Ποιες είναι οι νομικές πιέσεις εναντίον του Τύπου και πώς μπορούν οι δημοσιογράφοι να συνεχίσουν να λειτουργούν ελέυθερα σε συνθήκες που γίνονται ολοένα και πιο δυσχερείς;
Κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2025, το MapMF, το οποίο διαχειρίζονται ο οργανισμός European Centre for Press and Media Freedom και το πρότζεκτ Media Freedom Rapid Response, κατέγραψε 709 παραβιάσεις της ελευθερίας του Τύπου σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε υποψήφιες προς ένταξη χώρες. Το ένα τέταρτο αυτών ήταν νομικής φύσεως.
Η αρχισυντάκτρια του Nieman Lab για τις λέξεις, τη βία και τα (αμερικανικά) ΜΜΕ

Η Λόρα Χάζαρντ Όουεν, αρχισυντάκτρια του Nieman Lab, της επιδραστικής ιστοσελίδας του Χάρβαρντ για τα μέσα ενημέρωσης, μιλά στο iMEdD για τη βία, τη λογοκρισία και τους λόγους για τους οποίους εξακολουθεί να πιστεύει στην υπεράσπιση της Πρώτης Τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος.
Από τι κινδυνεύουμε
Το 2022, λίγο πριν να αλλάξει ο χρόνος, στις 30 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς, η ιδρύτρια των μέσων ενημέρωσης Holod.Media και Kosa.Media, Ταΐσια Μπεκμπουλάτοβα (Taisia Bekbulatova), χαρακτηρίστηκε από τη ρωσική κυβέρνηση ως «ξένη πράκτορας». Λίγες ημέρες αργότερα, συνεργάτες της από άλλο μέσο ενημέρωσης, με το οποίο η ομάδα της Μπεκμπουλάτοβα και η ίδια ετοίμαζαν κοινή δημοσίευση, προσπάθησαν να μη συμπεριλάβουν το όνομά της στην έρευνα. «Δεν μου άρεσε, επειδή δεν ήταν σαν την πίεση που ασκείται από την κυβέρνηση –ήταν πίεση από τους ίδιους μου τους συναδέλφους. Αισθανόμουν αδικημένη», θυμάται στη διάρκεια της συνέντευξής μας η Μπεκμπουλάτοβα. «Κάπως έτσι κατάλαβα ότι η ζωή για εμένα είχε αλλάξει». Το επόμενο διάστημα, πηγές σταμάτησαν να της μιλούν και πολλοί από τους συναδέλφους της απομακρύνθηκαν.

Με την εφαρμογή νόμων περί «ξένων πρακτόρων» στη Ρωσία, δημοσιογράφοι που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό, που διανέμουν ή συνδέονται με περιεχόμενο ξένων φορέων μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ξένοι πράκτορες». Η Ρωσία ήταν μία από τις πρώτες χώρες που υιοθέτησε σχετική νομοθεσία, ήδη από το 2012. Τα επόμενα χρόνια χώρες όπως η Νικαράγουα, η Γεωργία, η Τουρκία και η Ουγγαρία ακολούθησαν παρόμοια πορεία.
Όπως περιγράφει παραπάνω η Μπεκμπουλάτοβα, ο χαρακτηρισμός αυτός ακολουθεί τους δημοσιογράφους στις δημοσιεύσεις τους, στις αναρτήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ μπορεί να τους απαγορευτεί η κάλυψη πολιτικών θεμάτων, να αποκλειστούν οι ιστοσελίδες τους από το Διαδίκτυο, να τεθούν βαριά πρόστιμα στα συγκεκριμένα πρόσωπα ή στα μέσα ενημέρωσης, και η μη συμμόρφωση να οδηγήσει σε φυλάκιση.
Στο πλαίσιο του φετινού Διεθνούς Φόρουμ Δημοσιογραφίας του iMEdD, δημοσιογράφοι και νομικοί που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους πιέσεις συγκεντρώθηκαν, για να συζητήσουν για το νομικό πλαίσιο που αλλάζει διαρκώς, δημιουργώντας όλο και περισσότερες απειλές για τους δημοσιογράφους. Κατά τη διάρκεια του πάνελ «Η αυξανόμενη απειλή των νομοθεσιών περί «ξένων πρακτόρων» στην Ευρώπη – Μια νέα εποχή καταστολής των μέσων ενημέρωσης;», η Φλουτούρα Κουζάρι (Flutura Kusari), Ανώτερη Νομική Σύμβουλος στο European Centre for Press and Media Freedom (ECPMF), χρησιμοποίησε τον όρο «στιγματισμό», για να περιγράψει την κατάσταση της Μπεκμπουλάτοβα, των δημοσιογράφων, των μέσων ενημέρωσης και των οργανισμών οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως «ξένοι πράκτορες».
Σύμφωνα με σχετική έκθεση των Thomson Reuters Foundation και του Tow Center for Digital Journalism του Πανεπιστημίου Κολούμπια που δημοσιεύτηκε το 2023, οι κατηγορίες για κατασκοπεία, προδοσία ή/και ξένη επιρροή αποτελούν έναν από τους οκτώ βασικούς νομικούς κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στις μέρες μας. Μεταξύ αυτών είναι οι νόμοι δυσφήμησης και προσβολής, περί «ψευδών ειδήσεων» (fake news), περί «προσβολής του ηγεμόνα» –όπως στην περίπτωση της Ταϊλάνδης–, ασέβειας προς τις Αρχές και ανατρεπτικής δυσφήμησης, η αντιτρομοκρατική και αντιεξτρεμιστική νομοθεσία, τα οικονομικά εγκλήματα και τα εγκλήματα στο Διαδίκτυο, καθώς και οι δικαστικές αγωγές στρατηγικής φίμωσης (Strategic Lawsuits Against Public Participation – SLAPPs).
Το 2024, η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων (Commitee to Protect Journalists, CPJ) κατέγραψε 376 δημοσιογράφους που παραμένουν φυλακισμένοι ανά τον κόσμο. Όπως αναφέρει η Κουζάρι, όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας και ενοχλούνται από τις δημοσιογραφικές έρευνες προτιμούν να επιτίθενται στους δημοσιογράφους μέσω του νομικού συστήματος. «Χρησιμοποιούν νομικές διαδικασίες, νομοθεσίες και καταχρηστικές αγωγές, για να στραφούν εναντίον των δημοσιογράφων», σημειώνει.

Μία από τις συχνότερες στρατηγικές φίμωσης δημοσιογράφων στην Ευρώπη, η οποία έχει αρχίσει να εξαπλώνεται και στον υπόλοιπο κόσμο, είναι τα SLAPP. Σύμφωνα με την έκθεση των Reuters και Tow Center, οι υποθέσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 2015 και μετά.
Στις αγωγές SLAPP επιστρατεύονται διάφορα νομικά μέσα, με σκοπό να ασκηθεί πίεση στα μέσα ενημέρωσης και στους δημοσιογράφους. Η Κουζάρι περιγράφει τη διαδικασία ως εξής: «όταν δημοσιεύονται άρθρα για [αυτούς που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας] ή όταν λέγεται κάτι επικριτικό εις βάρος, ας πούμε, ενός πολιτικού ή επιχειρηματία, καταθέτουν αγωγή, για να εκφοβίσουν τους δημοσιογράφους, να δημιουργήσουν σύγχυση σχετικά με το αν ο δημοσιογράφος είχε δίκιο ή όχι και, επίσης, για να τους κάνουν να υποφέρουν».
Τα SLAPP συχνά απομονώνουν τα άτομα και τα αφήνουν να αισθάνονται ευάλωτα. Για αυτό πρέπει να υπάρχει υποστήριξη. Αυτό μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό.
Γκίλιαν Φίλιπς, ανεξάρτητη νομική συντάκτρια
Η Γκίλιαν Φίλιπς (Gillian Phillips), ανεξάρτητη νομική συντάκτρια και πρώην υπεύθυνη νομικής υποστήριξης συντακτών της εφημερίδας The Guardian συμπληρώνει πως οι νομικές διαδικασίες, ανεξάρτητα από το αν έχουν ή όχι ουσία ή αν τελικά απορριφθούν εντελώς ως αβάσιμες, απορροφούν χρόνο και χρήματα καθώς, σε πολλές περιπτώσεις, οι ενάγοντες ζητούν μεγάλα χρηματικά ποσά από τους εναγόμενους. «Όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, έχουν αποτρεπτική επίδραση και όταν άλλοι άνθρωποι βλέπουν ότι, για παράδειγμα, ο κύριος Χ επιτίθεται σε μια μικρή ΜΚΟ, αυτό επηρεάζει και εκείνους –τους κάνει πιο διστακτικούς να μιλήσουν για τα ίδια θέματα. Έτσι, υπάρχει μια ευρύτερη συνέπεια».
Οι απειλές δεν περιορίζονται μόνο στους δημοσιογράφους. Πολλές φορές και οι ίδιοι οι δικηγόροι που έχουν αναλάβει την υπεράσπιση ποινικά διωκόμενων δημοσιογράφων ή εμπλέκονται σε σχετικές υποθέσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες ως προς την άσκηση του επαγγέλματός τους. Στην προκαταρκτική έκθεση του 2024 «Defending the Defenders: Legal Threats Against Lawyers Protecting Journalists» από το American Bar Association Centre for Human Rights, τον οργανισμό Media Defence και το Thomson Reuters Foundation περιγράφεται ότι οι δικηγόροι μπορεί να αντιμετωπίσουν από παρεμπόδιση εκπροσώπησης των πελατών τους και άσκησης του επαγγέλματος μέχρι απειλές για φόνο, σωματική βλάβη και αναγκαστική φυγή ή εξορία.
Ο έλεγχος των γεγονότων και το παράδειγμα ΒΒC – Τραμπ
«Ελέγξτε τα γεγονότα. Ελέγξτε τα γεγονότα. Ελέγξτε τα γεγονότα» απαντά γρήγορα η Κουζάρι στο πώς μπορεί ένας δημοσιογράφος να προφυλαχτεί από τέτοιες νομικές ενέργειες. «Νομίζω πως, πρώτα απ’ όλα, οι δημοσιογράφοι πρέπει να έχουν πολύ καλή τεκμηρίωση: έγγραφα, πηγές, αποδείξεις». Η Φίλιπς συμφωνεί: «Ένα από τα πιο δύσκολα σημεία είναι ότι, κάποιες φορές, μπορεί πράγματι να έχει ειπωθεί κάτι που δεν είναι απολύτως σωστό, όμως υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστεί […] χωρίς να χρειάζεται άμεση προσφυγή στα δικαστήρια με τεράστιες απειλές».
Εάν ζητάς λογοδοσία από κάποιον, τότε, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να δίνεις εσύ ο ίδιος το παράδειγμα.
Φλουτούρα Κουζάρι, Ανώτερη Νομική Σύμβουλος στο European Centre for Press and Media Freedom (ECPMF)
Μία από αυτές τις δύσκολες περιπτώσεις είναι η πρόσφατη υπόθεση μεταξύ του BBC και του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump). Στις αρχές του Νοεμβρίου 2025, το BBC δέχτηκε κριτική σχετικά με την παραποίηση αποσπάσματος ομιλίας, η οποία έπαιξε σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς ντοκιμαντέρ «Panorama» τον Οκτώβριο του 2024. Το παραποιημένο απόσπασμα από τις 6 Ιανουαρίου 2021 παρουσιάζει τον Τραμπ να προτρέπει το ακροατήριο του να επιτεθεί στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Λίγες μέρες αργότερα, το BBC ζήτησε συγγνώμη από τον Τραμπ, πολλοί από τους επικεφαλής του καναλιού παραιτήθηκαν, αλλά το αίτημα του για αποζημίωση ύψους 1 δισ. δολαρίων απορρίφθηκε. Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ αποφάσισε να κινηθεί νομικά κατά του καναλιού.
Η Φίλιπς κατατάσσει αυτήν την υπόθεση σε SLAPP, καθώς πληροί πολλές από τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Φίλιπς επιμένει στη θέση πως μία περίπτωση δυσφήμησης θα έπρεπε να επιφέρει αρνητικά οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα στον θιγόμενο, κάτι που δεν αποδεικνύεται στην περίπτωση του Αμερικανού Προέδρου, ο οποίος εκλέχτηκε για δεύτερη φορά πριν από έναν χρόνο. Συγκεκριμένα, η ίδια αναφέρει: «Δεν είναι ακριβώς μία περίπτωση Δαβίδ και Γολιάθ, στον βαθμό που το BBC δεν είναι απλώς ένα μικρό μέσο που μηνύεται από τον Τραμπ. Είναι, όμως, μια κλασική υπόθεση SLAPP από πολλές απόψεις, με την έννοια ότι [ο Τραμπ] είναι μια πολύ υψηλά ιστάμενη πολιτική προσωπικότητα που έχει τεράστια επιρροή[…]. Φαίνεται να υπάρχει συναίνεση, συμπεριλαμβανομένου του BBC, ότι πρόκειται για λάθος και ότι ήταν παραπλανητικό να βάλεις αυτά τα δύο αποσπάσματα μαζί. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι κάτι είναι νομικά επιλήψιμο μόνο και μόνο επειδή έκανες ένα λάθος –όσο μεγάλο και αν είναι αυτό το λάθος».

O Τζελάνι Κομπ για την ελευθερία του λόγου, τον Τύπο και το ρεπορτάζ του Λευκού Οίκου

Ο Τζελάνι Κομπ, Κοσμήτορας στη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, συγγραφέας και επί μακρόν συνεργάτης του περιοδικού New Yorker, μιλά στο iMEdD για την ακαδημαϊκή ελευθερία στις ΗΠΑ, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Τύπος σήμερα, τη λεγόμενη «κάλυψη του Τραμπ» και το δημόσιο συμφέρον ως διαχρονική αποστολή της δημοσιογραφίας.
Πώς προστατευόμαστε
Η γνώση του νόμου μπορεί να βοηθήσει πολλές περιπτώσεις όταν ετοιμάζεται ένα δύσκολο ρεπορτάζ. «Εάν ζητάς λογοδοσία από κάποιον, τότε, πρώτα απ’ όλα, πρέπει να δίνεις εσύ ο ίδιος το παράδειγμα», σημειώνει η Κουζάρι. «Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να απαιτείς από έναν αστυνομικό να απολυθεί επειδή παραβίασε τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ενώ ο ίδιος ο δημοσιογράφος έχει πιαστεί να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ ή να κάνει κάτι αντίστοιχο. Πιστεύω ότι η συμπεριφορά των δημοσιογράφων, και εκτός της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, γιατί είμαστε όλοι εκτεθειμένοι στο δημόσιο βλέμμα».
Η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δημοσιογράφο και δικηγόρο είναι κάτι ιδιαίτερο. Είναι μια εμπιστοσύνη που χτίζεται με τον καιρό.
Φλουτούρα Κουζάρι, Ανώτερη Νομική Σύμβουλος στο European Centre for Press and Media Freedom (ECPMF)
«Οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι ενημερωμένοι και έξυπνοι όσον αφορά τις νομικές άμυνες που διαθέτουν στη χώρα τους», συμπληρώνει η Φίλιπς. «Να γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι αν γράψουν κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, θα πρέπει να το υπερασπιστούν ως αληθές […]. Η εκπαίδευση των δημοσιογράφων και η κατανόηση των νόμων που μπορεί να στραφούν εναντίον τους είναι βασική».
Αυτός είναι ο λόγος που οι δημοσιογράφοι πρέπει να έχουν εύκολη πρόσβαση στη νομική συμβουλή. Οι δύο νομικές σύμβουλοι προτείνουν τη συζήτηση με δικηγόρους πριν από τη δημοσίευση. Η Κουζάρι σημειώνει: «Η σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε δημοσιογράφο και δικηγόρο είναι κάτι ιδιαίτερο. Είναι μια εμπιστοσύνη που χτίζεται με τον καιρό».
Όμως, υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες η νομική γνώση δεν αρκεί, όπως στις περιπτώσεις νόμου περί «ξένων πρακτόρων». «Είναι σχεδόν αδύνατο να εργαστείς στη χώρα όπου έχεις χαρακτηριστεί ως [«ξένος πράκτορας»]. Γι’ αυτό οι περισσότεροι [δημοσιογράφοι] φεύγουν [εκτός συνόρων]», αναφέρει η Κουζάρι.
Οι δημοσιογράφοι που δέχονται νομικές πιέσεις δεν πρέπει να νιώθουν μόνοι τους. «Τα SLAPP συχνά απομονώνουν τα άτομα και τα αφήνουν να αισθάνονται ευάλωτα. Για αυτό πρέπει να υπάρχει υποστήριξη. Αυτή μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό.», λέει η Φίλιπς. «Υπάρχουν πλέον και πολλές μορφές υποστήριξης: δίκτυα […] που μπορούν να προσφέρουν υποστήριξη σε επίπεδο υπεράσπισης ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, νομική βοήθεια». Τέτοια δίκτυα μπορεί να είναι τα:
- Media Freedom Rapid Response (MFRR)
Η ύπαρξη ενός δικτύου προστασίας μετράει –εντός και εκτός γραφείου. Για την Μπεκμπουλάτοβα, η λύση ήταν να αφήσει τη χώρα της και το μέσο ενημέρωσης που ίδρυσε στη Ρωσία. Στην εξορία της στη Γεωργία, αποφάσισε να ξεκινήσει κάτι νέο, διατηρώντας μια αίθουσα σύνταξης εξ αποστάσεως, με συνεργάτες σε 19 διαφορετικές πόλεις του κόσμου. «Κάνουμε συναντήσεις μέσω Zoom κάθε εβδομάδα, για να παραμένουμε συντονισμένοι, γιατί είναι πολύ εύκολο να χαθεί η συνοχή, όταν δεν βλέπεις τους άλλους κάθε μέρα. Χάνεται κάπως η αίσθηση της κοινότητας και του κοινού στόχου», αναφέρει. «Πολλοί άνθρωποι νιώθουν κατάθλιψη[…]. Η μετανάστευση είναι από μόνη της μια πολύ δύσκολη διαδικασία. […] Κάποιες φορές [οι συνάδελφοι] χάνουν το αίσθημα του σκοπού ή της επιρροής που έχουν, και τότε πρέπει να είσαι σε θέση να τους προσφέρεις ψυχολογική υποστήριξη. Ταυτόχρονα, πρέπει να μπορείς να δουλεύεις αποτελεσματικά και να εξακολουθείς να υπηρετείς το κοινό σου –κάτι που δεν είναι εύκολο».
