Θεματα

Πυρκαγιές, πλημμύρες και ξηρό έδαφος: Το φαινόμενο της ξηρασίας στην Ελλάδα

Μεθοδολογία LAB

Οι περίοδοι ξηρασίας στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί τα τελευταία 30 χρόνια, προμηνύοντας προβλήματα στις καλλιέργειες, περισσότερες πλημμύρες και πυρκαγιές. 

Οι φετινές χειμερινές βροχές πρασίνισαν το νησί των ανέμων. Οι κάτοικοι της Τήνου είδαν το νησί τους να ανθίζει την άνοιξη, εικόνα που σπανίζει. Όμως, ο καλοκαιρινός ήλιος, που καίει τα πάντα, μοιάζει να ταΐζει την πέτρα. Οι καλλιέργειες του Πέτρου Σαβάρη βρίσκονται στον Κάμπο. Ό,τι καλλιεργεί ακολουθεί τον κύκλο των εποχών –αγκινάρες τον χειμώνα, ντομάτες και κολοκυθάκια το καλοκαίρι. Το νησί, όμως, γίνεται όλο και πιο ξηρό κάθε χρόνο και οι γεωργοί γίνονται λιγότεροι. Ο Πέτρος έχει μάθει να τα βγάζει πέρα τις «στεγνές» χρονιές, εναλλάσσοντας επαγγέλματα και εκμεταλλευόμενος όσα το νησί των Κυκλάδων έχει σε αφθονία. Από αγρότης γίνεται «πετράς», δηλαδή χτίστης που ακολουθεί την παραδοσιακή τηνιακή μέθοδο με βάση την πέτρα.

Θυμάται τη μεγάλη ξηρασία που είχε πλήξει την Ελλάδα το 1989. «Τώρα είναι κάπως καλύτερα. Τότε, δεν είχε ούτε χόρτα ούτε βλάστηση στην Τήνο. Φέτος έβρεξε, τουλάχιστον για τα χόρτα». Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από τότε και η χώρα έχει έρθει αντιμέτωπη με ξηρασίες παρόμοιας έκτασης άλλες δύο φορές: το 1999 και το 2007. Ο Πέτρος ανησυχεί, καθώς φέτος είναι ο δεύτερος χρόνος με λίγες βροχές, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τις καλλιέργειές του. Παρόλο που τον Ιούνιο έβρεξε, δεν ήταν αρκετό για να αντισταθμίσει τις ξηρές περιόδους των προηγούμενων μηνών.

Η ξηρασία είναι μια περίοδος ανεπαρκών βροχοπτώσεων, με διάρκεια αρκετή ώστε να προκαλέσει προβλήματα στα αποθέματα νερού και λειψυδρία. Σύμφωνα με τον δείκτη Standardized Precipitation and Evapotranspiration Index (SPEI), ο οποίος αναδεικνύει την ξηρασία βάσει δεδομένων βροχόπτωσης και φυτικής εξατμισοδιαπνοής (δηλαδή, του τρόπου με τον οποίο τα φυτά απελευθερώνουν νερό από το έδαφος στην ατμόσφαιρα), οι Κυκλάδες αντιμετωπίζουν πολλαπλά γεγονότα ξηρασίας. Η συχνότητα είναι μεγαλύτερη μετά το 2010.

Η ξηρασία αποτελεί πολυπαραγοντικό φαινόμενο το οποίο εμφανίζεται και εξαφανίζεται αργά, ενώ οι συνέπειές της δεν γίνονται άμεσα εμφανείς, αλλά μπορούν να είναι ζημιογόνες. Είναι τα χαρακτηριστικά αυτά που την καθιστούν έναν περιβαλλοντικό κίνδυνο, εξαιρετικά δυσνόητο, τόσο για την επιστημονική κοινότητα, όσο και για τους αρμόδιους πολιτικούς.  

Μια περίοδος ασυνήθιστα ξηρού καιρού

Ο Δημήτρης Τίγκας, διδάκτορας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με εξειδίκευση σε θέματα διαχείρισης υδατικών πόρων και ξηρασίας, παρατηρεί πως στην Ελλάδα διανύουμε μια περίοδο εκτεταμένης ανομβρίας, που απαιτεί διαρκή παρακολούθηση. ΄Οταν οι περίοδοι μειωμένης βροχόπτωσης είναι εκτεταμένες και συνδυάζονται με υψηλές θερμοκρασίες, μπορεί να οδηγήσουν στο ακραίο φαινόμενο της ξηρασίας.

Η κατάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η στάθμη του Ρήνου στη Γερμανία δεν ξεπερνά το 1,5 μέτρο, τον Λίγηρα στη Γαλλία μπορεί πλέον κανείς να τον διασχίσει με τα πόδια, ενώ τα νερά του Δούναβη υποχωρούν και αποκαλύπτουν ναυάγια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ποταμός Πο βρίσκεται πια 3,3 μέτρα χαμηλότερα από το συνηθισμένο, πιέζοντας την αγροτική παραγωγή της Ιταλίας, ενώ τα αποθέματα νερού στη Γαλλία και στην Καταλονία σταδιακά λιγοστεύουν. Το 2022, οι μετεωρολόγοι εκτίμησαν πως η Γηραιά Ήπειρος κινδυνεύει να εισέλθει στη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 500 ετών.

Το κλίμα της Ελλάδας είχε πάντα ιδιαίτερα μεσογειακά χαρακτηριστικά, διαφέροντας από το ξηρότερο αφρικανικό ή το υγρό κλίμα των χωρών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Τίγκας. Από την Ελλάδα απουσιάζουν οι μεγάλες λίμνες και ποτάμια όπως αυτά που διασχίζουν ολόκληρη την Ευρώπη. Συνεπώς, το διαθέσιμο για χρήση νερό είναι περιορισμένο. Στην έκθεση των Ηνωμένων Εθνών περιγράφεται ότι «το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας είναι είτε ημίξηρο είτε υπo-υγρό, σύμφωνα με την κλίμακα ξηρότητας της UNESCO. Μόνο οι περιοχές δυτικά της Πίνδου ταξινομούνται ως υγρές, ενώ η νοτιοανατολική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης, είναι οι ξηρότερες περιοχές της χώρας».

Αναλύσαμε τα στοιχεία του SPEI Global Drought Monitor, μιας βάσης δεδομένων για την εξέλιξη του δείκτη SPEI, από το 1950 έως σήμερα. Παρατηρούμε πως, από το 1990 και έπειτα, στην Ελλάδα καταγράφονται τουλάχιστον έξι περίοδοι ξηρασίας, ενώ ταυτόχρονα οι υγρές περίοδοι είναι μικρότερες σε διάρκεια και με χαμηλότερες τιμές.

Οι ερευνητές συνήθως διακρίνουν την ξηρασία σε τέσσερις τύπους, οι οποίοι σχετίζονται με τα διαφορετικά στάδια και τις συνέπειες που προκαλεί. Η μετεωρολογική ξηρασία είναι το πρώτο στάδιο και αφορά κυρίως την απουσία βροχόπτωσης. Ακολουθεί η υδρολογική ξηρασία, που συνδέεται με τις επιπτώσεις της έλλειψης βροχοπτώσεων στην επιφανειακή ή υπόγεια διαθεσιμότητα νερού. Έπειτα, η γεωργική ξηρασία συνδυάζεται με τη μετεωρολογική και την υδρολογική. Αφορά στις επιπτώσεις του φαινομένου στις καλλιέργειες, οι οποίες μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο ευπαθείς ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του καλλιεργήσιμου είδους. Αυτά έρχονται σε συνάρτηση με τις συνθήκες κάθε περιοχής. Η κοινωνικοπολιτική ξηρασία είναι το τελευταίο στάδιο, στο οποίο έχει προκληθεί σημαντική λειψυδρία, επηρεάζοντας πολλούς τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας.

Ο κίνδυνος ερημοποίησης

Τον Ιούλιο του 2023, ξέσπουν πυρκαγιές στη Δυτική Αττική, τη Ρόδο και τη Λακωνία. Οι υψηλές θερμοκρασίες των τελευταίων ημερών και η μειωμένη βροχόπτωση στις περιοχές θεωρούνται οι βασικότερες αιτίες. «Όλα είναι σε έναν κύκλο, που αρχίζει να περιστρέφεται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα» αναφέρει σε συνέντευξή του ο Ευθύμης Λέκκας, Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αναφέρει, επίσης, πως με αυτούς τους ρυθμούς, και χάνοντας τόσα δάση, «το φυσικό περιβάλλον δεν θα μπορεί να υποστηρίξει καμία φυσική διαδικασία».

Μία από τις πιο καταστροφικές συνέπειες της ξηρασίας για το περιβάλλον είναι οι δασικές πυρκαγιές. Η Νίκη Ευελπίδου, επίσης Καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μας εξηγεί πως η παρατεταμένη ξηρασία οδηγεί σε πιο εύφλεκτα δάση, πράγμα που συνετέλεσε και στις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου του 2021, με σημαντικότερη αυτή στη Βόρεια Εύβοια.

Καμμένο δάσος στης Αρχαία Ολυμπία. Το έδαφος είναι γκρίζο και καλυμμένο με στάχτη. Τα δέντρα έχουν καεί ολοσχερώς και έχουν μείνει μόνο οι μαύροι κορμοί.
Καμμένη έκταση δάσους από την πυρκαγιά στην Αρχαία Ολυμπία, Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021. Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Ορέστης Παναγιώτου.

Τις τελευταίες δεκαετίες, σε περιοχές της Ελλάδας, όπως η Αττική, η Πελοπόννησος, η Κρήτη και η –κατά κανόνα– υγρή Ήπειρος, αυξάνονται οι περίοδοι ξηρασίας που καταγράφονται. Κάποιες περιοχές μπορεί να έχουν παρεμφερή αριθμό βροχοπτώσεων, αλλά ο τύπος βροχής να μην είναι κατάλληλος για τις ανάγκες του εδάφους. Ο Δημήτρης Τίγκας επισημαίνει πως υπάρχει διαφορά μεταξύ της βροχόπτωσης που είναι έντονη, με μεγάλες ποσότητες νερού σε σύντομο χρονικό διάστημα, και της «ποτιστικής» η οποία μπορεί να συμβάλει θετικά στην γεωργία.

Η αύξηση της επιφανειακής απορροής οδηγεί και σε έντονη διάβρωση, όπως σημειώνει η Nίκη Ευελπίδου. Η διάβρωση, παρότι δεν θέτει άμεσα σε κίνδυνο τη ζωή του ανθρώπου όπως άλλες φυσικές καταστροφές, οδηγεί και αυτή με τη σειρά της στην ερημοποίηση μιας περιοχής. Το έδαφος που χάνεται, χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα για να αποκατασταθεί. Χωρίς έδαφος, η βλάστηση μειώνεται και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί σε ολοένα και πιο ερημικά περιβάλλοντα.

Πλυμμηρισμένος δρόμος μετά την βροχή στη Μάνδρα το 2017, φαίνεται το λασπωμένο νερό να ρέει σε ένα χώρο έργων
Καταστροφές στη Μάνδρα Αττικής μετά τις καταρρακτώδεις βροχές από τα έντονα καιρικά φαινόμενα, Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017. Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Βασίλης Ψωμάς.

Η ερημοποίηση είναι ένα φαινόμενο που ενισχύεται από τις συνθήκες που δημιουργεί η ξηρασία. Φυσικές διεργασίες, όπως η διάβρωση, ευνοούν την απομάκρυνση του γόνιμου τμήματος του εδάφους. Το τμήμα που παραμένει έχει μειωμένη γονιμότητα, επηρεάζοντας αρνητικά την αγροτική παραγωγή. Στην ερημοποίηση, βέβαια, συμβάλλουν σημαντικά και οι ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως λανθασμένες καλλιεργητικές πρακτικές και η υπερβόσκηση.

Τον Ιούλιο του 2023 παγκοσμίως είδαμε τις υψηλότερες θερμοκρασίες που έχουν καταγραφεί στην ιστορία της γης. Η έκθεση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (World Meteorological Organization, WMO) για την κατάσταση του κλίματος στην Ευρώπη του 2022 αναφέρει πως, τη συγκεκριμένη χρονιά, «ο πλανήτης ήταν κατά 1,15  ± 0,13 °C θερμότερος από τον μέσο όρο της Προβιομηχανικής Περιόδου (1850-1900), καθιστώντας τα τελευταία οκτώ χρόνια ως τα θερμότερα που έχουν καταγραφεί ποτέ». Η Ευρώπη φαίνεται να είναι η ήπειρος που θερμαίνεται ταχύτερα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που μελετά ο WMO. Για την Ελλάδα, σύμφωνα με τον Δημήτρη Τίγκα, αυτό μπορεί να σημαίνει αύξηση της θερμοκρασίας και λιγότερες βροχές. Παράδειγμα του φαινομένου αποτελούν οι τελευταίες μέρες κατά τις οποίες η νότια Ευρώπη βιώνει έντονο καύσωνα.

Η Παγκόσμια Ημέρα για την καταπολέμηση της Ερημοποίησης και της Ξηρασίας στις 17 Ιουνίου είναι μια ημέρα του ΟΗΕ για την προώθηση της ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με την απώλεια γης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της ερημοποίησης (UNCCD) διοργανώνει την σημερινή ημέρα για να ενημερώσει το ευρύ κοινό σχετικά με τις σοβαρές συνέπειες και τις εξελίξεις της υποβάθμισης της γης, της απερήμωσης και της ξηρασίας.

Τον τελευταίο χρόνο πραγματοποιήθηκαν δύο ενέργειες σχετικά με το κλίμα, στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε ενεργό ρόλο: η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (United Nations Convention to Combat Deforestation, UNCCD) διοργάνωσε ημερίδα για το ζήτημα στις 16 Ιουνίου 2023. Νωρίτερα, η Διεθνής Συμμαχία Ανθεκτικότητας στην Ξηρασία είχε ξεκινήσει τη δράση της τον Νοέμβριο του 2022, στο πλαίσιο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP27) στην Αίγυπτο. Κράτη-μέλη της Συμμαχίας από την αφρικανική ήπειρο, όπως η Κένυα και η Σομαλία, ήταν από τα πρώτα που αντιμετώπισαν τις σοβαρές συνέπειες της ξηρασίας. Φέτος στην Ευρώπη, σειρά είχε η Ισπανία και η Πορτογαλία, των οποίων οι καλλιέργειες ήδη αντιμετωπίζουν προβλήματα.

Σε έκθεσή της το 2011, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας κατέγραψε πιθανές οικονομικές συνέπειες από την κλιματική αλλαγή στη χώρα: όσον αφορά τις Κυκλάδες, η αλλαγή της ζωής των Κυκλαδιτών και η μετατόπιση από τη γεωργία στον τουρισμό «δημιουργούν μεγαλύτερη ζήτηση νερού, την οποία το υπάρχον υδατικό δυναμικό δεν μπορεί να καλύψει». Σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά, ο Πέτρος μάς επιβεβαιώνει όσα η έκθεση είχε εκτιμήσει τότε: «Το 1989 είχαμε πηγάδια πιο λίγα μέτρα, αλλά μετά φτιάξαμε ένα πιο βαθύ και ποτίζουμε από εκεί. Τα παλιά πηγάδια έχουν στερέψει».

Λογότυπο Άδειας Χρήσης Creative Commons Non Commercial International