Θεματα

Αυξημένος ο κίνδυνος πυρκαγιών το φετινό καλοκαίρι μετά από τρία χρόνια ξηρασίας στην Ελλάδα

Οι υψηλές θερμοκρασίες του φετινού χειμώνα και η απουσία βροχοπτώσεων αποτελούν μία ανησυχητική συνταγή για το καλοκαίρι που έρχεται.  

Το 2023 για την Ελλάδα ήταν το ξηρότερο έτος της τελευταίας πενταετίας, σύμφωνα με ανάλυση δεδομένων της Παγκόσμιας βάσης δεδομένων SPEI από το iMEdD. Η πυρκαγιά στον Έβρο, τον Αύγουστο του 2023, σημειώθηκε ως η μεγαλύτερη πυρκαγιά στην ελληνική ιστορία, ενώ υπολογίζεται πως όλο το έτος κάηκαν συνολικά 1.769.559 στρέμματα αξιοποιήσιμης γης και δασικής έκτασης. Ο Δρ. Θοδωρής Γιάνναρος, επιστημονικός υπεύθυνος της ομάδας FLAME, ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και πυρομετεωρολόγος αναφέρει πως, όσο μεταβαίνουμε σε θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, τα οικοσυστήματα που είχαν αντοχές στην φωτιά σταδιακά καθίστανται ευάλωτα.

Οι χρονιές 2023 και 2024  

Το κλίμα της Ελλάδας γίνεται όλο και πιο ξηρό χρόνο με τον χρόνο. Την τελευταία δεκαετία, οι βροχοπτώσεις έχουν μειωθέι στο μισό. Σύμφωνα με την έρευνα του iMEdD, στην οποία χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης SPEI (δείκτης βροχόπτωσης και δυνητικής εξατμισοδιαπνοής –δηλαδή, του τρόπου με τον οποίο τα φυτά απελευθερώνουν νερό από το έδαφος στην ατμόσφαιρα), η κλίμακα των τιμών του οποίου εκτείνεται από το 3 έως το -3, τα τρία τελευταία χρόνια επικρατούν σταθερά αρνητικές τιμές υγρασίας. Το 2023 καταγράφεται η χαμηλότερη τιμή για την Ελλάδα (-1) από το 2017.

Με αφορμή τα ευρήματα και τον χάρτη που δημοσίευσε η ερευνητική ομάδα του FLAME τον Απρίλιο του 2024, μιλήσαμε με τον Δρ. Γιάνναρο ο οποίος αναφέρει ότι «αυτή τη στιγμή, τα δεδομένα τα οποία εμείς έχουμε εξετάσει και προέρχονται από το λεγόμενο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ξηρασίας δείχνουν ένα πολύ σημαντικό έλλειμμα υγρασίας μέσα στο έδαφος, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οι συνθήκες είναι πάρα πολύ ευνοϊκές για την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών. Επιπρόσθετα, εάν εκδηλωθούν δασικές πυρκαγιές, η πολύ χαμηλή εδαφική υγρασία ευνοεί την έντονη καύση, επομένως αναμένονται να έχουν ένταση». Ο χάρτης του FLAME παρουσιάζει την εδαφική υγρασία των τελευταίων 12 μηνών, ενός δείκτη βοηθητικού στην μέτρηση της ευφλεκτότητας του τοπίου, ιδίως όταν εξετάζονται οι δασικές πυρκαγιές.

Ζητήθηκε από τον Δρ. Γιάνναρο και από τον Δρ. Ελευθέριο Σταματόπουλο, Δασολόγο- Περιβαλλοντολόγο, να χαρτογραφήσουν τις περιοχές αυξημένης επικινδυνότητας για το καλοκαίρι του 2024. Ο Δρ. Γιάνναρος έκανε αναφορά σε μία ζώνη η οποία ξεκινάει και διατρέχει τον Έβρο, κατεβαίνει προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Εύβοια, και στην συνέχεια στην Αττική, την Βοιωτία, την Φθιώτιδα, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Οι περιοχές αυτές έχουν ιστορικό πυρκαγιών μεγάλης συχνότητας και έντασης.  

«Την Αττική φοβάμαι, τη Χαλκιδική, και από άποψη θυμάτων» συμπληρώνει ο Δρ. Σταματόπουλος. «Έχει οικισμούς πολλαπλούς, περίκλειστους, με πολύ αυθαίρετη δόμηση. Αν γίνει κάτι εκεί, είναι δύσκολη η αντιμετώπιση». Η Βόρεια Εύβοια, που κάηκε τον Αύγουστο του 2021, έχει δείξει τα πρώτα σημάδια αναγέννησης. «Αν ξαναγίνει μια φωτιά στην Βόρεια Εύβοια, θα κάψει τις αναδασώσεις. […] θα χάσει κάθε δυνατότητα αναγέννησης» ενώ επιβεβαιώνει πως αντίστοιχες πιθανότητες υπάρχουν και για τον Έβρο. 

Ο χάρτης είναι κεντραρισμένος στην Ελλάδα. Η ΚΡήτη, η Πελοπόννησος, η Στερεά, η Ήπειρος και ο Έβρος παρουσιάζονται ώς σκούρες καφέ, χρωματισμός που υποδεικνύει τις μη φυσιολογικες τιμές της εδαφικής υγρασίας.
Χάρτης εδαφικής ξηρασίας για τον Απρίλιου του 2024, FLAME.

Το έτος 2023, η περιοχή του Έβρου καταγράφεται ως αυτή με τη χαμηλότερη τιμή στην ηπειρωτική Ελλάδα στον δείκτη SPEI, με πτώση 1,3 μονάδων –τιμή που επηρεάστηκε από τις πυρκαγιές του Αυγούστου. Αν και μεμονωμένες οι περιοχές της Κρήτης, της Αττικής με την Εύβοια και της Πελοποννήσου, σημειώνουν ελαφριά βελτίωση στην υγρότητα το προηγούμενο έτος (περίπου 0,2 μονάδων), οι συνθήκες όπως τις παρουσιάζει ο χάρτης του FLAME εξακολουθούν να είναι ανησυχητικές. «Η εικόνα που έχουμε για τον χειμώνα που μας πέρασε, η μεγάλη εικόνα, είναι ότι ήταν θερμός και άνυδρος. Όταν έχουμε χειμώνες δηλαδή που δεν πέφτει σημαντική βροχή και χιόνι, αυτό οδηγεί σε αύξηση της διαθεσιμότητας νεκρών δασικών καυσίμων». Ο Δρ. Γιάνναρος εξηγεί πως η βλάστηση που πεθαίνει αφήνει μόνο λεπτά και μικρά σπασμένα κλαδιά καθώς και χόρτα, μικρούς θάμνους και δεντρύλλια τα οποία ξεραίνονται. Αυτά δημιουργούν νεκρή βιομάζα η οποία λειτουργεί ως προσάναμμα. «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει διαθέσιμη ύλη να καεί αυτήν τη στιγμή». 

Η αντιμετώπιση της φωτιάς είναι ανταρτοπόλεμος

Στις 31 Μαρτίου του 2024 ξέσπασε φωτιά στα Πιέρια η οποία διήρκησε 4 μέρες. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που οι πυρκαγιές εκτείνονται σε μεγάλα υψόμετρα. «Φαίνεται να ξεκινάει να αλλάζει λίγο η γεωγραφία των πυρκαγιών» λέει ο Δρ. Γιάνναρος. «Πάμε πλέον σε πυρκαγιές, οι οποίες θα ξεκινήσουν να εμφανίζονται σε άλλα οικοσυστήματα, σε πιο μεγάλα υψόμετρα. Δεν είναι κάτι στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι ως Ελλάδα και πολύ περισσότερο σε αυτή την εποχή του έτους». Ο Δρ. Σταματόπουλος, αναφέρει πως, μέχρι τώρα, οι πυρκαγιές που συναντούσαμε στην Ελλάδα ήταν κυρίως πεδινές και ημι-ορεινές, στη γνωστή και ως «ζώνη της Πεύκης». Όσο αυξάνεται το ύψος, η καύση είναι δυσκολότερη, καθώς το τοπίο είναι (ή μάλλον ήταν) λιγότερο ξηρό. «Όταν βλέπεις φέτος να παίρνουν φωτιά τα Πιέρια, μιλάμε για 1500 μέτρα υψόμετρο και δεν μπορείς να την φέρεις βόλτα και θέλεις πέντε μέρες, σε υψόμετρα που είναι εύκολη η αντιμετώπιση αν ξέρουμε τη μεθοδολογία. Εγώ νομίζω ότι υπάρχει ανικανότητα του συστήματος». 

Πάμε πλέον σε πυρκαγιές, οι οποίες θα ξεκινήσουν να εμφανίζονται σε άλλα οικοσυστήματα, σε πιο μεγάλα υψόμετρα.

Θοδωρής Γιάνναρος, επιστημονικός υπεύθυνος της ομάδας FLAME

Σύμφωνα με τους πυλώνες που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως το σύστημα διαχείρισης κινδύνου πυρκαγιάς, η αντιμετώπιση της ξεκινά πριν καν ξεσπάσει η φωτιά. «Όταν σκάει μια φωτιά και ανεβάζει 600 βαθμούς, 1000 βαθμούς, η αντιμετώπιση της είναι κυριολεκτικά ανταρτοπόλεμος» εξηγεί ο Δρ. Σταματόπουλος. Η ανασκόπηση και η ανάλυση προηγούμενων πυρκαγιών, ο περιορισμός του ρίσκου μέσω της ενημέρωσης των πολιτών για τις ενέργειες που μπορεί να ξεκινήσουν μία φωτιά στην ύπαιθρο και η ετοιμότητα των φορέων που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της, είναι βασικά βήματα προστασίας που πρέπει να εφαρμόζονται πριν την αρχή της αντιπυρικής περιόδου.

Το σημαντικότερο όμως είναι να γνωρίζει κανείς το δάσος στο οποίο θα δράσει. Η διαχείριση του δάσους η οποία, όπως αναφέρει ο Δρ. Σταματόπουλος, έχει αποδεκατιστεί λόγω έλλειψης χρημάτων, αποτελεί την απαραίτητη προεργασία η οποία κατευθύνει την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς. «Χωρίς διαχείριση δεν ξέρεις τι πρέπει να προστατέψεις περισσότερο» αναφέρει. «Φροντίζεις να φύγουν οι πλεονάζοντες όγκοι (βλάστησης), να φροντίσεις την ορνιθοπανίδα […]. Η διαχείριση είναι αυτή που σου δείχνει που θα κάνεις δρόμους, ποιους δρόμους θα συντηρήσεις, που θα κάνεις δεξαμενές γιατί έχεις νερό, που θα χαράξεις τις αντιπυρικές λωρίδες».

«Η φωτιά, όπως τη βλέπουμε πλέον και τη ζούμε, έχει αλλάξει επειδή εμείς, ως άνθρωποι, έχουμε αλλάξει το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνεται» συμπληρώνει ο Δρ. Γιάνναρος. «Έχουμε αλλάξει το περιβάλλον με την κλιματική αλλαγή, έχει εγκαταλειφθεί η ύπαιθρος –όχι μόνο στην Ελλάδα– με αποτέλεσμα να μη διαχειριζόμαστε πλέον το τοπίο. Επομένως, έχουμε πλέον ένα νέο περιβάλλον το οποίο, δυστυχώς, έχουμε δημιουργήσει εμείς και είναι πάρα πολύ φιλικό προς τη φωτιά».