Από την Κέλλυ Κική, Project Manager iMEdD Lab, Δημοσιογράφος δεδομένων
Με μια απλή αναζήτηση στη Google, με τον όρο «data journalism», βρίσκει κανείς εύκολα τις βασικές –ευρέως αναπαραγόμενες– πληροφορίες για τη δημοσιογραφία δεδομένων και τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τη δημοσιογραφία εν γένει: ότι είναι ο τομέας εκείνος που, με πρώτη ύλη τα ποσοτικά στοιχεία ή τα ποσοτικοποιημένα δεδομένα, παράγει και διανέμει την πληροφορία στην ψηφιακή εποχή μας · ότι τα έργα της εκπορεύονται από το σημείο τομής τής δημοσιογραφίας με την ανάλυση δεδομένων · ότι πρόκειται για τη δημιουργική συνάντηση της δημοσιογραφίας με τη στατιστική, την επιστήμη των υπολογιστών και το design · ότι συνεπάγεται την οπτικοποίηση των δεδομένων, που εν τέλει είτε αποτελεί την ίδια τη δημοσιογραφική αφήγηση είτε την ενισχύει · και, βέβαια, ότι είναι η μεγάλη επιστροφή στο γεγονός, στα περίφημα «facts».
Αυτές οι περιγραφές, εκτός από την τελευταία, αναφέρονται περισσότερο στα νεότερα εργαλεία και στα μέσα, στις τεχνικές και στα φορμάτ που χρησιμοποιεί η δημοσιογραφία δεδομένων ή στις πρόσθετες δεξιότητες και στις διατομεακές συνεργασίες που χρειάζονται για την παραγωγή των θεμάτων. Δεν είναι, όμως, σκόπιμο να εξακολουθούμε να στεκόμαστε σε όσα χαρακτηριστικά γνωρίσματα προωθούν τη ριζωμένη άποψη περί νέας δημοσιογραφίας –η δημοσιογραφία δεδομένων «δεν είναι πια ένας “νέος” τρόπος να κάνεις δημοσιογραφία, τα δεδομένα ως news ήρθαν για να μείνουν», κατέληγε η Pamela Duncan, η οποία διατελεί αρχισυντάκτρια της ομάδας δημοσιογράφων δεδομένων στον Guardian, σε πρόσφατο κείμενό της με τίτλο “Αριθμοί με τους οποίους λες ιστορίες”: μια δεκαετία δημοσιογραφίας δεδομένων στον Guardian (“Numbers you can tell stories with”: a decade of Guardian data journalism), που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο 2021.
Μιλώντας για την προστιθέμενη αξία των δεδομένων στη δημοσιογραφία, αξίζει περισσότερο να επιμένουμε στη λεγόμενη επιστροφή στο γεγονός –όχι επειδή το συγκεκριμένο είδος δεν μπορεί να αποτελέσει και δημοσιογραφία γνώμης, ούτε επειδή τα δεδομένα δεν φέρουν υποκειμενισμό (ή, δυστυχώς, προκαταλήψεις).
Ο λόγος είναι ότι η αφοσίωση στα «facts» συχνά προϋποθέτει την ανακάλυψη της πληροφορίας η οποία στην ψηφιακή και διασυνδεδεμένη ζωή μας μπορεί να είναι διαθέσιμη αλλά απροσπέλαστη: όσο οι πληροφορίες βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση της απρόσιτης διαθεσιμότητας, τόσο το γεγονός παραμένει αφώτιστο, ως μη γενόμενο.
Αντίθετα, όταν κάποιος ανακαλύψει, συνθέσει, οργανώσει και αναλύσει αυτές τις πληροφορίες, γεννάται το γεγονός το οποίο δύναται και να μεταδοθεί και να τεκμηριωθεί.
Ένα παράδειγμα δημοσιογραφικού έργου με τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι η διαδικτυακή εφαρμογή που δημιουργήσαμε στο iMEdD Lab για τους πλειστηριασμούς στην Ελλάδα από το 2018 και εφεξής: μελετήσαμε διαδικτυακά διαθέσιμες πληροφορίες για δεκάδες χιλιάδες ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς στη χώρα, οργανώσαμε και δομήσαμε τα στοιχεία σε μηχαναγνώσιμη μορφή και, στη συνέχεια, θέσαμε ερωτήσεις στα δεδομένα μας (δηλαδή, τα αναλύσαμε), ώστε να πάρουμε απαντήσεις που συγκροτούν το γεγονός και οι οποίες παρουσιάζονται στην εφαρμογή –ποια είναι η εξέλιξη των πλειστηριασμών στον χρόνο, ποια είναι η κατανομή τους ανά είδος περιουσίας που αυτοί αφορούν, ποια είναι η γεωγραφική κατανομή των ακινήτων που εκπλειστηριάζονται, ποιοι είναι οι κορυφαίοι επισπεύδοντες κλπ.
Η δημιουργία και η συντήρηση της εφαρμογής με τα νεότερα στοιχεία σε τακτική βάση σκοπό έχουν την ενημέρωση των πολιτών αλλά και τη διευκόλυνση της δημοσιογραφικής και ευρύτερα ερευνητικής κοινότητας στην κάλυψη αυτού του σημαντικού κοινωνικού ζητήματος. Όπως σε κάθε έρευνα, υπάρχουν προκλήσεις και περιορισμοί που μπορεί να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της μεθοδολογίας εργασίας. Όπως συμβαίνει πάντα με τα γεγονότα, η μετάδοσή τους μπορεί να γεννήσει νέα ερωτήματα. Για παράδειγμα, ποιοι είναι οι λόγοι που μια τράπεζα έχει επισπεύσει περισσότερους πλειστηριασμούς από μια άλλη; Ή, γιατί οι περισσότερες κατοικίες έχουν πλειστηριαστεί, αναλογικά, στον τάδε δήμο και όχι στον δείνα;
Όταν κανείς θέτει ερωτήσεις στα δεδομένα, λαμβάνει απαντήσεις οι οποίες, με τη σειρά τους, μπορεί να προσφέρουν την ευκαιρία για να γεννηθούν νέα ερωτήματα προς διερεύνηση από την κοινότητα.
Άλλωστε, μια τέτοια διαδοχή συνάδει απόλυτα με τη λογική της επαναχρησιμοποίησης ενός έργου για την οικοδόμηση ενός νέου, που φέρει η άδεια χρήσης Creative Commons από την οποία διέπεται και η συγκεκριμένη εφαρμογή.
Η ανακάλυψη της πληροφορίας αποκτά πολλαπλασιαστική αξία, όταν κανείς τη διαμοιράζεται και όταν αυτή η πληροφορία χρησιμοποιείται για την αναζήτηση μιας νέας.