Οι εργαζόμενοι στο μέσο είναι εξαγριωμένοι. Κάποιοι ήδη παραιτήθηκαν. Οι αναγνώστες είναι τόσο οργισμένοι που φέρονται να ακυρώνουν τις συνδρομές τους κατά χιλιάδες.
Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά από το Poynter και αναδημοσιεύεται από το iMEdD με άδεια. Οποιαδήποτε άδεια αναδημοσίευσης υπόκειται στον εκδότη του πρωτοτύπου. Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο εδώ.
Είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς να έχει δημιουργηθεί στο παρελθόν τόσο μεγάλος σάλος για κάτι που δεν έγραψε μια εφημερίδα.
Η απόφαση της Washington Post να μην υποστηρίξει κάποιον υποψήφιο για την προεδρία έχει προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στο προσωπικό της εφημερίδας, ενώ οι αναγνώστες της είναι τόσο εξοργισμένοι που φέρονται να ακυρώνουν συνδρομές κατά χιλιάδες.
Ταυτόχρονα, έχει ξεσηκωθεί κύμα επικρίσεων, μεταξύ άλλων και από ορισμένους από τους θρυλικότερους δημοσιογράφους της εφημερίδας.
Η αναπάντεχη είδηση ήρθε στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, όταν ο Γουίλ Λιούις, εκδότης και διευθύνων σύμβουλος της Post, εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανέφερε ότι η εφημερίδα δεν θα προβεί σε προεδρική υποστήριξη για πρώτη φορά μετά από 36 χρόνια, επισημαίνοντας την παράδοση της εφημερίδας να παραμένει ουδέτερη στις προεδρικές εκλογές μέχρι το 1976.
Τελικά, ωστόσο, η απόφαση μη στήριξης υποψήφιου προέδρου ελήφθη από τον ιδιοκτήτη της Post, Τζεφ Μπέζος, για λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με παραδοσιακές πρακτικές.
Ο Μπένιαμιν Μιούλιν και η Κάτυ Ρόμπερτσον των New York Times έγραψαν: «Η συντακτική επιτροπή είχε ήδη ετοιμάσει σχέδιο υποστήριξης της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις, το οποίο όμως δεν διάβασε ο κ. Μπέζος πριν από την απόφασή του, σημείωσε ο κ. Λιούις σε δήλωσή του το Σάββατο. Ο κ. Μπέζος ετοιμαζόταν για την εν λόγω απόφαση εδώ και εβδομάδες. Δεν είναι σαφές ποιο ήταν το κίνητρο για την τελική του απόφαση και την επιλογή της χρονικής στιγμής που έγινε».
Η απόφαση και η χρονική στιγμή που αυτή ελήφθη – λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές – ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων.
Ο Μάρτι Μπάρον, αξιοσέβαστος πρώην εκτελεστικός συντάκτης της Post, έγραψε σε tweet που ανάρτησε: «Αυτό είναι δειλία, με θύμα της τη δημοκρατία. Ο @realdonaldtrump θα το δει αυτό ως ενθάρρυνση για περαιτέρω εκφοβισμό του ιδιοκτήτη @jeffbezos (και άλλων). Απαράδεκτη και λιπόψυχη συμπεριφορά από ένα ίδρυμα που φημίζεται για το θάρρος του».
Εμφανιζόμενος στο CNN, ο Μπάρον δήλωσε, «Η λήψη μιας “απόφασης αρχής” μόλις έντεκα ημέρες πριν από τις εκλογές είναι εξαιρετικά ύποπτη. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι αυτό ήταν θέμα αρχής σε αυτήν τη φάση».
Ο Μπάρον είπε επίσης: «Αν η φιλοσοφία τους είναι ότι οι αναγνώστες μπορούν να αποφασίζουν μόνοι τους για τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζουν σε αυτήν τη δημοκρατία, τότε να μη δημοσιεύουν κανένα κεντρικό άρθρο. Το θέμα είναι ότι αποφάσισαν να μη δημοσιεύσουν κεντρικό άρθρο μόνο σε αυτήν την περίπτωση, έντεκα ημέρες πριν από τις εκλογές».
Ο Ρόμπερτ Κάγκαν, συντάκτης που γράφει για την Post εδώ και 20 και πλέον χρόνια, παραιτήθηκε. Δήλωσε στους Times ότι η απόφαση της εφημερίδας ήταν «ξεκάθαρη προσπάθεια να κερδίσει εκ των προτέρων την εύνοια» του Ντόναλντ Τραμπ. Ο Κάγκαν πρόσθεσε: «Η Post έχει ξεκαθαρίσει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία. Λοιπόν, σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση αποφασίσαμε να μείνουμε ουδέτεροι;»
Σε συνέντευξή του στην Έριν Μπέρνετ του CNN, ο Κάγκαν δήλωσε: «Αν θέλουμε να μάθουμε πώς θα καταπνίξει ο Τραμπ την ελευθερία του Τύπου στις ΗΠΑ, αυτή είναι η απάντηση. Έτσι θα συμβεί, ειδικά όταν τα μέσα ενημέρωσης ανήκουν σε εταιρικούς κολοσσούς που έχουν πολλά να χάσουν αν ο Τραμπ είναι θυμωμένος μαζί τους».
Ο Μπομπ Γούντγουορντ και ο Καρλ Μπερνστάιν, θρυλικοί δημοσιογράφοι της Post και γνωστοί για τη δουλειά τους πάνω στο σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ, εξέδωσαν κοινή δήλωση στον Μπράιαν Στέλτερ του CNN, λέγοντας: «Σεβόμαστε την παράδοση ουδετερότητας στο κεντρικό άρθρο γνώμης, αλλά αυτή η απόφαση, έντεκα ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2024, αγνοεί τα αλλεπάλληλα ρεπορτάζ της ίδιας της Washington Post σχετικά με την απειλή που θέτει ο Ντόναλντ Τραμπ για τη δημοκρατία. Υπό την ιδιοκτησία του Τζεφ Μπέζος, η ειδησεογραφική επιχείρηση της Washington Post έχει χρησιμοποιήσει τους άφθονους πόρους της για να διερευνήσει ενδελεχώς τον κίνδυνο και τη ζημιά που θα μπορούσε να προκαλέσει μια δεύτερη προεδρία Τραμπ στο μέλλον της αμερικανικής δημοκρατίας, πράγμα που κάνει αυτή την απόφαση ακόμη πιο αιφνιδιαστική και απογοητευτική, ειδικά λίγο πριν την εκπνοή της εκλογικής αναμέτρησης».
Επιπλέον, 19 αρθρογράφοι γνώμης στην Post δημοσίευσαν ένα άρθρο στο οποίο χαρακτήριζαν την απόφαση μη στήριξης ως «τρομερό λάθος».
Έγραψαν: «Αποτελεί εγκατάλειψη των θεμελιωδών εκδοτικών ιδεωδών της εφημερίδας που αγαπάμε. Αυτή είναι μια στιγμή που το ίδρυμα θα πρέπει να υπερτονίσει τη δέσμευσή του στις δημοκρατικές αξίες, το κράτος δικαίου και τις διεθνείς συμμαχίες, καθώς και την απειλή που αποτελεί γι’ αυτές ο Ντόναλντ Τραμπ – τα ακριβή επιχειρήματα, δηλαδή, που χρησιμοποίησε η Post όταν στήριξε τους αντιπάλους του Τραμπ το 2016 και το 2020».
Σε ξεχωριστή στήλη, η αρθρογράφος της Post, Ρουθ Μάρκους, η οποία εργάζεται στην Post εδώ και 40 χρόνια, έγραψε: «Ποτέ δεν έχω απογοητευτεί περισσότερο από την εφημερίδα από ό,τι σήμερα, μετά από το τραγικό λάθος να αποφασίσει να μην προβεί σε υποστήριξη στην προεδρική κούρσα. Σε μια στιγμή που η Post θα έπρεπε να βγει μπροστά για να κρούσει τον κώδωνα των πολλαπλών κινδύνων που θέτει ο Ντόναλντ Τραμπ για το έθνος και τον κόσμο, επέλεξε αντ’ αυτού να αποσυρθεί. Πρόκειται για μια λάθος επιλογή στη χειρότερη δυνατή στιγμή».
Η αρθρογράφος Μισέλ Νόρις ανακοίνωσε, επίσης, την παραίτησή της από την Post, γράφοντας σε ένα μακροσκελές νήμα στο Χ, «Είμαι βαθύτατα απογοητευμένη από την απόφαση της Post να αλλάξει κατεύθυνση και να μην παρέχει προεδρική υποστήριξη σε αυτόν τον εκλογικό κύκλο, ειδικά από τη στιγμή που τα εξαιρετικά ρεπορτάζ στο σύνολο της εφημερίδας έχουν καταστήσει σαφή τα κρίσιμα ζητήματα που διακυβεύονται σε αυτές τις εκλογές και παγκοσμίως».
Περαιτέρω αντιδράσεις
Η πρώην βουλευτής των Ρεπουμπλικανών Λιζ Τσέινι, κόρη του πρώην αντιπροέδρου Ντικ Τσέινι, ήταν από τους πολιτικούς που εξέφρασε ευθαρσώς την απειλή που συνιστά ο Τραμπ. Η Τσέινι ήταν πρόεδρος της επιτροπής έρευνας για την εξέγερση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου.
Μιλώντας με τον συντάκτη του New Yorker Ντέιβιντ Ρέμνικ στο 25ο ετήσιο φεστιβάλ του New Yorker, η Τσέινι σχολίασε: «Όσον αφορά το θέμα με τη Washington Post, κοιτάξτε, πρώτα απ’ όλα, είναι ο φόβος… Όταν ο Τζεφ Μπέζος φοβάται να παρέχει στήριξη στη μοναδική υποψήφια που είναι ένας εχέφρων ενήλικας λόγω του Ντόναλντ Τραμπ, αυτό δείχνει γιατί είναι απαραίτητο να εργαστούμε σκληρά ώστε να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα εκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Και νομίζω, επίσης, ότι είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε τι έχει συμβεί και ποιοι τοποθετήθηκαν με θάρρος και τόλμη. Και, για την ιστορία, ακύρωσα τη συνδρομή μου στην Washington Post».
Πάνω σ’ αυτό το θέμα
Και μιας και η Τσέινι έθιξε το ζήτημα, ας μιλήσουμε για τις ακυρώσεις των συνδρομητών της Post. Τα δημοσιεύματα κάνουν λόγο για ακυρώσεις κατά χιλιάδες.
Ένας συντάκτης είπε στον Στέλτερ: «Είμαι βαθιά συγκινημένος από τα αμέτρητα μηνύματα που λαμβάνω από αναγνώστες, οι οποίοι ακυρώνουν τη συνδρομή τους, αλλά εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για τη δουλειά μου. Είναι σπαρακτικό».
Tο θέμα, ωστόσο, είναι το εξής: Όσο εξαγριωμένοι κι αν είναι οι αναγνώστες, πρέπει να αναρωτηθούμε αν διοχετεύουν την οργή τους στη σωστή κατεύθυνση. Αν και είναι κατανοητός ο θυμός τους και η επιθυμία τους να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους, οι ακύρωσες δεν βλάπτουν τελικά τον Μπέζος. Αντίθετα, αυτοί που πλήττονται είναι πολλοί από τους αξιοσέβαστους δημοσιογράφους της Post, οι οποίοι είναι εξίσου οργισμένοι με τους αναγνώστες.
Σε ένα νήμα στο X, η Καρολάιν Κίτσενερ, η οποία καλύπτει το ζήτημα των αμβλώσεων στην Post, έγραψε: «Η μαμά μου μόλις μου είπε ότι ακύρωσε τη συνδρομή της στην Washington Post. Διαβάζει πάντα όλες τις ιστορίες μου. Ήταν ένα οδυνηρό τηλεφώνημα. Καταλαβαίνω γιατί το έκανε, αλλά της ζήτησα να το ξανασκεφτεί. Σε όποιον έχει ακυρώσει ή σκέφτεται να ακυρώσει τη συνδρομή του, είπα το εξής: “Οι δημοσιογράφοι της Post δεν είχαν καμία ανάμειξη σε αυτή την απόφαση. Όταν, όμως, ακυρώνετε τις συνδρομές, βλάπτετε εμάς, όχι τον ιδιοκτήτη μας. Νιώθω τυχερή που εργάζομαι σε ένα μέσο που δεν αδιαφορεί όταν λέω ότι πρέπει να πετάξω στο Τέξας για να συναντήσω μια γυναίκα, της οποίας η ζωή έχει αλλάξει λόγω της απαγόρευσης των αμβλώσεων. Για να καταγράψω τις επιπτώσεις της απόφασης Ντομπς από κοντά. Αυτό μπορώ να το κάνω μόνο αν έχουμε συνδρομητές που μας στηρίζουν. Οι δημοσιογράφοι της Post θα συνεχίσουν να κάνουν τη δουλειά τους. Θα γράφουμε χωρίς φόβο για όποιον κι αν γίνει πρόεδρος, και για τόσα άλλα πράγματα που έχουν σημασία, επειδή είμαστε ανεξάρτητοι και προτεραιότητά μας είναι να θέτουμε τους ισχυρούς προ των ευθυνών τους. Καταλαβαίνω απόλυτα αν έχετε χάσει την εμπιστοσύνη στον ιδιοκτήτη μας, αλλά σας παρακαλώ, μη χάσετε την πίστη σας σε εμάς. Έχουμε πάρα πολλή δουλειά να κάνουμε”».
Φάκελος: Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας
Tο iMEdD, μέσα από συνεντεύξεις με Έλληνες και ξένους ειδικούς, αναλύσεις για τις γεωπολιτικές ισορροπίες και την αλήθεια των αριθμών, επιχειρεί να κωδικοποιήσει αυτό που περιγράφεται ως ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος».
Και δεύτερη απόφαση μη στήριξης
Η Washington Post δεν ήταν η μόνη εφημερίδα που ανακοίνωσε, λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ότι δεν πρόκειται να υποστηρίξει κάποιον υποψήφιο για την προεδρία. Όπως έγραψα την περασμένη εβδομάδα, οι Los Angeles Times αποφάσισαν επίσης να μην πάρουν θέση.
Η συντακτική επιτροπή σκόπευε να υποστηρίξει την Κάμαλα Χάρις για την προεδρία, αλλά παρενέβη ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας, Πάτρικ Σουν-Σιονγκ. Με σαθρά επιχειρήματα, εξήγησε ότι είχε ζητήσει από τη συντακτική επιτροπή να απαριθμήσει κάθε ένα από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της Χάρις και του Τραμπ και να αναλύσει τις αντίστοιχες πολιτικές τους. Στη συνέχεια, ο Σουν-Σιονγκ έγραψε: «Με αυτόν τον τρόπο, θα παρουσιάζονταν δίπλα-δίπλα σαφείς και αμερόληπτες πληροφορίες και οι αναγνώστες μας θα μπορούσαν να αποφασίσουν ποιος αξίζει να γίνει πρόεδρος για την επόμενη τετραετία. Ωστόσο, η συντακτική επιτροπή επέλεξε να σιωπήσει και να μην ακολουθήσει την προτεινόμενη οδό, και εγώ αποδέχτηκα την απόφασή της».
Αυτό που πρότεινε ο Σουν-Σιονγκ δεν αντικατοπτρίζει τον τρόπο λειτουργίας της παροχής στήριξης σε υποψήφιους προέδρους και ο ισχυρισμός ότι η επιτροπή «επέλεξε να σιωπήσει» είναι παραπλανητικός και ντροπιαστικός.
Σε συνέντευξή του στον Τζέιμς Ρέινι των Los Angeles Times, ο Σουν-Σιονγκ δήλωσε: «Δεν μετανιώνω καθόλου. Θεωρώ, μάλιστα, ότι ήταν η πιο σωστή απόφαση. Το ερώτημα (για τη λήψη της απόφασης) ήταν το εξής: πώς μπορούμε να ενημερώσουμε καλύτερα τους αναγνώστες μας; Και δεν υπάρχει κάποιος που να το καταφέρνει αυτό καλύτερα από εμάς, καθώς προσπαθούμε να διαχωρίζουμε τα γεγονότα από τη μυθοπλασία, αφήνοντας παράλληλα τους αναγνώστες να πάρουν τη δική τους τελική απόφαση».
Η Μάριελ Γκάρτσα, αρχισυντάκτρια των Times, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όπως και τα μέλη της συντακτικής επιτροπής Ρόμπερτ Γκριν και Κάριν Κλάιν. Ο Γκριν είναι βραβευμένος με Πούλιτζερ.
Στην επιστολή παραίτησής της προς τον εκτελεστικό συντάκτη των Times, Τέρυ Τανγκ, η Γκάρτσα έγραψε: «Πώς είναι δυνατόν επί οκτώ χρόνια να καταφερόμαστε εναντίον του Τραμπ και να υπογραμμίζουμε τον κίνδυνο που θέτει η ηγεσία του για τη χώρα και στη συνέχεια να μην παρέχουμε στήριξη στην αξιοπρεπέστατη Δημοκρατική υποψήφια – την οποία, μάλιστα, προηγουμένως είχαμε υποστηρίξει για τη Γερουσία των ΗΠΑ; Η μη στήριξη υπονομεύει την ακεραιότητα της συντακτικής επιτροπής και κάθε μεμονωμένη υποστήριξη που παρέχουμε, ακόμα και αν αυτή είναι σε σχολικές επιτροπές».
Ο Σουν-Σιονγκ δήλωσε στον Ρέινι: «Είμαι απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο παραιτήθηκαν τα μέλη της συντακτικής επιτροπής. Αλλά είναι επιλογή τους, έτσι δεν είναι;»
Το θέμα πήρε και άλλη διάσταση μέσα στο Σαββατοκύριακο. Οι Σούμια Καρλαμάνγκλα και Σουάν Χάμπλερ των New York Times έγραψαν: «Η κόρη του (Σουν-Σιονγκ), Νίκα Σουν-Σιονγκ, 31 ετών, μια προοδευτική πολιτική ακτιβίστρια που έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για απόπειρες παρεμβάσεων στην ειδησεογραφική κάλυψη της εφημερίδας, δήλωσε ότι κίνητρο για την απόφαση ήταν η υποστήριξη της κ. Χάρις προς το Ισραήλ στον πόλεμο στη Γάζα».
Σε δήλωσή της προς τους Times, η Νίκα Σουν-Σιονγκ ανέφερε: «Η οικογένειά μας έλαβε την κοινή απόφαση να μην υποστηρίξει κάποιον υποψήφιο για την προεδρία. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που συμμετείχα στη διαδικασία. Ως πολίτης μιας χώρας που χρηματοδοτεί ανοιχτά μια γενοκτονία και προερχόμενη από μια οικογένεια που βίωσε το νοτιοαφρικανικό απαρτχάιντ, η απόφαση για την υποστήριξη ήταν μια ευκαιρία να αποκηρύξουμε το αφήγημα πάνω στο οποίο στηρίζεται η εκτεταμένη στοχοποίηση δημοσιογράφων και ο πόλεμος εναντίον παιδιών».
Ωστόσο, ο Πάτρικ Σουν-Σιονγκ είπε ότι οι δηλώσεις της κόρης του δεν αντιπροσωπεύουν την εφημερίδα. Μέσω εκπροσώπου, δήλωσε: «Η Νίκα εκφράζει την προσωπική της άποψη, όπως έχει δικαίωμα να κάνει κάθε μέλος της κοινότητας. Δεν κατέχει κανένα ρόλο στους L.A. Times, ούτε συμμετέχει σε οποιαδήποτε απόφαση ή συζήτηση με τη συντακτική επιτροπή, όπως έχει ξεκαθαριστεί πολλές φορές».
Μιλώντας στους New York Times, η Γκάρτσα σχολίασε: «Αν αυτός ήταν ο λόγος που ο δρ. Σουν-Σιονγκ μπλόκαρε την υποστήριξη στην Καμάλα Χάρις, σίγουρα δεν κοινοποιήθηκε σε εμένα ή στους συντάκτες. Αν ο στόχος της οικογένειας ήταν να “αποκηρύξει το αφήγημα πάνω στο οποίο στηρίζεται η εκτεταμένη στοχοποίηση δημοσιογράφων και ο πόλεμος εναντίον παιδιών”, η σιωπή δεν το πέτυχε αυτό».
Γράφοντας για τους Los Angeles Times, ο Ρέινι ανέφερε ότι τα μέλη του συνδικάτου των Times ζητούν μια πληρέστερη εξήγηση για την έλλειψη υποστήριξης. Μια επιστολή που υπογράφεται από περισσότερους από 200 δημοσιογράφους των Times προς τον Σουν-Σιονγκ αναφέρει: «Όλοι εμείς που εργαζόμαστε στην αίθουσα σύνταξης και όχι στη συντακτική επιτροπή, δεν παίρνουμε θέση σχετικά με το αν θα έπρεπε να υπάρξει προεδρική στήριξη. Ωστόσο, όλοι περιμένουμε διαφάνεια από τους Times προς τους αναγνώστες τους».
Η εξαφάνιση πολιτικής στήριξης
Η Washington Post και οι Los Angeles Times δεν είναι οι μόνες εφημερίδες που φέτος απέχουν από την παροχή στήριξης προεδρικών υποψηφίων. Ο συνάδελφός μου Ρικ Έντμοντς γράφει ότι υπάρχουν κι άλλες εφημερίδες που δεν στηρίζουν κανέναν υποψήφιο για την προεδρία και αναλύει τους πιθανούς λόγους που κρύβονται πίσω από αυτό.
Ο Έντμοντς μίλησε με συντάκτες τεσσάρων εφημερίδων που εξακολουθούν να υποστηρίζουν υποψηφίους.
Στη συνέχεια έγραψε: «Δεν είμαι παθητικός θεατής στην απόσυρση προεδρικών στηρίξεων από τις περιφερειακές εφημερίδες. Το επικρατέστερο επιχείρημα φαίνεται να είναι ότι οι ψηφοφόροι θα πρέπει να ενημερώνονται από την ειδησεογραφία και το συντακτικό περιεχόμενο και στη συνέχεια να αποφασίζουν μόνοι τους. Είναι παραπλανητικό; Όπως ανέφεραν τα στελέχη με τα οποία μίλησα, ακόμα και αν διαβάσουν αυτό που προτείνει η εφημερίδα, οι αναγνώστες τελικά επιλέγουν μόνοι τους».
Και πρόσθεσε: «Καταλαβαίνω ότι ζούμε σε καιρούς μεγάλης πόλωσης (αν και το φαινόμενο δεν είναι κάτι καινούργιο). Ωστόσο, ο στόχος φαίνεται να είναι να μην προσβληθούν οι μισοί περίπου αναγνώστες που θα ψηφίσουν τον Τραμπ. Όταν φοβάσαι τους ίδιους τους αναγνώστες σου, σημαίνει ότι δεν έχεις κότσια. Και το να μην έχεις κότσια είναι πολύ άσχημο για ένα ειδησεογραφικό πρακτορείο».
Ο κόσμος έχει κουραστεί
Ο Τζόρνταν Κλέπερ του Daily Show, ο οποίος έχει γυρίσει όλη τη χώρα παρακολουθώντας συγκεντρώσεις του Τραμπ και παίρνοντας συνεντεύξεις από τους συμμετέχοντες, εμφανίστηκε στην εκπομπή της Τζεν Πσέκι στο MSNBC το πρωί της Κυριακής και περιέγραψε πώς έχουν αλλάξει αυτές οι συγκεντρώσεις.
Ο Kλέπερ είπε: «Έχει πέσει η ενέργεια. Δεν μαζεύεται πολύς κόσμος. Υπάρχει κούραση. Φυσικά υπάρχουν και φανατικοί του κινήματος MAGA του Τραμπ, οι οποίοι δεν χάνουν καμία συγκέντρωση και έχουν πάει χιλιάδες φορές».
Ο Kλέπερ μίλησε για έναν άνδρα που συνάντησε, ο οποίος έχει παρευρεθεί σε 93 από αυτές τις συγκεντρώσεις. Ο Κλέπερ πρόσθεσε: «Αλλά υπάρχει μια αίσθηση ότι ξαναήρθε στην πόλη σου το τσίρκο για πολλοστή φορά και ο κόσμος δεν θέλει να δει την τελευταία παράσταση».
Τα ερωτήματα που πρέπει να σας απασχολούν αν καλύπτετε τις διαδηλώσεις για τον πόλεμο στη Γάζα
Εστιάστε στην οπτική γωνία και όχι στις εντάσεις και ανταποκριθείτε στις ανάγκες του κοινού, όταν καλύπτετε τις πανεπιστημιακές διαδηλώσεις για τον πόλεμο ανάμεσα στο Ισραήλ και στη Χαμάς, αναφέρει η ειδικός σε θέματα δεοντολογίας του Poynter.
Μιλώντας για συγκεντρώσεις…
Ο Τραμπ πραγματοποίησε μια μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση την Κυριακή στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης.
Τα παρακάτω είναι όλα αληθή.
Ένας από τους ομιλητές που «άνοιξαν» την εκδήλωση, ο κωμικός Τόνι Χίντσκλιφ, είπε στο πλήθος: «Δεν ξέρω αν το ξέρετε, αλλά αυτήν τη στιγμή υπάρχει κυριολεκτικά ένα πλωτό νησί σκουπιδιών στη μέση του ωκεανού. Νομίζω ότι λέγεται Πουέρτο Ρίκο».
Έκανε, επίσης, ένα αστείο για έναν μαύρο άνδρα στο πλήθος και στη συνέχεια είπε: «Αστειεύομαι. Είναι φιλαράκι μου. Έκανε Halloween πάρτι χθες το βράδυ. Περάσαμε ωραία. Σκαλίζαμε καρπούζια παρέα. Ήταν τέλεια».
Ο Κρίστοφερ Ματίας, δημοσιογράφος της HuffPost, έγραψε σε tweet, «Όλο αυτό το πράγμα είναι σοκαριστικά ρατσιστικό, ακόμα και για τα δεδομένα μιας συγκέντρωσης του Τραμπ».
Ο Ντέιβιντ Ρεμ, που περιγράφεται ως παιδικός φίλος του Τραμπ, κρατούσε έναν σταυρό, λέγοντας για την Κάμαλα Χάρις: «Είναι ο διάβολος. Είναι ο Αντίχριστος».
Ο επιχειρηματίας Γκραντ Κάρντον είπε στο πλήθος ότι η Χάρις «και οι νταβατζήδες της θα καταστρέψουν τη χώρα μας».
Στη συγκέντρωση συμμετείχε μια αφρόκρεμα Ρεπουμπλικανών και MAGA ομιλητών, μεταξύ των οποίων ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Τραμπ, Τζέι Ντι Βανς, ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον, η Τούλσι Γκάμπαρντ, ο Ρούντι Τζουλιάνι, ο Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ, η Λάρα Τραμπ, ο Έρικ Τραμπ, ο Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ, ο Ίλον Μασκ, ο Στίβεν Μίλερ, ο Ντάνα Γουάιτ, ο Τάκερ Κάρλσον και πολλοί άλλοι.
Και, φυσικά, ο Τραμπ, ο οποίος εκφώνησε έναν από τους συνηθισμένους του ασυνάρτητους λόγους, που συχνά περιέχουν επικίνδυνη ρητορική.
Το PolitiFact live του Poynter έκανε fact-checking σε όσα ειπώθηκαν στη συγκέντρωση του Τραμπ.
Μια τελευταία σκέψη: Ποιος είχε την ιδέα να ανέβει στη σκηνή κάποιος που θα έβριζε τους Πορτορικανούς, μια ανάσα πριν τις εκλογές; Η ομάδα της Κάμαλα Χάρις δεν έχασε ευκαιρία να το εκμεταλλευτεί, αναρτώντας ένα tweet με λεπτομέρειες σχετικά με τα σχέδια της υποψήφιας προέδρου για την προώθηση μιας «οικονομίας των ευκαιριών» για τους Πορτορικανούς.
UPDATE: Το απόγευμα της Δευτέρας ο Τζεφ Μπέζος, ιδιοκτήτης της Washington Post, δημοσίευσε ένα άρθρο γνώμης, υπερασπιζόμενος την απόφασή του. Το άρθρο έχει τίτλο «Η σκληρή αλήθεια: Οι Αμερικανοί δεν εμπιστεύονται τα μέσα ενημέρωσης».