Υπάρχουν πολλοί δημοσιογράφοι εκεί έξω που κρύβουν τα προβλήματα ψυχικής υγείας και εξάρτησης που αντιμετωπίζουν, καθώς φοβούνται ότι θα στιγματιστούν, θα χαρακτηριστούν «καμένα χαρτιά» και δεν θα μπορούν να δουλέψουν. Θέλω να τους πω ότι δεν είναι μόνοι.
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε από το Columbia Journalism Review στις 15/1/2025 και αναδημοσιεύτηκε από το iMEdD κατόπιν άδειας. Οι φωτογραφίες έχουν παραχωρηθεί με άδεια του φωτογράφου. Η αναδημοσίευση απαιτεί άδεια από τον εκδότη.
Μια Σουδανή δημοσιογράφος περιγράφει τη φρίκη ενός πολέμου που δεν μπορεί να καλύψει
«Θα επιβιώσω; Θα βγω αλώβητη; Αν με σκοτώσουν, θα με θάψουν ή θα αφήσουν το σώμα μου στον δρόμο, να το φάνε τα σκυλιά;»
Είναι Απρίλιος του 2016 και βρίσκομαι στο Λονδίνο για την επιμέλεια ενός ντοκιμαντέρ. Έχω μόλις περάσει έξι εβδομάδες στο Ιράκ, ακολουθώντας τις ειδικές δυνάμεις της χώρας, οι οποίες έδιναν μάχη με το Ισλαμικό Κράτος για τον έλεγχο της μεγαλύτερης επαρχίας. Φορώντας μόνο το εσώρουχό μου, είμαι στο λόμπι του Ace Hotel, περιτριγυρισμένος από αστυνομικούς. Στα χέρια μου κρατάω μια καρέκλα και ο ανιχνευτής καπνού μου δίνει μυστικές οδηγίες να τη χρησιμοποιήσω ως όπλο. Νιώθω την αδρεναλίνη να κυλάει στο αίμα μου, όπως ακριβώς πριν από μερικές μέρες στην πρώτη γραμμή. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, προτάσσω την καρέκλα σαν παγιδευμένο ζώο. «Πέσε κάτω!» φωνάζει ένας αστυνομικός και στο στέρνο μου εμφανίζονται κόκκινες βούλες από όπλα τέιζερ. Πέφτοντας στα γόνατα, αισθάνομαι χειροπέδες να σφίγγουν τους καρπούς μου και κορμιά να με ρίχνουν στο έδαφος. Αρνούμενος να μετακινηθώ, έξι αστυνομικοί με παίρνουν σηκωτό και με βάζουν στο βαν της Μητροπολιτικής Αστυνομίας. Μετά από ένα 24ωρο μέσα στο κελί, όπου έπινα νερό από μια λερωμένη με κόπρανα τουαλέτα για να σβήσω τη δίψα μου, μεταφέρθηκα στο ψυχιατρείο.
Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τον όρο «διπολική διαταραχή τύπου 1» — ένα όνομα για την καταιγίδα που νιώθω μέσα μου. Αισθανόμουν για χρόνια ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν βρισκόμουν σε ευφορία, οι γύρω μου νόμιζαν ότι είμαι μεθυσμένος ή υπό την επήρεια ναρκωτικών και συχνά περνούσα ξέφρενες νύχτες κραιπάλης για να ενισχύσω την αίσθηση. Κάθε έκρηξη μανίας, όμως, ακολουθούνταν από μια βαθιά και αβάσταχτη κατάθλιψη. Καθόμουν για ώρες ξαπλωμένος στην μπανιέρα, με το δέρμα μου ζαρωμένο, ξεζουμισμένο από κάθε σταγόνα χαράς. Η εναλλαγή ακραίων συναισθηματικών καταστάσεων έμοιαζε να είναι μέρος της προσωπικότητάς μου — ένιωθα πιο έντονα, ζούσα πιο έντονα. Οι συνάδελφοί μου το απέδιδαν στη «vida pirata» (ζωή του πειρατή) — στη χαοτική καθημερινότητα ενός ανεξάρτητου πολεμικού ανταποκριτή.
Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα όρια μεταξύ προσωπικότητας και διαταραχής. Καλύπτω συγκρούσεις ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος από τότε που πρωτοπήγα στο Ιράκ, σε ηλικία 24 χρόνων, το 2009. Η αλήθεια είναι ότι το απολαμβάνω. Ίσως, το απολαμβάνω υπερβολικά. Είναι το ένοχο μυστικό μου, αλλά όπως οι περισσότεροι στρατιώτες θέλουν να ζήσουν τη μάχη, το ίδιο θέλουν και πολλοί δημοσιογράφοι. Κάποτε είχα βρεθεί σε αποστολή στο Ιράκ, ακολουθώντας Αμερικανούς στρατιώτες που φύλασσαν μια πετρελαϊκή εγκατάσταση — ένα βαρετό και εκνευριστικό πόστο. «Θέλω να πυροβολήσω κάποιον», είχα ακούσει έναν στρατιώτη να λέει. Και εγώ, με τη σειρά μου, ήθελα να τον φωτογραφίσω να πυροβολεί. Αργότερα την ίδια χρονιά βρέθηκα στο Αφγανιστάν, σε πραγματική μάχη αυτή τη φορά, όπου οι στρατιώτες πυροβολούσαν ανθρώπους. Ήταν συναρπαστικό. Όσο πιο βαθιά κατάφερνα να διεισδύσω στην πρώτη γραμμή, τόσο μεγαλύτερες ήταν οι φρικαλεότητες που κάλυπτα, τόσο περισσότερο αγαπούσα τη δουλειά μου και τόσο πιο επιτυχημένος ήμουν επαγγελματικά.
Καθισμένος, όμως, σε ένα νοσοκομείο του Λονδίνου, άρχισα να αναρωτιέμαι αν υπήρχε κάποια σύνδεση μεταξύ της ψυχικής μου υγείας και της ζωής που είχα κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Μήπως η επιλογή του επαγγέλματός μου ήταν κάτι αναπόφευκτο, δεδομένης της διάγνωσής μου; Ή μήπως το επάγγελμά μου είχε επιδεινώσει την κατάσταση; Κυρίως όμως, γιατί χρειάστηκε τόσος χρόνος για να καταλάβω εγώ και οι γύρω μου τι συμβαίνει;
Ήμουν μπροστά από το λάπτοπ μου όταν η πρώτη έκρηξη έσκισε τον αέρα. Ήταν 3:28 το μεσημέρι, 25 Ιανουαρίου 2010 και βρισκόμουν στη Βαγδάτη. Πετάχτηκα όρθιος, άρπαξα την κάμερά μου και έτρεξα προς τη στέγη του κτιρίου για να δω από πού ερχόταν η έκρηξη. Τρία λεπτά αργότερα με σταμάτησε μια δεύτερη έκρηξη, πριν προλάβω να φτάσω στην κορυφή. Σφαίρες σφύριζαν πάνω από το κεφάλι μου — πυροβολισμοί από το μπλόκο του ξενοδοχείου Hamra, απέναντι από τον δρόμο. Έσκυψα χαμηλά, περιμένοντας την επόμενη έκρηξη. Το Hamra είχε ξαναχτυπηθεί το 2005 και, σε εκείνη την επίθεση, ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί πανικόβλητος μετά την πρώτη βόμβα, σκοτώθηκε σε μια δεύτερη έκρηξη. Μπουμ. Οι τοίχοι σείστηκαν από την τρίτη έκρηξη. Αναπνέοντας με δυσκολία, περίμενα κάποια ώρα, μέχρι που τελικά κατέβηκα στην είσοδο και διέσχισα τον δρόμο.
Ήταν ώρα αιχμής. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από λιωμένα μέταλλα, αυτοκίνητα που έβγαζαν καπνούς και συντρίμμια. Οι πόρτες των αμαξιών είχαν πιτσιλιές από αίμα και παντού υπήρχαν διασκορπισμένα πορτοκάλια, που είχαν εκτοξευτεί από τα κλαδιά των δέντρων. Άνθρωποι περιπλανιόνταν χαμένοι μέσα στο χάος, κλαίγοντας, τραυματισμένοι, φωνάζοντας για βοήθεια. Περπατώντας ανάμεσα στους ζαλισμένους επιζώντες, ένιωθα σαν θεατής, σαν τουρίστας ενός τραύματος. Έβγαλα τη φωτογραφική μου μηχανή και άρχισα να τραβάω φωτογραφίες. Πίσω από τον φακό αισθάνομαι πάντα ότι υπηρετώ έναν σκοπό. Είναι η ασπίδα μου απέναντι στη φρίκη — όλα φαντάζουν πιο διαχειρίσιμα όταν τα βλέπεις μέσα από το σκόπευτρο.
Μια νεαρή κοπέλα περπατούσε σαστισμένη, με το πρόσωπό της καλυμμένο με αίμα. Την φωτογράφισα. Ουρλιάζοντας, έτρεξε κατά πάνω μου και άρχισε να χτυπάει με γροθιές εξαντλημένες, μέχρι που κατέρρευσε, κλαίγοντας με αναφιλητά. Κάποιος μου είπε ότι η μητέρα της μόλις είχε σκοτωθεί. Για πρώτη φορά στην καριέρα μου, κατάλαβα ότι κάποιες φωτογραφίες δεν πρέπει να τραβιούνται.
Πούλησα τις φωτογραφίες από εκείνη την ημέρα στους New York Times. Εμφανίστηκαν στο πρωτοσέλιδο, πάνω από τη δίπλωση — η πρώτη μου διεθνής δημοσίευση. Η χαρά για την επιτυχία μου δεν κράτησε πολύ, ωστόσο. Η επίθεση στο ξενοδοχείο Hamra ήταν μια τρομοκρατική ενέργεια σχεδιασμένη με σατανική ακρίβεια: έσπασε τα παράθυρα των δωματίων όπου έμεναν οι δημοσιογράφοι, διαλύοντας την ήδη εύθραυστη αίσθηση ασφάλειας που είχαμε. Μας παρακολουθούσαν—παρακολουθούσαν τα σπίτια και τα γραφεία μας και εμάς τους ίδιους, κάθε φορά που βγαίναμε να αγοράσουμε τσιγάρα.
Πήρα την απόφαση να ταξιδέψω στο Ιράκ στο ξεκίνημα της καριέρας μου, όταν κάποιος με συμβούλευσε να πηγαίνω όπου η είδηση είναι μεγάλη και οι δημοσιογράφοι λίγοι. Το Ιράκ φαινόταν καλή επιλογή. Ήταν η χώρα του πατέρα μου, ο οποίος την είχε εγκαταλείψει τη δεκαετία του 1960. Δεν είχα βρεθεί ποτέ εκεί και ήθελα να τη δω με τα μάτια μου. Το Ιράκ που βρήκα, όμως, ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που είχε αφήσει πίσω του εκείνος. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με σκουπίδια και κρατήρες από αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Δεν μπορούσες να διακρίνεις τον ορίζοντα, γιατί παντού δέσποζαν τσιμεντένιοι προστατευτικοί τοίχοι. Σημεία ελέγχου με ξεθωριασμένα πλαστικά λουλούδια. Κολώνες ρεύματος φορτωμένες με μπλεγμένα καλώδια παράνομων συνδέσεων. Απόβλητα υπονόμων που κυλούσαν στους δρόμους.
Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ζωή σε μια εμπόλεμη ζώνη είναι γεμάτη εκπλήξεις. Στην πραγματικότητα, είναι απελπιστικά βαρετή. Μια οξεία αίσθηση επείγοντος που πλαισιώνεται από μακρές περιόδους αδράνειας. Άρχισα να ταυτίζομαι με τις μαύρες πλαστικές σακούλες που έβλεπα να στροβιλίζονται στον άνεμο, μέχρι που κολλούσαν στα συρματοπλέγματα, χωρίς ποτέ να καταφέρνουν να ξεφύγουν. Περνούσα μεγάλο μέρος του χρόνου μου πίνοντας ζεστή Heineken και καπνίζοντας ασταμάτητα μπροστά από έναν ανεμιστήρα, σε ένα ακριβό, αποπνικτικό δωμάτιο.
Σύντομα, θα εξοικειωνόμουν με τις ακραίες διακυμάνσεις στη διάθεσή μου που συνοδεύουν το επαγγελματικό μου έργο. Τη μια στιγμή θα ήμουν «ανεβασμένος», μεθυσμένος από την επιτυχία μιας αποστολής, την αδρεναλίνη της μάχης και την ολοκλήρωση ενός πρότζεκτ στο «τσακ», λίγο πριν το deadline—ενώ, πολύ γρήγορα, ακολουθούσε η βαρεμάρα, η κατάθλιψη και η «αυτό-θεραπεία» με ναρκωτικά και αλκοόλ, μπας και κρατήσει το ανέβασμα λίγο παραπάνω.
Όταν έγινε η πρώτη μου εισαγωγή σε νοσοκομείο, ο πατέρας μου μού είπε μια αραβική παροιμία: li kul jawad kuba—«κάθε άλογο έχει την πτώση του». Τα χρόνια που ακολούθησαν, έπεσα πολλές φορές. (Ένας συνάδελφος μου είχε πει κάποτε ότι «γλιστράω με φόρα στη ζωή σαν παγοδρόμος που έχει χάσει την ισορροπία του»). Πηδούσα από σύγκρουση σε σύγκρουση, από υπερβολή σε υπερβολή, από δημοσίευση σε δημοσίευση. Η επιτυχία πάντα εναλλασσόταν με την αποτυχία. Για να διατηρήσω την καριέρα μου, έπρεπε να επανεφεύρω τον εαυτό μου ξανά και ξανά: ως φωτορεπόρτερ, βιντεογράφος, ρεπόρτερ, ανταποκριτής, παρουσιαστής, συγγραφέας. Οι φωτογραφίες μου εμφανίζονταν συχνά στην πρώτη σελίδα των Times και άλλων κορυφαίων μέσων. Είχα συνεργασίες με το NPR και το BBC. Έγραφα για το Foreign Policy και το Newsweek. Έκανα ντοκιμαντέρ και ειδησεογραφικά πακέτα για το BBC και το Vice News. Κάποια στιγμή, έπιασα δουλειά ως ανταποκριτής στο NBC.
Είχα επίσης έντονες κρίσεις, στη διάρκεια των οποίων κατέστρεφα σχέσεις με συντάκτες που με θεωρούσαν αλαζόνα, μαλάκα, μεθύστακα, ναρκομανή ή όλα τα παραπάνω. Και δεν είχαν τελείως άδικο, εδώ που τα λέμε. Χρησιμοποιούσα τα ναρκωτικά και το αλκοόλ για να μπορέσω να διαχειριστώ την πραγματικότητα, όπως άλλωστε έκαναν τόσοι και τόσοι συνάδελφοί μου. Έπαιρνα συχνά το αεροπλάνο για Βηρυτό και Βερολίνο, με μόνο στόχο να περάσω νύχτες κραιπάλης με αλκοόλ και ναρκωτικά, παρέα με άλλα μέλη της «φυλής» των freelancers. Και μετά ερχόταν η μεγάλη μανία. Το μεγαλύτερο «χάι» από όλα. Ένα μεθυστικό συναίσθημα τερατώδους αυτοπεποίθησης που με γέμιζε υπερφυσική ενέργεια και με έκανε να νιώθω ότι έχω έναν σκοπό. Ποτέ δεν αναρωτιόμουν για την ψυχική μου κατάσταση όταν ήμουν σε μανία — απλώς ένιωθα υπέροχα. Οι γύρω μου ήταν πεπεισμένοι ότι είχα πάρει κάτι. Στη Βαγδάτη, οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιο ναρκωτικό με κρατούσε σε εγρήγορση. Το ανέβασμά μου, ωστόσο, ήταν φυσικό. Με γέμιζε ενέργεια και με έκανε να έχω διογκωμένη αίσθηση του εαυτού. Σε ένα τέτοιο επεισόδιο, έγραψα στο Facebook ότι ο φωτογραφικός συντάκτης των New York Times ήταν ένας «γαμημένος μαλάκας» και έκανα tag όλους τους γνωστούς μου στον χώρο. Είπα επίσης στον συντάκτη εξωτερικών ειδήσεων των Times του Λονδίνου ότι θα έκανα καλύτερη δουλειά ως υπεύθυνος του News Corp και του ζήτησα να καταργήσει το σύστημα ανάγνωσης άρθρων επί πληρωμή.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έφταναν συχνά στα αυτιά μου ψίθυροι από συντάκτες που έλεγαν ότι ίσως είχα εκδηλώσει μετατραυματικό στρες από την υπερβολική έκθεση στη βία. Οι άνθρωποι γύρω μου ανησυχούσαν μεν, αλλά δεν το έκαναν θέμα — ούτε κι εγώ. Σε μια επαγγελματική κουλτούρα που εξυμνεί τους ατίθασους άντρες και γυναίκες της «φυλής» μας, ήταν κάτι το φυσιολογικό.
Η διπολική διαταραχή είναι μια περίπλοκη ψυχική ασθένεια και τα αίτια της δεν είναι πλήρως κατανοητά. Πολλοί παράγοντες πιστεύεται ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξή της, όπως η γενετική προδιάθεση, οι νευροχημικές ανισορροπίες, οι περιβαλλοντικοί στρεσογόνοι παράγοντες, η ξαφνική επιτυχία ή αποτυχία, η ακατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ή η έλλειψη αγωγής, η έλλειψη ύπνου, η θλίψη και η κατάχρηση ουσιών. Εγώ είχα όλο το «πακέτο».
Όλοι οι άνθρωποι έχουν σκαμπανεβάσματα, αλλά οι μανιοκαταθλιπτικοί ζουν σε μια διαρκή εναλλαγή ακραίων συναισθημάτων πολύ μεγαλύτερης έντασης. Η διπολική διαταραχή, η οποία επηρεάζει περίπου το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, περιλαμβάνει δραματικές εναλλαγές διάθεσης μεταξύ ευφορίας, υπερδραστηριότητας και ασύλληπτης κατάθλιψης. Οι περισσότεροι είναι εξοικειωμένοι με την κατάθλιψη, αλλά η μανία είναι πιο δύσκολο να κατανοηθεί από κάποιον που δεν την έχει βιώσει. Νιώθεις ανίκητος, σίγουρος, άτρωτος. Η ανάγκη να κινείσαι διαρκώς, να μιλάς — να κάνεις κάτι — είναι ακαταμάχητη. Ο ύπνος είναι μια υπόθεση που πλέον δεν σε αφορά και σε κυριεύει μια αίσθηση απόλυτης διαύγειας, αυτοπεποίθησης και δημιουργικότητας που είναι τόσο μεθυστική, που αν ήταν ναρκωτικό, όλοι θα ήμασταν εθισμένοι. Ίσως να μην είναι καθόλου τυχαίο ότι κάποιες από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιστορίας — ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, η Βιρτζίνια Γουλφ — πιστεύεται ότι είχαν διπολική διαταραχή. Μπορεί επίσης να είναι επικίνδυνο: μια φορά, μετά τον θάνατο ενός φίλου, έφυγα ξυπόλητος από το σπίτι μου στην Κωνσταντινούπολη και βρέθηκα δέκα μίλια μακριά, χωρίς να έχω ιδέα πώς έφτασα εκεί.
Ιστορικά, η διπολική διαταραχή συχνά δεν διαγιγνώσκεται, ιδιαίτερα στις λιγότερο προφανείς μορφές της. Καθώς η κατανόησή μας για την ψυχική υγεία έχει εξελιχθεί, η διάκριση της διπολικής διαταραχής από άλλες διαταραχές διάθεσης έχει γίνει πιο σαφής. Μελέτες δείχνουν ότι μέχρι και το 70% των ατόμων με διπολική διαταραχή είχαν αρχικά διαγνωστεί με κατάθλιψη ή κάποια άλλη ψυχική πάθηση.
Για κάποιον που εργάζεται στον κλάδο μου, η διάγνωση μπορεί να είναι ακόμα πιο δύσκολη. Η ψυχική ασθένεια στη δημοσιογραφία συχνά παραβλέπεται, καθώς η κουλτούρα του αλκοόλ και της ανεξέλεγκτης χρήσης ναρκωτικών είναι εξαιρετικά διαδεδομένη. Στον κόσμο της τηλεοπτικής ειδησεογραφίας, για παράδειγμα, όπου το μπάτζετ είναι πιο αυξημένο και το διακύβευμα μεγαλύτερο, η πίεση είναι ακόμη εντονότερη. Οι ανταποκριτές πρέπει να είναι ευπαρουσίαστοι, να σκέφτονται γρήγορα και να αποπνέουν αυτοπεποίθηση. Η κοκαΐνη βοηθάει σ’ αυτό. Είναι ένα ακριβό γούστο, αλλά όπου υπάρχει χρήμα, υπάρχει και κόκα.
Ταυτόχρονα, δεν βοήθησε το γεγονός ότι, ως freelancer, δεν είχα αναπτύξει σχέσεις στον εργασιακό χώρο με ανθρώπους που θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τα σημάδια νωρίτερα. Όταν ένας δημοσιογράφος που εργάζεται σταθερά για ένα μέσο αντιμετωπίζει μια κρίση, το μέσο αυτό είναι πολύ πιο πιθανό να τον στηρίξει, ακόμα και να καλύψει τα έξοδα για θεραπεία, νοσηλεία ή αποκατάσταση. Εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες, όμως, είμαστε μόνοι. Όταν «λυγίζουμε», μας κάνουν πέρα.
Πολλοί δημοσιογράφοι που γνωρίζω έχουν περάσει κρίσεις ψυχικής υγείας ή αντιμετωπίζουν προβλήματα εξάρτησης από ουσίες. Ωστόσο, λίγοι αποφασίζουν να μοιραστούν τις δυσκολίες τους με τους εργοδότες τους, φοβούμενοι ότι θα στιγματιστούν —ειδικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Πρόσφατα, φιλοξενήθηκα από έναν φίλο freelancer, ο οποίος έχει βραβευτεί για τη δουλειά του σε εμπόλεμες ζώνες. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε μπει σε κέντρο αποκατάστασης για εξάρτηση από κοκαΐνη και έβλεπε ψυχίατρο. Όταν τον ρώτησα αν είχε μιλήσει για αυτά τα προβλήματα με τον βασικό του πελάτη, μου είπε: «Είσαι με τα καλά σου; Να καταστρέψω την καριέρα μου;»
Οι διαμεσολαβητές που διευκολύνουν τις διαδικασίες επικοινωνίας των δημοσιογράφων με την τοπική κοινότητα, γνωστοί και ως fixer, πλήττονται περισσότερο. Γνωρίζω μια fixer από τη Μέση Ανατολή που βρέθηκε σε μια κακοποιητική σχέση με έναν Δυτικό δημοσιογράφο. Υπέφερε από αϋπνίες, κρίσεις πανικού και εφιάλτες τόσο έντονους που ξυπνούσε τρομοκρατημένη. Για να αντέξει, έσπρωξε το σώμα της στα άκρα, κάνοντας γυμναστική μέχρι να κάνει εμετό. Όταν κατήγγειλε την κακοποίηση στον εργοδότη του Δυτικού δημοσιογράφου, ελήφθησαν μέτρα εναντίον του, αλλά η ίδια λέει ότι δεν της προσφέρθηκε καμία συμβουλευτική ή άλλου είδους υποστήριξη. Την άφησαν να μαζέψει τα κομμάτια μόνη της. Όταν μιλά για τη δημοσιογραφική βιομηχανία, περιγράφει ένα σύστημα που ενθάρρυνε τον θύτη και την εγκατέλειψε όταν το είχε περισσότερο ανάγκη.
Σε μια βιομηχανία όπου οι διαρκείς πιέσεις θεωρούνται δεδομένες, οι ψυχικές δυσκολίες, σε κάθε τους μορφή, δυστυχώς παραβλέπονται. Πολλοί δίνουν τη μάχη τους κρυφά, υπό τον φόβο ότι θα βρεθούν στο περιθώριο. Και όλα αυτά σε μια δουλειά που από τη φύση της – υπερωρίες, έκθεση σε τραυματικά γεγονότα, ανελέητες προθεσμίες – εξαρτάται απόλυτα από την ψυχική μας υγεία.
Μετά το επεισόδιο με την καρέκλα πέρασα μία εβδομάδα σε ψυχιατρική κλινική και έπειτα επέστρεψα στο γραφείο, όντας ακόμα σε κατάσταση μανίας. Προσπάθησα να το κρύψω, αλλά δεν ήμουν έτοιμος να δουλέψω. Είχα ήδη προκαλέσει ζημιές χιλιάδων ευρώ σε ξενοδοχεία, αλλά το πραγματικό κόστος ήταν επαγγελματικό. Σε αυτήν την κατάσταση, φορτισμένος και έτοιμος να «αρπαχτώ», τα έβαλα με τον συντάκτη μου. Εκεί έληξε η συνεργασία μας. Αν είχα τραυματιστεί σωματικά, θα με είχαν περιθάλψει. Τώρα που το τραύμα όμως ήταν ψυχικό, έγινα απλώς ένας ακόμα παραμερισμένος freelancer. Καμία αποζημίωση, καμία υποστήριξη. Σαν ένα «χαλασμένο παιχνίδι».
Η διάγνωση του διπολικού με βοήθησε τελικά. Μου έδωσε ένα όνομα για το χάος που ένιωθα και μου άνοιξε τον δρόμο προς τη θεραπεία. Επίσης, με βοήθησε να κατανοήσω τον πόνο που είχα προκαλέσει στον εαυτό μου και στους γύρω μου, προσποιούμενος ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα, έχοντας εσωτερικεύσει την πεποίθηση ότι ήμουν αναλώσιμος. Όπως οι περισσότεροι δημοσιογράφοι με προβλήματα ψυχικής υγείας, το μόνο που ήθελα πάντα ήταν να συνεχίσω να δουλεύω, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να κρύβω ποιος πραγματικά ήμουν από τους συντάκτες μου ή να απομακρύνομαι από συνεργασίες και επαγγελματικές σχέσεις, όταν θεωρούμουν «δύσκολος».
Ακόμα και τώρα, καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, δεν μπορώ να απαλλαγώ από τον φόβο ότι ίσως να αυτοκτονώ επαγγελματικά. Νιώθω όμως την ανάγκη να μιλήσω – να γίνω η φωνή τόσων ακόμα συναδέλφων που ξέρω ότι υποφέρουν σιωπηλά. Οι ψυχικές ασθένειες είναι βαθιά ριζωμένες στον χώρο μας. Υπάρχουν πολλοί δημοσιογράφοι εκεί έξω που κρύβουν τα προβλήματα ψυχικής υγείας και εξάρτησης που αντιμετωπίζουν, καθώς φοβούνται ότι θα στιγματιστούν, θα χαρακτηριστούν «καμένα χαρτιά» και δεν θα μπορούν να δουλέψουν. Θέλω να τους πω ότι δεν είναι μόνοι.
Μετάφραση: Ανατολή Σταυρουλοπούλου