Feature

Ανιχνεύοντας την πόλωση στον προεκλογικό πολιτικό λόγο στην Ελλάδα

Μεθοδολογία LAB Δες το άρθρο

Στο παρόν εγχείρημα στόχος δεν είναι η μελέτη της πόλωσης αλλά μια διερεύνηση του λόγου της πόλωσης, δηλαδή εάν μπορούν στον πολιτικό λόγο να εντοπιστούν μοτίβα λόγου που επιχειρούν να δημιουργήσουν τη συνθήκη ή την αίσθηση της πόλωσης σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο. 

Οι εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012 έχουν καταγραφεί ως «διπλός εκλογικός σεισμός». Ο παραδοσιακός δικομματισμός της Μεταπολίτευσης κατέρρευσε και το κομματικό σύστημα αναδιατάχθηκε. Έντεκα χρόνια μετά βρισκόμαστε ξανά μπροστά σε διπλές εκλογές, και μάλιστα αυτή τη φορά με την εκ των προτέρων βεβαιότητα της δεύτερης ψηφοφορίας. Αυτή η αναμονή της διπλής κάλπης έχει δημιουργήσει την αίσθηση ότι θα οδηγηθούμε σε ένα ιδιαιτέρα πολωμένο πολιτικό τοπίο. Η υπόθεση αυτή μοιάζει λογικοφανής και επομένως αξίζει να διερευνηθεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου.  

Ένας βαθμός πόλωσης, με την έννοια της διάκρισης και του ανταγωνισμού, είναι εύλογος, ή ακόμα και αναγκαίος, σε ένα πολιτικό σύστημα.

Η πόλωση θεωρείται στην εποχή μας ένα κρίσιμο γνώρισμα των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων στη Δύση. Στον δημόσιο λόγο περιγράφεται κατά κανόνα ως αρνητικό φαινόμενο. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να επισημάνουμε ότι ένας βαθμός πόλωσης, με την έννοια της διάκρισης και του ανταγωνισμού, είναι εύλογος, ή ακόμα και αναγκαίος, σε ένα πολιτικό σύστημα. Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για την πόλωση και τις δυνητικές συνέπειές της, θα ήταν χρήσιμο να ξεκινήσουμε με μια πρόχειρη αποσαφήνιση μεταξύ εννοιών που μοιάζουν κοντινές, όπως ο ανταγωνισμός και η διαίρεση.  

Η πολιτική έχει μια ουσιωδώς ανταγωνιστική διάσταση. Η δημοκρατική δε πολιτική συνίσταται στην επιλογή μεταξύ εναλλακτικών πολιτικών, ανταγωνιστικών σχεδίων και συγκρουόμενων οραμάτων. Στην πολιτική σφαίρα, συγκρούονται συμφέροντα, ιδεολογίες και αντιλήψεις για τον κόσμο και το μέλλον, ταυτότητες και πάθη.  

Στην Ελλάδα, έχει επικρατήσει η ιδεολογική διαίρεση Αριστερά-Δεξιά.

Σε μια κοινωνία υπάρχουν παραδοσιακά διαιρέσεις. Οι κοινωνίες μας δεν υπήρξαν και δεν είναι ομοιογενείς, χωρίς κοινωνικές διαστρωματώσεις ή ανταγωνιστικές συλλογικές ταυτίσεις που θα έβρισκαν την έκφρασή τους στην πολιτική σφαίρα. Η ταξική διαίρεση είναι η πλέον συζητημένη και συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο πολιτικό πεδίο σήμερα. Μια προσέγγιση που εξετάζει τις διαιρέσεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο είναι η θεωρία των διαιρετικών τομών (cleavages). Πρόκειται για σχετικά σταθερές πολιτικές αντιπαλότητες στη βάση σημαντικών κοινωνικών διαιρέσεων. Οι διαιρετικές τομές λειτούργησαν ως θεμέλιο για τη δημιουργία των κομματικών συστημάτων, κυρίως στη δυτική, κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Είναι οι παράμετροι που καθορίζουν το πλαίσιο διεξαγωγής του πολιτικού ανταγωνισμού. Οι παραδοσιακές διαιρετικές τομές που έχουν εντοπιστεί είναι οι:

1. κέντρο-περιφέρεια (πολιτισμική τομή),
2. Κράτος-Εκκλησία (θρησκευτική),
3. πόλη-ύπαιθρος (αγροτική),
4. εργασία-ιδιοκτησία (ταξική).

Για λόγους που η ανάλυσή τους υπερβαίνει τους στόχους του συγκεκριμένου άρθρου, στην Ελλάδα επικράτησε για χρόνια η ιδεολογική διαίρεση Αριστερά-Δεξιά.  

Όπως είναι φανερό, η πόλωση μοιράζεται κοινά στοιχεία με τις παραπάνω έννοιες, αλλά διαφοροποιείται σε ορισμένες άλλες πλευρές. Η πόλωση, σύμφωνα με τους Σάνι και Σαρτόρι1, αποτυπώνει την ιδεολογική και προγραμματική απόσταση των κομμάτων. Αντιπροσωπεύει την ένταση των αντιθετικών πολιτικών ιδεολογιών και των αντίστοιχων κομματικών ταυτοτήτων τους. 

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μια δημόσια σφαίρα είναι πολωμένη πολιτικά, όταν έντονα αποκλίνουσες κομματικές ή ιδεολογικές διαιρέσεις προωθούνται και εμπεδώνονται σε αυτή. Οι δύο πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις που συγκροτούν τη βάση της πόλωσης παρουσιάζονται ως ασυμβίβαστες και οι πολιτικές απόψεις και στάσεις των πολιτών τείνουν να αποκλίνουν και να συγκεντρώνονται γύρω από αυτές τις δύο αντιθετικές θέσεις. Δημιουργείται μια ισχυρή και ασυμβίβαστη αντίθεση μεταξύ δυο στρατοπέδων που σε ακραίες περιπτώσεις το ένα αμφισβητεί ή και αρνείται τη νομιμότητα του άλλου.  

Σε συνθήκες έντονης πόλωσης, υπάρχει ο κίνδυνος να περιοριστεί η πολυφωνία και να καλλιεργηθεί ο φανατισμός.

Ένας λόγος που επιχειρεί να αυξήσει την πόλωση αντιλαμβάνεται και περιγράφει την πολιτική με όρους διχοτομικούς και δυαδικούς, όπου η κοινωνία χωρίζεται σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Συχνά βασίζεται σε ριζωμένες κοινωνικές ταυτότητες ή κοινωνικές διαιρέσεις, με διάρκεια στον χρόνο, και δίνει έμφαση σε αντιθετικά ζεύγη εννοιών και αξιών (για παράδειγμα, εκσυγχρονισμός-παράδοση, πρόοδος-συντήρηση, προδότες-πατριώτες). Το σημείο αυτό είναι, φυσικά, κομβικό συνολικά για την πολιτική εν γένει, αν αποδεχθούμε την ουσιωδώς ανταγωνιστική της διάσταση ή για συγκεκριμένους τύπους άσκησης πολιτικής και δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό ενός πολωτικού λόγου. Παρομοίως, ένα άλλο τέτοιο χαρακτηριστικό είναι η ισχυρή συναισθηματική διάσταση που εντοπίζεται στον πολιτικό λόγο σε ένα περιβάλλον πόλωσης. Η αναγνώριση της πόλωσης σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτεί μεγάλη προσοχή από την πλευρά του ερευνητή/της ερευνήτριας και συνεκτίμηση του ευρύτερου πλαισίου.  

Σε συνθήκες έντονης πόλωσης, υπάρχει ο κίνδυνος να περιοριστεί η πολυφωνία και να καλλιεργηθεί ο φανατισμός. Ως αποτέλεσμα, παρατηρείται η περιθωριοποίηση των ενδιάμεσων ή εναλλακτικών απόψεων από τη δημόσια σφαίρα και, αντίστοιχα, η συμπίεση έως και ο αποκλεισμός των μικρότερων κομμάτων. 

Σε μια πολιτική ανάλυση θα μπορούσαμε να εξετάσουμε διαφορετικές διαστάσεις πόλωσης. Μπορούμε να επιχειρήσουμε να αναλύσουμε την ιδεολογική και προγραμματική πόλωση μέσα από ανάλυση προγραμμάτων και πεπραγμένων των πολιτικών κομμάτων. Μπορούμε να δούμε πόλωση σε επίπεδο πολιτικών στάσεων μέσα από έρευνες κοινής γνώμης και να διερευνήσουμε σε ποια ζητήματα είναι αξιακά πολωμένο το εκλογικό σώμα. Μπορούμε να εκτιμήσουμε την κοινωνικο-οικονομική πόλωση, μελετώντας δείκτες που αποτυπώνουν την ανισότητα και πώς αυτή επηρεάζει πολιτικές στάσεις ή εκλογικές συμπεριφορές. Μπορούμε να δούμε τη δημογραφική ή γενεακή πόλωση, συγκρίνοντας στάσεις και συμπεριφορές με βάση στοιχεία όπως το φύλο ή ηλικία. Μπορούμε να δούμε μια ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική πόλωση, ιδίως σε περιόδους που ένα ζήτημα κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα και αρχίζει να δημιουργεί μια ξεκάθαρη διαίρεση, μια τομή του κοινωνικού συνόλου (ας θυμηθούμε τη διάκριση μνημονιακών και αντιμνημονιακών δυνάμεων ή πρόσφατα τη δημόσια συζήτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών). Μπορούμε, τέλος, να εστιάσουμε στην εκλογική-κομματική πόλωση που συνδέεται με την άνοδο του δικομματισμού και τον περιορισμό της απήχησης των μικρότερων κομμάτων και είναι αυτή που μπορεί κυρίως να εντοπιστεί στην ρητορική των κομμάτων.  

Πριν από τις εκλογές του 2019, ο ομότιμος καθηγητής κοινωνικής θεωρίας Κύρκος Δοξιάδης είχε υποστηρίξει ότι «κάθε προσπάθεια, όμως, να προσδιοριστεί ή να καταμετρηθεί αντικειμενικά η πόλωση στο πολιτικό επίπεδο είναι αμφισβητήσιμη εκ των προτέρων ως προς την εγκυρότητά της». Η θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα πολιτικά ή κοινωνικά φαινόμενα δεν εμφανίζονται με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε να λάβει υπόσταση ένα φυσικό φαινόμενο ή μια χημική αντίδραση. Στο παρόν εγχείρημα, στόχος δεν είναι η μελέτη της πόλωσης αλλά μια διερεύνηση του λόγου της πόλωσης, δηλαδή εάν μπορούν στον πολιτικό λόγο να εντοπιστούν ρητορικά σχήματα και μοτίβα λόγου που επιχειρούν να δημιουργήσουν τη συνθήκη ή την αίσθηση της πόλωσης σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο. 


1 Sani & Sartori, 1983, «Polarization, Fragmentation and Competition in Western Democracies», στο H. Daalder & P. Mair (Επιμ.), Western European Party Systems. London: Sage, 307–340.