Τα καινοφανή στοιχεία στο εκλογικό τοπίο της Μεταπολίτευσης, η στρατηγική ατζέντας της Νέας Δημοκρατίας, η περιορισμένη προεκλογική πόλωση και το μετεκλογικό δίπολο. Γράφει η Επίκουρη Καθηγήτρια Φανή Κουντούρη*.
Το πρώτο σημείο που θα υπογραμμίσουμε είναι ο ίδιος ο εκλογικός σεισμός, ο οποίος κλείνει τον ιστορικό κύκλο που ξεκίνησε με έναν άλλο διπλό εκλογικό σεισμό, εκείνο του 2012. Οι εκλογές του 2023 εγγράφουν στο εκλογικό τοπίο της Μεταπολίτευσης (ειδικά μετά τις εκλογές του 1981) ορισμένα καινοφανή στοιχεία, όπως το ποσοστό της αποχής, την οκτακομματική Βουλή, το διψήφιο ποσοστό αντισυστημικών/ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή, τη μεγάλη απόσταση μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, την εκ νέου κατάρρευση του δικομματισμού υπέρ ενός κυρίαρχου κόμματος, την πληθυντική και ασύντακτη αντιπολίτευση, και τη θεσμικά και εκλογικά αποδυναμωμένη αντιπολίτευση.
Το δεύτερο σημείο αφορά τη στρατηγική ατζέντας της Νέας Δημοκρατίας. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που προκύπτουν από την ανάλυση του iMEdD Lab, οι ομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη εγγράφονται στο θετικό φάσμα και ήταν σε υψηλότατο ποσοστό (85%) αφιερωμένες στην προβολή της προγραμματικής ατζέντας του κόμματος. Αυτή τη διαπίστωση πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ως το αποτέλεσμα της τετραετούς στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας, η οποία κατάφερε να χαράξει το γήπεδο μέσα στο οποίο παίζεται το πολιτικό παιχνίδι. Η Νέα Δημοκρατία έκανε «agenda setting» (επιβολή και διατήρηση της ατζέντας) σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας και πέτυχε, λόγω και του φιλικού μιντιακού περιβάλλοντος, να θέσει την ατζέντα και την πολιτικά ωφέλιμη ερμηνεία των προβλημάτων, κατακτώντας παράλληλα τη θεματική ιδιοκτησία των προβλημάτων.
Η ατζέντα στην οποία επένδυσε η Νέα Δημοκρατία ήταν η μεταρρυθμιστική και εκείνη της τάξης και ασφάλειας. H ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αποκτήσει ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα και συνοδευόταν από πληροφοριακό θόρυβο.
Αυτό το σχήμα εμπεδώθηκε στις διπλές εκλογές του 2023, όπου η Νέα Δημοκρατία κατοχυρώθηκε ως η πλέον αρμόδια, ικανή και αποτελεσματική δύναμη να διαχειριστεί μια σειρά πολιτικών προβλημάτων, όπως η ανάπτυξη, η άμυνα, το μεταναστευτικό, η οικονομία. Η ατζέντα στην οποία επένδυσε η Νέα Δημοκρατία ήταν η μεταρρυθμιστική ατζέντα, με στόχο την προσέγγιση του χώρου του Κέντρου, και η ατζέντα της τάξης και ασφάλειας, με στόχο την ανάδειξη θεμάτων όπως το άσυλο, η πανεπιστημιακή αστυνομία, οι πορείες, τα Εξάρχεια, το μεταναστευτικό-προσφυγικό αλλά και την ενεργοποίηση συντηρητικών και φοβικών αντανακλαστικών συντηρητικών εκλογικών στρωμάτων της κοινωνίας. Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία επαναπλαισίωσε τα προβληματικά πεδία και τις κρίσεις μέσα από ένα εννοιολογικό δίπτυχο όπου τα προβλήματα ερμηνεύονται ως εξωτερικές απειλές (πανδημία, ενεργειακή κρίση) εξατομικευμένης ευθύνης (φταίνε οι νέοι, οι ανεμβολίαστοι, οι διακινητές, ο μοιραίος σταθμάρχης).
Το τρίτο σημείο σχετίζεται με τη διαπίστωση του iMEdD Lab αναφορικά με τη μείωση της πόλωσης. Είναι, πράγματι, ενδιαφέρον ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στους λόγους του δεν επέμεινε στην πόλωση κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ωστόσο, η στρατηγική της πόλωσης εφαρμόστηκε στη διάρκεια της τετραετούς διακυβέρνησης ως μία στρατηγική στιγματισμού του αντιπάλου και ηθικής απαξίωσής του. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ορατή στα ΜΜΕ, μη προγραμματική ατζέντα, η οποία καλλιεργεί μια συναισθηματική, και όχι ιδεολογική, πόλωση που δεν εγγράφεται τόσο στην αντιπαράθεση Αριστεράς-Δεξιάς αλλά σε μια ταυτοτική διαφοροποίηση.
Το τέταρτο σημείο αφορά τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως προκύπτει και από την ανάλυση του iMEdD Lab (σύμφωνα με την οποία, το 50% του προεκλογικού λόγου του Αλέξη Τσίπρα είναι προγραμματικό), η προεκλογική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά των πρώτων εκλογών, ήταν λιγότερο προγραμματική, περισσότερο πολωτική με όρους της προηγούμενης δεκαετίας (αξιοποίηση συναισθημάτων οργής και αγανάκτησης) και κριτικής στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη (και όχι στη Νέα Δημοκρατία), ενώ η εκστρατεία ενεργοποίησε το στοιχείο του φόβου απέναντι στη διακυβέρνηση της Νέα Δημοκρατίας (συναίσθημα με το οποίο οι εκλογείς δεν θέλουν να ταυτίζονται ειδικά σε εκλογικές περιόδους). H ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αποκτήσει ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα και αιχμές, και συνοδευόταν από πληροφοριακό θόρυβο, ο οποίος κατέληξε σε σημασιολογικό θόρυβο.
Το τελευταίο σημείο αφορά το μετεκλογικό τοπίο και την αντιπαράθεση που θα προκύψει μεταξύ του διπόλου κοινωνικός φιλελευθερισμός/κοινωνικό Κράτος, από τη μία, και αυταρχικός/εθνικιστικός πολιτικός χώρος, από την άλλη. Ενώ σε περιόδους κανονικότητας η πολιτική τοποθέτηση κινείται προς το Κέντρο, θα αυξηθούν οι πιέσεις στην ατζέντα από τα άκρα τόσο προς τη Νέα Δημοκρατία όσο και προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
*Η Φανή Κουντούρη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Τα άρθρα γνώμης και σχολιασμού που δημοσιεύονται στο iMEdD Lab αντιπροσωπεύουν τους/τις συγγραφείς τους και δεν απηχούν απαραιτήτως τις απόψεις του iMEdD. Oι συγγραφείς εκφράζονται ελεύθερα, χωρίς καθοδήγηση ή παρεμβάσεις.