Crisis Reporting Resource

Ερευνώντας εγκλήματα πολέμου: Επιθέσεις κατά αμάχων

Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύθηκε από το GIJN στις 9/5/2023 και αναδημοσιεύθηκε από το iMEdD κατόπιν άδειας. Η αναδημοσίευση του απαιτεί άδεια από τον εκδότη.

Σημείωση του συντάκτη: Στο τέλος αυτού του κεφαλαίου περιλαμβάνεται επίσης μια συνέντευξη του Olivier Holmey στο Special Focus με την δημοσιογράφο οπτικών ερευνών Azmat Khan, σχετικά με το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ των New York Times για τις απώλειες αμάχων από τις αμερικανικές επιδρομές μη επανδρωμένων αεροσκαφών.

Η υποχρέωση των μερών σε μια σύγκρουση να κάνουν πάντα διάκριση μεταξύ αμάχων και μαχητών είναι ένας από τους πιο θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.

Οι δημοσιογράφοι γίνονται αυτόπτες μάρτυρες των φρικαλεοτήτων που διαπράττονται εναντίον αμάχων. Χωρίς τα μάτια τους και την παρουσία τους στο πεδίο, η βαρβαρότητα του πολέμου θα περνούσε μάλλον απαρατήρητη. 

Η εξακρίβωση του ποιος έκανε τι σε ποιον, πού, πώς και πότε είναι τα βασικά ερωτήματα που συνήθως θέτει ένας δημοσιογράφος. Αυτό ισχύει είτε καλύπτει διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις όπου εμπλέκονται περισσότερα από ένα κράτη, είτε εσωτερικές συγκρούσεις, όπως εμφυλίους πόλεμους. Δυστυχώς, και στις δύο περιπτώσεις ενδέχεται να υπάρξουν απώλειες ή τραυματισμοί αμάχων, καθώς και εκτοπισμοί πληθυσμών και καταστροφές υποδομών ή ιατρικών εγκαταστάσεων. 

Η παρεμπόδιση της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας, είτε με λεηλασίες είτε με στέρηση της πρόσβασης στις πληγείσες περιοχές, όπως και οι εκστρατείες παραπληροφόρησης – οι οποίες επηρεάζουν την ικανότητα ορθής λήψης αποφάσεων και θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή των ανθρώπων – μπορούν επίσης να προκαλέσουν τεράστια προβλήματα στους αμάχους

Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι, σε έναν πόλεμο, οι ενέργειες που βλάπτουν τους αμάχους ή την περιουσία τους δεν είναι πάντα παράνομες. Προκειμένου να εξακριβωθεί αν έχει πράγματι διαπραχθεί ένα έγκλημα πολέμου ή κάποια άλλη παραβίαση του διεθνούς δικαίου κατά αμάχων, θα πρέπει να προσδιοριστούν όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το πλαίσιο στο οποίο έλαβαν χώρα αυτές οι ενέργειες και οι εκάστοτε περιστάσεις. Η υποχρέωση των μερών σε μια σύγκρουση να κάνουν πάντα διάκριση μεταξύ αμάχων και μαχητών είναι ένας από τους πιο θεμελιώδεις κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (επίσης γνωστού ως δίκαιο των ένοπλων συγκρούσεων ή δίκαιο του πολέμου). Η σκόπιμη στόχευση αμάχων ή μη στρατιωτικών περιουσιακών στοιχείων συνιστά έγκλημα πολέμου, ωστόσο η πρόκληση βλάβης σε αμάχους που προκύπτει από επιθέσεις δεν είναι κατ’ ανάγκη παράνομη, εάν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. 

Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και της διάκρισης συνιστά έγκλημα πολέμου. Άλλα εγκλήματα πολέμου κατά αμάχων περιλαμβάνουν (αλλά δεν περιορίζονται σε αυτά): 

  • Βασανιστήρια ή απάνθρωπη μεταχείριση 
  • Παράνομη απέλαση ή μεταφορά ή παράνομος περιορισμός
  • Σύλληψη ομήρων
  • Μεταφορά άμαχου πληθυσμού σε κατεχόμενο έδαφος ή απέλαση του πληθυσμού του κατεχόμενου εδάφους
  • Λεηλασία
  • Χρήση απαγορευμένων όπλων
  • Βιασμοί και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας
  • Χρήση ανθρώπινων ασπίδων
  • Χρήση της λιμοκτονίας ως μεθόδου πολέμου
  • Στρατολόγηση παιδιών

Κάποιες φορές, όπως στα περιστατικά σεξουαλικής βίας και των βασανιστηρίων, είναι πιο προφανές ότι πρόκειται για παράνομες πράξεις, καθώς αυτές απαγορεύονται ούτως ή άλλως, ακόμα και κατά μαχητών. Ωστόσο, όταν πραγματοποιούνται επιθέσεις εναντίον αμάχων ή μη στρατιωτικής περιουσίας/ υποδομών που ενδεχομένως είναι παράνομες, μερικά από τα ερωτήματα που θα πρέπει να τεθούν είναι τα εξής: 

  • Ήταν το θύμα απλός πολίτης; Ενδέχεται να συμμετείχε άμεσα στις εχθροπραξίες; 
  • Η περιουσία ή η υποδομή που καταστράφηκε ήταν πολιτικός ή στρατιωτικός στόχος; (Είχε πιθανή στρατιωτική χρήση;)
  • Τα άτομα αυτά/η περιουσία ήταν ο τελικός στόχος της επίθεσης; Ή μήπως η βλάβη που προκλήθηκε ήταν συνέπεια άλλης στοχοποίησης; (π.χ. υπήρχε κάποιος στρατιωτικός στόχος ή μαχητής κοντά στο σημείο;)

Ακόμα και με αυτές τις πληροφορίες, βέβαια, μπορεί να μην είναι πάντα δυνατό να προσδιοριστεί η νομιμότητα μιας πράξης, ωστόσο η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μπορεί να δώσει κάποιες απαντήσεις. 

Συμβουλές και εργαλεία 

Πριν ξεκινήσουν τη διαδικασία εξακρίβωσης των γεγονότων, της έρευνας και της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, οι δημοσιογράφοι πρέπει πρώτα να κατανοήσουν εις βάθος τη συνολική κατάσταση. Η γνώση της της γεωγραφίας, του τοπίου, του στοχευόμενου πληθυσμού, των δραστών, των πολιτικών δυναμικών, των πολιτιστικών και θρησκευτικών αποχρώσεων, του ιστορικού πλαισίου και της εξελικτικής πορείας της σύγκρουσης είναι πρωταρχικής σημασίας. 

Έρευνα ιστορικού 

Πριν από τη διεξαγωγή ενδελεχούς και πολύμηνης έρευνας για επιθέσεις κατά αμάχων, απαιτείται πρώτα εκτεταμένη έρευνα γύρω από το ιστορικό και το γενικό πλαίσιο, ώστε να προστατευθούν οι δημοσιογράφοι από πιθανές προσπάθειες χειραγώγησης μέσω παραπλανητικών αφηγήσεων και προπαγάνδας. Η έρευνα ιστορικού μπορεί επίσης να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση του δημοσιογράφου πριν ακόμα εισέλθει στη ζώνη της σύγκρουσης. 

Μια από τις βασικότερες πηγές έρευνας είναι οι δεξαμενές σκέψεις (think tanks), όπως αυτές που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Πανεπιστημίου George Washington με τα κορυφαία think tanks της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ερευνητικά κέντρα όπως το International Crisis Group, η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ, και οργανώσεις για τα δικαιώματα όπως η Διεθνής Αμνηστία παρέχουν πάντα καλή πληροφόρηση. Το έργο που έχουν προηγουμένως επιτελέσει οι ερευνητές ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ, όπως αυτοί που υπάγονται στο Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό. 

Όπως πάντα, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να αναζητούν παλαιότερες έρευνες σχετικά με τη σύγκρουση. Η χρήση μιας βάσης δεδομένων ειδήσεων όπως η LexisNexis είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τον εντοπισμό των πιο σημαντικών ερευνών που έχουν προηγηθεί. 

Η διεξαγωγή αυτής της προκαταρκτικής έρευνας θα δώσει στον δημοσιογράφο τη δυνατότητα να θέσει μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τους βασικούς παίκτες, τους κερδοσκόπους, τις εξωτερικές και εσωτερικές δυνάμεις, τη γραμμή του μετώπου, τη σύνθεση των πληθυσμών που επηρεάζονται, τους πόρους που διακυβεύονται και πολλά άλλα. Αυτή η προσέγγιση θα βοηθήσει στον καθορισμό των κατάλληλων εμπειρογνωμόνων που θα  πρέπει να αναζητηθούν. Οι δημοσιογράφοι δεν χρειάζονται μόνο τις γνώσεις των τελευταίων, αλλά και τα αναπάντητα ερωτήματά τους, τα οποία μπορεί να χρησιμεύσουν ως νέα στοιχεία στη δική τους έρευνα. 

Συνεντεύξεις με μάρτυρες και θύματα 

Προκειμένου να αποδείξουν ότι τα θύματα είναι πολίτες, οι δημοσιογράφοι πρέπει να αναζητήσουν έγγραφα που επαληθεύουν την ταυτότητά τους, καθώς και αρχεία σχετικά με το εκπαιδευτικό τους υπόβαθρο και το επαγγελματικό τους ιστορικό. Οι δημοσιογράφοι μπορούν επίσης να συλλέξουν μαρτυρίες από τοπικούς δημοτικούς αξιωματούχους, αρχηγούς φυλών και γείτονες ή να απευθυνθούν στις οικογένειες των θυμάτων που συχνά διαθέτουν αντίγραφα εγγράφων, όπως πιστοποιητικά αποφοίτησης και τιμολόγια ή αποδείξεις, τα οποία παρέχουν πληροφορίες για τον μισθό του θύματος (εάν πρόκειται για υπάλληλο) ή την πηγή εισοδήματός του (εάν πρόκειται για ελεύθερο επαγγελματία) κατά την περίοδο της επίθεσης. Η συλλογή τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυριών, σε συνδυασμό με τη σχετική τεκμηρίωση, θα πρέπει να παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ενδεχόμενη εμπλοκή του θύματος στη σύγκρουση. 

Κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσον τα ακίνητα που αποτέλεσαν στόχο επιθέσεων προορίζονταν για μη στρατιωτική χρήση, τα μέρη των συγκρούσεων, ιδίως εκείνων στις οποίες εμπλέκονται νόμιμες ή κυβερνητικές οντότητες, θα πρέπει να τηρούν τον λεγόμενο κατάλογο “απαγορευμένων στόχων”, ο οποίος περιλαμβάνει όλες τις μη στρατιωτικές ιδιοκτησίες τις οποίες οι συμμετέχοντες στη σύγκρουση υποχρεούνται να αποφεύγουν. Οι δημοσιογράφοι που καταγράφουν εγκλήματα πολέμου θα πρέπει να απευθύνονται σε πηγές στα υπουργεία Άμυνας, και κατά καιρούς σε αρμόδιους φορείς του ΟΗΕ και άλλους διεθνείς οργανισμούς, για να προμηθευτούν ένα αντίγραφο αυτού του καταλόγου. Αυτό θα τους επιτρέψει να διασταυρώσουν και να επαληθεύσουν ποιες τοποθεσίες δέχθηκαν επίθεση, και τελικά να καθορίσουν ποιες από αυτές δεν είχαν καμία στρατιωτική αξία. 

Κάποιες φορές, τα ακίνητα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των απαγορευμένων στόχων ενδέχεται να κατασχεθούν ή να καταληφθούν από τα μέρη της σύγκρουσης, όπως στρατιώτες ή μαχητές, με απώτερο στόχο τη χρήση τους ως “ανθρώπινη ασπίδα”. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι μαρτυρίες ανθρώπων, ιδίως όσων ζουν στην ίδια περιοχή, παίζουν κομβικό ρόλο για τον καθορισμό του κατά πόσο υπήρχε παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων στο σημείο κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Συχνά, οι πολίτες μπορεί να έχουν στην κατοχή τους πλάνα από ύποπτες δραστηριότητες σε κοντινά κτίρια, γι’ αυτό και συνιστάται να ρωτήσετε τους γείτονες για τυχόν οπτικό υλικό που αποδεικνύει ότι ένοπλες ομάδες χρησιμοποίησαν κοντινά κτίρια για στρατιωτικούς σκοπούς. 

Τόσο η πρόθεση όσο και οι πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους τα μέρη είναι καίριας σημασίας για τον καθορισμό της νομιμότητας συγκεκριμένων πράξεων σε ένοπλες συγκρούσεις.

Συνεντεύξεις με πρώην μαχητές ή δικτυωμένα άτομα  

Σε άλλες περιπτώσεις, η απόκτηση πληροφοριών από δικτυωμένα άτομα με εσωτερική πληροφόρηση που είναι πρώην μέλη ένοπλων ομάδων ή αποστάτες θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει ως πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο. Η συνομιλία με αυτά τα άτομα – τα οποία έχουν επαφές με οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα μέρη στη σύγκρουση – πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό στόχο κάθε έρευνας. Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές πρέπει να είναι επιφυλακτικοί όταν προσεγγίζουν τέτοια πρόσωπα και να εξετάζουν πάντα τα κίνητρά τους πίσω από την παροχή πληροφοριών.  

Οι δημοσιογράφοι είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουν ότι υπάρχουν τρεις τύποι δικτυωμένων ατόμων με εσωτερική πληροφόρηση: Άτομα που αναγκάστηκαν να ταχθούν στο πλευρό των δραστών δια της βίας, άτομα που πιστεύουν ότι τα οφέλη που θα προσκομίσουν από τη συνεργασία τους είναι περισσότερα από τους κινδύνους, και, τέλος, άτομα που συμπαρατάχθηκαν με τους δράστες αυτοβούλως και εν συνεχεία μετανόησαν. 

Μεταξύ των ερωτημάτων που μπορούν να θέσουν οι δημοσιογράφοι σε αυτά τα άτομα είναι: Ποιο ήταν το κίνητρο ή η πρόθεση πίσω από μια επίθεση ή μια συγκεκριμένη πράξη; Για παράδειγμα, ο στόχος ήταν κάποιος συγκεκριμένος μαχητής στην περιοχή; Υπήρχε κάποιος στρατιωτικός στόχος ή ο απώτερος σκοπός ήταν η πρόκληση βλάβης σε αμάχους και σε ιδιωτική περιουσία; Είναι επίσης χρήσιμο να διαπιστωθεί ποιες πληροφορίες είχαν τα μέρη της σύγκρουσης στα χέρια τους κατά τη στιγμή της επίθεσης, όπως στοιχεία σχετικά με τη φύση των κτιρίων ή την παρουσία μαχητών στην περιοχή. Είχαν επίγνωση της παρουσίας άμαχου πληθυσμού/περιουσίας; Τόσο η πρόθεση όσο και οι πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους τα μέρη είναι καίριας σημασίας για τον καθορισμό της νομιμότητας συγκεκριμένων πράξεων σε ένοπλες συγκρούσεις, βοηθώντας στη διαπίστωση ή τη διάψευση εγκλημάτων πολέμου κατά αμάχων. 

Ξεπερνώντας το γλωσσικό φράγμα 

Η γλώσσα μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο για τους δημοσιογράφους που εργάζονται διεθνώς. Η διάθεση χρόνου και, αν είναι εφικτό, πόρων για την εξασφάλιση ενός επιβεβαιωμένα αξιόπιστου και ανεξάρτητου μεταφραστή είναι ζωτικής σημασίας. Εξίσου σημαντικό είναι να έχετε ένα δεύτερο άτομο, είτε πρόκειται για συνάδελφο είτε για ανεξάρτητο ερευνητή, που μπορεί να διασταυρώσει τις μεταφράσεις σας. Οι δημοσιογράφοι δεν πρέπει να υποτιμούν τη σημασία της αμεροληψίας των μεταφραστών. H υποβολή μιας και μόνο ερώτησης με πολλαπλούς τρόπους χρησιμεύει ως μέσο επιβεβαίωσης της ακρίβειας μιας μετάφρασης – μια πρακτική που γνωρίζουν και εφαρμόζουν πολλοί δημοσιογράφοι, άλλωστε. 

Προετοιμασία για τραυματικές συζητήσεις 

Ο ακρογωνιαίος λίθος κάθε έρευνας για το ανθρώπινο κόστος του πολέμου είναι οι μαρτυρίες πολιτών. Να είστε προετοιμασμένοι, καθώς αυτοί οι πολίτες μπορεί να έχουν βιώσει τον θάνατο κάποιου συγγενικού προσώπου, να έχουν τραυματιστεί σωματικά ή ψυχικά, να έχουν δεχθεί επιθέσεις -συμπεριλαμβανομένου του βιασμού – να έχουν εκτοπιστεί ή να έχουν απωλέσει σημαντική περιουσία. Οι δημοσιογράφοι μπορεί να δυσκολευτούν να διαχειριστούν τη συνομιλία με αυτούς τους καταρρακωμένους ανθρώπους υπό τον φόβο ότι θα τους τραυματίσουν εκ νέου. 

Πολλές φορές απαιτείται μια δεύτερη ή και τρίτη συνέντευξη μέχρι να αισθανθεί ένα θύμα ή ένας μάρτυρας αρκετά άνετα ώστε να ανοιχτεί. Από την άλλη, βέβαια, οι δημοσιογράφοι οφείλουν να συλλέγουν όσο το δυνατόν περισσότερες μαρτυρίες, και η διεξαγωγή πολλών συνεντεύξεων με ένα άτομο μπορεί να είναι δύσκολη υπόθεση. Μια λύση σε αυτό είναι η διεξαγωγή προκαταρτικών συνεντεύξεων με τα θύματα, με στόχο να γίνει μια ιεράρχηση της βαρύτητας των μαρτυριών τους – κάποιοι από αυτούς είναι αυτόπτες μάρτυρες, έχουν πληγεί περισσότερο ή έχουν συγγενικούς/φιλικούς δεσμούς με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις στη σύγκρουση, επιτρέποντάς τους να προσφέρουν πιο εμπεριστατωμένες πληροφορίες σχετικά με τις επιθέσεις. 

Η τήρηση ενός γραπτού χρονολογίου βοηθά επίσης τους δημοσιογράφους να κατανοήσουν την αλληλουχία των γεγονότων και οδηγεί στη διατύπωση περαιτέρω ερωτημάτων που μπορούν να συμπληρώσουν τα κενά των πληροφοριών. Η συλλογή ονομάτων, επαφών και φωτογραφιών των συνεντευξιαζόμενων είναι απαραίτητη. 

Τα κινητά τηλέφωνα είναι χρυσωρυχεία 

Τα κινητά τηλέφωνα είναι ένας θησαυρός δεδομένων για τους δημοσιογράφους και η πρόσβαση στο τηλέφωνο ενός θύματος ή μάρτυρα μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη. Καθώς τα θύματα αρχίζουν να ανοίγονται και να μοιράζονται τις ιστορίες τους, οι δημοσιογράφοι θα πρέπει να τους ζητούν συστηματικά να τους “δείξουν” οτιδήποτε μπορεί να επιβεβαιώσει την αφήγηση των θυμάτων. Οι συνομιλίες σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπως το WhatsApp ή το Telegram, μπορούν να αποκαλύψουν τις τελευταίες συζητήσεις που έγιναν πριν από μια επίθεση. Αυτοί οι διάλογοι μπορεί να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα άτομα με τα οποία επικοινωνούσε το θύμα, το περιεχόμενο των συζητήσεών τους, καθώς και τις κινήσεις, τις ενέργειες και άλλους παράγοντες που υποδεικνύουν τον ρόλο του θύματος στην ένοπλη σύγκρουση κατά τη στιγμή μιας επίθεσης. 

Επιπλέον, οι δημοσιογράφοι μπορούν να ζητήσουν την άδεια από τα θύματα για να κοινοποιήσουν στιγμιότυπα οθόνης, φωτογραφίες ή βίντεο από τα τηλέφωνά τους, συμπεριλαμβανομένων των επαφών άλλων θυμάτων ή πηγών που μπορεί να περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες ή έγγραφα που απαιτούνται για την έρευνα. Είναι σημαντικό να ελέγχετε τις ημερομηνίες, τις τοποθεσίες και να κάνετε ερωτήσεις σχετικά με το πλαίσιο των φωτογραφιών, ώστε να μπορούν αργότερα να διασταυρωθούν με τοποθεσίες και ημερομηνίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Οι δημοσιογράφοι πρέπει πάντα να έχουν μαζί τους αντίγραφα των γραπτών εντύπων συγκατάθεσης για τη δημοσίευση του υλικού από τους ιδιοκτήτες του. 

Συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και στρατιωτικού υλικού 

Όπως έχει αποδειχθεί από τη δράση πολλών ακτιβιστών και εμπειρογνωμόνων για τα δικαιώματα τις περασμένες δεκαετίες, η συλλογή θραυσμάτων, εκραγέντων πυρομαχικών ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων χρήσης όπλων και οπλισμού αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την επαλήθευση βασικών πληροφοριών σχετικά με μια επίθεση. Σημάδια ή χαράξεις σε αυτά τα υπολείμματα του πεδίου μάχης μπορούν να εξεταστούν από ειδικούς για να προσδιοριστεί η προέλευσή τους. 

Αυτού του είδους τα στοιχεία ανοίγουν το δρόμο για μελλοντικές έρευνες σχετικά με τις χώρες που εξήγαγαν τα όπλα στους επιτιθέμενους. Εκτός από τα θύματα και τους ειδικούς, αναζητήστε μαρτυρίες από άλλες πηγές: ιατρικές ομάδες, εργαζόμενους σε υπηρεσίες αρωγής, δικηγόρους, αρχηγούς φυλών, τοπικούς αξιωματούχους, οδηγούς και δασκάλους, οι οποίοι μπορούν να εμπλουτίσουν τα στοιχεία σας και θέσουν τις βάσεις για περαιτέρω έρευνες. 

Η λήψη συντεταγμένων, θέσεων, χαρτών και ακριβών περιγραφών του σημείου μιας επίθεσης κατά αμάχων είναι σημαντική για την επαλήθευση και την τεκμηρίωση μέσω δορυφορικών εικόνων ή άλλων τεχνικών γεωεντοπισμού. 

Μελέτες περιπτώσεων 

Yemen: US Drone Strikes Killing Civilians (Υεμένη: Αμερικανικές επιδρομές με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σκοτώνουν πολίτες) Associated Press 

Τι χρειάζεται για να αποδειχθεί ότι το θύμα ενός χτυπήματος από αμερικανικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος είναι πολίτης και όχι μαχητής της Αλ Κάιντα; Η συλλογή εκατοντάδων εγγράφων, φωτογραφιών, τηλεφωνικών μηνυμάτων και ταυτοτήτων. 

Αυτό ακριβώς έκανε η ομάδα του Associated Press στην Υεμένη το 2018 προκειμένου να διαψεύσει τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ ότι τα θύματα από τις αεροπορικές επιδρομές που πραγματοποίησαν ήταν αποκλειστικά μαχητές της Αλ Κάιντα. Η βραβευμένη με Πούλιτζερ έρευνα του AP διαπίστωσε ότι περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των νεκρών που άφησαν πίσω τους οι επιδρομές μη επανδρωμένων αεροσκαφών εκείνη τη χρονιά ήταν άμαχοι. 

Η πολύμηνη έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα ανοικτής πηγής από ομάδες όπως το Γραφείο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας (Bureau of Investigative Journalism) και η Διεθνής Αμνηστία, καθώς και σε καταλόγους των αμερικανικών αεροπορικών επιδρομών στην Υεμένη που δόθηκαν στο AP από το Πεντάγωνο. 

Ωστόσο, καμία από τις πηγές δεν διευκρίνισε το μέγεθος των απωλειών μεταξύ των αμάχων, ούτε ανέφεραν ότι οι απώλειες αυτές συνέβησαν στο πλαίσιο της διεθνούς πίεσης προς τον υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμό, ο οποίος είχε εμπλακεί σε αιματηρή σύγκρουση με τους υποστηριζόμενους από το Ιράν αντάρτες Χούθι. Οι αναφορές στα δελτία ειδήσεων σχετικά με τις επιθέσεις των αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, ενώ η προσοχή των διεθνών μέσων ενημέρωσης στράφηκε αποκλειστικά στις σαουδαραβικές θηριωδίες. 

Η έρευνα κάλυψε μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή στη νότια, ανατολική και κεντρική Υεμένη, όπου δραστηριοποιείται η Αλ Κάιντα και όπου πετούσαν τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. 

Το πρώτο βήμα περιλάμβανε τη συλλογή όλων των ημερομηνιών και των τοποθεσιών των χτυπημάτων, τα οποία διατέθηκαν από μια πηγή στο Πεντάγωνο. Στη συνέχεια, ελέγχθηκαν όλα τα περιστατικά, καταρτίστηκε ένας κατάλογος με τις τοποθεσίες των χτυπημάτων και εντοπίστηκαν οι τοπικοί ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το ιατρικό προσωπικό, οι ηγέτες φυλών, οι αξιωματούχοι ασφαλείας και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι στις περιοχές που αποτέλεσαν στόχο. 

Το τρίτο βήμα ήταν η διενέργεια διεξοδικών συνεντεύξεων με άτομα που βρίσκονταν κοντά στα θύματα, προκειμένου να συντεθεί το προφίλ τους και να αποδειχθεί ότι επρόκειτο για απλούς πολίτες που δεν είχαν καμία σχέση με τρομοκρατία. Οι συνεντεύξεις αποσκοπούσαν στην απάντηση βασικών ερωτημάτων όπως: Ποια ήταν η εγγύτητα των θυμάτων στο σημείο του χτυπήματος; Γιατί βρισκόταν το θύμα στο συγκεκριμένο σημείο; Ποιος άλλος ήταν μάρτυρας του χτυπήματος; Υπήρξε κάποια ένδειξη ότι μαχητές της Αλ Κάιντα βρίσκονταν κοντά; 

Οι οικογένειες των θυμάτων έχουν απευθύνει έκκληση σε ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού για περαιτέρω διερεύνηση των επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, χωρίς να έχει υπάρξει κάποια ανταπόκριση. 

Myanmar: Possible Genocide Against the Rohingya (Μιανμάρ: Πιθανή γενοκτονία κατά των Ροχίνγκια) Reuters 

Σε εμπεριστατωμένη έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2018, το Reuters αποκάλυψε την εθνοτική βία και τις σφαγές κατά των Ροχίνγκια στο άρθρο How Myanmar Forces Burned, Looted, and Killed in a Remote Village (Πώς οι δυνάμεις της Μιανμάρ έκαψαν, λεηλάτησαν και σκότωσαν σε ένα απομακρυσμένο χωριό). Το δημοσίευμα απέσπασε το βραβείο Πούλιτζερ διεθνούς ρεπορτάζ το 2019 και οδήγησε στη σύλληψη και τη φυλάκιση δύο δημοσιογράφων του Reuters (οι οποίοι αφέθηκαν ελεύθεροι το 2019, έχοντας περάσει περισσότερες από 500 ημέρες στη φυλακή).  

Η έρευνα επικεντρώθηκε σε ένα μόνο χωριό στο βόρειο τμήμα της πολιτείας Rakhine, το οποίο αποτέλεσε στόχο εθνοτικής βίας. Ήταν η πρώτη φορά που μαρτυρίες δραστών κατέδειξαν τα γεγονότα της σφαγής. Σε προηγούμενα ρεπορτάζ για τη γενοκτονία στη Μιανμάρ, οι μόνοι που είχαν μιλήσει για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά της μειονότητας των Ροχίνγκια ήταν τα ίδια τα θύματα. 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το Reuters εξασφάλισε πηγές με εσωτερική πληροφόρηση. Βουδιστές χωρικοί, μέλη της παραστρατιωτικής αστυνομίας και προσωπικό ασφαλείας που συμμετείχαν στις δολοφονίες έδωσαν τις μαρτυρίες τους στους δημοσιογράφους. Αξιοποιώντας φωτογραφίες από τη σφαγή, το Reuters κατάφερε να αποκτήσει αδιάσειστα στοιχεία για το γεγονός. 

Το άρθρο σημειώνει ότι τρεις φωτογραφίες που παραχώρησε ένας βουδιστής χωρικός “αποτυπώνουν κομβικές στιγμές της σφαγής στο Ιν Ντιν, απεικονίζοντας τη σύλληψη των ανδρών Ροχίνγκια από στρατιώτες νωρίς το βράδυ της 1ης Σεπτεμβρίου μέχρι την εκτέλεσή τους λίγο μετά τις 10 π.μ. της 2ας Σεπτεμβρίου”. Πρόσθετες εικόνες απεικόνιζαν αιχμαλώτους παρατεταγμένους στη σειρά, ενώ άλλες έδειχναν πτώματα ανδρών σε έναν τάφο. 

Η πραγματοποίηση επιτόπιας επίσκεψης στον τόπο της σφαγής, η λήψη φωτογραφιών και η παρουσίασή τους σε ειδικούς ιατροδικαστές ήταν αναπόσπαστα στοιχεία της έρευνας. Όλοι οι εμπειρογνώμονες έκαναν λόγο για “ανθρώπινα λείψανα”. 

Ο βιρμανικός στρατός δήλωσε στο Reuters ότι η “επιχείρηση εκκαθάρισης” στην περιοχή ήταν νόμιμη, ωστόσο το δημοσίευμα υπογράμμισε ότι “τα Ηνωμένα Έθνη έκαναν λόγο για πράξεις γενοκτονίας από τον στρατό, ενώ οι ΗΠΑ μίλησαν για εθνοκάθαρση”. 

Ukraine: Russian Siege of Mariupol (Ουκρανία: Η ρωσική πολιορκία της Μαριούπολης) — Associated Press 

Στα μέσα Μαρτίου 2022 η μοναδική παρουσία διεθνών ΜΜΕ που είχαν παραμείνει στην ουκρανική πόλη ήταν μια ομάδα του Associated Press, η οποία δημοσίευσε μια αποκαλυπτική οπτική καταγραφή της ρωσικής πολιορκίας με τίτλο 20 Days in Mariupol (20 ημέρες στη Μαριούπολη). Επί εβδομάδες η ομάδα εργαζόταν ακούραστα για να τεκμηριώσει τα φερόμενα ως εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η Ρωσία με επιθέσεις εναντίων αμάχων, παρά το καθεστώς πλήρους συσκότισης στην ενημέρωση που είχαν επιβάλλει οι δυνάμεις εισβολής, αποκόπτοντας την πόλη από τον έξω κόσμο. Αφού πέρασε σχεδόν τρεις εβδομάδες στην πολιορκημένη πόλη, η ομάδα του AP χρειάστηκε να απομακρυνθεί εσπευσμένα από τη Μαριούπολη, όταν πληροφορήθηκε για την στοχοποίησή της από Ρώσους στρατιώτες. 

Το σημαντικό έργο του AP έφερε επίσης στο φως τις εκστρατείες παραπληροφόρησης της ρωσικής κυβέρνησης, παρέχοντας μαρτυρίες από πρώτο χέρι για επιθέσεις εναντίον αμάχων. Ως απάντηση στα συγκλονιστικά πλάνα του AP από ένα μαιευτήριο που δέχεται επίθεση – και μια έγκυο γυναίκα να βγαίνει τρέχοντας από το κτίριο – η ρωσική πρεσβεία στο Λονδίνο έσπευσε να χαρακτηρίσει τις φωτογραφίες ως ψεύτικες. Για να καταπολεμήσουν την προπαγάνδα, οι δημοσιογράφοι του AP επέστρεψαν στο σημείο, εντόπισαν τη γυναίκα και επιβεβαίωσαν ότι είχε γεννήσει το μωρό της. 

“Δεδομένου ότι δεν υπήρχε καμία πληροφορία για την πόλη και δεν κυκλοφορούσε καμία φωτογραφία με κατεδαφισμένα κτίρια και παιδιά που πεθαίνουν, οι ρωσικές δυνάμεις μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν. Αν δεν ήμασταν εμείς, δεν θα υπήρχε τίποτα”, δήλωσε ο Mstyslav Chernov, ο βιντεογράφος του AP που, μαζί με τους συναδέλφους του, κέρδισε το Βραβείο Κοινού του Sundance, αφού το ρεπορτάζ τους τελικά μετατράπηκε σε ένα 90λεπτο ντοκιμαντέρ. “Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ στη ζωή μου ότι είναι τόσο σημαντικό να σπας τη σιωπή”, πρόσθεσε. 

Palestine: Killing of a Journalist (Παλαιστίνη: Η Δολοφονία ενός Δημοσιογράφου) — The New York Times 

Μετά τον θάνατο της Παλαιστινιο-Αμερικανίδας δημοσιογράφου ανταποκρίτριας του Al Jazeera, Shireen Abu Akleh, στη Δυτική Όχθη, αρκετοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί ξεκίνησαν έρευνες για να καταλάβουν τι πραγματικά συνέβη. 

Μεταξύ αυτών, ήταν και οι New York Times, οι οποίοι δεν παρέμειναν στη συλλογή επίσημων δηλώσεων και μαρτυριών, αλλά συμπεριέλαβαν στο ρεπορτάζ τους και συναδέλφους της Abu Akleh που βρίσκονταν στο σημείο των πυροβολισμών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομάδα πραγματοποίησε επίσης λεπτομερείς εγκληματολογικές εξετάσεις των βίντεο που αναρτήθηκαν από χρήστες στο TikTok και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με στόχο τον εντοπισμό στοιχείων για την ανασύσταση της αλληλουχίας των γεγονότων

Οι Times κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Abu Akleh σκοτώθηκε από σφαίρα που προήλθε από το ίδιο σημείο όπου μια ισραηλινή αυτοκινητοπομπή πραγματοποιούσε ταυτόχρονα επιδρομή σε γειτονικό προσφυγικό καταυλισμό στην Τζενίν. “Πιθανότατα από στρατιώτη κάποιας επίλεκτης μονάδας”, κατέληξε η έρευνα. 

Η έρευνα απέρριψε επίσης τη θεωρία που αρχικά διατυπώθηκε από Ισραηλινούς αξιωματούχους, οι οποίοι απέδωσαν τους πυροβολισμούς σε Παλαιστίνιους ενόπλους. Το συμπέρασμα αυτό προέκυψε μέσω της αξιολόγησης των θέσεων και της απόστασης μεταξύ των ενόπλων και της τοποθεσίας της Abu Akleh. 

Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που χρησιμοποίησαν οι Times ήταν η ηχητική ανάλυση των πυροβολισμών που ακούγονταν στα βίντεο που κατέγραψαν οι χρήστες. “Υπολογίζοντας τα μικροδευτερόλεπτα που μεσολαβούσαν ανάμεσα στον ήχο που έκανε κάθε σφαίρα καθώς έβγαινε από την κάννη του όπλου και τη στιγμή που περνούσε από τα μικρόφωνα της κάμερας, μπόρεσαν να υπολογίσουν την απόσταση μεταξύ του όπλου και των μικροφώνων”, εξηγούν οι Times. “Επίσης, έλαβαν υπόψη τους τη θερμοκρασία του αέρα εκείνο το πρωί και τον τύπο της σφαίρας που χρησιμοποιούνταν συχνότερα τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και τους Παλαιστίνιους”. 

Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που χρησιμοποίησαν οι Times ήταν η ηχητική ανάλυση των πυροβολισμών που ακούγονταν στα βίντεο που κατέγραψαν οι χρήστες.

Special Focus: Απώλειες Αμάχων από Επιθέσεις Αμερικανικών Μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών 

Συνέντευξη της Azmat Khan από τον Olivier Holmey 

Όταν, στις αρχές του 2018, η Azmat Khan επισκέφθηκε τη δυτική Μοσούλη στο Ιράκ, οι καταστροφές ήταν τόσο εκτεταμένες που όλοι οι κάτοικοι είχαν φύγει. Η δημοσιογράφος βρήκε ελάχιστους ανθρώπους για να πάρει συνέντευξη. Χρειάστηκαν κι άλλες επισκέψεις, αφού είχε επιστρέψει μια μερίδα του πληθυσμού, για να μπορέσει να συλλέξει η Khan μαρτυρίες που συνέβαλαν στη διαπίστωση ότι οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη είχαν οδηγήσει σε μεγαλύτερο αριθμό απωλειών μεταξύ των αμάχων στην περιοχή από ό,τι είχε δηλώσει ο υπό την ηγεσία των ΗΠΑ συνασπισμός που πολεμά το Ισλαμικό Κράτος (ISIS). 

Η βραβευμένη με Πούλιτζερ Azmat Khan είναι μέλος της ομάδας οπτικών ερευνών των New York Times. Η Khan έχει ηγηθεί εκτεταμένων ερευνών σχετικά με τις απώλειες αμάχων από τον “εξ αποστάσεως” αμερικανικό πόλεμο στο Ιράκ, τη Συρία και το Αφγανιστάν – κυρίως για τις εκθέσεις των New York Times, The Uncounted και The Civilian Casualty Files. Τα ρεπορτάζ πεδίου βρίσκονται στο επίκεντρο της δουλειάς της – και συνήθως απαιτούν πολλαπλές επισκέψεις. 

Η Khan έχει επίσης βασιστεί σε απόρρητα στρατιωτικά αρχεία των ΗΠΑ και σε εργαλεία αναφοράς ανοικτού κώδικα. “Κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν από απόσταση”, λέει, “αλλά η άποψή μου είναι ότι η φυσική παρουσία στο πεδίο ανεβάζει την ποιότητα της έρευνας. Πολύ συχνά, τα ρεπορτάζ από απόσταση υπεραπλουστεύουν την ανθρώπινη πολυπλοκότητα”. 

Για να διασφαλίσει ότι τα άτομα με τα οποία μιλά απαντούν στις ερωτήσεις της όσο το δυνατόν πιο ειλικρινά, η Khan λέει ότι δεν προειδοποιεί για τις επισκέψεις της. Επίσης, αποφεύγει να θέτει καθοδηγητικές ερωτήσεις. Σε μια περίπτωση, ένας αυτόπτης μάρτυρας ανέφερε αυθόρμητα ότι ένας άνδρας σε αναπηρικό καροτσάκι βρισκόταν σε σπίτι που χτυπήθηκε, γεγονός που επαληθευόταν από μια πληροφορία που είχε προκύψει κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, με αποτέλεσμα να επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία του συνεντευξιαζόμενου. 

Η Khan βασίζεται σε πληθώρα πηγών – μερικές από τις οποίες ενδεχομένως να μην περίμενε κανείς. Όπως λέει, τα πλάνα με απώλειες αμάχων σε προπαγανδιστικά βίντεο του ISIS αποδείχθηκαν αναπάντεχα αξιόπιστα. Ταυτόχρονα, οι αναρτήσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο YouTube σχετικά με τις αεροπορικές επιδρομές του συνασπισμού τη βοήθησαν να χρονολογήσει και να εντοπίσει γεωγραφικά τις επιθέσεις που οι ίδιες οι ΗΠΑ αρνούνταν. Στο Ιράκ, κατάφερε να επιβεβαιώσει τις απώλειες αμάχων, ανατρέχοντας σε πιστοποιητικά θανάτων, ωστόσο σε απομακρυσμένες περιοχές του Αφγανιστάν, χρειάστηκε να επισκεφθεί τα ίδια τα μνήματα, καθώς δεν υπήρχαν επίσημα πιστοποιητικά θανάτου διαθέσιμα. 

Ο καθορισμός των κριτηρίων για τον εντοπισμό των αμάχων μεταξύ των θυμάτων μπορεί να είναι περίπλοκος, επισημαίνει η ίδια. Ο δικός της ορισμός απέκλεισε τα συγγενικά πρόσωπα μαχητών του ISIS – μια απόφαση που πήρε λόγω της αδυναμίας της να συλλέξει πληροφορίες για τα άτομα αυτά. Δεδομένου αυτού, η Khan αναγνωρίζει ότι η επιλογή της ενδέχεται να οδήγησε σε υποεκτίμηση των απωλειών μεταξύ των αμάχων.