Ωστόσο, η χρηματοδότηση για την αντιμετώπιση των βασικών αιτιών είναι ανεπαρκής ή ανύπαρκτη, σύμφωνα με τη μεγάλη έκθεση του ΟΗΕ
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε από το The New Humanitarian. Aναδημοσιεύθηκε από το iMEdD κατόπιν άδειας και μεταφράστηκε στα ελληνικά. Το The New Humanitarian δεν ευθύνεται για την ακρίβεια της μετάφρασης. Read the original article.
Αναδυόμενες εστίες πείνας: Ο κόσμος βιώνει την τρίτη μεγάλη επισιτιστική κρίση μέσα σε 15 χρόνια. Η συγκεκριμένη έρχεται μετά από μια πανδημία, όλο και πιο απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα και μια πληθωριστική έξαρση. Συνήθως επικεντρωνόμαστε στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο, αλλά αυτή η σειρά άρθρων κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες σε όλο τον κόσμο, επισημαίνοντας τη ραγδαία επιδείνωση σε αρκετές χώρες που παραδοσιακά δεν είχαν ανάγκη από επισιτιστική βοήθεια.
Η ανθρωπότητα έχει χάσει κάθε έλεγχο όσον αφορά τους στόχους της για την εξάλειψη της πείνας και του υποσιτισμού, με έναν στους 11 ανθρώπους να λιμοκτονεί το 2023 –μια αναλογία που παραμένει αμετάβλητη επί τρία συναπτά έτη– και περισσότερους από έναν στους τέσσερις να μειώνουν την ποσότητα και να υποβαθμίζουν την ποιότητα της τροφής που καταναλώνουν ή να παραλείπουν τα γεύματα, σύμφωνα με τα στοιχεία της μεγάλης έκθεσης του ΟΗΕ.
Η Αφρική είναι η χειρότερα πληγείσα περιοχή, με έναν στους πέντε ανθρώπους να λιμοκτονεί και περισσότερους από έναν στους δύο να τρώνε λιγότερο ή καθόλου για μέρες, σύμφωνα με την έκθεση για την κατάσταση της επισιτιστικής ασφάλειας και της διατροφής στον κόσμο (SOFI), που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού –περίπου 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι– δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει υγιεινή διατροφή το 2022, ενώ τα ποσοστά παχυσαρκίας ενηλίκων και αναιμίας μεταξύ των γυναικών αυξάνονται, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση, η οποία εκπονήθηκε από πέντε υπηρεσίες του ΟΗΕ.
«Το επίπεδο της πείνας παραμένει υψηλό, υψηλότερο από ό,τι το 2015, όταν εγκαινιάσαμε τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ), και στην πραγματικότητα εξίσου υψηλό –από την άποψη του ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού– με το 2009, πριν από 15 χρόνια, όταν αντιμετωπίζαμε τα επακόλουθα της Μεγάλης Ύφεσης που γεννήθηκε από την κρίση των δανείων υψηλού κινδύνου» δήλωσε ο David Laborde, διευθυντής του Τμήματος Οικονομίας του Αγροδιατροφικού Τομέα του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), ο οποίος επέβλεψε την εκπόνηση της έκθεσης SOFI. Στο πλαίσιο των ΣΒΑ, οι κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν να εξαλείψουν την πείνα έως το 2030.
«Οι αριθμοί έχουν μειωθεί, οπότε έχουμε σταματήσει την αιμορραγία, αλλά ο ασθενής απέχει πολύ από την πραγματική ανάρρωση», δήλωσε ο Laborde στο The New Humanitarian σε μια συνέντευξη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. «Πρέπει να κλιμακώσουμε τη θεραπεία, και όχι μόνο για τα συμπτώματα, αλλά και για τα βαθύτερα αίτια».
Τα βαθύτερα αυτά αίτια είναι οι συγκρούσεις, η κλιματική αλλαγή και η έλλειψη οικονομικής σταθερότητας, τα οποία «αυξάνονται σε συχνότητα και ένταση» και «συμβαίνουν ταυτόχρονα όλο περισσότερο», όπως αναφέρεται στην έκθεση. Παρόλα αυτά, συχνά δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς στο πλαίσιο της επίσημης αναπτυξιακής βοήθειας (ΕΑΒ) και οι κυβερνήσεις των χωρών με χαμηλά εισοδήματα δεν διαθέτουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν, επισημαίνεται.
Οι πλούσιες χώρες θα έπρεπε να κάνουν πολύ περισσότερα, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των τοπικών συστημάτων τροφίμων, της εκπλήρωσης των υποσχέσεων για αύξηση της ΕΑΒ και της απαλλαγής των φτωχών χωρών από το βαρύ φορτίο του χρέους τους, δήλωσαν διεθνείς οργανισμοί βοήθειας όπως η Oxfam και η Action Against Hunger.
Οι ανεπτυγμένες χώρες απέτυχαν να τηρήσουν τη δέσμευση να χρησιμοποιήσουν το 0,7% του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος για την παροχή ΕΑΒ, καθώς και τη μακροχρόνια δέσμευση να διαθέσουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια στη χρηματοδότηση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, δήλωσε η Hanna Saarinen, επικεφαλής της πολιτικής για τα τρόφιμα της Oxfam International.
«Πολύ απλά, υπάρχει έλλειψη της πολιτικής βούλησης ώστε να δοθεί επαρκής πολιτική έμφαση και να διατεθούν οικονομικοί πόροι για την αντιμετώπιση της πείνας», δήλωσε στο The New Humanitarian.
Ο Charles Owubah, διευθύνων σύμβουλος της Action Against Hunger των ΗΠΑ, συμφώνησε.
«Το ζήτημα της πείνας σήμερα δεν είναι το τι πρέπει να κάνουμε», αλλά η «αδύναμη πολιτική βούληση», είπε. «Τα τρόφιμα και η σωστή διατροφή αποτελούν το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η παγκόσμια παραγωγικότητα. Θα πρέπει, λοιπόν, να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας και [τα θέματα αυτά] να γίνουν νούμερο ένα, διότι αν αντιμετωπιστούν, θα αντιμετωπιστούν και τα θέματα υγείας. Η επισιτιστική κρίση είναι επίσης και υγειονομική κρίση».
Αναδυόμενες εστίες πείνας
Τα τελευταία δύο χρόνια, το The New Humanitarian έχει καταγράψει πώς οι πόλεμοι, οι ακραίες κλιματικές συνθήκες, το διεθνές εμπόριο, οι γεωργικές πολιτικές και το εθνικό χρέος επηρεάζουν την πείνα μέσω της σειράς άρθρων «Emerging hunger hotspots».
Οι οκτώ χώρες μεσαίου και κατώτερου μεσαίου εισοδήματος που εξετάζονται –η Σρι Λάνκα, το Περού, η Αίγυπτος, η Γεωργία, η Αργεντινή, η Γκάνα, οι Φιλιππίνες και το Πακιστάν– όχι μόνο εκτείνονται σε ολόκληρη την υφήλιο, αλλά παρουσιάζουν και έντονες γεωγραφικές, κλιματικές, πολιτισμικές και πολιτικές διαφορές. Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό είναι οι ομοιότητές τους.
Σε όλες τις χώρες, ο ραγδαία αυξανόμενος πληθωρισμός και τα στάσιμα εισοδήματα έχουν καταστήσει τα υγιεινά τρόφιμα απρόσιτα για πολλούς ανθρώπους, ενώ η εξάρτηση από τις παγκόσμιες αγορές για τη σίτιση του πληθυσμού τούς καθιστά ομήρους είτε των υπέρογκων τιμών των εισαγωγών είτε της αστάθειας της αγοράς.
Η πλούσια σε άμυλο διατροφή και η εστιασμένη στις εισαγωγές εντατική γεωργία έχουν οδηγήσει πολλά έθνη να εξαρτώνται από μια χούφτα χώρες για βασικά προϊόντα και γεωργικές εισαγωγές, αλλά αυτές οι εμπορικές συναλλαγές διακόπηκαν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ένας μεγάλος αριθμός χωρών που εισήγαγαν τρόφιμα και λιπάσματα βασίζονταν για τον εφοδιασμό τους σε αυτούς τους δύο βασικούς εξαγωγείς γεωργικών προϊόντων.
Τις προκλήσεις επιτείνουν τα υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους και τα άγρια καιρικά φαινόμενα που είτε μειώνουν ήδη τις αποδόσεις των καλλιεργειών είτε απειλούν να τις μειώσουν μελλοντικά. Τουλάχιστον τέσσερις χώρες –η Σρι Λάνκα, η Αργεντινή, η Γκάνα και το Πακιστάν– αντιμετώπισαν σημαντική οικονομική δυσπραγία.
Τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης SOFI έδειξαν ότι η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί. Σε όλες τις χώρες εκτός από τις Φιλιππίνες, για τις οποίες δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό των ατόμων που καταναλώνουν λιγότερα ή χαμηλότερης ποιότητας τρόφιμα, ή δεν τρώνε καθόλου, αυξήθηκε μεταξύ των ετών 2021 και 2023 σε σύγκριση με την περίοδο 2014-2016. Τα ποσοστά της παχυσαρκίας ενηλίκων έχουν αυξηθεί σε όλες τις χώρες, ενώ στην πλειονότητα των χωρών παρατηρείται επίσης αύξηση του απόλυτου αριθμού των γυναικών με αναιμία και των ατόμων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ακολουθήσουν μια υγιεινή διατροφή.
Οι εργαζόμενοι στον ανθρωπιστικό τομέα λένε ότι το βαρύ φορτίο του χρέους, ειδικότερα, εμποδίζει τις χώρες να βοηθήσουν περισσότερο τους πολίτες τους. Οι πρόσφατες πολύνεκρες διαμαρτυρίες στην Κένυα ενάντια σε ένα φορολογικό νομοσχέδιο που πρότεινε η κυβέρνηση, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, καταδεικνύουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις.
Η Saarinen δήλωσε ότι οι εκτιμήσεις της Oxfam έδειξαν πως οι χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος θα καταβάλουν 106 δισεκατομμύρια δολάρια σε αποπληρωμές χρέους και τόκους στις χώρες της G7 για το 2023. Λαμβάνοντας υπόψη μια έκθεση του 2020 από ειδικούς σε θέματα ανάπτυξης και επισιτιστικής πολιτικής, η οποία εκτιμά ότι περίπου 330 δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετη χρηματοδότηση σε διάστημα 10 ετών θα μπορούσαν να βοηθήσουν την παγκόσμια κοινότητα να επιτύχει τους παγκόσμιους στόχους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την εξάλειψη της πείνας, η σημασία της πίεσης από το χρέος είναι ξεκάθαρη, πρόσθεσε η ίδια.
«Υπάρχουν χώρες που ξόδεψαν περισσότερα για το χρέος και την αποπληρωμή του από όσα ξόδεψαν για την υγεία και την εκπαίδευση μαζί», δήλωσε η Saarinen. «Γι’ αυτό και ζητάμε αναδιάταξη και διαγραφή του χρέους για τέτοιες μη βιώσιμες καταστάσεις».
Το κόστος της καθυστέρησης της δράσης είναι σαφές: μια νεότερη εκτίμηση διαπίστωσε ότι για να γλιτώσουν 700 εκατομμύρια άνθρωποι από την πείνα και τον υποσιτισμό έως το 2030 θα απαιτηθούν 512 δισεκατομμύρια δολάρια για μια περίοδο έξι ετών μεταξύ 2025 και 2030.
Μπορεί ο κόσμος να αλλάξει πορεία;
Ο Laborde συμφώνησε ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους αποτελεί προτεραιότητα, αλλά δήλωσε ότι θα πρέπει να γίνει με τρόπο που να μην τρομάζει τους επενδυτές, «δεδομένου ότι πρέπει να προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις σε αυτές τις χώρες». Αυτό απαιτεί τόσο μια παγκόσμια αλληλεγγύη όσο και πιο καινοτόμες οικονομικές λύσεις: αυτές είναι και το θέμα της φετινής SOFI, η οποία παρουσίασε μια σειρά από επιλογές για διάφορες χώρες και κατέληξε επίσης σε έναν νέο ορισμό για τη μέτρηση της χρηματοδότησης που διατίθεται για την επισιτιστική ασφάλεια και τη διατροφή.
Η έκθεση επέκρινε επίσης την τρέχουσα διάρθρωση της χρηματοδότησης για τα θέματα αυτά ως αναποτελεσματική λόγω του κατακερματισμού, της έλλειψης ομοφωνίας ως προς τις προτεραιότητες και της ισχυρής παρουσίας πολυάριθμων φορέων που υλοποιούν κυρίως μικρά, βραχυπρόθεσμα έργα. Επιπλέον, μόνο το 34% της ΕΑΒ που διατίθεται σήμερα για την επισιτιστική ασφάλεια και τη διατροφή συμβάλλει στην αντιμετώπιση των κυριότερων αιτιών και υποκείμενων παραγόντων, όπως η συνεχιζόμενη ανισότητα και το ανθυγιεινό διατροφικό περιβάλλον.
Οι μετασχηματιστικές πολιτικές μπορεί να κοστίζουν δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά «το κόστος της μη χρηματοδότησής τους θα έφτανε εύκολα τα τρισεκατομμύρια».
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια είναι η έλλειψη επιλογών χρηματοδότησης για σχεδόν τα δύο τρίτα των 119 χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, οι οποίες τείνουν επίσης να επηρεάζονται από έναν ή περισσότερους άλλους σημαντικούς παράγοντες και στις οποίες η πείνα και η καχεξία των παιδιών τείνουν να είναι σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Για τις χώρες αυτές, η έκθεση προτείνει μια σειρά από χρηματοοικονομικές καινοτομίες: επιχορηγήσεις και δάνεια με χαμηλό ή μηδενικό επιτόκιο, με τεχνική βοήθεια από τις διεθνείς αναπτυξιακές ροές· ανταλλαγές χρέους με ανάπτυξη και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (ένα διεθνές αποθεματικό νόμισμα που δημιουργήθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο)· και ασφάλιση και εγγυήσεις για επενδύσεις που σχετίζονται με τη βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας και της διατροφής. Είναι ζωτικής σημασίας να καταστούν αυτά τα μέσα διαθέσιμα σε πληθυσμούς που αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες πρόσβασης σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως οι γυναίκες, οι αυτόχθονες πληθυσμοί, οι μικροκαλλιεργητές και οι μικρές και μεσαίες αγροδιατροφικές επιχειρήσεις.
Οι μετασχηματιστικές πολιτικές μπορεί να κοστίζουν δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά «το κόστος της μη χρηματοδότησής τους μπορεί εύκολα να ανέλθει σε τρισεκατομμύρια», προειδοποίησε ο ΟΗΕ, ο οποίος σε προηγούμενη έκθεσή του ανέφερε ότι το κρυφό κόστος των σημερινών αγροδιατροφικών συστημάτων για τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον και την κοινωνία ανέρχεται σε τουλάχιστον 10 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
«Όσο περισσότερο περιμένουμε, τόσο περισσότερο θα χρειαστεί να δαπανήσουμε, επειδή τα προβλήματα επιδεινώνονται και έχουμε δυνητικά λιγότερο χρόνο για την υλοποίηση (και επομένως θα πρέπει να βασιστούμε σε λιγότερο αποδοτικές λύσεις)», δήλωσε ο Laborde.
Η χρηματοδότηση είναι ακόμη πιο σημαντική επειδή η κλιματική αλλαγή θα επιδεινώσει περαιτέρω την παγκόσμια πείνα και τον υποσιτισμό, προειδοποίησαν οι υπηρεσίες χορήγησης ενισχύσεων.
Ο Owubah της Action Against Hunger, ο οποίος γεννήθηκε στην Γκάνα, θυμάται ένα κοντινό ρέμα από το οποίο συνήθιζε να φέρνει νερό και το οποίο έτρεχε με σταθερό ρυθμό καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
«Πριν από λίγο καιρό, το επισκέφθηκα και η ροή του είχε μειωθεί σημαντικά. Μια άλλη φορά, το ίδιο ρέμα [είχε] ξεχειλίσει από τις όχθες του και είχε πλημμυρίσει τα πάντα» είπε. «Τα ακραία φαινόμενα στο χωριό όπου μεγάλωσα… καθιστούν τη γεωργία πολύ απρόβλεπτη, επειδή σε πολλά από αυτά τα χωριά, η γεωργία βασίζεται αποκλειστικά στη βροχή. Το θέμα είναι το χρονοδιάγραμμα, το να ξέρεις πότε να προετοιμάσεις τη γη και να ετοιμάσεις τους σπόρους σου για τις πρώτες βροχές».
Τώρα, οι βροχές έχουν γίνει απρόβλεπτες. Αν έρθουν νωρίς, οι αγρότες δεν έχουν ολοκληρώσει την προετοιμασία της γης και, αν έρθουν αργά, τα φυτά θα πεθάνουν πριν από τις βροχές. Οι ξηρασίες γίνονται επίσης όλο και πιο συχνές.
«Δείτε για παράδειγμα την Γκάνα, το Πακιστάν ή την Αίγυπτο. Έχει λιακάδα 12 μήνες τον χρόνο. Το έδαφος είναι σχετικά καλό. Ποια είναι η πρόκληση; Δεν υπάρχει αρδευτικό σύστημα» δήλωσε ο Owubah. «Εξακολουθούν να εξαρτώνται από τη βροχή σε μια εποχή που έχουμε ακραία κλιματικά φαινόμενα».
Επιμέλεια: Andrew Gully
Tο New Humanitarian θέτει την ποιοτική, ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην υπηρεσία των εκατομμυρίων ανθρώπων που πλήττονται από ανθρωπιστικές κρίσεις σε όλο τον κόσμο. Μάθετε περισσότερα στο www.thenewhumanitarian.org.