Crisis Reporting Resource

Διχασμένος ο Όρμπαν: τάσσεται υπέρ και των δύο, ταυτόχρονα

Για τρεις θητείες, ο Ούγγρος πρωθυπουργός συγκρούστηκε με τις Βρυξέλλες και προσέγγισε τη Μόσχα. Και μετά ήρθε η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία – μια οδυνηρή πραγματικότητα. Αλλά φαίνεται ότι ο Όρμπαν εξακολουθεί να μην επιθυμεί να χάσει την εύνοια του Πούτιν. 

«Θέλω να κερδίσω και είμαι αισιόδοξος ότι μπορούμε να συνεργαστούμε για πολλά χρόνια ακόμη», είπε ο Βίκτορ Όρμπαν μετά από πέντε ώρες συνομιλιών με τον Βλαντιμίρ Πούτιν την 1η Φεβρουαρίου. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός, που είναι αποφασισμένος να κερδίσει την τέταρτη θητεία του στη σειρά στις εκλογές της 3ης Απριλίου, ανέφερε επίσης ότι ταξίδεψε στη Μόσχα σε «ειρηνευτική αποστολή». Έφυγε ικανοποιημένος, με ένα δισεκατομμύριο κυβικά μέτρα φυσικού αερίου που του υποσχέθηκε ο Ρώσος πρόεδρος ως μπόνους. 

Σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο του ενός μηνός πριν τις Ουγγρικές βουλευτικές εκλογές, ο Όρμπαν ανακάλυψε ότι η πάνω από μια δεκαετία Ρωσόφιλης εξωτερικής πολιτικής καταρρέει πάνω του. Ήταν απαραίτητη μια αιφνίδια αλλαγή κατεύθυνσης και έπρεπε να εξηγήσει τα πράγματα στους ψηφοφόρους του. Πολλοί παραθέτουν τώρα το 1984 του Όργουελ λέγοντας «βρισκόμαστε σε διαρκή πόλεμο με την Ευρασία». Αυτό έχει κάποια βάση.

Συνάντηση με τον Πούτιν 12 φορές μέσα σε 13 χρόνια 

Μετά το 2010, ο Βίκτορ Όρμπαν ανακοίνωσε μια πολιτική ανοίγματος προς την ανατολή και επεδίωξε να ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ Ουγγαρίας και Ρωσίας. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός ανακοίνωσε με υπερηφάνεια κατά το πρόσφατο ταξίδι του στη Μόσχα ότι έχει συναντήσει τον Πούτιν 12 φορές μέσα σε 13 χρόνια. Και στον Υπουργό Εξωτερικών Πέτερ Σιζάρτο πρόσφατα απονεμήθηκε το βραβείο «Φίλος της Ρωσίας» (η ανώτατη κρατική διάκριση για μη-Ρώσους) από το Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ. Υπήρξε μακρύς ο δρόμος μεταξύ των δύο κυβερνήσεων, στρωμένος με εύνοιες.

H Rosatom, ο Ρωσικός οργανισμός ατομικής ενέργειας, σχεδιάζει να κατασκευάσει ένα πυρηνικό εργοστάσιο στην Ουγγαρία χρηματοδοτούμενο από Ρωσικά δάνεια. Με τη στήριξη της κυβέρνησης, η Ρωσική Διεθνής Επενδυτική Τράπεζα μεταφέρθηκε στη Βουδαπέστη. Ολιγάρχες συνδεδεμένοι στενά με τον Πούτιν και τα μέλη των οικογενειών τους μπορούσαν να αγοράσουν «χρυσές βίζες». Ρώσοι έμποροι όπλων που συνελήφθησαν στη Βουδαπέστη παραδόθηκαν από την Ουγγρική κυβέρνηση στη Μόσχα και όχι στην Ουάσινγκτον, παρά το ρητό αίτημα των Αμερικανών. Και ο κατάλογος συνεχίζεται.

Ως αντάλλαγμα, ήρθε το Ρωσικό αέριο, και το κόμμα Φίντες του Όρμπαν μπορούσε να συνεχίσει την εκστρατεία του για μείωση στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Ήταν τόσο σημαντικό για εκείνους που μετά την εισβολή της προηγούμενης εβδομάδας, ο Υπουργός Εξωτερικών δήλωσε ότι θα υποστήριζε τυχόν κυρώσεις έναντι της Ρωσίας, αλλά ότι δεν θα έπρεπε να τεθούν σε κίνδυνο οι μειώσεις στις τιμές του φυσικού αερίου. Το ίδιο μήνυμα συμπεριλήφθηκε επίσης σε επιστολή από το Κυβερνητικό Κέντρο Πληροφοριών που εστάλη σε όλους τους Ούγγρους πολίτες που είχαν καταχωρηθεί στο μητρώο εμβολιασμένων κατά του Covid-19.

Όταν “χτύπησε” η πραγματικότητα

Ο Βίκτορ Όρμπαν είχε δηλώσει επανειλημμένα τα γεωπολιτικά του πιστεύω: κινείται βάσει του τριγώνου Βερολίνο – Μόσχα – Κωνσταντινούπολη και ακολουθεί τα τελευταία χρόνια μια πολιτική ταλάντευσης. Έδωσε την πλασματική μάχη του με τις «Βρυξέλλες» με μεγάλο σθένος, αλλά στην πραγματικότητα ουδέποτε άσκησε κριτική στη Μόσχα, το στρατηγικό αντίπαλο της ΕΕ. Ο Όρμπαν θεωρείτο ολοένα και περισσότεορ ως ο φρουρός του Πούτιν στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Οι συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες δεν εμπιστεύονταν πλέον τους Ούγγρους και η συγκέντρωση Ρώσων κατασκόπων στην Ουγγαρία αυξανόταν με ταχύ ρυθμό. 

Και για πολλά χρόνια, τα μέσα ενημέρωσης διατυμπανίζοντας τη ρητορική της κυβέρνησης, μας έλεγαν ότι ο Πούτιν είναι φίλος και ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τη Ρωσία. Τότε, στις 24 Φεβρουαρίου, “χτύπησε” η πραγματικότητα…

Είναι άγνωστο τι ακριβώς συνέβη στο παρασκήνιο, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο Βίκτορ Όρμπαν, μετά τους αρχικούς δισταγμούς, ακολούθησε τη γενική τάση. Επέκτεινε τη στήριξη της Ουγγαρίας σε όλες τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας. Η ψευδαίσθηση ενός πολέμου κατά της ΕΕ διαλύθηκε από την πραγματικότητα του πολέμου και ο Όρμπαν δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμμορφωθεί. Εντούτοις, δήλωσε ότι δεν θεωρεί τις κυρώσεις ορθολογικές – δεδομένου ότι θα έπληταν και την Ουγγρική οικονομία. Αλλά σημείωσε ότι δεν υπήρχαν επί του παρόντος περιθώρια για ανάλογους προβληματισμούς.

Σαστισμένοι ψηφοφόροι

Οι ψηφοφόροι ήταν προδιατεθειμένοι να είναι υπέρ της Ρωσίας και κατά της ΕΕ. Αυτή η στροφή 180 μοιρών τους διχάζει.

Γεγονός είναι ακόμη ότι οι σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης της Ουγγαρίας και της Ουκρανίας έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα εξαιτίας του Ουκρανικού νόμου για την επίσημη κρατική γλώσσα, που θίγει επίσης και τους Ούγγρους της Υπερκαρπαθίας στη δυτική Ουκρανία. Στις αρχές Φεβρουαρίου, δημοσιεύθηκε ένα άρθρο για το νόμο περί γλώσσας και τις επιθέσεις κατά της Ουγγρικής μειονότητας στην Ουκρανία σε προπαγανδιστικό ιστότοπο με τον τίτλο «Η σύνταξη με την Ουκρανία είναι προδοσία». Μετά τον πόλεμο, ο τίτλος άλλαξε σε «Θα συνταχθούμε με την Ουκρανία;»

H ορμή, η ανιδεότητα, είναι εμφανής: ουδέποτε στο παρελθόν δεν υπήρξε αξιόπιστη κυβερνητική προπαγάνδα τόσο ασυνεπής και χαοτική. Κάθε ημέρα που περνάει, γίνονται αντιφατικές δηλώσεις, κυβερνητικές εξαγγελίες και τα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης είναι αποσυντονισμένα. Πράγματι, αυτά μας ενημερώνουν περισσότερο σχετικά με τα όσα η κυβέρνηση επιθυμεί να γνωστοποιήσει στους ψηφοφόρους της: στην κρατική τηλεόραση και στις φιλοκυβερνητικές σελίδες στο Facebook, εξακολουθεί να παίζεται η Ρωσική ρητορική και κυβερνητικοί «εμπειρογνώμονες» υποστηρίζουν ευθέως στην κάμερα ότι η Ουκρανία είναι εκείνη που προκάλεσε τον πόλεμο.

Τάσσεται υπέρ και των δύο, πορεύεται μόνος του 

Ο Όρμπαν επιχειρεί να επισημάνει «επισήμως» ότι, ανεξαρτήτως της μεγάλης ομοψυχίας, θα ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Η Ουγγαρία, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ΕΕ, δεν εξάγει όπλα στην Ουκρανία, ούτε καν επιτρέπει τη μεταφορά όπλων. Και όλα αυτά στηριζόμενα στο γεγονός ότι θα εμπλεκόταν η Ουγγαρία στον πόλεμο. Στο μεταξύ, η εκλογική εκστρατεία βρίσκεται επίσης στο απόγειό της και ο υποψήφιος πρωθυπουργός της αντιπολίτευσης Πέτερ Μάρκι – Ζάι σπιλώνεται από την κυβέρνηση με τον ισχυρισμό ότι θέλει να στείλει Ούγγρους στρατιώτες στην Ουκρανία.

Έχει ενδιαφέρον το πόσο σημαντική έγινε ξαφνικά η ασφάλεια για την Ουγγρική κυβέρνηση, δεδομένου ότι όταν ξέσπασε ο πόλεμος, εξακολουθούσε να διατυμπανίζει ότι οι Ουγγρικές αμυντικές δυνάμεις ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τη χώρα. Επ’ αυτής της βάσεως, ο Ούγγρος πρωθυπουργός αρνήθηκε την ανάπτυξη περαιτέρω ΝΑΤΟικών στρατευμάτων στη χώρα, την ώρα που όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ πλησίον της Ουκρανίας υποδέχονταν τους στρατιώτες με ανοιχτές αγκάλες. Λίγες ημέρες μετά, ακόμη και μια αποστολή οπλισμού θεωρείτο σοβαρός κίνδυνος και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Ζολτ Σεμγέν ανέφερε ότι εάν εκτοξευόταν πύραυλος από το Μίσκολκ, η ανατολική πόλη της Ουγγαρίας θα ισοπεδωνόταν σύντομα.

Καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι ο Βίκτορ Όρμπαν έχει ταχθεί περισσότερο υπέρ της ΕΕ, αλλά εξακολουθεί να προβαίνει και σε χειρονομίες προς τον Πούτιν. Και συνεπώς και προς τους ψηφοφόρους του, στους οποίους επικροτούσε το Ρώσο αυτοκράτη μια δεκαετία τώρα.

Την Τρίτη σημειώθηκε άλλη μια πράξη αυτής της διπροσωπίας. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ευρωβουλευτές του Φίντεζ ψήφισαν επίσης την αποχώρηση της Ρωσικής επενδυτικής τράπεζας και τη διακοπή της πυρηνικής συνεργασίας με τη Rosatom. Αυτό θα σήμαινε το τέλος του σχεδιαζόμενου πυρηνικού εργοστασίου Paks II. Εντούτοις, φαίνεται ότι η Κυβέρνηση δεν έλαβε σοβαρά υπόψη την ψήφο. Την επομένη, ο Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Γκεργκέλι Γκούλιας ανέφερε ότι το πυρηνικό εργοστάσιο θα κατασκευαζόταν και η τράπεζα θα παρέμενε.

Αυτοί οι πρόσφυγες δεν είναι πρόσφυγες

Μια ακόμη θεαματική στροφή της Ουγγρικής κυβέρνησης δεν ενέχει παρόμοιο πολιτικό κίνδυνο. Το 2015, η κυβέρνηση κατασκεύασε ένα φράκτη, φυλακίζοντας πρόσφυγες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον πόλεμο και ηγήθηκε μιας εκστρατείας μίσους εναντίον τους. Στα κρατικά μέσα ενημέρωσης επικρατούσε πανικός με την απειλή της Ισλαμικής τρομοκρατίας, ενώ Χριστιανοί που δραπέτευαν από τρομοκράτες ή καθεστώτα που δίωκαν Χριστιανούς, απελάθηκαν πίσω στη Σερβία.

Το 2022, καθένας μπορούσε να έρθει από την Ουκρανία χωρίς έγγραφα, ενώ κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι το ίδιο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια όσο με κάποιον που έρχεται από τη Συρία χωρίς έγγραφα. Η Κυβέρνηση προτρέπει τους πάντες να βοηθήσουν και υποδεχόμαστε όσους ξεφεύγουν από τον πόλεμο με ανοιχτές αγκάλες. Αποδεικνύεται έτσι στο Ουγγρικό κράτος ότι οι ΜΚΟ και οι ενθουσιώδεις άμαχοι επιτελούν το μεγαλύτερο έργο.

Η διαφορά μεταξύ των προσφύγων του 2015 και των προσφύγων του 2022 είναι εμφανής: το χρώμα του δέρματός τους. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η αντίληψη των προσφύγων από τις δύο αυτές κρίσεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτό, ακόμη κι εάν η Ουγγρική κυβέρνηση το θέτει ευγενικά ότι άνθρωποι «παρόμοιας κουλτούρας» προσπαθούν να ξεφύγουν από τη γείτονα, οπότε η κατάσταση διαφέρει.

Το 2015, η κυβερνητική πλευρά έθετε συχνά το υποκριτικό ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι δεν ξεφεύγουν από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή σε γειτονικές χώρες; Γνώριζαν πολύ καλά ότι οι περισσότεροι εξ αυτών καταφεύγουν στους γείτονές τους, όπως στην περίπτωση της περιοχής Σαχέλ στην Αφρική: μόνο ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων κατευθύνθηκε προς την Ευρώπη. Εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί κάνουν ακριβώς το ίδιο: καταφεύγουν στην Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία. Αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη συνεχίσουν το ταξίδι τους σε πιο μακρινές χώρες, σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής, εάν αναγκάστηκαν να φύγουν ενόσω η πατρίδα τους συντρίβεται.

Το παρόν άρθρο είναι μετάφραση του πρωτότυπου άρθρου που μπορείτε να βρείτε εδώ.

Μετάφραση: Τίνα Κατούφα