούσαν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων αναγκών. Το 1912 σηματοδότησε επίσης τον σχηματισμό της Turkish Petroleum Company, ενός συνασπισμού μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών που σκόπευαν να πραγματοποιήσουν γεωτρήσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Θέλοντας να αποκτήσουν ανεξάρτητη προμήθεια πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή, οι Βρετανοί έσπευσαν να καταλάβουν τη Μοσούλη πριν από την κατάπαυση του πυρός με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Βρετανία και η Γαλλία διεξήγαγαν μυστικές διαπραγματεύσεις από το 1916 σχετικά με τον διαχωρισμό των πρώην οθωμανικών επαρχιών της Συρίας και του Ιράκ. Η συμφωνία τους έγινε γνωστή ως Σάικς-Πικό, από τους δύο αξιωματούχους που τη διαπραγματεύτηκαν, και ο έλεγχος του πετρελαίου ήταν στο επίκεντρό της. Η Γαλλία επιδίωξε τη δημιουργία δύο προτεκτοράτων: ένα στην περιοχή που αποκαλούσε «φυσική Συρία», και εκτεινόταν από τα βουνά του Ταύρου μέχρι τη χερσόνησο του Σινά και από τη Μοσούλη μέχρι τη Μεσόγειο, και ένα δεύτερο στην Παλαιστίνη.

Μολονότι οι Βρετανοί κατείχαν ήδη την Αίγυπτο και την Κύπρο, ήταν απίθανο να μοιραστούν με τους Γάλλους αυτό που θεωρούσαν ως μια απαραίτητη περιοχή από την οποία θα μπορούσαν αφενός να εξάγουν τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και αφετέρου να ελέγχουν την ανατολική όχθη του Σουέζ. Διεκδικώντας την επιρροή τους στην Παλαιστίνη, οι Βρετανοί προσπάθησαν να τη διευρύνουν εις βάρος των Γάλλων, προσαρτώντας τον νότιο Λίβανο και τα Υψίπεδα του Γκολάν, κάτι που βόλευε τους σιωνιστές συνομιλητές τους. Αυτοί οι Εβραίοι ηγέτες είχαν ήδη δεσμευτεί να διασφαλίσουν τα βρετανικά συμφέροντα στο Σουέζ, με τον μελλοντικό Ισραηλινό πρόεδρο Chaim Weizmann να ενημερώνει τους Βρετανούς πολιτικούς ότι «μπορούμε να έχουμε σε 25-30 χρόνια περίπου ένα εκατομμύριο Εβραίους εκεί, ίσως και περισσότερους· θα αναπτύξουν τη χώρα, θα επαναφέρουν τον πολιτισμό, και θα αποτελέσουν μια πολύ αποτελεσματική εμπροσθοφυλακή της διώρυγας του Σουέζ και ίσως να είναι μια πολύτιμη προστασία ενάντια σε μια επίθεση από την Κωνσταντινούπολη… Η Παλαιστίνη μπορεί εύκολα να γίνει ένα ασιατικό Βέλγιο στα χέρια των Εβραίων».

Οι εβραϊκές φιλοδοξίες ενισχύθηκαν επίσης από τον καλό συγχρονισμό: η Βρετανία πάσχιζε να παρακινήσει τις ΗΠΑ να εισέλθουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της και πίστευε ότι μια εβραϊκή Παλαιστίνη θα μπορούσε να κινητοποιήσει την αμερικανική εβραϊκή κοινότητα προς αυτήν την κατεύθυνση. Προσπαθώντας, ανεπιτυχώς, να δημιουργήσει μια διάσπαση, ο François Georges-Picot προχώρησε σε μια γαλλική δήλωση υποστήριξης της εβραϊκής Παλαιστίνης.

Όταν ολοκληρώθηκε το 1934, ο αγωγός πετρελαίου Κιρκούκ-Χάιφα ακολουθούσε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της βρετανικής και της γαλλικής ζώνης επιρροής, όπως αυτή εκφράστηκε στη συμφωνία Σάικς-Πικό, με το πετρέλαιο να καταλήγει στα βρετανικά και γαλλικά διυλιστήρια της Χάιφα και της Τρίπολης αντίστοιχα. Το 1918, η Γαλλία παραχώρησε τη Μοσούλη με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της στην Iraq Petroleum Company, την εταιρεία που αντικατέστησε μετά την Οθωμανική περίοδο την TPC, η οποία διοικούνταν από την Anglo-Persian Oil Company. Η Βρετανία είχε αρχικά παραχωρήσει τη Μοσούλη στους Γάλλους λόγω της μακροχρόνιας πολιτικής της για τη δημιουργία ρυθμιστικών ζωνών μεταξύ των αποικιών της και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η Κομμουνιστική Επανάσταση παρέλυσε τη Ρωσία ως γεωπολιτική δύναμη, αφήνοντας ανοιχτό τον πλούσιο σε ενέργεια Καύκασο και τη δυτική Ασία προς εκμετάλλευση. Και η Γερμανία επεδίωξε να εκμεταλλευτεί αυτό το κενό, καθώς η στρατηγική του Βερολίνου στο πλαίσιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τα δύο μέτωπα εναντίον των συμμάχων και της ΕΣΣΔ, είχε ως στόχο την επικράτηση στα κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής για την ανάδειξή της σε παγκόσμια δύναμη.

Η ανακάλυψη πετρελαίου από τη Βρετανία, πρώτα στην Περσία και στο Ιράκ και στη συνέχεια σε όλον τον Περσικό Κόλπο, αναβάθμισε την Παλαιστίνη στους υπολογισμούς του Λονδίνου από μια απλή γεωγραφική περιοχή που προστάτευε την εμπορική της διαδρομή μέσω του Σουέζ σε μια τοποθεσία στρατηγικού ενδιαφέροντος. Καθώς σχεδόν το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου άρχισε να διοχετεύεται από τον Περσικό Κόλπο στον Ινδικό Ωκεανό και στην Αραβική Θάλασσα, και στη συνέχεια δυτικά μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και μέσω του Σουέζ στη Μεσόγειο, η σημασία της περιοχής ως εξαγωγικού κόμβου εκτοξεύτηκε στα ύψη, καθιστώντας την παγκόσμιο σταυροδρόμι. Αυτό έγινε προφανές στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς η Γερμανία στόχευσε τη διώρυγα του Σουέζ μέσω της εκστρατείας της Βόρειας Αφρικής, ενώ η Ιταλία και οι Βρετανοί πάλευαν από τις αντίστοιχες αποικίες τους στην Αβησσυνία και στο Άντεν πέρα από τα στενά Μπαμπ ελ Μαντέμπ. Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, τα στενά ήταν η πιο κρίσιμη γεωπολιτικά τοποθεσία στον κόσμο, μια πραγματικότητα που αποτυπώνεται στο μικροσκοπικό Τζιμπουτί που φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό ξένων στρατιωτικών βάσεων στον κόσμο.

Η Μεγάλη Ευρασιατική Ουδέτερη Ζώνη

Αποδεικνύοντας πόσο θανατηφόρες μπορεί να είναι οι αυτοκρατορικές γειτνιάσεις σε ευαίσθητες ζώνες επαφής, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι επιτάχυναν την τάση για τη δημιουργία χερσαίων ρυθμιστικών ζωνών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Βρετανοί είχαν ήδη καθιερώσει το Αφγανιστάν ως νεκρή ζώνη απέναντι στους Ρώσους. Αυτό ήταν το μάθημα που πήραν οι ηγέτες των ΗΠΑ, της ΕΣΣΔ και της Βρετανίας στη συνάντησή τους το 1945 στη Γιάλτα, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη στη Μαύρη Θάλασσα, όπου διαμορφώθηκε ο κόσμος μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ήδη μια πραγματικότητα και ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι παίκτες του κατάφεραν να τον διατηρήσουν ψύχραιμο ήταν η συμφωνία για τη συνένωση πολλών νέων εθνικών κρατών σε μια ενιαία ευρασιατική ουδέτερη ζώνη που εκτεινόταν από την Ευρώπη στην Ασία: το Ιράν, η Τουρκία, η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία έγιναν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στους συμμάχους των ΗΠΑ, εντός της οποίας οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να τοποθετήσουν εμπόδια, όπως κατασκόπους, στρατιωτικά μέσα και πυρηνικά όπλα.

Η απόρριψη από τους Συμμάχους των ρωσικών βάσεων στην Τουρκία οδήγησε σε σοβιετικές προσπάθειες ακύρωσης της Συνθήκης του Μοντρέ και εκφοβισμού της Τουρκίας ώστε να παραχωρήσει τον από κοινού έλεγχο των στενών, κάτι που έσπρωξε την Άγκυρα πιο κοντά στην Ουάσιγκτον. Το 1944, ένας διπλωμάτης που εκπροσωπούσε την εξόριστη, υπό βρετανική υποστήριξη, ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο, πανηγύρισε τη διακοπή των τουρκικών σχέσεων με τη ναζιστική Γερμανία, επισημαίνοντας ότι, για πρώτη φορά μετά την ελληνική εξέγερση κατά των Οθωμανών το 1821, οι δύο χερσόνησοι της Ελλάδας και της Ανατολίας επανενώθηκαν σε μια συνεκτική οντότητα, και σημείωσε ότι μόνο όταν αυτή η χερσαία διάβαση διατηρούνταν ακέραια, μπόρεσαν να ευδοκιμήσουν τοπικές πολιτικές μονάδες, όπως η Μακεδονική, η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Οθωμανική αυτοκρατορία.

Αφού η ατομική εποχή κατέστησε τις συγκρούσεις των Μεγάλων Δυνάμεων απαγορευτικά επικίνδυνες, η αντιπαράθεση άρχισε να διεξάγεται μέσω πολλαπλών συγκρούσεων δι’ αντιπροσώπων, με τον εμφύλιο πόλεμο της Ελλάδας το 1944-49 να σηματοδοτεί την πρώτη. Τον Οκτώβρη του 1944, λίγες ημέρες πριν τα βρετανικά στρατεύματα αποβιβαστούν στην Αθήνα που μόλις είχε εκκενωθεί από τους Ναζί, ο Βρετανός πρωθυπουργός Winston Churchill και ο αρχηγός της ΕΣΣΔ Josef Stalin συμφώνησαν σε μια συνάντηση στη Μόσχα ότι οι Βρετανοί θα αντάλλασσαν το 90% του ελέγχου της Ελλάδας με το 90% της κυριαρχίας της ΕΣΣΔ στη Ρουμανία. Όταν ξέσπασαν οι εχθροπραξίες στην ελληνική πρωτεύουσα τον Δεκέμβριο του 1944, τα βρετανικά στρατεύματα έσπευσαν να επιτεθούν στους ίδιους ανθρώπους με τους οποίους είχαν πρόσφατα βρεθεί στο ίδιο στρατόπεδο εναντίον του κοινού ναζιστικού εχθρού και απώθησαν τους κομμουνιστές αντάρτες στα βουνά. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε για χρόνια και, το 1947, λίγους μήνες μετά την κρίση των Τουρκικών Στενών, η εξαντλημένη Βρετανία ανέθεσε τη διεξαγωγή του στις πιο ξεκούραστες ΗΠΑ, οι οποίες με τον στρατιωτικό ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατού με ένα νέο όπλο –τις ναπάλμ– διευθέτησαν τη σύγκρουση υπέρ της φιλοαμερικανικής πλευράς. Το Δόγμα Τρούμαν του 1947 παρείχε ένα πλαίσιο για μια σοβιετική πολιτική ανάσχεσης και η Ελλάδα σύντομα επανέλαβε τον αντιρωσικό ρόλο που είχε παίξει το 1919 στην Ουκρανία, στέλνοντας στρατεύματα στην Κορέα για την υποστήριξη μιας άλλης σύγκρουσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ. Το 1953, εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ, μια στρατιωτική συμμαχία που δημιούργησαν οι ΗΠΑ για να αντιμετωπίσει τη Μόσχα.

Από τις σιωνιστικές πολιτοφυλακές στην πυρηνική ενέργεια

Στην Παλαιστίνη, εν τω μεταξύ, οι εντάσεις ανάμεσα στους Εβραίους εποίκους, στους Άραβες κατοίκους της Παλαιστίνης και στη βρετανική αρχή της Εντολής κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1940. Εβραίοι μαχητές δολοφόνησαν τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών για τη Μέση Ανατολή, λόρδο Moyne το 1944 και ανατίναξαν το ξενοδοχείο King David Hotel στην Ιερουσαλήμ, όπου στεγαζόταν η βρετανική στρατιωτική διοίκηση, δύο χρόνια αργότερα. Η Βρετανία αποσύρθηκε από την εντολή το 1948, δημιουργώντας ένα κενό το οποίο προσπάθησε να καλύψει η ΕΣΣΔ για να προωθήσει τις μεσογειακές της φιλοδοξίες.

Αν και το σιωνιστικό κίνημα είχε εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους Βρετανούς για να πραγματοποιήσει το όνειρό του για ένα εβραϊκό κράτος, οι βρετανικοί περιορισμοί στην αυξανόμενη μετανάστευση που επιβλήθηκαν την ώρα που οι ναζιστικές διώξεις αυξάνονταν, οδήγησαν σε εβραϊκές συγκρούσεις με τον βρετανικό στρατό και σε διπλωματικά ανοίγματα προς τους Σοβιετικούς, οι οποίοι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τους Εβραίους ενάντια στη βρετανική παρουσία. Ο επικεφαλής της Εβραϊκής Υπηρεσίας πρόλαβε το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ, ανακοινώνοντας την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ την τελευταία ημέρα της βρετανικής εντολής, προκαλώντας τους γειτονικούς Άραβες να ξεκινήσουν εχθροπραξίες. Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις που είχαν για το νέο κράτος και για το πώς αυτό θα μπορούσε να απειλήσει την πετρελαϊκή συμμαχία τους με τη Σαουδική Αραβία, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε διπλωματική αναγνώριση του Ισραήλ έντεκα λεπτά μετά την ιδρυτική του ανακοίνωση, ενώ οι Σοβιετικοί ακολούθησαν δύο ημέρες αργότερα. Ωστόσο, καμία από τις δύο χώρες δεν παρείχε στο Ισραήλ τα όπλα που χρειαζόταν για να επιβιώσει από τις αραβικές επιθέσεις· αυτά τα προμηθεύτηκε από την οικονομικά εξαθλιωμένη Τσεχοσλοβακία (με την έγκριση των Σοβιετικών), γεγονός που επέτρεψε στο Ισραήλ να αντιμετωπίσει τους στρατούς της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας, να φτάσει μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και να εφαρμόσει μια πολιτική εθνικών εκκαθαρίσεων που εκτόπισε 700.000 Παλαιστίνιους από περίπου 400 πόλεις και χωριά. Η Ελλάδα κράτησε αρχικά τις αποστάσεις της από το Ισραήλ, τάχθηκε με τους Άραβες συμμάχους της, προμηθευτές πετρελαίου και εμπορικούς εταίρους της κατά του Σχεδίου Διχοτόμησης του ΟΗΕ και έγινε μία από τις τελευταίες δυτικές χώρες που απέκτησε επίσημες σχέσεις με το Τελ Αβίβ το 1990.

Η ειδική σχέση και οι πρώτες αμερικανικές αποστολές όπλων ήρθαν μετά από μία ακόμη δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ουάσιγκτον αγνόησε τις ισραηλινές εκκλήσεις για εγγυήσεις ασφαλείας, ώστε να μη διακυβευθεί η νεόκοπη σχέση της και ο ανεφοδιασμός της με πετρέλαιο από τη Σαουδική Αραβία. Αυτό που άλλαξε τα δεδομένα ήταν ο κίνδυνος για την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων που προέκυψε από μια αιγυπτιακή-σοβιετική εξοπλιστική συμφωνία του 1955. Η κυβέρνηση Truman πραγματοποίησε την πρώτη μεταφορά όπλων το 1958, ακολουθούμενη από πωλήσεις πυραύλων Hawk το 1963, αρμάτων μάχης το 1965 και μαχητικών αεροσκαφών F-4 Phantom το 1968 (εν μέρει ως επιβράβευση της ισραηλινής υπηρεσίας πληροφοριών Mossad που κατέλαβε το πιο εξελιγμένο ρωσικό μαχητικό αεροσκάφος εκείνη την εποχή). Στη συνέχεια, το Ισραήλ έγινε ο μεγαλύτερος αθροιστικά αποδέκτης στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ (3 δισ. δολάρια ετησίως), συγκεντρώνοντας περισσότερα από 124 δισ. δολάρια κατά τις τελευταίες επτά δεκαετίες (χωρίς πληθωριστική αναπροσαρμογή), αναδείχθηκε σε μείζονα μη ΝΑΤΟϊκό σύμμαχο, επωφελήθηκε από το δόγμα Ποιοτικό Στρατιωτικό Πλεονέκτημα και απαλλάχθηκε από τις συνήθεις αμερικανικές κυρώσεις για τις αποστολές όπλων σε στρατούς που αποδεδειγμένα καταπατούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το Ισραήλ επωφελήθηκε, επίσης, από τη γαλλική υποστήριξη για να γίνει πυρηνική δύναμη.

Αντιπαράθεση ΗΠΑ-ΕΣΣΔ στη Μεσόγειο

Καθώς η αποαποικιοποίηση διέτρεχε τη Μεσόγειο τη δεκαετία του 1950 και οι ΗΠΑ εγκαθιστούσαν τον έκτο στόλο τους στο ιταλικό λιμάνι της Νάπολης, οι Σοβιετικοί τοποθετήθηκαν απέναντι, στην Αίγυπτο. Η Μόσχα διευκόλυνε τη σύναψη της εξοπλιστικής συμφωνίας του 1955 με τον οικονομικά πιεσμένο ηγέτη του κινήματος του παναραβισμού Gamal Abdel Nasser, ακριβώς πάνω στην ώρα για τον πόλεμο του Σουέζ το 1956. Η εν λόγω αγγλογαλλοϊσραηλινή επέμβαση σηματοδότησε εύστοχα το τέλος της εποχής της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην ίδια χώρα από την οποία ξεκίνησε η εκστρατεία του Ναπολέοντα το 1798.

Ως η μεγαλύτερη και καλύτερα εξοπλισμένη αραβική χώρα, η Αίγυπτος ήταν ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της περιοχής. Όταν ο Nasser εθνικοποίησε τη διώρυγα του Σουέζ το 1956, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι συμφώνησαν κρυφά με το Ισραήλ ότι αυτό θα έπρεπε να εισβάλει, ώστε να προκαλέσει την επέμβασή τους, δήθεν υπέρ της αποκατάστασης της περιφερειακής σταθερότητας, αλλά στην πραγματικότητα για την κατάληψη του Σουέζ. Ο πόλεμος βόλευε το Ισραήλ, του οποίου οι υπεύθυνοι χάραξης σχεδιασμού είχαν ήδη εκπονήσει το 1954 μια μελέτη που υποστήριζε την οικονομική, κοινωνική και δημογραφική αναγκαιότητα της επέκτασης των συνόρων του μέχρι την ακτογραμμή του Σουέζ. Βλέποντας την εισβολή να εξελίσσεται, η Μόσχα προειδοποίησε ότι θα απαντήσει και άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα. Η Ουάσινγκτον επέλυσε την κρίση με έναν τρόπο που οριστικοποίησε την αποχώρηση της Βρετανίας από την περιοχή.

Το Ισραήλ έμελλε να διεξάγει άλλους δύο πολέμους με τους γείτονές του. Το 1967, ο ισραηλινός στρατός νίκησε τρεις στρατιωτικές δυνάμεις για να κερδίσει τη Δυτική Όχθη από την Ιορδανία, τα Υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία και τη Γάζα από την Αίγυπτο. Το 1973, η Συρία και η Αίγυπτος επιτέθηκαν ταυτόχρονα κατά την ιερότερη ημέρα του Ιουδαϊσμού (τη γιορτή του Γιομ Κιπούρ), αλλά οι μαζικοί ανεφοδιασμοί με όπλα από τις ΗΠΑ, σε μεγάλο βαθμό μέσω της Σούδας, σύντομα ανέτρεψαν την κατάσταση και η ΕΣΣΔ αναγκάστηκε να παρέμβει για να προστατεύσει τους συμμάχους της. Αυτή η απόφαση αποκλιμάκωσε επίσης την επικίνδυνη αντιπαράθεση που είχε αναπτυχθεί νότια της Κρήτης μεταξύ 100 αμερικανικών και σοβιετικών πυρηνικών πολεμικών πλοίων.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ έγιναν πιο στενές. Η Ουάσιγκτον επωφελήθηκε από την ανταλλαγή πληροφοριών, την από κοινού εκπαίδευση και τις μυστικές επιχειρήσεις, τις προεγκατεστημένες αποθήκες όπλων και την εξασφάλιση ενός αξιόπιστου εταίρου στην πιο ευαίσθητη γεωπολιτική ζώνη του κόσμου. Το 1981, το Ισραήλ χαρακτήρισε για πρώτη φορά την ΕΣΣΔ εχθρό του μέσω του Αμερικανοϊσραηλινού Μνημονίου Κατανόησης για τη Στρατηγική Συνεργασία. Η περίοδος της χούντας στην Ελλάδα σηματοδότησε επίσης τη βελτίωση των σχέσεων με την Αθήνα και χαρακτηρίστηκε από μη δημοσιοποιημένες πωλήσεις ισραηλινών όπλων και πετρελαίου στο στρατιωτικό καθεστώς, παράλληλα με τη συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών.

Κάτι που επίσης άνθισε τη δεκαετία του 1960 και του 1970, κατά τη διάρκεια των πιο σκληρών χρόνων της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, ήταν η σοβιετοαιγυπτιακή συμμαχία. Μια ναυτική αεροπορική μονάδα και ένας λιμένας βαθέων υδάτων στη Μάρσα Ματρούχ έδωσαν στην ΕΣΣΔ την πρώτη της χερσαία αεροπορική μονάδα στη Μεσόγειο, επιτρέποντάς της να αντιμετωπίσει τον Έκτο Στόλο. Ωστόσο, μέχρι το 1972, οι σχέσεις είχαν διαταραχθεί και περίπου 14.000 σοβιετικό προσωπικό αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο. Η ΕΣΣΔ περιορίστηκε στη βάση της Ταρτούς στη Συρία και περιέκοψε τις επιχειρήσεις της στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο. Στο πλαίσιο του ναυτικού δόγματος του Gorshkov, ανακατεύθυνε τους πόρους στο κρίσιμο θέατρο του Ψυχρού Πολέμου στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου η Μόσχα διατηρούσε στρατιωτική παρουσία στη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης, το μοναδικό αραβικό μαρξιστικό κράτος, και είχε εμπλοκή στον εμφύλιο πόλεμο της Αιθιοπίας.

Πετρέλαιο, Σιωνισμός και ένας Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973 σήμανε μια τόσο συντριπτική ήττα για την Αίγυπτο που έπεισε τον διάδοχο του Nasser, τον Anwar Sadat, να επιδιώξει την ειρήνη με το Ισραήλ. Η συμφωνία με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ σηματοδότησε την εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τον πιο ισχυρό παράγοντα του αραβικού κόσμου και έθεσε τέλος στην απειλή μιας πολυμέτωπης επίθεσης. Η Ουάσινγκτον γλύκανε τη ρήξη με τις αραβικές χώρες καταβάλλοντας στην Αίγυπτο στρατιωτική βοήθεια ύψους 1,3 δισ. δολαρίων ετησίως, η οποία είχε τον πρόσθετο σκοπό να υποχρεώσει το Κάιρο να αντικαταστήσει τα σοβιετικά όπλα με αμερικανικής κατασκευής.

Το 1974, η στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα, που είχε τη στήριξη των Αμερικανών, τερματίστηκε με ένα αποτυχημένο πραξικόπημα στην Κύπρο, το οποίο υποστηρίχθηκε από την Αθήνα, και ακολούθησε η τουρκική εισβολή. Η Αθήνα αποσύρθηκε από το ΝΑΤΟ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμερικανική και βρετανική αδράνεια κατά τη διάρκεια της εισβολής και μετά από αυτήν, αλλά επέστρεψε το 1980 και αποδέχθηκε νέες αμερικανικές βάσεις στο έδαφός της το 1983. Μια περαιτέρω συμφωνία το 1990 έδωσε στην Ουάσινγκτον συνεχή πρόσβαση στη σημαντικότερη βάση της στη Μεσόγειο, τον κόλπο της Σούδας, στην οποία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό για τους πολέμους της ενάντια στο Ιράκ το 1991 και το 2003, και τον βομβαρδισμό της Λιβύης από το ΝΑΤΟ το 2011. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ελλάδα παρέμεινε μια χώρα του Ρίμλαντ (και διατήρησε τη σημασία της), αλλάζοντας τον προσανατολισμό της από τα Βαλκάνια στη Μεσόγειο.

Η πιο ανεξάρτητη πορεία του Ισραήλ είχε ως αποτέλεσμα την ανάληψη πρωτοβουλιών που φαινόταν να ενοχλούν τον Αμερικανό προστάτη του, όπως η καταστροφή του πυρηνικού αντιδραστήρα του Ιράκ σε μια εποχή που η Βαγδάτη και η Ουάσιγκτον ήταν σύμμαχοι, η προσάρτηση των συριακών Υψιπέδων του Γκολάν ή, η πλέον διαβόητη, η φονική επίθεση σε αμερικανικό κατασκοπευτικό πλοίο κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1967. Η Ουάσιγκτον όχι μόνο δεν τιμώρησε το Ισραήλ για τη δολοφονία των 34 ναυτικών, αλλά απαγόρευσε τη μετάδοση ειδήσεων και απείλησε τους επιζώντες με στρατοδικείο. Προφανώς, τέτοια περιστατικά μπορούσαν να ξεχαστούν, έναντι της χρησιμότητας ενός κράτους, η ίδια η ύπαρξη του οποίου δημιουργούσε το είδος της περιφερειακής διχόνοιας που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να δώσει κίνητρα σε όλους τους παίκτες –συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ– να ανταγωνιστούν για την εύνοια της Ουάσινγκτον. Η ίδια δυναμική, εφαρμοζόμενη στην αντιπαλότητα Τουρκίας-Ελλάδας, έχει ως αποτέλεσμα οι δύο χώρες να συγκαταλέγονται μεταξύ των χωρών με τις υψηλότερες δαπάνες παγκοσμίως σε στρατιωτικό υλικό, το οποίο στην πλειονότητά του είναι αμερικανικής παραγωγής.

Η Ουάσινγκτον αξιοποίησε επίσης την εποπτεία της αραβοϊσραηλινής ειρηνευτικής διαδικασίας για να διατηρήσει και να ενισχύσει την περιφερειακή της θέση: από το να φέρει και να κρατήσει την Αίγυπτο και την Ιορδανία στο δυτικό στρατόπεδο μετά το Καμπ Ντέιβιντ, μέχρι το να προσφέρει αποτρεπτικά και προτρεπτικά μέτρα σε περιφερειακούς αντιπάλους όπως η Συρία και το Ιράν. Οι Συμφωνίες Αβραάμ του 2019 σηματοδότησαν μια κλιμάκωση αυτής της πολιτικής, καθώς οι ΗΠΑ ενέδωσαν στην πρωτοβουλία όχι μόνο για να ενισχύσουν την αρχιτεκτονική ασφαλείας τους και να δημιουργήσουν μια εναλλακτική εμπορική οδό στην αναπτυσσόμενη κινεζική πρωτοβουλία «Μία Ζώνη – Ένας δρόμος», αλλά και για να νομιμοποιήσουν την επί δεκαετίες κατάληψη εδαφών από το Ισραήλ, δίνοντας κίνητρα στην περιφερειακά ισχυρή Σαουδική Αραβία να αποσύρει τη μακροχρόνια διπλωματική της στάση υπέρ των παλαιστινιακών δικαιωμάτων.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η αυγή της αμερικανικής μονομέρειας βρήκε την Ελλάδα και το Ισραήλ να ευθυγραμμίζονται πίσω από την Ουάσιγκτον στον πόλεμο των ΗΠΑ το 1991 για την εκτόπιση του Ιράκ από το Κουβέιτ. Ο αμερικανικός στρατός στηρίχθηκε στη Σούδα, καθώς συγκροτούσε έναν αραβικό συνασπισμό γύρω από τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και τη Συρία, προκειμένου να προσδώσει στην επέμβασή του μια λάμψη αραβικής νομιμότητας. Το Ιράκ επιχείρησε να διαταράξει αυτήν τη συμμαχία και να προκαλέσει μια διχαστική ισραηλινή αντίδραση με τη βροχή πυραύλων Scud σε ισραηλινές πόλεις, αλλά οι ΗΠΑ έφεραν πυραύλους Patiot και το Τελ Αβίβ πήρε τις αποστάσεις του. Ο στρατός του Σαντάμ συνετρίβη, αλλά εκείνος παρέμεινε στη θέση του για να μη δημιουργηθεί ένα κενό στο οποίο θα μπορούσε να επεκταθεί το Ιράν.

Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν μια αραβοϊσραηλινή ειρηνευτική διαδικασία, η μόνη επιτυχία της οποίας ήταν η επισημοποίηση της ήδη φιλικής σχέσης της Ιορδανίας με το Ισραήλ μέσω μιας ειρηνευτικής συμφωνίας το 1994. Οι προσπάθειες διαπραγμάτευσης με τους Παλαιστίνιους κατέληξαν σε αδύναμες και ανεφάρμοστες συμφωνίες στο Καμπ Ντέιβιντ και στο Όσλο, ενώ οι ειρηνευτικές συνομιλίες του Σέπερνταουν με τη Συρία ναυάγησαν με αφορμή τα δικαιώματα σχετικά με το νερό. Η Ρωσία προχώρησε στη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους της Συρίας ύψους 13,4 δισ. δολαρίων από τη σοβιετική εποχή, έγινε ο κύριος προμηθευτής όπλων της Συρίας και επέκτεινε τις ναυτικές εγκαταστάσεις της στην Ταρτούς ως μόνιμη βάση στη Μέση Ανατολή για τα πυρηνικά πολεμικά της πλοία.

Αυτή ήταν η εικόνα των πραγμάτων όταν η νέα χιλιετία ξεκίνησε με το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, το οποίο δρομολόγησε τον λεγόμενο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, που ακολουθήθηκε από την Αραβική Άνοιξη το 2011. Ο πρώτος είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή του Ιράκ, ενώ η δεύτερη απέκλεισε τη Λιβύη και τη Συρία από την περιφερειακή τράπουλα, εξαλείφοντας τρεις παραδοσιακούς αντιπάλους του Ισραήλ. Φυσικό αέριο και πετρέλαιο ανακαλύφθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στη θάλασσα μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ, δημιουργώντας πρόσθετες εντάσεις και στρατηγικές ανακατατάξεις στην ανατολική Μεσόγειο. Η Κίνα επεκτάθηκε στην περιοχή με την αγορά πλειοψηφικού πακέτου μετοχών του κύριου λιμανιού του Πειραιά στην Ελλάδα, το οποίο επρόκειτο να γίνει ο βασικός μεσογειακός λιμένας άφιξης για τα πλοία που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία «Μία Ζώνη – Ένας δρόμος», καθώς αυτά εξέρχονταν από τη διώρυγα του Σουέζ, και κλείδωσε την πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα, όταν εγκαινίασε την πρώτη της υπερπόντια στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί, το 2017.

Η ΕΕ επεδίωξε να αποκόψει την Ελλάδα, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής της κρίσης, για την οποία χρειάστηκε το μεγαλύτερο πακέτο διάσωσης που έχει δοθεί στην ιστορία. Ωστόσο, η θέση της χώρας στο κέντρο ενός τριγώνου αστάθειας που εκτείνεται από την Ουκρανία έως τη Λιβύη και τη Συρία, το οποίο οι ΗΠΑ επιδιώκουν να ελέγχουν, εξασφάλισε την υποστήριξη της Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους. Με την Τουρκία του προέδρου Teyyip Erdogan να γίνεται ολοένα και πιο αυτόνομη, η Ελλάδα παραχώρησε στις ΗΠΑ τη χρήση τεσσάρων επιπλέον βάσεων, ζητώντας από την Ουάσινγκτον σε αντάλλαγμα να ανατρέψει την ευρωπαϊκή δέσμευση για την αποπομπή της Ελλάδας από την ΕΕ. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης περιλαμβανόταν επίσης σε αυτήν τη συμφωνία, η οποία επέτρεψε στις ΗΠΑ να παρακάμψουν την απαγόρευση της Συνθήκης του Μοντρέ για τη μεταφορά όπλων μέσω του Βοσπόρου εν καιρώ πολέμου, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και να προχωρήσουν στον επανεξοπλισμό του Κιέβου. Η προθυμία της Αθήνας να υποταχθεί στην αμερικανική εξωτερική πολιτική σχετικά με την Ουκρανία αποτέλεσε σταθμό για την επιστροφή της σε ένα καθεστώς πελατειακής σχέσης με τις ΗΠΑ, σε πλήρη αντίθεση με την πιο διφορούμενη στάση της Τουρκίας.

Οδός Ρεκανάτι

Έως τον θάνατό του στο Τελ Αβίβ το 1980, ο Αβραάμ Ρεκανάτι είχε ζήσει για να δει το Ισραήλ να γίνεται έθνος-κράτος και τρεις δεκαετίες αυξανόμενων προβλημάτων. Συνέχισε να ασχολείται με τα κοινά, υπηρετώντας ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος στην πρώτη Κνέσετ και βοηθώντας στη μεταφορά στο Ισραήλ εκατοντάδων από τους περίφημους λιμενεργάτες της Θεσσαλονίκης για την εβραϊοποίηση του στρατηγικά ευαίσθητου λιμανιού της Χάιφα.

Οι επιχειρήσεις της οικογένειας Ρεκανάτι ευημερούσαν παράλληλα με την ανάπτυξη του ισραηλινού κράτους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Οι Ρεκανάτι ακολούθησαν μια πεπατημένη εθνική-κρατική διαδρομή, που ίσως να ήταν οικεία σε πολλούς από τους εθνικούς ευεργέτες του ελληνικού κράτους του 19ου και του 20ού αιώνα, καθώς μετατράπηκαν από υπερεθνικοί τραπεζίτες και εφοπλιστές σε φιλάνθρωπους, χρηματοδοτώντας νοσοκομεία, εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες και μουσεία. Στη ζωή του ο Αβραάμ Ρεκανάτι έζησε τη μετάβαση από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά κράτη και υπήρξε μάρτυρας οκτώ πολέμων: των Βαλκανικών Πολέμων, δύο παγκόσμιων συγκρούσεων, ενός Ψυχρού Πολέμου και τεσσάρων αραβοϊσραηλινών συγκρούσεων.

Αυτός ο ένθερμος σιωνιστής έφυγε από τη Θεσσαλονίκη, θύμα της ιδεολογίας του εθνοαποκλεισμού που κυριαρχούσε στον ελληνισμό, πηγαίνοντας να πραγματοποιήσει το σιωνιστικό όνειρο, και είναι άγνωστο αν συνέδεσε ποτέ τον εκτοπισμό του με τις λεηλασίες του εθνικισμού. Ίσως η αδυναμία συσχετισμού παράλληλων συνθηκών να είναι χαρακτηριστικό της πίστης σε μια ιδεολογία που ευνοεί κάποιους έναντι κάποιων άλλων. Το Ισραήλ επιφύλαξε μια πολύ εθνοκρατική μεταθανάτια τιμή για τον Ρεκανάτι: έδωσε το όνομά του σε μια οδό δύο τετραγώνων στο Τελ Αβίβ.

Μετάφραση: Εβίτα Λύκου