Η δεύτερη προεδρική θητεία Τραμπ μπορεί να πλήξει σοβαρά τη δημοσιογραφία.
Το πρωτότυπο άρθρο δημοσιεύτηκε από το Columbia Journalism Review στις 06/11/2024 και αναδημοσιεύτηκε από το iMEdD κατόπιν άδειας. Η αναδημοσίευση απαιτεί άδεια από τον εκδότη.
Από τότε που ο Τραμπ εισήλθε στην πολιτική αρένα, προ δεκαετίας, στοχοποιεί συστηματικά τους δημοσιογράφους για την ανεξαρτησία και την κριτική τους στάση, χαρακτηρίζοντας τα μέσα ενημέρωσης ως «εχθρό του λαού», «απειλή για τη δημοκρατία», «ψεύτες» και «απατεώνες», τους οποίους σκοπεύει να διώξει ποινικά. Τώρα που εξασφάλισε μια δεύτερη τετραετία θα είναι σε θέση να κάνει πράξη τις υποσχέσεις του. Ήδη, στη διάρκεια της πρώτης θητείας του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης παρακολουθούσε δημοσιογράφους και κατηγόρησε τον Τζουλιάν Ασάνζ για κατασκοπεία.
Οι ρυθμιστικές αρχές φαίνεται ότι προσπάθησαν να εμποδίσουν τη συγχώνευση της AT&T και της TimeWarner ως αντίποινα για την κριτική στάση του CNN κατά την κάλυψη του θέματος, ενώ ο Λευκός Οίκος αρνήθηκε αυθαίρετα την πρόσβαση σε βετεράνους δημοσιογράφους. Όλα αυτά καλλιέργησαν ένα κλίμα καταστολής των μέσων ενημέρωσης, οδηγώντας σε περισσότερες από 600 σωματικές επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων στη χώρα μόνο το 2020. Ο Τραμπ επιδοκίμασε τις βιαιότητες και, απευθυνόμενος σε πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην Πενσυλβάνια, δήλωσε: «Για να με σκοτώσουν, θα πρέπει πρώτα να πυροβολήσουν τα fake news. Δεν με πειράζει και πολύ αυτό».
Τον επόμενο χρόνο, η καταστολή των μέσων ενημέρωσης από τον Τραμπ θα ενταθεί με συντονισμένες προσπάθειες φίμωσης των αντίθετων φωνών. Η πρόσβαση στον Λευκό Οίκο θα περιοριστεί και οι διαπιστεύσεις ενδεχομένως να χορηγούνται μόνο σε δημοσιογράφους συντηρητικών μέσων, ενώ δεν αποκλείεται ακόμα και να κλείσει εντελώς η αίθουσα ενημέρωσης του Λευκού Οίκου. Ακόμα πιο ανησυχητικές, ωστόσο, είναι οι βλέψεις του Τραμπ και των συμμάχων του για το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών, τα οποία θέλουν να στρέψουν εναντίον των μέσων ενημέρωσης.
Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε εκτεταμένες έρευνες για διαρροές, κομματικοποιημένες αναθεωρήσεις τηλεοπτικών αδειών, αντιμονοπωλιακές αγωγές, ακόμα και παραπομπές δημοσιογράφων στη Δικαιοσύνη για κατασκοπεία. Οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν τις διαδηλώσεις και την εφαρμογή της νομοθεσίας για τη μετανάστευση θα βρεθούν αντιμέτωποι με προσαγωγές, όχι μόνο από την τοπική αστυνομία, αλλά και από το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας. Ο Τραμπ είναι πιθανό ακόμα και να πιέσει το Κογκρέσο για μεταρρυθμίσεις των νόμων περί συκοφαντικής δυσφήμισης ή την ποινικοποίηση των αντίθετων φωνών.
Οι επιθέσεις κατά του Τύπου θα αποσταθεροποιήσουν περαιτέρω την κατάσταση, ωστόσο τα μέσα ενημέρωσης δεν θα πρέπει να υποκύψουν στις πιέσεις. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να προετοιμαστούν μέσα στους επόμενους δύο μήνες, ώστε να αντιμετωπίσουν τις πιθανές προκλήσεις που θα προκύψουν το 2025.
Αμερικανικές εκλογές: Δύο σενάρια για πέντε κρίσεις
Πώς το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών θα επηρεάσει την έκβαση πέντε ανοικτών διεθνών κρίσεων, σύμφωνα με αναλυτές που μίλησαν στο iMEdD, λίγα 24ωρα πριν από την 5η Νοεμβρίου.
Τις αρχικές εβδομάδες μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, η πρώτη απειλή κατά του Τύπου θα έρθει με τη μορφή διώξεων δημοσιογράφων που καλύπτουν μαζικές διαδηλώσεις. Όταν ο Τραμπ ανέλαβε για πρώτη φορά καθήκοντα το 2017, συνελήφθησαν εννέα δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην Ουάσιγκτον, αρκετοί εκ των οποίων κατηγορήθηκαν για συμμετοχή σε επεισόδια. Οι συλλήψεις ήταν ένας προάγγελος για όσα θα ακολουθούσαν την επόμενη τετραετία, στη διάρκεια της οποίας περισσότεροι από 200 δημοσιογράφοι διώχθηκαν ποινικά για την κάλυψη διαδηλώσεων.
Η συντριπτική πλειονότητα των κατηγοριών απαγγέλθηκαν το 2020 σε δημοσιογράφους που κάλυπταν τις διαδηλώσεις υπέρ της φυλετικής δικαιοσύνης που συγκλόνισαν τη χώρα μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Σύμφωνα με την Κίρστιν ΜακΚάντεν του Ιδρύματος για την Ελευθερία του Τύπου, ήταν μια χρονιά με ρεκόρ επιθέσεων, καθώς καταγράφηκαν 640 επιθέσεις κατά δημοσιογράφων και σχεδόν 150 συλλήψεις.
Είναι βέβαιο ότι οι μαζικές διαδηλώσεις που χαρακτήρισαν εκείνη τη χρονιά θα επαναληφθούν, ιδιαίτερα αν ο Τραμπ κάνει πράξη την προεκλογική του υπόσχεση να εφαρμόσει το «μεγαλύτερο πρόγραμμα απέλασης στην αμερικανική ιστορία». Το 2017 είχε ξεσπάσει κύμα διαδηλώσεων στα αεροδρόμια όλης της χώρας, μετά από το προεδρικό διάταγμα του Τραμπ, το οποίο περιόριζε την είσοδο για ταξιδιώτες από επτά χώρες με κυρίως μουσουλμανικό πληθυσμό. Έναν χρόνο αργότερα, οι πορείες διαμαρτυρίας πολλαπλασιάστηκαν ως απάντηση στην πολιτική του για τον διαχωρισμό των παιδιών μεταναστών.
Εάν και όταν οργανωθούν μαζικές διαδηλώσεις κατά των σκληρών μεταναστευτικών διαταγμάτων της νέας κυβέρνησης, οι δημοσιογράφοι – ιδιαίτερα οι φωτογράφοι και οι βιντεογράφοι που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από την αστυνομία προκειμένου να καταγράψουν τις συγκρούσεις με τους διαδηλωτές, είναι πολύ πιθανόν να έρθουν αντιμέτωποι με αστυνομικές επιθέσεις ή και συλλήψεις για την κάλυψη του θέματος.
Ο Γκέιμπ Ρότμαν της Επιτροπής Δημοσιογράφων για την Ελευθερία του Τύπου προειδοποιεί ότι οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν το μεταναστευτικό διατρέχουν υψηλό κίνδυνο, καθώς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (DHS), το οποίο ελέγχει τόσο τη Συνοριοφυλακή όσο και την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων, δεν έχει ορίσει σαφή πρωτόκολλα για τις επαφές με τα ΜΜΕ.
«Ορισμένα τμήματα του DHS δεν υπάγονται στους ίδιους εσωτερικούς περιορισμούς με το Υπουργείο Δικαιοσύνης», δήλωσε. «Υπάρχει ανησυχία ότι μπορεί να προκύψουν προβλήματα στα σύνορα»». Ως παράδειγμα έφερε ένα ρεπορτάζ του 2019 από τη θυγατρική του NBC στο Σαν Ντιέγκο, το οποίο ανέφερε ότι το DHS είχε καταρτίσει έναν κατάλογο με δέκα δημοσιογράφους για κράτηση και ανάκριση στις πύλες εισόδου της χώρας.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει μακρά παράδοση θέσπισης «εσωτερικών περιορισμών» που αποτελούν δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε στοχοποιήσεις δημοσιογράφων. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να αλλάξει με τον διορισμό ενός νέου Γενικού Εισαγγελέα. Όπως το έθεσε πέρυσι ο Κας Πάτελ, ένθερμος υποστηρικτής του Τραμπ και υποψήφιος για τη θέση αυτή, «θα βγούμε έξω και θα βρούμε τους συνωμότες όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στα μέσα ενημέρωσης. Θα σας κυνηγήσουμε».
Η πρώτη σημαντική συνέπεια της νέας ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης θα είναι πιθανότατα η εντατικοποίηση των ερευνών για διαρροές. Στο Project 2025, ένα πολιτικό έγγραφο που συντάχθηκε από μέλη της πρώτης κυβέρνησης του Τραμπ, ο Ντάστιν Κάρμακ, πρώην προσωπάρχης του διευθυντή των εθνικών μυστικών υπηρεσιών του Τραμπ, έγραψε: «Το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του για τη διερεύνηση διαρροών και να ανατρέψει τις επιζήμιες οδηγίες που εξέδωσε ο Γενικός Εισαγγελέας Μέρικ Γκάρλαντ, οι οποίες περιορίζουν την πρόσβαση των ερευνητών σε αρχεία που σχετίζονται με μη εξουσιοδοτημένες αποκαλύψεις διαβαθμισμένων πληροφοριών στα μέσα ενημέρωσης».
Η οδηγία Γκάρλαντ, που χρονολογείται από το 2021, αποτελούσε μια προσπάθεια οικοδόμησης εμπιστοσύνης μετά τις παρακολουθήσεις τουλάχιστον οκτώ δημοσιογράφων (των New York Times, Washington Post και CNN) από το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ, στο πλαίσιο ερευνών για 334 διαρροές. Ο αριθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Τι θα γίνει, όμως, αν ένας δημοσιογράφος αρνηθεί να σπάσει τη σιωπή του; Σε συγκέντρωση του 2022 στο Τέξας, ο Τραμπ είχε πει ότι, ο φόβος του βιασμού στις φυλακές θα αναγκάσει τους δημοσιογράφους να αποκαλύψουν τις ανώνυμες πηγές τους. «Όταν αυτό το άτομο συνειδητοποιήσει ότι είναι η μέλλουσα νύφη ενός άλλου κρατουμένου, θα πει “Μετά χαράς θα σας πω ποιος ήταν”».
Η νομοθεσία που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ομοσπονδιακής ασπίδας έναντι αθέμιτων πρακτικών απέναντι σε δημοσιογράφους – ο νόμος PRESS Act– ψηφίστηκε ομόφωνα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων τον Ιανουάριο, ωστόσο, η Επιτροπή Δικαιοσύνης της Γερουσίας έχει «παγώσει» την εφαρμογή της. Η καθυστέρηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον γερουσιαστή του Αρκάνσας και σύμμαχο του Τραμπ, Τομ Κότον, ο οποίος υπερασπίστηκε την αντίθεσή του, λέγοντας ότι «πάρα πολλοί δημοσιογράφοι είναι σχεδόν ταγμένοι στον αριστερό ακτιβισμό, οι οποίοι, στην καλύτερη περίπτωση, αμφιταλαντεύονται ως προς το τι σημαίνει για αυτούς η Αμερική και αδιαφορούν για την ασφάλεια και την αλήθεια μας». Αυτό σημαίνει ότι ο νόμος PRESS Act πιθανότατα θα «θαφτεί» από την επιτροπή.
Υπό τον Τραμπ, το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν είναι μόνο πιθανό να απειλήσει με φυλακίσεις τους δημοσιογράφους που αψηφούν τις κλητεύσεις, αλλά και να χρησιμοποιήσει ως όπλο το προηγούμενο που τέθηκε από την υπόθεση Ασάνζ – του ιδρυτή του WikiLeaks, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως εργαζόμενος στον Τύπο και κατηγορήθηκε για κατασκοπεία το 2019. Οι δημοσιογράφοι ενδέχεται να εκτεθούν σε κινδύνους – όχι μόνο όσοι καλύπτουν το Πεντάγωνο και τις μυστικές υπηρεσίες, αλλά οποιοσδήποτε καλύπτει την κυβέρνηση Τραμπ.
Σε ομοσπονδιακές υποθέσεις σχετικά με τον ρόλο του Τραμπ στη φονική εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου 2021 και τη διατήρηση διαβαθμισμένων εγγράφων στο Μαρ-α-Λάγκο, οι δικηγόροι του έχουν επικαλεστεί το «εκτελεστικό απόρρητο», το οποίο προστατεύει όλες τις εσωτερικές επικοινωνίες του Λευκού Οίκου. Η διατύπωση του νόμου περί κατασκοπείας είναι ασαφής ως προς το τι συνιστά κρατικό μυστικό, κάνοντας πολλούς νομικούς μελετητές να πιστεύουν ότι έχει ανοίξει ο δρόμος για απαγγελίες κατηγοριών για κατασκοπεία σε δημοσιογράφους από ομοσπονδιακούς εισαγγελείς, απλώς και μόνο επειδή έκαναν ρεπορτάζ για τις διαβουλεύσεις στο Οβάλ Γραφείο.
Η εκτεταμένη ρυθμιστική επιρροή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης παρέχει στον Τραμπ και μια ακόμη πιθανή μέθοδο καταστολής του Τύπου. Το 2017 το Υπουργείο Δικαιοσύνης επιχείρησε να ανακόψει τη συγχώνευση της AT&T και της TimeWarner, λίγους μήνες αφότου ο Τραμπ φέρεται να φώναξε στον διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου, Γκάρι Κον: «Θέλω να μπλοκαριστεί αυτή η συμφωνία!». Δεν είναι, ωστόσο, σαφές αν ο Κον άσκησε οποιαδήποτε πίεση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ανεξάρτητα από αυτό, ο Τραμπ θα έχει σύντομα περισσότερες ευκαιρίες να χρησιμοποιήσει ως όπλο τις αντιμονοπωλιακές αγωγές. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι τα σχέδια της Skydance Media για εξαγορά της μητρικής εταιρείας του CBS, της Paramount Global. Η εν λόγω συμφωνία εξετάζεται επί του παρόντος από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών των ΗΠΑ (FCC), καθώς περιλαμβάνει τη μεταβίβαση 28 τοπικών σταθμών. Αν η περίοδος εξέτασης επεκταθεί μέχρι το 2025, η FCC υπό την προεδρία Τραμπ ενδέχεται να μπλοκάρει ή να καθυστερήσει τη χορήγηση έγκρισης, ως μέσο πίεσης στο CBS.
Η πολιτικοποίηση της FCC είναι πιθανό να αποτελέσει καθοριστική πτυχή της δεύτερης θητείας του Τραμπ, ο οποίος έχει προσωπικά υποσχεθεί να «επαναφέρει τις ανεξάρτητες ρυθμιστικές υπηρεσίες, όπως την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC) και την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FTC), υπό τον προεδρικό έλεγχο».
Στο Project 2025, ο Μπρένταν Καρ, σημερινός επικεφαλής Ρεπουμπλικανός της FCC -και ο άνθρωπος που τώρα είναι υποψήφιος για την προεδρία- ζήτησε να «καταργηθούν αρκετοί από τους αυστηρούς κανονισμούς της FCC», ιδίως οι «κανόνες που σχετίζονται με την ιδιοκτησία μέσων ενημέρωσης», οι οποίοι απαγορεύουν την απόκτηση περισσότερων από έναν τηλεοπτικούς σταθμούς ανά αγορά από έναν και μόνο ραδιοτηλεοπτικό φορέα.
Η κατάργηση αυτού του κανονισμού θα επέτρεπε σε εταιρείες όπως η Sinclair Broadcast Group – της οποίας ο πρόεδρος, Ντέιβιντ Σμιθ, είπε κάποτε στον Τραμπ, «είμαστε εδώ για να μεταφέρουμε το μήνυμά σας» από τους περίπου 200 σταθμούς υπό την ιδιοκτησία του – να επεκτείνει περαιτέρω τον έλεγχό της στα τοπικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Αν, για παράδειγμα, η FCC απαιτούσε από τη Skydance να εκχωρήσει τους σταθμούς του CBS ως προϋπόθεση για την εξαγορά της Paramount, η Sinclair θα μπορεί να εκμεταλλευτεί την απουσία κανονισμών περί ιδιοκτησίας και να τους εξαγοράσει όλους.
Η FCC υπό τον Καρ θα έχει επίσης τη δυνατότητα να κάνει πράξη τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Τραμπ για ανάκληση των τηλεοπτικών αδειών των καναλιών – σχεδόν όλα εκ των οποίων του προκαλούν οργή. Μετά το ντιμπέιτ του ABC τον Σεπτέμβριο, το οποίο περιλάμβανε ζωντανό fact checking από τους συντονιστές Ντέιβιντ Μιούιρ και Λίνσεϊ Ντέιβις, ο Τραμπ δήλωσε στο Fox News: «Θα έπρεπε να τους αφαιρεθεί η άδεια».
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει διαδικασία αδειοδότησης για τα εθνικά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα. Ωστόσο, οι τοπικές θυγατρικές πρέπει να αποδεικνύουν στην FCC ότι το περιεχόμενό τους εξυπηρετεί «το δημόσιο συμφέρον» προκειμένου να διατηρήσουν το δικαίωμά τους να εκπέμπουν. Η FCC απολαμβάνει σημαντική ελευθερία στον ορισμό τού τι πραγματικά συνιστά «δημόσιο συμφέρον». Ο Καρ απέφυγε να απαντήσει σε ερώτηση δύο Δημοκρατικών μελών του Κογκρέσου σχετικά με το κατά πόσο συμφωνούσε με την ανάγκη ανάκλησης των τηλεοπτικών αδειών των σταθμών του ABC μετά το ντιμπέιτ.
Εμπιστοσύνη, πολιτική και δισεκατομμυριούχοι
Ο Terry Egger εργάζεται σε εφημερίδες στις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και πάνω από 40 χρόνια. Μέχρι πρόσφατα ήταν Γενικός Διευθυντής/Εκδότης της εφημερίδας «The Philadelphia Inquirer». Παλαιότερα, είχε διατελέσει Γενικός Διευθυντής/Εκδότης της εφημερίδας «The Plain Dealer» στο Κλίβελαντ επί 8 χρόνια, καθώς και Εκδότης της εφημερίδας «The St Louis Post-Dispatch».
Παράλληλα με τη στελέχωση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης με πιστούς συνεργάτες που θα περιορίσουν τις ελευθερίες του Τύπου όσο περισσότερο το επιτρέπει ο νόμος, ο Τραμπ μπορεί να επιδιώξει και περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το 2016 υποσχέθηκε «να χαλαρώσει τους νόμους περί συκοφαντικής δυσφήμισης, ώστε, όταν γράφονται σκοπίμως αρνητικά άρθρα με κατάφωρα ψεύδη, να μπορούμε να τους κάνουμε μηνύσεις και να βγάλουμε πολλά λεφτά».
Έκτοτε, έχει καταθέσει αγωγές εναντίον των Times και του CNN για συκοφαντική δυσφήμιση σε υποθέσεις που τελικά απορρίφθηκαν, καθώς και εναντίον του ABC και της επιτροπής του βραβείου Πούλιτζερ, οι υποθέσεις εκ των οποίων εκκρεμούν ακόμη. Η χαλάρωση των ομοσπονδιακών νόμων περί συκοφαντικής δυσφήμισης, τους οποίους ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει «ντροπή και αίσχος», απαιτεί έγκριση του Κογκρέσου. Παρόλα αυτά, μια ενδεχόμενη νίκη του Τραμπ στις υποθέσεις συκοφαντικής δυσφήμησης που εκκρεμούν, μπορεί να αποθαρρύνει άλλα μέσα από τη δημοσίευση σκληρών κριτικών.
Όταν, πριν από τις εκλογές, μίλησα με τη Χέιντι Κίτροσερ, νομικό στο Northwestern, μου έθεσε ένα ρητορικό ερώτημα: «Χρειάζεται κάτι να έχει βάση για να προκαλέσει ζημιά; Ακόμα και αν τελικά απορριφθεί στο δικαστήριο, μπορεί να προκαλέσει τεράστια ζημιά». Για του λόγου το αληθές, την περασμένη εβδομάδα ο Τραμπ κατέθεσε μια περίεργη αγωγή εναντίον του CBS, διεκδικώντας αποζημίωση δέκα δισεκατομμυρίων δολαρίων για την επεξεργασία μιας συνέντευξης της Κάμαλα Χάρις από την εκπομπή 60 Minutes.
Οι επιπόλαιες αγωγές, οι κατηγορίες κατασκοπείας και οι αυθαίρετες κρατήσεις είναι όλα στρατηγικές που αποσκοπούν στη φίμωση του Τύπου και θα είναι εξαιρετικά επιζήμιες. Ωστόσο, μία από τις σημαντικότερες, αν και λιγότερο ορατές, συνέπειες της επανεκλογής του Τραμπ θα είναι η αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων και η τροποποίηση των ρεπορτάζ τους. Το φαινόμενο, το οποίο ο καθηγητής ιστορίας του Yale, Τίμοθι Σνάιντερ, έχει ονομάσει «προληπτική υπακοή», είναι χαρακτηριστικό κοινωνιών με καταπιεστικές κυβερνήσεις. Με την επιστροφή του Τραμπ στο αξίωμα, δύσκολα θα αποφύγουμε τη συμπερίληψη της χώρας μας σε αυτή την κατηγορία.
Σε αντίθεση με την πρώτη θητεία του Τραμπ, η οποία προκάλεσε ένα κύμα σθεναρής αντίστασης στις αυταρχικές τάσεις του – συμπεριλαμβανομένης, κυρίως, της υιοθέτησης του συνθήματος «Η δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι» από την Post, λίγες εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του – οι δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες τόσο της Post όσο και των Los Angeles Times μπλόκαραν την υποστήριξη Χάρις που προωθούσαν οι συντακτικές επιτροπές τους. Ομοίως, η εταιρεία εκδόσεων εφημερίδων Gannett αρνήθηκε τη στήριξη οποιουδήποτε υποψηφίου από την USA Today ή οποιαδήποτε από τις 200 τοπικές εφημερίδες της.
(Η κίνηση αυτή ήρθε μετά από την έκδοση οδηγίας κατά της υποστήριξης υποψηφίων εκτός τοπικών εκλογών από τη Ganett το 2016. Εκείνη τη χρονιά η στήριξη στη Χίλαρι Κλίντον από την Arizona Republic της Gannett είχε οδηγήσει σε απειλές κατά της ζωής των συντακτών της εφημερίδας.) Πρόσφατα στο The Kicker, ο Μάρτιν Μπάρον, ο οποίος διετέλεσε εκτελεστικός συντάκτης της Post από το 2013 έως το 2021, χαρακτήρισε την απόφαση τελευταίας στιγμής του Τζεφ Μπέζος να αποσύρει τη στήριξη της εφημερίδας σε κάποιον υποψήφιο ως «προδοσία των βασικών αρχών της Post». «Φοβάμαι ότι αυτή η απόφαση», συνέχισε ο Μπάρον, «έδειξε ότι η Post μπορεί και θα υποκύψει στις πιέσεις. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Ντόναλντ Τραμπ το βλέπει αυτό ως απόδειξη ότι το μπούλινγκ λειτουργεί».
Οι δημοσιογράφοι που επιδιώκουν να καλύψουν τη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Τραμπ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα πιθανά αντίποινα με αποφασιστικότητα, να προστατεύουν την ταυτότητα των πηγών τους και να μη διστάζουν να ασκούν οξεία κριτική στον πρόεδρο ή να εμπλέκονται σε αντιπαραθέσεις με αξιωματικούς της υπηρεσίας μετανάστευσης – ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα εξοργίσουν τον ιδιοκτήτη του πρακτορείου τους και θα έρθουν αντιμέτωποι με περισσότερες αγωγές, κρατήσεις και φυλακίσεις.
Δεδομένου του μεγάλου αριθμού στελεχών του ομοσπονδιακού δικαστικού σώματος που έχουν διοριστεί από τον Τραμπ, η απουσία νομικών δεδικασμένων κατά της ποινικοποίησης της δημοσιογραφίας είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Οι πολιτικοί συντάκτες σίγουρα δεν είχαν οραματιστεί έτσι το επάγγελμά τους στο ξεκίνημα της καριέρας τους, ωστόσο ο ρόλος τους είναι πιο δύσκολος και συνάμα κρίσιμος από ποτέ.