Feature

Η Ευρώπη δε φοβάται πια τις κρατικοποιήσεις

European Data Journalism Network

Οι κρατικοποιήσεις εταιρειών δεν αποτελούν πλέον θέμα ταμπού για τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά τη δεκαετία του 1990 και τις ιδιωτικοποιήσεις που έλαβαν χώρα στις αρχές του 21ου αιώνα, η οικονομική κρίση του 2008 έδωσε ξανά κεντρικό ρόλο στο Κράτος ως ιδιοκτήτη. Το ξέσπασμα της επιδημίας της COVID-19 άνοιξε τις πόρτες των κορυφαίων ευρωπαϊκών εταιρειών προς τις δημόσιες επενδύσεις.

photo of European Union flags
www.flickr.com / Thijs ter Haar

Ο όρος «κρατικοποίηση» αντιμετωπίζεται ιστορικά με βαθιά δυσπιστία από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, και ενώ είναι η ονείρωξη των αριστερών κομμάτων θεωρείται ο χειρότερος εφιάλτης των δεξιών ευρωπαϊκών κομμάτων. Για την αριστερά το κράτος οφείλει να παρέχει βασικές υπηρεσίες όπως ηλεκτρική ενέργεια, οι μεταφορές και το νερό, και να συμμετέχει σε στρατηγικούς τομείς όπως ο τραπεζικός ή οι αερομεταφορές. Αντιθέτως, στην απέναντι πλευρά του πολιτικού φάσματος, η δεξιά παρουσιάζει αυτές τις στρατηγικές ως τακτικές κομμουνιστικών καθεστώτων, υποστηρίζοντας την αυτορρύθμιση της ελεύθερης αγοράς. Ένα παράδειγμα αυτής της αιώνιας διαμάχης προέκυψε στην Ισπανία τον Ιανουάριο του 2021, όταν ένα κύμα κακοκαιρίας έπληξε τη χώρα σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη αύξηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας.

Τον τελευταίο καιρό, οι δημόσιες επιχειρήσεις επανέρχονται στο προσκήνιο στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οικονομική κρίση του 2008 έβαλε τέρμα σε δεκαετίες ιδιωτικοποίησης και φιλελευθερισμού, και η πανδημία της COVID-19 επικύρωσε αυτή την αλλαγή πολιτικής. «Δε θα διστάσω να χρησιμοποιήσω όλα τα διαθέσιμα μέσα για την προστασία των σημαντικότερων γαλλικών εταιρειών. Θα επιτύχουμε αυτό τον στόχο μέσω της ανακεφαλαιοποίησης, της απόκτησης εταιρικών μεριδίων, και μπορώ να χρησιμοποιήσω, εάν αυτό είναι απαραίτητο, ακόμη και τον όρο “κρατικοποίηση”», δήλωσε ο Γάλλος Υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, τον Μάρτιο του 2020.

Η Ουγγαρία και η Πολωνία ενισχύουν για χρόνια τις δομές των δημόσιων επιχειρήσεών τους για να αποκτήσουν αυτονομία και να αποδυναμώσουν την ξένη ιδιοκτησία. Ωστόσο, χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία άλλαξαν πρόσφατα την επίσημη γραμμή τους σε μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση. Παρά τη συνήθη αντίληψη της Γερμανίας ότι η κρατική παρέμβαση σε ιδιωτικές εταιρείες αποτελεί παραβίαση της καθιερωμένης λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, τον περασμένο Μάιο, η κυβέρνηση Μέρκελ διέσωσε την αεροπορική εταιρεία Lufthansa με κόστος 9 δισεκατομμυρίων ευρώ σε αντάλλαγμα για το 20% των μετοχών της. Τα πράγματα αλλάζουν και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις δημόσιες επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη ήρθε για να μείνει.

Από τη Θάτσερ στο Podemos: ιδιωτικοποίηση ή κρατικοποίηση

Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ώθησαν πολλές κυβερνήσεις στο να υιοθετήσουν έναν πιο ενεργό ρόλο στην οικονομία. Οι δημόσιες επιχειρήσεις έδειξαν ενδιαφέρον για νέες στρατηγικές αγορές προκειμένου να εξισορροπήσουν πιθανά αντίμετρα και να εξυπηρετήσουν το δημόσιο συμφέρον. Πέρα από τις τηλεπικοινωνίες, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τις αεροπορικές εταιρείες ή τους σιδηροδρόμους, που θεωρητικά είναι πιο αποδοτικές με έναν πάροχο ή αποτελούν φυσικά μονοπώλια, οι κυβερνήσεις άρχισαν να επικεντρώνονται σε νέους τομείς όπως η μεταποιητική βιομηχανία. Ένα παράδειγμα αυτών των νέων επενδύσεων είναι η Ισπανική Εταιρία Αυτοκινήτων Τουρισμού (SEAT), που ιδρύθηκε το 1950 από το Ισπανικό Εθνικό Ινστιτούτο Βιομηχανίας και ιδιωτικοποιήθηκε αργότερα, το 1986.

Τόση ήταν η δημοτικότητα των δημόσιων επιχειρήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1960 που κανένας πολιτικός δε θα σκεφτόταν να ιδιωτικοποιήσει μια εταιρεία. Ωστόσο, κάτι άλλαξε με την έλευση της Μάργκαρετ Θάτσερ. Από τη θέση της πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, που κυβέρνησε τη χώρα από το 1979 έως το 1990, η Θάτσερ έφερε ριζικές αλλαγές στη βρετανική οικονομία, η οποία τελούσε υπό τον έλεγχο του κεντρικού κράτους μέχρι τη δεκαετία του 1980. Η επιτυχία της ενέπνευσε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες να υιοθετήσουν φιλελεύθερες πολιτικές. Το μοντέλο ιδιωτικοποίησης και απορρύθμισης της Θάτσερ συνέπεσε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Ήταν το τέλος της ακμής των δημοσίων επιχειρήσεων.

Από τη δεκαετία του 1980 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι ιδιωτικοποιήσεις σηματοδότησαν το ευρωπαϊκό οικονομικό πλαίσιο αντιμετωπίζοντας την κρατική ιδιοκτησία ως μάστιγα, ως ένα εμπόδιο που περιορίζει την πλήρη αποδοτικότητα των αγορών. Χώρες όπως η Αυστρία, η Δανία, η Ολλανδία, η Ισπανία ή η Σουηδία ανέπτυξαν σχέδια αναδιάρθρωσης των δημόσιων φορέων τους. Ωστόσο, μόλις το 1993 υλοποιήθηκαν τα πιο φιλόδοξα σχέδια μέσω της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, τα οποία παρουσιάστηκαν αμέσως μετά την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992.

Η πώληση δημόσιων επιχειρήσεων απέδωσε για την ΕΕ το ισοδύναμο του 7,1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) που παρήγαγαν οι χώρες μέλη από το 1993 έως το 2002. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ αντικατοπτρίζει επίσης τη συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ χωρών και κυβερνήσεων, να θέσουν το προαπαιτούμενο του να διατηρηθεί το δημόσιο έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ ως θεμελιώδη προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αυτή η συγκυρία ήταν το πρώτο βήμα για να δικαιολογηθεί το επερχόμενο κύμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων.

Ωστόσο, όπως συνέβη αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι κρατικοποιήσεις έγιναν ο κανόνας, και οι ιδιωτικοποιήσεις έπιασαν πάτο λόγω της οικονομικής κρίσης το 2008. Η κατάρρευση της ευρωπαϊκής οικονομίας απέδωσε εκ νέου έναν κεντρικό ρόλο στο κράτος υπό διαφορετικές συνθήκες. Η κίνηση των Κινέζων να επενδύσουν σε δημόσιες κρατικές εταιρείες επέβαλε ένα νέο παράδειγμα. Μολονότι η ανάμειξη του δημοσίου στην αγορά είχε μειωθεί στην Κίνα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ο «Κρατικός Καπιταλισμός» που επέβαλλε ο Σι Τζινπίνγκ σήμαινε ότι οι 67 από τις 69 κινεζικές επιχειρήσεις ανάμεσα στις 500 μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως το 2014 βρίσκονταν υπό κρατική ιδιοκτησία. Η κλίμακα δεν ήταν ισορροπημένη και η Ευρώπη δεν ανταγωνιζόταν επί ίσοις όροις.

Τα τελευταία 15 χρόνια, μέσω κρατικοποιήσεων, όπως αυτή της Γερμανικής Commerzbank το 2009 ή της Ισπανικής Bankia το 2012, οι δημόσιες επιχειρήσεις αυξήθηκαν στην Ευρώπη, αν και υπάρχει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει, σύμφωνα με ορισμένα πολιτικά κόμματα, όπως το ισπανικό αριστερό κόμμα Unidas Podemos, που ισχυρίζεται ότι θα ιδρύσει μια δημόσια εταιρεία ενέργειας και μια κρατική τράπεζα. Πέρα από την πολιτική στάση, το ισπανικό επιχειρηματικό δίκτυο είναι ένα από τα πιο αδύναμα στην ΕΕ. Η έλλειψη συζήτησης πάνω σε αυτό το ζήτημα σε άλλα κράτη της ΕΕ οφείλεται στο γεγονός ότι εκεί υπάρχουν ήδη ισχυρές δημόσιες επιχειρήσεις.

Η πανδημία ενισχύει την κρατική ιδιοκτησία, αλλά όχι σε όλες τις χώρες

Μόλις έναν μήνα μετά τον περιορισμό των προϋποθέσεων για τις χώρες μέλη ως προς την παροχή δημόσιου χρήματος σε επιχειρήσεις για την ανακούφιση των ζημιών που επέφερε η πανδημία, τον Απρίλιο του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μετέβαλλε το Προσωρινό Πλαίσιο για τις Κρατικές Ενισχύσεις προκειμένου να διευκολύνει την κρατική παρέμβαση. Η ανακοίνωση δημιούργησε ένα προηγούμενο που έρχεται σε σύγκρουση με τη συνήθη δημοσιονομική πειθαρχία των Βρυξελλών, η οποία βασίζεται στην υπεράσπιση της ελεύθερης αγοράς και τη μη κρατική οικονομική παρέμβαση. Ωστόσο, κάποια ευρωπαϊκά κράτη μελετούν ήδη σοβαρά την πιθανότητα να κρατικοποιήσουν ορισμένες εμβληματικές εταιρείες.

Έκτοτε, οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών έχουν διαθέσει ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για να διατηρήσουν τον επιχειρηματικό τους τομέα ζωντανό, κυρίως μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων, επιδομάτων, δανείων, εγγυημένων δανείων και, μετά την πρόσφατη έγκριση της Επιτροπής, αγοράς μετοχικών μεριδίων. Επιπλέον, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλές εταιρείες δεν ήταν σε θέση να επιστρέψουν τα ποσά που καταβλήθηκαν και αναγκάστηκαν να στραφούν στη μετοχοποίηση χρεών ή σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις. Προς το παρόν, το Προσωρινό Πλαίσιο για τις Κρατικές Ενισχύσεις θα ισχύσει έως τον Δεκέμβριο του 2021.

Εάν κατά την τελευταία οικονομική κρίση το 2008 οι επιχειρήσεις που κρατικοποιήθηκαν ήταν κατά κύριο λόγο τράπεζες, τώρα είναι η σειρά των αεροπορικών εταιρειών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη εγκρίνει δημόσιες ενισχύσεις με αντάλλαγμα μετοχές στη Γερμανία, με την εκταμίευση 9 δισεκατομμυρίων ευρώ προς τη Lufthansa και 1,25 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την TUI · στη Φινλανδία, με 286 εκατομμύρια προς τη Finnair · στη Λετονία, με 250 εκατομμύρια προς την AirBaltic· στη Δανία και στη Σουηδία, με ένα δισεκατομμύριο ευρώ συνολικά προς τη SAS. Η Ιταλία έφτασε κοντά στην ανακεφαλαιοποίηση της Alitalia, αλλά τελικά επέλεξε να δημιουργήσει αντ’ αυτής μια νέα αεροπορική εταιρεία, την Ita.

Εν τω μεταξύ, η Γαλλία δεν έχει κρατικοποιήσει ακόμη καμία εταιρεία και η στρατηγική της μέχρι στιγμής ήταν να δώσει μια τονωτική ένεση 5 δισεκατομμυρίων ευρώ στη Renault και 7 δισεκατομμυρίων στην Air France. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, ανακοίνωσε στις αρχές του έτους ότι «τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη» και αναγνώρισε ότι «το 2021 θα δούμε περισσότερες πτωχεύσεις από το 2020». «Δε θα εγκαταλείψουμε κανέναν, θα προσφέρουμε όσα χρήματα υπάρχουν διαθέσιμα», είπε.

Αυτές οι στρατηγικές είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία πλευρά, μπορούν να ενισχύσουν εκ νέου τους ρόλους των δημόσιων επιχειρήσεων για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, αλλά από την άλλη, μπορούν επίσης να σπάσουν στα δύο την ως τώρα ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Η κρατική ιδιοκτησία δεν είναι ιδιαίτερα συμμετρική ανάμεσα στις χώρες μέλη και η αντιγραφή του γερμανικού μοντέλου της ενίσχυσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων από το δημόσιο δεν υφίσταται, για χώρες όπως η Ισπανία. Το αντίθετο: από τις κρατικές ενισχύσεις που ενέκρινε η Επιτροπή τον περασμένο Ιούνιο, το 51% πήγε στη Γερμανία και το 4,8 στην Ισπανία. Η Ισπανίδα υπουργός Οικονομικών Νάντια Καλβίνιο είχε σοβαρούς λόγους για να προσπαθήσει να αποφύγει με κάθε κόστος την έγκριση των Βρυξελλών για την κρατικοποίηση επιχειρήσεων, ένας όρος ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος για τη Μαδρίτη.

Οι κακές εμπειρίες της Ισπανίας στη δεκαετία του 1960 και του 1980, όταν η κυβέρνηση αναγκάστηκε να διασώσει πολλές δημόσιες επιχειρήσεις που βρίσκονταν στο χείλος της χρεοκοπίας για να αποτρέψει μια πολιτική ήττα, παραμένουν καταγεγραμμένες στο ισπανικό πολιτικό συλλογικό φαντασιακό. Τη δεκαετία του 1990, οι οικονομικές απώλειες, λόγω αυτών των ενισχύσεων, κατέστησαν δυσκολότερη την είσοδο της Ισπανίας στην οικονομική και νομισματική ένωση. Πράγματι, σε καμία χώρα μέλος δεν επιτρεπόταν να έχει δημοσιονομικό έλλειμμά πάνω από 3% του ΑΕΠ, με το ισπανικό να βρίσκεται περίπου στο 4%. Για να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα, η Μαδρίτη εφάρμοσε εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση άνω των 120 εταιρειών από το 1985, με αποτέλεσμα να βρεθούν στον πάτο της Ευρώπης όσον αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους, που αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,8 % της συνολικής εθνικής απασχόλησης και το οικονομικό βάρος των δημοσίων επιχειρήσεων, στο 4,43% του ΑΕΠ.

Αυτές οι αδυναμίες είναι πιο εμφανείς στον ενεργειακό τομέα: το 2014, η συνολική παραγωγική ικανότητα των κρατικών εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στην παραγωγή ενέργειας στην Ισπανία αντιπροσώπευαν το 5%, ξεπερνώντας μόνο την Πορτογαλία. Το ποσοστό ήταν 22% στην Ιταλία, 30% στη Γερμανία και 70% στη Γαλλία. Επιπλέον, σε ολόκληρη την ΕΕ, η κάθε χώρα μέλος διαθέτει τουλάχιστον μία δημόσια επιχείρηση, κυρίως στον τομέα της παραγωγής και μεταφοράς κρατικής, περιφερειακής ή επαρχιακής ηλεκτρικής ενέργειας, με εξαίρεση μόνο την Ισπανία και την Πορτογαλία. Αντιθέτως, η Γαλλία κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο των μετοχών της Areva  (88,41%), παγκόσμιας ηγέτιδας στην πυρηνική ενέργεια, και της EDF   (84,94%), κορυφαίας εταιρείας παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει επίσης και στην Ιταλία, η οποία κατέχει το 69,17% της Enel Green Power, παγκόσμιας ηγέτιδας στην παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η συζήτηση σχετικά με τη διαχείριση των δημοσίων επιχειρήσεων έχει ακόμα μέλλον στην ΕΕ, ωστόσο η ίδια της η ύπαρξη είναι ήδη μια απόδειξη. Εάν όλοι στρέφονται προς το κράτος κατά τη διάρκεια περιόδων κρίσης, όπως αυτή της COVID-19, δε θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο σε περιόδους ευημερίας, ειδικά όταν υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία για την εθνική ασφάλεια και αυτονομία σε ζωτικούς τομείς, όπως ο ενεργειακός.