Οι εθνικές εκλογές του 2023 ως τομή στην πολιτική διαδρομή της ελληνικής δημοκρατίας, οι εκφάνσεις του ακροδεξιού φαινομένου και το «πατριωτικό» ακροατήριο της Κεντροδεξιάς. Γράφει η Επίκουρη Καθηγήτρια Αθηνά Σκουλαρίκη*.
Αναμφίβολα, οι εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2023 αποτελούν τομή στην πολιτική διαδρομή της ελληνικής δημοκρατίας. Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας με διαφορά που υπερβαίνει τις 20 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το δεύτερο κόμμα και η διάσπαση των ψήφων της Κεντροαριστεράς μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ανατρέπει τον συνήθη (πλην 2012) διπολικό χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Εάν στις εκλογές του 2015 και του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ στο παραδοσιακό δικομματικό σύστημα, πλέον η τράπουλα ανακατεύεται και το παιχνίδι στα αριστερά της Νέας Δημοκρατίας δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί.
Όπως διαπιστώνει η έρευνα του iMEdD για τον προεκλογικό πολιτικό λόγο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε έναν προεκλογικό λόγο σταθερά θετικό. Ο ίδιος κέρδισε εστιάζοντας, παράλληλα, στην αποτελεσματική διαχείριση, στην οικονομία αλλά και στην «εθνική ασφάλεια» (εξοπλισμοί, ελληνοτουρκικά, μεταναστευτικό). Αντίθετα, η σημαντική υποχώρηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται κυρίως στο έλλειμμα αξιοπιστίας και οργανωτικής επάρκειας, καθώς και στην απουσία ενός συγκροτημένου εναλλακτικού σχεδίου για την ανάπτυξη.
Ωστόσο, παραμένει άξιο προβληματισμού ότι μια σειρά θεμάτων σχετικά με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου (υποκλοπές, έλεγχος δικαιοσύνης, περιορισμός Ανεξάρτητων Αρχών, επαναπροωθήσεις και ναυάγιο στην Πύλο) αλλά και με τα δημόσια αγαθά (αποσάθρωση ΕΣΥ/νοσοκομείων, διάλυση σιδηροδρόμων/δυστύχημα στα Τέμπη κ.α.) δεν «άγγιξαν» τους εκλογείς ή δεν επηρέασαν την ψήφο τους. Οι λόγοι είναι δύο: είτε οι πολίτες απέδιδαν τις ευθύνες σε όλες τις κυβερνήσεις διαχρονικά είτε πείστηκαν από τις εξηγήσεις της κυβέρνησης, η οποία έχαιρε μιας ασυναγώνιστης επικοινωνιακής υποστήριξης. Ειδικά στην τηλεόραση, το «θάψιμο» ή το σφυροκόπημα κάθε αντιπολιτευόμενης άποψης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Η προώθηση στη Βουλή και στα ΜΜΕ του ακραίου, θρησκόληπτου συντηρητισμού και της εθνικιστικής ρητορικής διαχέεται στην κοινωνία και υπονομεύει ελευθερίες και δικαιώματα.
Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένη την εκλογική απήχηση της Χρυσής Αυγής στο διάστημα 2012-2018, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τριών κομμάτων της Άκρας Δεξιάς δεν εκπλήσσει. Η παράλληλη παρουσία στη Βουλή της εθνικιστικής και συνωμοσιολογικής Ελληνικής Λύσης του Κυριάκου Βελόπουλου, των φονταμενταλιστών ορθοδόξων της Νίκης και των μιλιταριστών νεοφασιστών Σπαρτιατών (με απήχηση 9% στους νέους) αποτελούν εκφάνσεις του ακροδεξιού φαινομένου που έχει πια ριζώσει στην ελληνική κοινωνία.
Η Νέα Δημοκρατία, με προβεβλημένους υπουργούς και στελέχη προερχόμενα από τον ίδιο χώρο (ΛΑΟΣ), προσπάθησε να συσπειρώσει το «πατριωτικό» ακροατήριο (μεταναστευτικό, Θράκη), αλλά είναι γνωστό ότι, όταν κεντροδεξιά κόμματα υιοθετούν την εθνικιστική-ξενοφοβική ατζέντα, κερδισμένοι είναι οι αυθεντικοί εκφραστές της, που μπορούν να διεκδικήσουν ευθαρσώς όσα ένα συστημικό κόμμα αδυνατεί να υποστηρίξει πέρα για πέρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Συμφωνία των Πρεσπών: παρά τη ρεαλιστική στροφή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο λόγος περί «εθνικής προδοσίας» έχει εγγραφεί στην κοινή συνείδηση.
Στη νέα Βουλή, η Νέα Δημοκρατία θα προσπαθήσει να διαφοροποιηθεί από τα ακροδεξιά κόμματα, αλλά και να προσελκύσει τους ψηφοφόρους τους. Το πιθανότερο είναι να οικειοποιηθεί θέματα που προτάσσει η Ακροδεξιά με πιο εύσχημο τρόπο. Το Υπουργείο Οικογένειας είναι το πρώτο δείγμα. Η προώθηση στη Βουλή και στα ΜΜΕ του ακραίου, θρησκόληπτου συντηρητισμού και της εθνικιστικής ρητορικής διαχέεται στην κοινωνία και υπονομεύει ελευθερίες και δικαιώματα. Με τη Δεξιά και την Ακροδεξιά σε πλήρη ανάπτυξη, το Κέντρο ισχνό και την Αριστερά αποδυναμωμένη, ο κίνδυνος εκτροχιασμού του πολιτικού συστήματος είναι υπαρκτός.
*Η Αθηνά Σκουλαρίκη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια, με γνωστικό αντικείμενο «Κοινωνιολογία του εθνικισμού: λόγος και πολιτική», στο Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Τα άρθρα γνώμης και σχολιασμού που δημοσιεύονται στο iMEdD Lab αντιπροσωπεύουν τους/τις συγγραφείς τους και δεν απηχούν απαραιτήτως τις απόψεις του iMEdD. Oι συγγραφείς εκφράζονται ελεύθερα, χωρίς καθοδήγηση ή παρεμβάσεις.