Ο πόλεμος κατά του Τύπου στη Λευκορωσία
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε από το Columbia Journalism Review στις 28/1/2025 και αναδημοσιεύτηκε από το iMEdD κατόπιν άδειας. Η αναδημοσίευση απαιτεί άδεια από τον εκδότη.
Υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου: Beata Balogova
Η Beata Balogova, αρχισυντάκτρια του SME, μεγάλου ειδησεογραφικού ιστότοπου στη Σλοβακία, μοιράζεται την εμπειρία αντιμετώπισης ενός κύματος μίσους και απειλών μέσω του διαδικτύου ως αποτέλεσμα του ρεπορτάζ της. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Forum Δημοσιογραφίας 2024 του iMEdD στην Αθήνα από τη φοιτήτρια δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Αγγελική Παπαθεοδώρου, στο πλαίσιο του pop-up newsroom του Forum.
Την περασμένη εβδομάδα, σε ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων στη Λευκορωσία, ένας άνδρας δήλωσε πως δεν παρακολουθούσε τις εξελίξεις της προεκλογικής περιόδου, καθώς ήταν πολύ απασχολημένος. Το σχόλιο αυτό, ωστόσο, δεν προερχόταν από κάποιον απογοητευμένο πολίτη, αλλά από τον ίδιο τον Αλεξάντερ Λουκασένκο, τον ηγέτη της Λευκορωσίας, ο οποίος είχε επισκεφτεί το εργοστάσιο στα πλαίσια της προεκλογικής του εκστρατείας. Ο Λουκασένκο, που κυβερνά τη Λευκορωσία για περισσότερα από 30 χρόνια, διεκδικεί την έβδομη θητεία του, αν και ίσως η λέξη «διεκδικεί» να μην είναι η καταλληλότερη, δεδομένου ότι μιλάμε για τον «τελευταίο δικτάτορα της Ευρώπης», όπως είναι γνωστός (να σημειώσουμε, βέβαια, ότι αυτό εξαρτάται από τον ορισμό που δίνει κανείς στην «Ευρώπη»). Σε κάθε περίπτωση, η αδιαφορία που επέδειξε αποτυπώνει την αίσθηση της αναπόφευκτης νίκης του. Τυπικά, υπήρχαν τέσσερις ακόμα συνυποψήφιοι, αλλά στην πραγματικότητα κανείς τους δεν αντιτάχθηκε στον Λουκασένκο. Ο εξαιρετικός δημοσιογράφος Steve Rosenberg του BBC μίλησε με δύο από αυτούς την περασμένη εβδομάδα, με τον έναν να δηλώνει πως «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» πέρα από τον ίδιο τον Λουκασένκο, και ότι «συμμετέχουμε στις εκλογές ως μέλη της ομάδας του προέδρου». «Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία που οι χώρες κυριεύονται από εκλογικό πυρετό», έγραψε ο Rosenberg το Σαββατοκύριακο. «Οι εκλογές του Ιανουαρίου 2025 στη Λευκορωσία δεν είναι μια τέτοια στιγμή.»
Οι προηγούμενες εκλογές του 2020 ήταν επίσης ένα κακοστημένο θέατρο, αν και εκείνη τη φορά ο εκλογικός πυρετός είχε πράγματι κυριεύσει τη χώρα, κυρίως λόγω αστοχιών στη «σκηνοθεσία». Πριν από εκείνη την εκλογική αναμέτρηση, ο Σεργκέι Τιχανόβσκι, γνωστός YouTuber και επικριτής του Λουκασένκο, είχε εκδηλώσει την πρόθεσή του να βάλει υποψηφιότητα και στη συνέχεια φυλακίστηκε. Επετράπη, ωστόσο, στη γυναίκα του, Σβετλάνα Τιχανόβσκαγια, να τον αντικαταστήσει, προφανώς επειδή το καθεστώς δεν την έβλεπε ως απειλή (ο Λουκασένκο είχε δηλώσει πως μια γυναίκα πρόεδρος «θα κατέρρεε, η καημενούλα»). Παρόλα αυτά, η Τιχανόβσκαγια είχε μεγάλη απήχηση. Όταν τελικά ο Λουκασένκο ανακηρύχθηκε νικητής με 80% επί των ψήφων, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες. Η απάντηση του καθεστώτος ήταν η βίαιη καταστολή.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δημοσιογράφοι ήταν μεταξύ των βασικών στόχων του καθεστώτος: δεκάδες συνελήφθησαν πριν τις εκλογές, ενώ ο αριθμός όσων συνελήφθησαν τους μήνες που ακολούθησαν ανήλθε σε εκατοντάδες, σύμφωνα με την Λευκορωσική Ένωση Δημοσιογράφων (BAJ). Πολλοί από αυτούς ανέφεραν ότι έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού ή δέχθηκαν επιθέσεις από τις δυνάμεις ασφαλείας. (Μία δημοσιογράφος χτυπήθηκε με πλαστική σφαίρα από κοντινή απόσταση και πέρασε σχεδόν σαράντα ημέρες στο νοσοκομείο. Οι αρχές φέρεται να δήλωσαν ότι θα επιβάλουν πρόστιμο στο ειδησεογραφικό πρακτορείο που την απασχολούσε, επειδή δεν ανέφερε άμεσα τον τραυματισμό της εν ώρα εργασίας). Το καθεστώς τα έβαλε επίσης με διαπιστευμένους δημοσιογράφους, επιχείρησε να εκφοβίσει δημοσιογραφικές ενώσεις, απέλασε δύο ρεπόρτερ του Associated Press, και αποκάλεσε το Nexta — ένα αντι-καθεστωτικό κανάλι στο Telegram που είχε συμβάλει στον συντονισμό των διαδηλώσεων και μετέδιδε οπτικό υλικό— ως «εξτρεμιστικό». Παράλληλα, προσπάθησε να εκδώσει στη Λευκορωσία τους Ρόμαν Προτάσεβιτς και Στέπαν Πουτίλο, δύο Λευκορώσους ακτιβιστές και δημοσιογράφους που διαχειρίζονταν το κανάλι από την Πολωνία, όπου είχαν καταφύγει. Το Μάιο του 2021, το καθεστώς προκάλεσε διεθνή κατακραυγή όταν έδωσε εντολή για αναγκαστική προσγείωση αεροπλάνου της Ryanair που πετούσε πάνω από το έδαφός του και εν συνεχεία συνέλαβε τον Προτάσεβιτς και τη σύντροφό του, οι οποίοι επέβαιναν στο αεροσκάφος. Παρά ταύτα, πολλοί από τους συμμετέχοντες του Nexta διατηρούσαν την ελπίδα ότι ο Λουκασένκο θα ανατραπεί κάποια στιγμή. «Έχουμε στοιχηματίσει τα πάντα πάνω σε αυτό», δήλωσε ο Γιάν Ρούντζικ, πρώην συνεργάτης του Nexta και φίλος του Πουτίλο, στον Charles McPhedran, για ένα άρθρο του CJR που δημοσιεύθηκε το φθινόπωρο του 2021. «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για εμάς».
Όπως είχα γράψει τότε, παρά τη βίαιη καταστολή, οι διαμαρτυρίες του 2020 αποτέλεσαν μια στιγμή ελπίδας για τη Λευκορωσία και το τοπίο της πληροφόρησης στη χώρα. Υπήρχε η αίσθηση ότι ο Λουκασένκο έχανε σταδιακά τον έλεγχο της πολιτικής σκηνής, ενώ η κρατική τηλεόραση έχανε έδαφος μπροστά στο Telegram και τα υπόλοιπα κοινωνικά μέσα. Για μια στιγμή, φαινόταν πως η κυριαρχία του στην προεδρία είχε αρχίσει να κλονίζεται. Ωστόσο, πριν προλάβει ο McPhedran να ολοκληρώσει το άρθρο του, η ελπίδα είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει. («Το μέγεθος της κυβερνητικής καταστολής έχει ρίξει το ηθικό της αντιπολίτευσης και των ανεξάρτητων δημοσιογράφων», έγραφε.) Τα χρόνια που ακολούθησαν, η ανεξάρτητη δημοσιογραφία που προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τους πολίτες της Λευκορωσίας συνέχισε να υφίσταται ως έναν βαθμό στη χώρα. Ωστόσο, η κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου– που πλέον επηρεάζεται και από την υποστήριξή της στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, καθώς και από ευρύτερες τάσεις διεθνούς καταστολής – φαίνεται, αν μη τι άλλο, να έχει γίνει ακόμη πιο ζοφερή, χωρίς κανένα δημοκρατικό φως στον ορίζοντα.
Ακόμα και όταν οι διαδηλώσεις κόπασαν ωστόσο, η κυβέρνηση δεν σταμάτησε την καταστολή απέναντι στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Οι δημοσιογράφοι συνέχισαν να μπαίνουν στο στόχαστρο, με συλλήψεις, βαριές ποινές και ολόκληρα μέσα ενημέρωσης να χαρακτηρίζονται «εξτρεμιστικά». Τον Δεκέμβριο του 2022, η Λαρίσα Στσιρακόβα συνελήφθη με την κατηγορία της «δυσφήμισης» της χώρας—κι αυτό, παρότι είχε ήδη ανακοινώσει δημόσια μήνες νωρίτερα ότι εγκαταλείπει τη δημοσιογραφία, και ότι στρέφει το ενδιαφέρον της στη φωτογραφία και την παραδοσιακή λευκορωσική κουλτούρα. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2023, οι Ρούντικ, Πουτίλο και Προτάσεβιτς καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από οκτώ έως είκοσι χρόνια, με βάση μια σειρά από κατηγορίες.
Σε αντίθεση με τους άλλους δύο που δικάστηκαν ερήμην, ο Προτάσεβιτς βρισκόταν στη Λευκορωσία για να εκτίσει την οκταετή ποινή του. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ωστόσο, του δόθηκε προεδρική χάρη. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν απαραίτητα μια νίκη για την ελευθερία του Τύπου. Όπως είχε ήδη επισημάνει ο McPhedran, μετά τη θεαματική σύλληψή του από την πτήση της Ryanair το 2021, το καθεστώς έδωσε στη δημοσιότητα βίντεο όπου ο Προτάσεβιτς—με εμφανή σημάδια κακοποίησης στο πρόσωπο και τους καρπούς του—«ομολογούσε» εγκλήματα και δήλωνε ότι ήθελε να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Μετά τη χάρη που έλαβε το 2023, εμφανίστηκε ξανά σε βίντεο, αυτή τη φορά επαινώντας τον Λουκασένκο με ενθουσιασμό. Όπως σημείωναν τότε οι New York Times, η κρατική προπαγάνδα και η μυστικότητα γύρω από τους πολιτικούς κρατουμένους στη Λευκορωσία καθιστούσαν αδύνατο να γνωρίζει κανείς αν ο Προτάσεβιτς είχε αλλάξει πραγματικά πεποιθήσεις ή αν είχε εξαναγκαστεί. Ωστόσο, για την αντιπολίτευση, η εικόνα ήταν ξεκάθαρη: ο Προτάσεβιτς είχε προδώσει και θέσει σε κίνδυνο πρώην συναδέλφους του. «Σας παρακαλώ, μην τον παρουσιάζετε ως αγωνιστή της ελευθερίας», δήλωσε χαρακτηριστικά άνθρωπος από τους κόλπους της αντιπολίτευσης στους Times. «Είναι μια σκοτεινή φιγούρα σε όλη αυτή την ιστορία.» Πέρσι, σε συνέντευξή του με Ρωσίδα δημοσιογράφο, ο Προτάσεβιτς αρνήθηκε ότι είχε εκθέσει τους συνεργάτες του, ενώ άφησε αιχμές κατά όσων «εξυμνούν τη ρομαντική αντίσταση», λέγοντας ότι, στην πραγματικότητα, είχαν επιλέξει τον εύκολο δρόμο της εξορίας. Κατά την άποψή του, η άρνηση συνεργασίας με το καθεστώς δεν θα του προσέφερε τίποτα περισσότερο από «ένα λεπτό δόξας» στα «αντιπολιτευόμενα μέσα» και, στη καλύτερη περίπτωση, «θα δίνονταν το όνομά του στο σοκάκι μιας μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκής πόλης». Σήμερα, όπως λέγεται, εργάζεται ως συγκολλητής.
Πολλοί ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι έχουν πράγματι φύγει από τη χώρα—σύμφωνα με τη BAJ, εκατοντάδες εξορίστηκαν μετά την καταστολή του 2020. Η ζωή στην εξορία, όμως, δεν ήταν εύκολη. Αρκετοί βρήκαν αρχικά καταφύγιο στην Ουκρανία, προτού η Ρωσία εξαπολύσει τη γενικευμένη εισβολή της το 2022—με τη Λευκορωσία να στηρίζει την επιχείρηση, επιτρέποντας τη διέλευση ρωσικών στρατευμάτων από το έδαφός της. Μετά την εισβολή η Ουκρανία επέβαλε κυρώσεις σε πολίτες και των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένων εξόριστων Λευκορώσων δημοσιογράφων. Παρά τον κίνδυνο, τουλάχιστον ένας δημοσιογράφος δήλωσε στους Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα ότι προτιμούσε να παραμείνει στην Ουκρανία, καθώς αισθανόταν πιο ασφαλής εκεί παρά στη Λευκορωσία. Άλλοι, ωστόσο, που είχαν βρεθεί αρχικά στην Ουκρανία, μετακινήθηκαν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά τους αυστηρότερους περιορισμούς στις βίζες για Λευκορώσους. Ακόμα και εκεί, όμως, δεν ήταν απόλυτα ασφαλείς. Πέρσι, μια έρευνα που συντάχθηκε από έναν συνασπισμό ερευνητικών ομάδων αποκάλυψε ότι τουλάχιστον τρία μέλη της λευκορωσικής κοινωνίας των πολιτών—μεταξύ αυτών και ο αρχισυντάκτης ενός ανεξάρτητου ειδησεογραφικού ιστότοπου—είχαν πέσει θύματα παρακολούθησης με το ισραηλινό λογισμικό κατασκοπείας Pegasus μεταξύ 2021 και 2023, ενώσω βρίσκονταν στη Λιθουανία ή την Πολωνία. Το Pegasus χρησιμοποιείται από κρατικούς φορείς, αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Λευκορωσία ή η Ρωσία έχουν πρόσβαση σε αυτό. Δεν είναι σαφές ποιος ήταν υπεύθυνος.
Η ελευθερία του Τύπου στην Ευρώπη: προκλήσεις, παρεμβάσεις και προοπτικές
Γιατί ανησυχούν για την ελευθερία του Τύπου οι Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι; Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν; Η Αγάπη Παχατουρίδου, δευτεροετής φοιτήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κατέγραψε τα σημεία-κλειδιά στο πάνελ που άνοιξε το Διεθνές Φόρουμ Δημοσιογραφίας 2024 του iMEdD.
Ενώ ορισμένοι εξόριστοι δημοσιογράφοι εγκατέλειψαν το επάγγελμα, άλλοι συνέχισαν να κάνουν ρεπορτάζ. Μέχρι ενός σημείου, η δημοσιογραφία –ή αντίστοιχες δραστηριότητες- συνεχίστηκαν και στο εσωτερικό της χώρας. Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, για παράδειγμα, δημιουργήθηκε μια ομάδα στο Telegram που χρησιμοποίησε πληροφορίες ανοικτού κώδικα και αναφορές πολιτών για την παρακολούθηση των κινήσεων των ρωσικών στρατευμάτων στο έδαφος της Λευκορωσίας. Οι Λευκορώσοι έστελναν αναφορές «μαζικά, και η στρατιωτική διοίκηση της Ουκρανίας βασίστηκε στα δεδομένα επειδή ήταν αξιόπιστα», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της BAJ στη Voice of America. (Ωστόσο, όταν το καθεστώς χαρακτήρισε την ομάδα «εξτρεμιστική» και φυλάκισε τουλάχιστον έναν από τους συμμετέχοντες, η παροχή πληροφοριών έγινε πολύ πιο επικίνδυνη.) Παρόλα αυτά, ο Λουκασένκο εξακολουθεί να ελέγχει απόλυτα τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης και συνεχίζει μέχρι σήμερα να καταπνίγει κάθε διαφωνούντα. Το περασμένο καλοκαίρι, έδωσε χάρη σε ορισμένους πολιτικούς κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων και λίγων δημοσιογράφων, πιθανώς σε μια προσπάθεια να βελτιώσει το προφίλ του προεκλογικά, ωστόσο, την ίδια στιγμή, άλλοι συνελήφθησαν ή/και καταδικάστηκαν. Σύμφωνα με απογραφή στις φυλακές που διεξήγαγε η Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων, την 1η Δεκεμβρίου του 2023, τουλάχιστον 31 δημοσιογράφοι βρίσκονταν φυλακισμένοι στη Λευκορωσία—ο μεγαλύτερος αριθμός στην Ευρώπη (που μάλιστα ξεπερνά ακόμα και τη Ρωσία). Δύο εβδομάδες αργότερα, το καθεστώς συνέλαβε άλλους επτά δημοσιογράφους από το ίδιο μέσο, στα πλαίσια «κλιμάκωσης των καταστολών», όπως χαρακτηριστικά είπε η BAJ. Η οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων Viasna, περιέγραψε το 2024 ως «την πιο σκοτεινή χρονιά, με την εντονότερη καταστολή» για τα ΜΜΕ της Λευκορωσίας.
Πέρσι, η φυλάκιση δημοσιογράφων στη Ρωσία βρέθηκε στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας, όταν δύο από αυτούς—ο Αμερικανός Evan Gershkovich, δημοσιογράφος της Wall Street Journal, και η Alsu Kurmasheva, εργαζόμενη στον χρηματοδοτούμενο από τις ΗΠΑ ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό Radio Free Europe/Radio Liberty—απελευθερώθηκαν στο πλαίσιο της μεγαλύτερης ανταλλαγής κρατουμένων με τη Δύση από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η Λευκορωσία φάνηκε να συμμετέχει στην ανταλλαγή, αφήνοντας ελεύθερο έναν Γερμανό πολίτη που κρατούσε. Ωστόσο, κανένας πολιτικός κρατούμενος ή δημοσιογράφος από τη χώρα δεν συμπεριλήφθηκε στη συμφωνία. Μεταξύ πολλών άλλων, αυτό σήμαινε ότι δύο δημοσιογράφοι του RFE/RL, ο Ihar Losik και ο Andrey Kuznechyk, θα παρέμεναν στη φυλακή . Παρότι εργάζονταν για ένα μέσο χρηματοδοτούμενο από Αμερικανούς φορολογούμενους, η κράτησή τους πέρασε σχεδόν απαρατήρητη στη Δύση—πιθανότατα επειδή, όπως μου είπε τότε ένας εκπρόσωπος του RFE/RL, δεν είναι Αμερικανοί πολίτες. Γενικότερα, η εξόριστη αντιπολίτευση της Λευκορωσίας—με επικεφαλής τη Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια, η οποία κατέφυγε στη Λιθουανία αμέσως μετά τις εκλογές του 2020, έχει δεχθεί επικρίσεις για τον γεγονός ότι δεν έθεσε την απελευθέρωση των κρατουμένων ως προτεραιότητα στις διπλωματικές επαφές της με τη Δύση, αν και η Τιχανόφσκαγια το αρνείται. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, η πραγματικότητα είναι πως, όπως έγραψαν οι Times, η Λευκορωσία στη Δύση αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα «εκκεντρικό ρωσικό κράτος-μαριονέτα», το οποίο «παρά τη συνεχιζόμενη πολιτική καταστολή, δεν προσελκύει ιδιαίτερη προσοχή από μόνο του».
Καθώς πλησίαζαν οι φετινές εκλογές, τα μέσα προπαγάνδας στη Λευκορωσία τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ του Λουκασένκο. Νωρίτερα αυτό τον μήνα, η κρατική τηλεόραση πρόβαλε μια σειρά από «συνεντεύξεις», όπως τις αποκάλεσε, με τους Losik, Kuznechyk και Ihar Karney, έναν ακόμα δημοσιογράφο που έχει συνεργαστεί με το RFE/RL, με σκοπό να παρουσιάσει το κανάλι ως εξτρεμιστικό και ως υποκινητή ανατροπής του καθεστώτος. (Οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα παρέπεμψαν στη συγκεκριμένη εκπομπή κατά την υποβολή καταγγελίας στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, με την οποία κατηγόρησαν τον Λουκασένκο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας). Την Κυριακή ο Λουκασένκο ψήφισε σε ένα εκλογικό κέντρο και στη συνέχεια παραχώρησε μια έκτακτη τετράωρη τηλεοπτική συνέντευξη Τύπου σε διπλανή αίθουσα. Ο Rosenberg, του BBC, τον ρώτησε ευθέως για τη φυλάκιση και την εξορία των πολιτικών του αντιπάλων. «Κάποιοι είναι στη φυλακή και κάποιοι στην εξορία», παραδέχθηκε ο Λουκασένκο, «αλλά εσύ είσαι εδώ», ενώ πρόσθεσε ότι «η φυλακή είναι για ανθρώπους που έχουν ανοίξει το στόμα τους διάπλατα». Όταν ο Rosenberg χαρακτήρισε τις εκλογές «παράξενες», ο Λουκασένκο απάντησε: «Steve, αυτή είναι μια πολύ νέα εμπειρία για σένα». Οι παρευρισκόμενοι δημοσιογράφοι, κυρίως από φιλοκυβερνητικά μέσα, ξέσπασαν σε γέλια και χειροκροτήματα.
Στις 27 Ιανουαρίου, ο Λουκασένκο ανακηρύχθηκε νικητής των εκλογών, με το 87% των ψήφων, αυτή τη φορά και χωρίς μαζικές διαμαρτυρίες. Η Τικανόφσκαγια ηγήθηκε μιας πορείας στη Βαρσοβία, όμως, όπως παραδέχτηκε ένας από τους συμβούλους της στο Politico, στο εσωτερικό της χώρας «δεν υπάρχει πλέον η ίδια διάθεση για αντίδραση» καθώς «οι άνθρωποι αισθάνονται ότι το κόστος της διαμαρτυρίας αυξάνεται, ενώ τα οφέλη μειώνονται. Δεν πιστεύουν ότι αυτή τη στιγμή η ψήφος τους ή οι πράξεις τους μπορούν να αλλάξουν κάτι». Τις εβδομάδες μετά τις εκλογές του 2020, ο Λουκασένκο επισκέφθηκε ένα εργοστάσιο τρακτέρ και αποδοκιμάστηκε έντονα από τους εργαζόμενους. Όταν επισκέφθηκε πρόσφατα ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων, σύμφωνα με τον Rosenberg, οι εργάτες του πρόσφεραν ένα τσεκούρι, το οποίο εκείνος υποσχέθηκε ότι θα δοκιμάσει.