Ο Terry Egger εργάζεται σε εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και πάνω από 40 χρόνια. Μέχρι πρόσφατα ήταν Γενικός Διευθυντής/Εκδότης της εφημερίδας «The Philadelphia Inquirer». Παλαιότερα, είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής/Εκδότης της εφημερίδας «The Plain Dealer» στο Κλίβελαντ επί 8 χρόνια, καθώς και Εκδότης της εφημερίδας «The St Louis Post-Dispatch».
Την περασμένη εβδομάδα σημειώθηκε μια έντονη διαμάχη στις Ηνωμένες Πολιτείες σχετικά με τις απρόσμενες εξελίξεις σε δύο από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας –τους Los Angeles Times και την Washington Post– που σχετίζονται με την παραδοσιακή έκφραση δημόσιας στήριξης στο πλαίσιο των προεδρικών εκλογών, ή στην προκειμένη περίπτωση με την απόφασή τους να μην υποστηρίξουν κανένα υποψήφιο.
Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι αυτό που συνέβη στους Los Angeles Times και στην Washington Post είναι περίπου το ίδιο. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά βάσει δημοσιευμάτων υποδεικνύει ότι οι αποφάσεις του ιδιοκτήτη των Los Angeles Times, Δρ Patrick Soon-Shiong και του ιδιοκτήτη της Washington Post, Jeff Bezos, διαφέρουν τουλάχιστον σε ένα σημαντικό σημείο.
Όπως μεταδίδεται, ο Δρ Soon-Shiong αποφάσισε να μην δημοσιεύσει τη διακήρυξη στήριξης της εφημερίδας, ενώ η συντακτική επιτροπή του είχε ήδη παρουσιάσει κείμενο υπέρ της Aντιπροέδρου Kamala Harris, επειδή δεν συμφωνούσε. Ως ιδιοκτήτης των Los Angeles Times, έχει πράγματι αυτό το δικαίωμα, αλλά η απόφασή του υπονομεύει επίσης σαφώς το έργο του δημοσιογραφικού του προσωπικού.
Η συντακτική επιτροπή της Washington Post ετοιμαζόταν επίσης ξεκάθαρα να στηρίξει δημόσια την υποψηφιότητα της Αντιπροέδρου Harris για την Προεδρία, αλλά φυσικά αυτή δεν ανακοινώθηκε ποτέ. Αντίθετα, ο ιδιοκτήτης Bezos μόλις πρόσφατα γνωστοποίησε ότι δεν θέλει πλέον η εφημερίδα να προβαίνει σε δημόσια στήριξη οποιουδήποτε προεδρικού υποψηφίου. Το κίνητρό του είναι λιγότερο ξεκάθαρο και φυσικά αποτέλεσε πεδίο εκτεταμένων εικασιών. Το επιχείρημά του, όπως εξήγησε εκ των υστέρων (και εν μέσω μαζικών ακυρώσεων συνδρομών) σε άρθρο γνώμης της Washington Post, είναι ότι η δημόσια στήριξη στις προεδρικές εκλογές δεν έχει αντίκτυπο στην απόφαση των ψηφοφόρων και ότι η απόφαση για την στήριξη ενός από τους δύο υποψηφίους ενέχει τον κίνδυνο να υπονομευθεί περαιτέρω η εμπιστοσύνη του κοινού στα ειδησεογραφικά μέσα.
Ουσιαστικά υποστηρίζει ότι η δημοσίευση μιας τέτοιας διακήρυξης απλώς ενισχύει την πεποίθηση του κοινού για «μεροληψία των ειδήσεων». Ως εκ τούτου, η Washington Post θα εγκαταλείψει μια πρόσφατη παράδοση και δεν θα προβαίνει πλέον σε καμία δημόσια στήριξη προεδρικού υποψηφίου. Και πάλι, ως ιδιοκτήτης της Post έχει το δικαίωμα να λάβει αυτήν την απόφαση, αλλά δεδομένης της χρονικής στιγμής της απόφασής του, θα πρέπει να αναμένει την ίδια κατακραυγή που δέχθηκαν οι Los Angeles Times.
Από τη δική μου οπτική γωνία, αν οποιοσδήποτε από αυτούς τους δύο ιδιοκτήτες είχε λάβει την απόφασή του να μην στηρίξει κανένα προεδρικό υποψήφιο, έστω και έξι με εννέα μήνες νωρίτερα, θα αντιμετώπιζε πολύ λιγότερη κριτική, ενδεχομένως και καθόλου. Όπως έχουν τα πράγματα, κατάφεραν να εκτεθούν στην τρέχουσα θύελλα επικρίσεων για την «προκατάληψη των δισεκατομμυριούχων» και τις παρεμβάσεις τους.
Ως πρώην εκδότης και γενικός διευθυντής μεγάλων εφημερίδων στις Ηνωμένες Πολιτείες για πολλά χρόνια, είχα την ευκαιρία να δω από πρώτο χέρι πώς άλλαξε ο αντίκτυπος που έχει η έκφραση δημόσιας στήριξης από εφημερίδες τις τελευταίες δεκαετίες.
Γνώμη | Οι συνέπειες της αμφιλεγόμενης απόφασης της Washington Post να μην παρέχει στήριξη σε υποψήφιο πρόεδρο
Οι εργαζόμενοι στο μέσο είναι εξαγριωμένοι. Κάποιοι ήδη παραιτήθηκαν. Οι αναγνώστες είναι τόσο οργισμένοι που φέρονται να ακυρώνουν τις συνδρομές τους κατά χιλιάδες.
Για να είμαι ειλικρινής, θα συμφωνήσω με το επιχείρημα του κ. Bezos ότι η επίσημη στήριξη ενός προεδρικού υποψηφίου από οποιονδήποτε ειδησεογραφικό οργανισμό έχει ελάχιστο έως καθόλου αντίκτυπο στην απόφαση του ψηφοφόρου όταν ψηφίζει για Πρόεδρο στις μέρες μας. Ωστόσο, αν για τον λόγο αυτό ένας ειδησεογραφικός οργανισμός λάβει την απόφαση να μην προβεί σε κάποια δημόσια στήριξη, θα πρέπει να καταστήσει τη θέση του αυτή σαφή στους αναγνώστες και στο κοινό του αρκετά νωρίτερα. Η έγκαιρη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας απόφασης αλλάζει τα πράγματα. Η διατύπωση αυτής της θέσης λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές είναι λάθος.
Μελετώντας αυτές τις πρόσφατες εξελίξεις τις τελευταίες ημέρες, μου έρχονται στο μυαλό τουλάχιστον δύο άλλες σκέψεις.
Η πρώτη είναι ότι, ενώ η δημόσια στήριξη στο πλαίσιο των προεδρικών εκλογών μπορεί να μην έχει τον αντίκτυπο που είχε κάποτε, άλλες δημόσιες στηρίξεις έχουν πράγματι σημασία και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις τοπικές και πολιτειακές εκλογές. Είτε πρόκειται για την εκλογή τοπικών δικαστών, δημάρχων ή πολιτειακών αντιπροσώπων, η τοποθέτηση των τοπικών μέσων ενημέρωσης μπορεί να προσφέρει σημαντική επιπλέον πληροφόρηση στους ψηφοφόρους για το ποιος μπορεί να εκπροσωπήσει καλύτερα τα συμφέροντα των κοινοτήτων τους. Θα ήθελα να ελπίζω ότι οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί θα συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους και να συμβάλλουν σε αυτές τις σημαντικές αποφάσεις.
Δεύτερον, όσον αφορά στο θέμα της «εμπιστοσύνης» στα μέσα ενημέρωσης και στην ιδέα ότι η έκφραση απόψεων σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υπάρχει άμεση μεροληψία, χάνεται το νόημα όσον αφορά τουλάχιστον ένα πολύ σημαντικό στοιχείο κάθε αξιόπιστου ειδησεογραφικού οργανισμού.
Για να κατανοήσουμε πραγματικά αυτό το σημείο, πρέπει να θυμόμαστε ότι ένας ολοκληρωμένος ειδησεογραφικός οργανισμός αποτελείται γενικά από τουλάχιστον δύο διακριτά στοιχεία: 1) την συντακτική ομάδα ειδήσεων και 2) την συντακτική επιτροπή άρθρων γνώμης. Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε στους αναγνώστες και στο κοινό μας τον τρόπο με τον οποίο διακρίνουμε αυτά τα δύο στοιχεία.
Οι ειδήσεις πρέπει να είναι αντικειμενικές, ακριβείς και αμερόληπτες, περιγράφοντας τα γεγονότα όπως συνέβησαν. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη αρχή για όλους τους επαγγελματίες δημοσιογράφους και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Ωστόσο, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει θέση και για τα άρθρα γνώμης. Αυτό ισχύει οπωσδήποτε για τους επιμέρους αρθρογράφους, των οποίων η πείρα και η διορατικότητα παρέχουν μια ορισμένη προσωπική οπτική των πραγμάτων. Και παραδοσιακά αυτό ίσχυε πάντα και για τις μεγάλες ενότητες «Γνώμης» στις εφημερίδες.
Στην πραγματικότητα, αυτό είναι το σημείο όπου η θεσμική φωνή μιας συντακτικής επιτροπής άρθρων γνώμης συμβάλλει στην προσφορά προς την κοινότητα. Οι ισχυρές συντακτικές θέσεις προσφέρουν σε μια κοινότητα μια καλά μελετημένη γνώμη ή «άποψη» για ένα θέμα, υποστηρίζοντας γενικά μια θέση που η συντακτική επιτροπή πιστεύει ότι εξυπηρετεί καλύτερα την κοινότητα. Το σημαντικό είναι ότι η θέση της συντακτικής επιτροπής θα πρέπει επίσης να συμπληρώνεται από διάφορες εναλλακτικές φωνές και γνώμες, ώστε να προσφέρονται στους αναγνώστες και στο κοινό αντίθετες ή διαφορετικές απόψεις.
Θα έλεγα ότι μια τέτοια προσέγγιση, αυτή της προσφοράς τόσο της θεσμικής φωνής των συντακτικών επιτροπών όσο και εναλλακτικών απόψεων, είναι σήμερα πιο σημαντική από ποτέ. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου πάρα πολλοί από εμάς εκτιθέμεθα μόνο σε «θαλάμους αντήχησης» παρόμοιων αντιλήψεων με τις δικές μας. Όλοι επωφελούμαστε από την έκθεση σε διαφορετικές απόψεις και την κατανόηση τους.
Μπορεί ο κ. Bezos να αισθάνεται ότι απειλείται η εμπιστοσύνη στη δημοσιογραφία όταν η συντακτική επιτροπή ενός ειδησεογραφικού οργανισμού παίρνει θέση σε ένα σημαντικό θέμα όπως οι προεδρικές εκλογές, αλλά η μεγαλύτερη απειλή είναι όταν δεν επικοινωνεί με το κοινό για σημαντικά θέματα και όταν δεν επιτρέπει να ακουστούν πολλαπλές φωνές.